ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 364/2012)

 

5 Νοεμβρίου, 2013

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ULFET  EMIN,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ:

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ

ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ  ΚΑΙ  ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Λουκής Παπαφιλίππου, για τον Αιτητή.

Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της

 Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους

 Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 27.01.2012 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για καταβολή αποζημίωσης έναντι μισθών  και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων για τις υπηρεσίες του ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

 

Η παρούσα υπόθεση είναι μία από τις πολλές υποθέσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των διακοινοτικών ταραχών του 1963. O αιτητής, Τουρκοκυπριακής καταγωγής υπηρέτησε, κατά την περίοδο της Αποικιοκρατίας, αρχικά ως Δικαστής των Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, Αμμοχώστου και Κερύνειας από 12.12.1955.  Στη συνέχεια ως Ειρηνοδίκης από 10.12.1956 και ως Επαρχιακός Δικαστής από 14.8.1958.  Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας διορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Επαρχιακός Δικαστής από 23.11.1960.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του στις  2.6.1966, καίτοι προσήλθε κανονικά στο γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εξαναγκάστηκε από δύο  ένοπλους ελληνοκύπριους αστυνομικούς να επιστρέψει στον  Τούρκικο Τομέα Λευκωσίας.

 

Το 2004 και συγκεκριμένα στις 18.5.2004 με επιστολή του προς το Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Προσωπικού, την οποία κοινοποίησε προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ζήτησε να πληροφορηθεί τα ποσά που εδικαιούτο σε μισθούς και συντάξεις από 1.6.1966.  Από τον υπηρεσιακό του  φάκελο, ανέφερε, δεν προέκυπτε οποιοδήποτε κώλυμα λήψης των ωφελημάτων που αντιστοιχούσαν στη θέση που κατείχε.

 

Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού μετά από νέες επιστολές του αιτητή ημερ. 21.6.2004 και 6.4.2005 με επιστολή του ημερ. 14.9.2005 τον πληροφόρησε ότι, όπως αποφασίστηκε από  την  Κυβέρνηση, τα ζητήματα απολαβών/συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των Τουρκοκυπρίων Κυβερνητικών Λειτουργών («Turkish Cypriot Government Officers») που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, θα παρέμεναν σε εκκρεμότητα μέχρι τη διευθέτηση του γενικού θέματος. Παράλληλα του υποδείχθηκε ότι σε περίπτωση διαφορετικής  απόφασης  του Υπουργικού Συμβουλίου επί του γενικού ζητήματος, το αίτημα του θα αξιολογείτο στη βάση των ιδιαίτερων  περιστάσεων του και το Υπουργείο θα επικοινωνούσε μαζί του.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής άσκησε προσφυγή με επιτυχή  κατάληξη. Διαπιστώθηκε από  το  Δικαστήριο, ότι το αίτημα απορρίφθηκε υπό συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα.  Κακώς οι Δικαστές περιλήφθηκαν στην Κατηγορία των «Κυβερνητικών» λειτουργών ή «Κυβερνητικών» υπαλλήλων ή και «Κυβερνητικών» αξιωματούχων  όπως και ότι κακώς θεωρήθηκε ότι ο αιτητής είχε εγκαταλείψει τη θέση του τουλάχιστον μέχρι τα γεγονότα της 2.6.1966 (Βλ. Ulfet Emin v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1473/2005, ημερ. 21.03.2007).

 

Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Το Αναθεωρητικό Εφετείο αφού θεώρησε ότι το ζήτημα της συμπερίληψης ή όχι των Δικαστών στη φράση «Turkish Cypriot Government Officers» δεν ήταν ουσιώδους σημασίας υπέδειξε ότι ο πυρήνας του θέματος ήταν κατά πόσο η Διοίκηση, κατ' επίκληση της προγενέστερης απόφασης της Κυβέρνησης, μπορούσε να παραπέμψει το συγκεκριμένο αίτημα του εφεσίβλητου  στις ελληνικές καλένδες στερώντας του ουσιαστικά την απόλαυση ενός, κατ' ισχυρισμό, κεκτημένου δικαιώματος ή αν η Διοίκηση είχε εκ του νόμου υποχρέωση να προσδιορίσει τα γεγονότα και με αναφορά στο δίκαιο να αποφασίσει ανάλογα.  Απορρίπτοντας τελικά την έφεση η Ολομέλεια έκρινε ότι ήταν ορθή η πρωτόδικη διαπίστωση πλάνης περί τα πράγματα αφού οι εφεσείοντες, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα θεώρησαν ως δεδομένο  ότι  ο εφεσίβλητος-αιτητής είχε εγκαταλείψει τη θέση του και επιπρόσθετα δεν εξέτασαν το νομικό χαρακτήρα και την εμβέλεια της κυβερνητικής απόφασης, ούτε και το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της ισότητας από την εφαρμογή της. (Βλ. Δημοκρατία ν. Emin (2009) 3 A.A.Δ. 603).

 

Ο αιτητής μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και κατ' επίκληση της, με επιστολή του ημερ. 25.10.2007 στον Υπουργό Οικονομικών, ζήτησε την καταβολή σε αυτόν διαφόρων ποσών που αντιστοιχούσαν σε μισθούς και συντάξεις όπως προσδιορίζονταν από  τον ίδιο, υπό μορφή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 145(6) του Συντάγματος.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε διευθέτηση και ο αιτητής στις 23.3.2011 καταχώρησε στο Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την Αγωγή Αρ. 2076/2011, αξιώνοντας την καταβολή ποσού ύψους €800.000 ως αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 146(6) του Συντάγματος, αφού προηγουμένως ο δικηγόρος του επανέλαβε την αξίωση του με επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερ. 14.01.2011.

 

Σημειώνεται για σκοπούς πληρέστερης παρουσίασης των γεγονότων ότι το Επαρχιακό  Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την πιο πάνω αγωγή αρ. 2076/2011 του αιτητή για προδικαστικούς λόγους στις 4.03.2013.

 

Στις 27.01.2012, κοινοποιήθηκε  στον  αιτητή  η  επιστολή  του  Διευθυντή  του  Τμήματος  Δημόσιας  Διοίκησης  και  Προσωπικού, με  το  ακόλουθο  περιεχόμενο:-

 

«Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/07

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ulfet Emin

 

΄Εχω οδηγίες από τον Υπουργό Οικονομικών να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. φακ. 223467/L-14-1-11 και ημερ. 14.1.2011 και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα.

 

2.  Από έρευνα που διεξήχθη στον φάκελο του κ. Ulfet Emin που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι ο πελάτης σας διορίσθηκε στις 12.12.1955 στη θέση Δικαστή Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, Αμμοχώστου και Κερύνειας και στις 23.11.1960 διορίσθηκε ως Επαρχιακός Δικαστής.  Λόγω των διακοινοτικών ταραχών και της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο, ο κ. Emin δεν παρέχει υπηρεσίες στην Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας από τις 2.6.1966.

 

3.  Μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.11.2009, στην Αναθεωρητική ΄Εφεση με Αρ. 62/07, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, πλήρως συμμορφούμενο με την εν λόγω Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επανεξέτασε το αίτημα του πελάτη σας για καταβολή αποζημίωσης έναντι μισθών και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από τον Ιούνιο του 1966 μέχρι σήμερα.

 

4.  ΄Υστερα από έρευνα που διεξήχθη, από αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, στον προσωπικό φάκελο του κ. Emin που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με συστημένη επιστολή ημερ. 30.6.1967 προς τον πελάτη σας, του έθεσε το ερώτημα κατά πόσο, κατά τη γνώμη του και στο βαθμό που ήταν δυνατό να απαντήσει, υπήρχαν προοπτικές ανάληψης εκ νέου των καθηκόντων του στη Δικαστική Υπηρεσία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις και παρακάλεσε όπως ενημερωθεί σχετικά μέχρι τις 2.9.1967.  Από την εν λόγω έρευνα στον προσωπικό φάκελο του πελάτη σας που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο διαπιστώθηκε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε απάντηση από τον κ. Emin στο ερώτημα που του τέθηκε με την προαναφερόμενη επιστολή, ούτε υπάρχουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να δεικνύουν ή να υποδηλούν ότι υπήρξε πρόθεση από τον πελάτη σας να επιστρέψει μετά τον Ιούνιο του 1966 στα καθήκοντά του στη Δικαστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

5.  Περαιτέρω, στον προσωπικό φάκελο του πελάτη σας που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπάρχει οιαδήποτε επιστολή παραίτησής του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που να του διασφαλίζει συνταξιοδοτικά ωφελήματα.  Αναφέρεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 8(5) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 ως έχουν τροποποιηθεί, Επαρχιακός Δικαστής δύναται οποτεδήποτε να υποβάλει ιδιογράφως προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου την παραίτησή του και να διατηρήσει τα δικαιώματά του για σύνταξη, χορήγημα ή άλλο παρόμοιο ωφέλημα τα οποία τυχόν απέκτησε βάσει της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.

 

6.  Ως εκ των ανωτέρω, δεδομένου ότι ο κ. Emin, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας, από τον Ιούνιο του 1966 μέχρι σήμερα και ουδέποτε υπέβαλε εγγράφως παραίτηση του από την Δικαστική Υπηρεσία προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το αίτημα του πελάτη σας για καταβολή αποζημίωσης έναντι μισθών και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, αντίστοιχα, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»

 

 

 

Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλονται από τον αιτητή διάφοροι  λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι περιλαμβάνουν ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, πάσχουσας αιτιολογίας, παράβαση της αρχής της ισότητας, αντίθεση προς τις δικαστικές διαπιστώσεις των αποφάσεων στην Προσφυγή Αρ. 1473/2005 και Αναθ. Έφεση Αρ. 62/2007, προκατάληψη και κακόπιστη κωλυσιεργία των καθ' ων η  αίτηση.  Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ο αιτητής ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν ερεύνησαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το γραφείο του και κυρίως  δεν  έλαβαν υπόψη το  περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης του Δικαστή Μαυρομμάτη, ημερ. 2.6.1966 αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, που βρίσκεται στον προσωπικό φάκελο του αιτητή και ούτε κάλεσαν, είτε το εν λόγω πρόσωπο, είτε τον ίδιο τον αιτητή για την παροχή πρόσθετων διευκρινίσεων και στοιχείων. Περαιτέρω, ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά παράβαση των δικαστικών υποδείξεων της Αναθ. Έφεσης Αρ. 62/2007, δεν αξιολόγησαν τα γεγονότα, όπως αυτά  προέκυπταν από τις αναφορές των παρόντων κατά το επεισόδιο της 2.6.1966, εκλαμβάνοντας υπό  συνθήκες πλάνης ότι ο αιτητής εγκατέλειψε εκουσίως και χωρίς λόγο τη θέση του.  Ο αιτητής αμφισβητεί ως εσφαλμένη και την άποψη των καθ' ων η αίτηση  ότι το αίτημα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί επειδή δεν είχε υποβληθεί γραπτή παραίτηση στον Πρόεδρο  του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 8(5) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60 ), σημειώνοντας ότι ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο  ούτε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εξέδωσαν οποιαδήποτε απόφαση τερματισμού των υπηρεσιών του.

 

Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι στα πλαίσια της επανεξέτασης, αρμόδιος λειτουργός ερεύνησε το φάκελο του αιτητή ο οποίος τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο διαπιστώνοντας αφενός ότι ο αιτητής ουδέποτε απήντησε στη συστημένη επιστολή του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30.06.1967 και αφετέρου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιστολή παραίτησης που διασφάλιζε συνταξιοδοτικά ωφελήματα στον αιτητή. Περαιτέρω, κατ' επίκληση του υπηρεσιακού σημειώματος λειτουργού τους ημερ. 12.01.2012 που υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από τον Υπουργό στις 25.1.2012 στο οποίο γίνεται αναφορά στην γενικότερη κυβερνητική πολιτική σε παρόμοια αιτήματα Τουρκοκυπρίων και σε κάποιες εξαιρέσεις συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης του Τουρκοκύπριου Δικαστή Ρ. Μαλιαλή, καθώς και στα γεγονότα της παρούσας σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της απόφασης στην  Αναθ. Έφεση Αρ. 62/2007, εισηγούνται ότι υπήρξε συμμόρφωση προς τα δικαστικά ευρήματα.  Επιπρόσθετα, αναφέρουν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα να αποφανθούν επί των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο αιτητής έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες του, επειδή το γεγονός άπτεται σοβαρής πτυχής του κυπριακού προβλήματος που παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο, ότι για το ζήτημα υπάρχει  Δικαστική γνώση («judicial notice») και ότι η μαρτυρία του Δικαστή Μαυρομμάτη δεν μπορούσε να αξιολογηθεί στα πλαίσια της παρούσας. Καταλήγουν ότι το μόνο καθήκον που είχαν ήταν να προβούν σε έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο ο αιτητής προσέφερε τις υπηρεσίες του στη δικαστική εξουσία από τις 2.06.1966 και εντεύθεν.  Εφόσον η επίδικη  απόφαση ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να θεραπεύσουν τα σημεία που  κρίθηκαν τρωτά από το Δικαστήριο (Βασιλείου  v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Αργυρού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639 ).

 

Το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποκαλύπτει συμμόρφωση προς τα αποφασισθέντα από την Αναθ. Έφεση Αρ. 62/07 πιο πάνω.  Τα τρωτά που εντοπίστηκαν δεν καλύπτονται από το σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού το οποίο αποτέλεσε τη βάση της  προσβαλλόμενης απόφασης.  Είναι γεγονός ότι ο φάκελος του αιτητή ο οποίος τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο, ερευνήθηκε όμως αυτό δεν ήταν αρκετό αφού απαντήσεις δεν δόθηκαν στα σημεία που εντοπίστηκαν στην ακυρωτική απόφαση.  Η διερεύνηση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και ο προσδιορισμός των γεγονότων ήταν αποσπασματικός. Οι ισχυρισμοί του αιτητή και κυρίως όσα ο Δικαστής Μαυρομμάτης ανέφερε για το συμβάν της 2.6.1966 και βρίσκονταν στο φάκελο αγνοήθηκαν.  Είναι φανερό ότι οι καθ' ων η αίτηση κατά την επανεξέταση, παρά τη σχετική υπόδειξη της Ολομέλειας, εξέλαβαν ως δεδομένο ότι ο αιτητής είχε εγκαταλείψει τη θέση του και δεν ερεύνησαν ως όφειλαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός αποχώρησε από το  γραφείο του στις 2.06.1966.

 

Η ύπαρξη ή όχι επιστολής παραίτησης και η μη απάντηση του αιτητή στην εκ των υστέρων βολιδοσκόπηση που του έγινε από  το  Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τη  προοπτική της  επανόδου του δεν ήταν το ζητούμενο το οποίο σαφώς προσδιορίστηκε από την Ολομέλεια και που δεν ήταν άλλο από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εγκατέλειψε ο  αιτητής τη θέση του στις 2.6.1966.

  

Στο σημείωμα του λειτουργού, γίνεται αναφορά σε κάποιες εξαιρέσεις  από τη γενική κυβερνητική πολιτική και ειδικότερα επισημαίνεται η περίπτωση του Τουρκοκύπριου Δικαστή Ρ. Μαλιαλή, ο οποίος δεν  εγκατέλειψε τη θέση του το 1963 αλλά παρέμεινε μέχρι το 1967, οπόταν , όπως σημειώνεται «αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του» και στον οποίον τελικά καταβλήθηκε  φιλοδώρημα  για την υπηρεσία του μέχρι το 1967.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας, υποδείχθηκε η αναγκαιότητα εξέτασης από τους καθ' ων η αίτηση του ενδεχομένου παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πολιτών από την εφαρμογή της κυβερνητικής απόφασης. Το ζήτημα δεν φαίνεται να απασχόλησε ουσιαστικά τους καθ'  ων  η αίτηση.  Οι αόριστες αναφορές του λειτουργού στην παράγραφο 9 του σημειώματος του ότι το θέμα συνιστά πτυχή του κυπριακού προβλήματος και στο δίκαιο της ανάγκης κατ' επίκληση μιας πολύ διαφορετικής περίπτωσης, δεν αποτελούν συμμόρφωση με το δεδικασμένο.     

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει νομικές πλημμέλειες της ακυρωθείσας πράξης των καθ' ων η αίτηση  ημερ. 14.9.2005 παραλείποντας ταυτόχρονα να εξετάσει όσα με την Αναθ. Έφεση Αρ. 62/2007 υποδείχθηκαν.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                     

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

/ΚΒ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο