ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 287/2011)
12 Νοεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28,9, 25, 26, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΙΑ ΒΟΝΤΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Νάταλη Παρτασίδου (κα), για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης που περιέχεται σε επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου ημερομηνίας 4.01.2011 με την οποίαν πληροφορήθηκε ότι δεν δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα γιατί δεν είχε υπηρετήσει στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας εφόσον από το διορισμό της στη θέση μέχρι και την αφυπηρέτησή της βρισκόταν με άδεια άνευ απολαβών.
Η αιτήτρια δυνάμει συμβάσεως ημερ. 23.8.1993 διορίστηκε ως Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου για την περίοδο από 1.9.1993 μέχρι 31.8.1996. Ο διορισμός της ανανεώθηκε με δυο διαδοχικές συμφωνίες των μερών μέχρι 31.8.1999.
Στις 30.6.1999 πριν από τη λήξη της σύμβασης ο καθ΄ ου η αίτηση προσέφερε στην αιτήτρια διορισμό στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας στο Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής από 1.07.1999 με σύμβαση τριετούς διάρκειας κατά τα προβλεπόμενα στον περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο του 1989 (Ν.144/89 ως έχει τροποποιηθεί).
Η αιτήτρια αποδέχτηκε την προσφορά και στις 12.07.1999 συνήψε νέα τριετή σύμβαση απασχόλησης μέχρι τις 30.06.2002.
Ο καθ΄ ου η αίτηση με επιστολή του ημερ. 2.8.2001, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι η εργοδότησή της θα συνεχιζόταν μέχρι και τις 6.04.2005 και ακολούθως θα ενεργοποιείτο η διαδικασία αξιολόγησης της για να αποφασιστεί η συνέχιση ή μη της απασχόλησης της ή η ανέλιξη της στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας.
Μετά την λήξη της πιο πάνω συμφωνίας, η Σύγκλητος αποφάσισε την μη ανέλιξη της αιτήτριας σε θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας και την ανανέωση της σύμβασης της σε θέση Επίκουρης Καθηγήτριας, απόφαση που επικυρώθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του καθ΄ ου η αίτηση στις 14.09.2005.
Στις 17.01.2007 και στις 3.12.2007 υποβλήθηκαν από την αιτήτρια αιτήματα για άδεια άνευ απολαβών για το ακαδημαϊκό έτος 2007-08 και για την περίοδο από 1.07.2008 μέχρι 30.06.2009 αντίστοιχα, για οικογενειακούς λόγους, τα οποία εγκρίθηκαν από τη Σύγκλητο και την Επιτροπή.
Στις 20.06.2008 η Επιτροπή, επικυρώνοντας σχετική απόφαση της Συγκλήτου, αποφάσισε την ανέλιξη της αιτήτριας στη βαθμίδα της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας από 1.07.2008. Αποφασίστηκε, παράλληλα, η μισθολογική τοποθέτησή της, από την 1.7.2008, μεταξύ 4ης και 5ης βαθμίδας της κλίμακας Α15, με ετήσιο βασικό μισθό €53.225,67. Από 1.6.2010, η τοποθέτηση της θα ήταν στην 5η βαθμίδα της κλίμακας Α15, με ετήσιο βασικό μισθό €55.082,00.
Η αιτήτρια αποδέχτηκε την προσφορά διορισμού της παράλληλα όμως πληροφόρησε τον καθ΄ ου η αίτηση ότι θα συνέχιζε να βρίσκεται σε άδεια απουσίας άνευ απολαβών μέχρι 30.6.2009, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε, αίτημα πρόωρης αφυπηρέτησης το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 6.07.2009 με ισχύ από 1.7.2009.
Στη συνέχεια η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 23.03.2009 εξέτασε το ζήτημα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της αιτήτριας υπό το φως σχετικού σημειώματος του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού ημερ. 15.3.2010 σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια δεν αφυπηρέτησε από συντάξιμη θέση αφού δεν είχε υπηρετήσει σ΄ αυτή ευρισκόμενη από την ημερομηνία του διορισμού της στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας με άδεια άνευ απολαβών για προσωπικούς λόγους, με αποτέλεσμα να δικαιούται μόνο εφάπαξ ποσό ύψους €80,733.18.
Η Επιτροπή ακολουθώντας σχετική υπόδειξη του πιο πάνω σημειώματος ζήτησε από τους νομικούς συμβούλους της να πληροφορηθεί κατά πόσον μπορούσε να ανακληθεί είτε η αίτηση της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση και επιστροφή στα καθήκοντά της για ένα εξάμηνο είτε η ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής ή/και του Συμβουλίου για πρόωρη αφυπηρέτηση της αιτήτριας.
Σε επόμενη συνεδρία της ημερ. 20.04.2010, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη γνωμάτευση των νομικών συμβούλων της ότι με την αποδοχή του αιτήματος πρόωρης αφυπηρέτησης της αιτήτριας, στις 6.07.2010 αυτή έπαυσε να είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Προσωπικού χωρίς δυνατότητα επανόδου της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, αποφάσισε «όπως υιοθετηθούν οι πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου και οι Κανονισμοί Συνταξιοδότησης Ακαδημαϊκού Προσωπικού».
Η αιτήτρια με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 26.05.2010 προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου του καθ΄ ου η αίτηση, αφού σημείωσε ότι ενώ το Πανεπιστήμιο αποδέχτηκε τον διορισμό της ως Αναπληρώτριας Καθηγήτριας όπως επίσης και την αίτηση της για πρόωρη αφυπηρέτηση, «εν τούτοις αρνείται να της καταβάλει σύνταξη στην πιο πάνω βαθμίδα, ως δικαιούται» ζήτησε εξέταση του όλου θέματος. Ισχυρίστηκε ότι, η μη πλήρης και ορθή καταβολή των δημοσίων ωφελημάτων της, εκτός από ενέργεια αντίθετη στη καλή πίστη είναι και παράνομη διοικητική πράξη/ παράλειψη, που πλήττει νόμιμο δημόσιο δικαίωμα.
Δύο σχεδόν μήνες αργότερα η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 18.07.2010 προς το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών του καθ΄ ου η αίτηση ζήτησε ενημέρωση αναφορικά με ποσό ύψους €72,952.71 που είχε κατατεθεί στο λογαριασμό της και κατά πόσον αυτό σχετιζόταν με την πρόωρη αφυπηρέτηση της. Ο Διευθυντής στην απάντησή του ημερ. 23.08.2010 την ενημέρωσε ότι επρόκειτο για φιλοδώρημα που της παραχωρήθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π 81/91) και που αντιστοιχούσε στο ένα δωδέκατο των τελευταίων μηνιαίων απολαβών της για κάθε μήνα υπηρεσίας της στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Ακολούθησε επιστολή ημερ. 30.09.2010 του δικηγόρου της αιτήτριας στην οποία γινόταν λόγος για «μη πλήρη και ορθή καταβολή των δημοσίων ωφελημάτων της» και μεταγενέστερη με παρόμοιο περιεχόμενο ημερ. 9.12.2010 στην οποίαν διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι ενώ η αιτήτρια «κατέβαλε όλα τα νόμιμα δικαιώματα και τις εισφορές της και αποπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της τόσο προς το Πανεπιστήμιο, όσο και προς το Κράτος, εντούτοις το Πανεπιστήμιο δεν της έχει καταβάλει έως τώρα τη σύνταξη που νόμιμα δικαιούται».
Στις 10.12.2010 υποβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας παράπονο στο Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και στις 11.12.2010 έλαβε χώρα συνεδρία της Επιτροπής στην οποίαν αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
«Πρόωρη αφυπηρέτηση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Φίλιας Βόντα
Επανήλθε προς συζήτηση το θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας του Τμήματος Μαθηματικών και Στατιστικής Φίλιας Βόντα.
Η Επιτροπή, αφού ενημερώθηκε για το ιστορικό της υπόθεσης, και έθεσε ενώπιόν της όλα τα σχετικά στοιχεία, αποφάσισε όπως παραμείνει στην απόφαση να καταβληθεί στην κα Βόντα μόνο φιλοδώρημα. Επισημαίνεται ότι με τις επιστολές του Νομικού Συμβούλου της κας Βόντα, ημερομηνίας 26/05/2010 και 30/09/2010, δεν υποβάλλεται οποιοδήποτε νέο στοιχείο.
Επίσης η Επιτροπή αποφάσισε όπως ζητηθεί από την κα Βόντα να καταβάλει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το ποσό (ευρώ 9.582,07 - εισφορές από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) που της είχε επιστραφεί όταν διορίστηκε στην θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, καθότι της είχε καταβληθεί αχρεωστήτως.»
Ακολούθησε η κοινοποίηση στο δικηγόρο της αιτήτριας της επίδικης επιστολής της 4.01.2011 στην οποίαν υποδεικνύονταν τα εξής:
«Αγαπητέ κ. Αγγελίδη,
Θέμα: Συνταξιοδοτικά ωφελήματα κας Φίλιας Βόντα, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας ΜΑΣ
Αναφέρομαι στις επιστολές σας ημερομηνίας 26/05/2010 και 30/09/2010 με τις οποίες επαναφέρετε το ζήτημα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της κας Φίλιας Βόντα.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει την άποψη ότι η πελάτισσά σας δεν δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, αφού παρά το γεγονός ότι διορίστηκε σε συντάξιμη θέση, ήτοι στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, εντούτοις δεν υπηρέτησε ούτε και μία ημέρα στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, λόγω του γεγονότος ότι από τον διορισμό της στη θέση αυτή μέχρι και την αφυπηρέτησή της απουσίαζε με άδεια άνευ απολαβών.
Συνεπεία της πιο πάνω απόφασής του, το Πανεπιστήμιο Κύπρου κατέβαλε στην πελάτισσά σας δυνάμει του Κανόνα 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 81/91) φιλοδώρημα ύψους €72.952,71.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου μελέτησε τις επιστολές σας και έκρινε ότι δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασής του.»
Η αιτήτρια με την προσφυγή της που καταχωρήθηκε στις 2.3.2011 υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει διάφορες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ότι συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου και τέλος ότι είναι αναιτιολόγητη.
Από την πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση εγείρονται προδικαστικά ζητήματα, εκπροθέσμου της προσφυγής μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.
Είναι η θέση του καθ΄ ου η αίτηση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Καταχωρήθηκε, υπέβαλε, μετά την παρέλευση της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών από την ημέρα που η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης για την καταβολή σ΄ αυτήν μόνο φιλοδωρήματος δυνάμει του Κανονισμού 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 81/91). Η αιτήτρια, εισηγείται, καθώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου της προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, γνώριζε τουλάχιστον από τις 26.5.2010 ότι δεν επρόκειτο να λάβει σύνταξη. Επιπρόσθετα, η γνώση της προκύπτει και από την επιστολή του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών ημερ. 23.08.2010 ότι στην περίπτωσή της εφαρμόστηκε ο Κανονισμός 5 της Κ.Δ.Π. 81/91 ο οποίος προνοεί για την παραχώρηση φιλοδωρήματος. Ενδεικτική της γνώσης της για την απόφαση να μη της καταβληθεί σύνταξη είναι και η επιστολή παραπόνου της προς την Επίτροπο Διοικήσεως ημερομηνίας 9.12.2010.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της αιτήτριας η οποία εμμένει στη θέση της ότι για πρώτη φορά έλαβε πλήρη γνώση ότι δεν δικαιούταν σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα με την επιστολή ημερ. 4.1.2011. Ισχυρίζεται ότι, από την επιστολή του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών ημερ. 23.8.2011, προέκυπτε μόνο ενημέρωσή της για το ποσό που είχε κατατεθεί στο λογαριασμό της και όχι οτιδήποτε σε σχέση με την απόφαση να μην της παραχωρηθεί σύνταξη.
Η προδικαστική ένσταση είναι ορθή. Όπως έχει νομολογηθεί το κριτήριο για την προσβολή εκτελεστής απόφασης, δηλαδή απόφασης παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, είναι ο χρόνος που αυτή περιέρχεται σε γνώση του επηρεαζόμενου (Ανθίμου v. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2002) 3. Α.Α.Δ. 397).
Στην υπόθεση Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, 1022 υποδείχθηκε ότι πλήρης είναι η γνώση η οποία επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά την οποίαν υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Σημειώθηκε ακόμα ότι η γνώση που απαιτείται για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος πρέπει να είναι αρκετά εκτεταμένη έτσι που να πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο επαρκώς για τις επιπτώσεις της απόφασης επί της κατάστασης και θέσης του και να το καθιστά ικανό να λάβει τα θεραπευτικά μέτρα που προσφέρονται από το Νόμο.
Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια αναμφιβόλως γνώριζε τουλάχιστον από τις 9.12.2010, όταν υπέβαλλε και το σχετικό παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, πως δεν επρόκειτο να της παραχωρηθούν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα για υπηρεσία στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Γνώριζε ακόμα από τον Αύγουστο του 2010 ότι της είχε παραχωρηθεί μόνο το εφάπαξ φιλοδώρημα στη βάση του Κανονισμού 5 της Κ.Δ.Π. 81/91 καθώς και το ακριβές ποσό που της πιστώθηκε. Εάν πίστευε ότι υπήρχε οποιαδήποτε ασάφεια θα μπορούσε με την επίδειξη ελάχιστης επιμέλειας να διευκρινίσει το θέμα (Βλ. Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197). Άλλωστε όσα αναφέρει στο παράπονο της προς την Επίτροπο Διοίκησης ότι ο καθ΄ ου η αίτηση «αρνείται να της καταβάλει σύνταξη στην πιο πάνω βαθμίδα ως δικαιούται» ότι «η μη πλήρης και ορθή καταβολή των δημοσίων ωφελημάτων της πελάτισσας μου, εκτός από ενέργεια αντίθετη στην καλή πίστη, είναι και παράνομη διοικητική πράξη/παράλειψη που πλήττει νόμιμο δημόσιο δικαίωμα» είναι αποκαλυπτικά της πλήρους γνώσης της.
Η διαπίστωση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση μου με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και, συνεπώς, απαράδεκτη, με έξοδα υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΚΒ