ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 261/2010)

 

20 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΒΙΟΛΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Μ. Κοτσώνη (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήρια.

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Στ. Σταυρινίδης για Π. Παπαγεωργίου και Σια, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την υπό κρίση αίτηση αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), με την οποία ο Παναγιώτης Γιάλλουρος (EM), προήχθη στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Τμήματος Παιδιατρικής από την 1.2.2010 αντί της αιτήτριας.  Η υπό εξέταση απόφαση αφορά θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως προκύπτει από το σχέδιο υπηρεσίας, με αποτέλεσμα η διαδικασία πλήρωσής της να διέπεται από το άρθρο 34 του Ν. 1/1990, όπου η ΕΔΥ επιτελεί τα καθήκοντά της υποβοηθούμενη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, η θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  H ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 22.11.2007, αποφάσισε να δημοσιευθεί η εν λόγω κενή θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.  Όντως η θέση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.12.2007.  Σε ανταπόκριση της πιο πάνω γνωστοποίησης υποβλήθηκαν οκτώ αιτήσεις.  Η Επιτροπή, μέσω του Γραμματέα της, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 34(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων, με επιστολή του απέστειλε στη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ως πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις οκτώ αιτήσεις των υποψηφίων.  Η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών, ως πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή της ημερ. 20.3.2009, υπέβαλε στην Επιτροπή την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με την πλήρωση της εν λόγω κενής θέσης.  Ακολούθως η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 16.7.2009 ελέγχοντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ακόμα ένα πρόσωπο. την αιτήτρια Αναστασιάδου-Χριστοφίδου Βιολέττα, η οποία είχε αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «σχεδόν εξαίρετη», στο ίδιο δηλαδή επίπεδο με ένα από τους αλληλυποψηφίους  ο οποίος συστήθηκε με το αιτιολογικό: «λόγω αρχαιότητας καθότι σύμφωνα με τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990-2006 ο αριθμός των υποψηφίων ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο, σε περίπτωση που διεξαχθεί μόνο προφορική εξέταση θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί.»

 

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης οι υποψήφιοι θα έπρεπε να κατέχουν τα προσόντα όπως περιγράφονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 4236, ημερ. 21.12.2007.  Η προφορική εξέταση των υποψηφίων έλαβε χώρα στις 28.12.2009 στην παρουσία της Διευθύντριας και μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, το ΕΜ ως «εξαίρετο» και την αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή» και σύστησε για προαγωγή το EM.  Ακολούθως η ΕΔΥ, αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και λαμβάνοντας υπόψη την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, επέλεξε το EM ως πλέον κατάλληλο, κρίνοντας ότι υπερείχε έναντι των άλλων υποψηφίων.  Έτσι προήγαγε το ΕΜ στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παιδιατρικής, από 1.2.2010.

 

Η αιτήτρια προβάλλει μια σειρά από λόγους για τους οποίους η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

1. ΄Ελλειψη άρτιων πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κακή σύνθεση και λειτουργίας της

 

Είναι ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω του ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τήρησε άρτια πρακτικά, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Νόμου 158(Ι)/1999.  Η μη τήρηση άρτιων πρακτικών, οδηγεί, είναι εισήγησή του, στην αδυναμία διαπίστωσης της νομιμότητας της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε συνδυασμό με το ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αυθαίρετα και αναξιοκρατικά δεν σύστησε την αιτήτρια.  Το ότι θα πρέπει να τηρούνται ακριβή και άρτια πρακτικά στις συνεδριάσεις οργάνων όπως είναι η Συμβουλευτική Επιτροπή που αξιολογεί υποψηφίους για διορισμό ή προαγωγή, είναι αυτονόητο (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550).  Από τους φακέλους προκύπτει αλλά και από τα Παραρτήματα που επισυνάπτονται στην ένσταση επιβεβαιώνεται ότι καταγράφεται με σαφήνεια η σύνθεση της Επιτροπής σε κάθε μια από τις συνεδριάσεις της.  Καταγράφονται οι αποφάσεις και ενέργειές της και υπάρχουν υπογραφές όλων των μελών που έλαβαν μέρος στις συνεδριάσεις.  Η παραπομπή στη νομολογία που έγινε εκ μέρους του δικηγόρου της αιτήτριας προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, διαφέρει ουσιωδώς με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης σε βαθμό που δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.  Εδώ παρουσιάστηκαν τα πρακτικά των συνεδριάσεων και φαίνεται επαρκώς, όπως είπα πιο πάνω, η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε κάθε συνεδρία. 

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

2.   Μη συμπερίληψη της αιτήτριας στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της μη σύστασης της αιτήτριας από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αυτό, κρίνω, ποσώς επηρεάζει τα δικαιώματα της αιτήτριας και τα συμφέροντά της, εφ΄ όσον τελικώς συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της ΕΔΥ από τις ενέργειες του ιδίου του οργάνου, το οποίο έκρινε ότι έπρεπε και η αιτήτρια να συμπεριληφθεί στον εν λόγω κατάλογο.  Ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε συγκεκριμένο, αν δηλαδή υποβλήθηκε ή όχι ένσταση εκ μέρους της αιτήτριας ή αν η ΕΔΥ αυτεπαγγέλτως κινήθηκε για να συμπεριλάβει την αιτήτρια στο τελικό κατάλογο των υποψηφίων.  Έτσι δεν θα εξετάσω περαιτέρω το ζήτημα.    Η ΕΔΥ στο τέλος της ημέρας έκρινε ότι η αιτήτρια πληρούσε τα προσόντα.  Η γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν έπαιξε ρόλο στην τελική κρίση της ΕΔΥ, όπως επιβεβαιώνεται εκ του αποτελέσματος.   Και στην παρούσα περίπτωση η ΕΔΥ αποστασιοποιήθηκε από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής εισάγοντας την αιτήτρια στους υποψηφίους, αποδίδοντας σε αυτήν πλεονέκτημα.

 

  Ο λόγος ακύρωσης στερείται πραγματικού υποβάθρου και απορρίπτεται. 

 

3.  Παραγνώριση στάθμισης ορθής αξιολόγησης και απόδοσης βαρύτητας από την ΕΔΥ στο πρόσθετο προσόν της αιτήτριας που συνίστατο στο μεταπτυχιακό δίπλωμα Μaster of Science in Clinical Macrobiology, University of London.   

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί.  Τόσο από το πρακτικό λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προκύπτει ότι και τα δύο προσόντα που είχε η αιτήτρια καταγράφηκαν και λήφθηκαν δεόντως υπ΄ όψιν.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε την κατοχή των εν λόγω προσόντων και σημείωσε ότι η τελική αξιολόγηση της αιτήτριας ήταν υψηλότερη από την προφορική καθότι κατείχε μεταπτυχιακά προσόντα.  Αφ΄ ετέρου η ΕΔΥ στο πρακτικό, αιτιολογώντας την απόφασή της για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, καταγράφει:

     

«.. τόσο ο επιλεγείς όσο και οι υπόλοιποι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν, με εξαίρεση τον Καλλία Μάριο, διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ούτε πρόσθετο προσόν, αυτά όμως είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου η επιτροπή συνεκτίμησε τα προσόντα αυτά με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης αποδίδοντας τους την δέουσα βαρύτητα». 

 

Προκύπτει ότι τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και μπορούν να συνιστούν πλεονέκτημα, ούτε πρόσθετο προσόν.  Παρά ταύτα, λήφθηκαν υπ΄ όψιν από την ΕΔΥ, αξιολογήθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης,  οπότε και αποδόθηκε σ΄ αυτά η δέουσα βαρύτητα. 

 

Ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

4. Πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ως στηριζόμενη στην προφορική και μόνο συνέντευξη, σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου και παραγνώριση της αρχαιότητας και της πείρας της αιτήτριας

 

Είναι εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η σύσταση της Διευθύντριας βασιζόταν μόνο στην προφορική συνέντευξη και όχι στο σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων, αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Καφάς ν. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, όπου κρίθηκε ότι είναι ανεπίτρεπτο η σύσταση να εξαντλείται μονολεκτικά στην αναφορά του ονόματος του ενδιαφερόμενου μέρους. 

 

Είναι πάγια νομολογημένη θέση ότι ο Διευθυντής δεν έχει υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης (Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83).  Ο  Διευθυντής επιτελεί συγκεκριμένο έργο παριστάμενος κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ.  Υποβοηθεί την τελευταία ώστε να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο, λαμβανομένης υπ΄ όψιν της προηγούμενης γνώσης του σε σχέση με τα πρόσωπα των υποψηφίων.  Στο τέλος της ημέρας η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη αποτελεί αρμοδιότητα της ΕΔΥ. 

 

Εφόσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσία Νόμου Ν. 1/90, η Διευθύντρια δεν είχε υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης της (Κυριάκου ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83).  Στη σ. 1 του πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, καταγράφεται: η Διευθύντρια, «ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στην διάθεση της οποίας είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι.  Στην διάθεση της, επίσης, η Διευθύντρια είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω φακέλους».  Προκύπτει λοιπόν ξεκάθαρα ότι η Διευθύντρια έλαβε υπ΄ όψιν της το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων πριν αποφασίσει. 

 

Οι συστάσεις αποτελούν ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, ιδιαιτέρως.  Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε απαιτείται και να αιτιολογούνται και να προσδιορίζονται συγκεκριμένα οι λόγοι σε περίπτωση απόκλισης της επιτροπής από τη σύσταση (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, 418-419).  Οι προϊσταμένοι των τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε να ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις της θέσης.

Αποτελεί κοινό έδαφος και προκύπτει ξεκάθαρα από τους φακέλους των μερών ότι όντως η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα κατά έξι έτη.

 

Τόσο η αιτήτρια όσο και το ΕΜ είναι ίσοι σε αξία με 8 «εξαίρετα» ο καθένας για τα τελευταία πέντε χρόνια που λήφθηκαν υπόψη.  Τόσο η αιτήτρια όσο και το ΕΜ είναι κάτοχοι των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων για προαγωγή.  Η αιτήτρια κατέχει διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Αθήνας με «άριστα» όπως και το ΕΜ είναι κάτοχος διδακτορικού.  Άρα και οι δύο κατέχουν πρόσθετα προσόντα τα οποία έπρεπε να ληφθούν όπως και λήφθησαν υπόψη.  Τέλος όσον αφορά το αποτέλεσμα της συνέντευξης η διαφορά τους έγκειται στο ότι το μεν ΕΜ έλαβε «εξαίρετος» ενώ η αιτήτρια κρίθηκε ως «πάρα πολύ καλή». 

 

Η βαρύτητα που αποδίδεται στη συνέντευξη μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη εκεί όπου οδηγεί σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου (Κοφτερού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171).  Στις περιπτώσεις όπου πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, είναι επιτρεπτό ο παράγοντας αυτός να υπερισχύει του στοιχείου της αξίας, να επαυξάνει το στοιχείο της αξίας των υποψηφίων και να προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα.  Το ερώτημα είναι κατά πόσο, η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση υποσκελίζει το πλεονέκτημα της πείρας και αν κατά πόσο η ΕΔΥ έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. 

 

Η ΕΔΥ εξετάζοντας τη διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις αναφέρει:

 

«Επιλέγοντας τον Γιάλλουρο Παναγιώτη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος τόσο από την Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο και στις δυο περιπτώσεις, και σε υψηλότερο από τους μη επιλεγέντες επίπεδο κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, και επιπλέον διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας.

............

«Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που εξήγησε η εφεσίβλητη, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «καλά», κατ΄ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που πέτυχε γενικό χαρακτηρισμό «πάρα πολύ καλά», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την εφεσίβλητη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου (άρθρο 35Β(10(ΙΙΙ) του Νόμου) και, μάλιστα με αυξημένη βαρύτητα, δεδομένου ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία, ...».

 

 

Στη Δημοκρατία ν. Ασσιώτη κ.α., (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, η Ολομέλεια επιβεβαίωσε την αρχή της νομολογίας ότι σε περιπτώσεις διορισμού σε διευθυντικές θέσεις η αρχαιότητα λαμβάνεται μεν υπ΄ όψιν, η σημασία της όμως δεν είναι ουσιαστική (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374) ούτε αφ'  εαυτής δυνατόν  να προσδώσει υπεροχή (Δημοκρατία ν. Πανταζής (1991) 3 Α.Α.Δ. 54).  Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση που έγινε ενώπιον της ΕΔΥ είναι κριτήριο που έπρεπε να ληφθεί υπ΄ όψιν σύμφωνα με το άρθρο 34(9) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων.  Η βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται στην απόδοση κατά την προφορική συνέντευξη σε περιπτώσεις που πρόκειται για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής αναφέρονται με πληρότητα στην απόφαση της Ολομέλειας Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, (2001) 3 Α.Α.Δ. 105.  Εκεί οι διάδικοι ήσαν ισοδύναμοι στα προσόντα, υπερείχε όμως η αιτήτρια σε αρχαιότητα και το μόνο στοιχείο που είχε υπέρ του το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η καλύτερη απόδοσή του στη συνέντευξη.  Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι στην Μικελλίδου (ανωτέρω) η εκεί εφεσείουσα σε αντίθεση με την υπό κρίση αίτηση είχε μειωμένη απόδοση κατά τη συνέντευξη που απέληξε με το χαρακτηρισμό «καλά» σε αντίθεση με το ΕΜ που έτυχε γενικού χαρακτηρισμού «πάρα πολύ καλά».

 

 

Έτσι στην περίπτωση υπό κρίση το ΕΜ είχε υπέρ του τη σύσταση της διευθύντριας και την καλύτερη αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση.  Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι κατά πόσο παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα της αιτήτριας η οποία βεβαίως επαυξάνει την πείρα και κατά συνέπεια την αξία της έναντι του ΕΜ.  Λογικά η αρχαιότητα θεωρείται ότι προσφέρει στον αιτητή χρόνο και εμπειρίες και λογικά επίσης θεωρείται ότι κατατάσσει την αιτήτρια σε υπέρτερη θέση από το ΕΜ. 

 

Υπό τας περιστάσεις κρίνω ότι η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν μπορεί να παραγνωρίσει την αρχαιότητα της αιτήτριας κατά έξι ολόκληρα χρόνια στην οποία κρίνω, έπρεπε να προσδοθεί αποφασιστική βαρύτητα (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Ακκελίδου κ.α. ν. Μιχαήλ κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278).  Εξ άλλου η νομολογία καθιέρωσε την αρχή ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων (Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 740). Η επικρατούσα γραμμή της νομολογίας σε ότι αφορά θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ότι η αρχαιότητα έχει υποδεέστερη σημασία από την αξία δεν εξασθενεί το καταλυτικό προβάδισμα των έξι χρόνων της αιτήτριας, λαμβανομένων υπόψη και των υπολοίπων κριτηρίων στην παρούσα περίπτωση αλλά και ότι η πείρα δεν εξαρτάται μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία του καθενός (Στέλλα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118

Βεβαίως στην περίπτωση της Χαράλαμπος Σπανός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1380/07, ημερομηνίας 24.11.2008, είχε παραγνωριστεί η σύσταση του προϊσταμένου υπέρ του αιτητή αλλά η ΕΔΥ προτίμησε το ΕΜ για προαγωγή με μόνη την εντύπωση της κατά τη συνέντευξη, στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός και το ΕΜ ως εξαίρετος.  Όμως οι αρχές που έθεσε η νομολογία δεν διαφοροποιούνται και τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.  Και εδώ η ΕΔΥ παραγνώρισε και υποβάθμισε αρχαιότητα και κατ΄ επέκταση πείρα έξι χρόνων δίνοντας υπέρμετρη βαρύτητα στη συνέντευξη.  Στο τέλος της ημέρας με ισάξια τα λοιπά προσόντα των μερών είναι ορθή η εισήγηση ότι οι καθ΄ ων στηρίχθηκαν κατά πολύ μεγάλο μέρος στην αντίληψη που απεκόμισαν από την προφορική εξέταση εφόσον εν όψει των ισάξιων προσόντων των αιτητών δεν προστέθηκε οτιδήποτε ως αιτιολογία που να υποστηρίζει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα, συνεκτιμώντας όλα τα νομολογιακώς αποδεκτά κριτήρια και παραγνωρίζοντας την αρχαιότητα της αιτήτριας, για να επιλέξουν το ΕΜ αντί της αιτήτριας (Βασιλειάδη ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495 και Θεοδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 1). 

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα σε βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο