ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1801/2012)
8 Νοεμβρίου, 2013
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146,28,6,15,18,35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑ-ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΚΑΛΑΚΟΥΤΗ
Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ - ΓΕΕΦ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------------------
Βραχίμης Χατζηχάννας, για τον Αιτητή
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ (EX-TEMPORE)
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ζητείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση, ημερομηνίας 27/9/2012, με την οποία απερρίφθη η αξίωση του Αιτητή «για να εφαρμόσει και γι΄αυτόν, τον εκ μητρογονίας κληρωτό (στρατεύσιμο), την Ίση Μεταχείριση, τα Ίσα Δικαιώματα και την Αρχή της Ισότητας, όπως με τους εκ πατρογονίας κληρωτούς (στρατεύσιμους), δηλαδή για στρατιωτική θητεία έξι μηνών, αντί πλήρους στρατιωτικής θητείας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και γι΄ αυτό το οφειλόμενο και παραληφθέν θα πρέπει, με διαταγή του Δικαστηρίου, να γίνει.».
Τα ουσιαστικά γεγονότα δεν αμφισβητούνται: Ο Αιτητής γεννήθηκε στις 2/3/1993 από πατέρα Κύπριο και μητέρα αγγλικής υπηκοότητας. Είναι εγγεγραμμένος στα Στρατολογικά Μητρώα Λευκωσίας και είχε υποχρέωση να καταταχθεί, όπως και έπραξε, στην Εθνική Φρουρά, τον Ιούλιο του 2012, κατ΄ακολουθία σχετικού διατάγματος του Υπουργού Άμυνας. Με επιστολή του δικηγόρου του, ζητήθηκε όπως η υποχρέωση θητείας του Αιτητή μειωθεί στους έξι μήνες επειδή είναι κάτοχος και της βρετανικής υπηκοότητας και, επιπλέον, όπως τύχει της ίδιας μεταχείρισης όσον αφορά τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις με τους στρατεύσιμους που είναι Κύπριοι εκ μητρογονίας. Στις 27/9/2012 η Διεύθυνση Στρατολογικού του ΓΕΕΦ πληροφόρησε τον Αιτητή ότι η σχετική νομοθεσία δεν καλύπτει την περίπτωσή του, γιατί αυτός δεν είχε αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα από την μητέρα του, αλλά από τον πατέρα του. Ως εκ τούτου, το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Ως προς την νομική πλευρά, η παρούσα υπόθεση είναι ταυτόσημη με την υπόθεση αρ. 1141/2010, Michael John Καλακουτής v. Δημοκρατίας, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από τον αδελφό Δικαστή Πασχαλίδη, στις 8/4/2013. Στην πιο πάνω υπόθεση, ο Αιτητής είναι αδελφός του Αιτητή στην παρούσα. Περαιτέρω, τα ουσιαστικά γεγονότα είναι, επίσης, παρόμοια. Ό,τι επιζητείται και στην υπό κρίση περίπτωση, είναι η αναπλήρωση ανύπαρκτης νομοθετικής διάταξης με δικαστική απόφαση.
Είναι σημαντικό, προς κατάληξη, να υπομνησθεί ο δικαστικός λόγος της υπόθεσης Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, όπως υιοθετήθηκε στην υπόθεση Μαρία Βρούντου v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, 84:
«Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνουμε ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, καταλήγουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης.»
Η ανυπαρξία, λοιπόν, νομοθετικής διάταξης, δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.
Ούτε ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή − σύμφωνα με τον οποίο, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Αιτητή να τύχει ίσης μεταχείρισης με τους εκ μητρογονίας στρατεύσιμους − μπορεί να προωθηθεί, αφού τυχόν επιτυχία του δεν θα βοηθούσε τον Αιτητή. Όπως σχετικά λέχθηκε από τον αδελφό Δικαστή Νικολάτο στην υπόθεση αρ. 243/2007, Μιχάλης Ιωάννου v. Υπουργού Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας δια μέσου Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, (2008) 4 A.A.Δ 597:
«Από τα προαναφερόμενα προκύπτει σαφώς η σχετική αρχή η οποία συνίσταται στο ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς, ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα, απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν τους. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο της συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση έστω και αν η θέση του αιτητή γινόταν δεκτή από το Δικαστήριο, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση, στην υποχρέωση υπηρεσίας στρατιωτικής θητείας, μεταξύ στρατευσίμων κυπριακής καταγωγής εξ αρρενογονίας και εκ μητρογονίας, συνιστά παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, αυτό δεν θα βοηθούσε καθόλου τον αιτητή. Η απόφαση δηλαδή του Δικαστηρίου δεν θα δικαίωνε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον αιτητή, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε νομοθετική εξουσία να τροποποιήσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες έτσι ώστε να θεραπευθεί η οποιαδήποτε τυχόν ανισότητα και αδικία την οποία υφίσταται ο αιτητής, προς όφελός του.»
Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω, το αποτέλεσμα και της παρούσας προσφυγής δεν μπορεί να είναι άλλο από την απόρριψή της με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται κατ΄ακολουθία του Άρθρου 146.(4)(α) του Συντάγματος.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΜΣ