ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Kαμένος Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25
Koινότης Λυσού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 537
Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 ΑΑΔ 496
Jumbo Investments και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 359
Κλεάνθους Ανθούλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 256
Sigma Radio T.v. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 130
Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλου (2011) 3 ΑΑΔ 461
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση αρ. 1687/2011)
22 Νοεμβρίου, 2013
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΛΤΔ,
Αιτήτριας,
Και
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Για την Αιτήτρια κ. Κωνσταντίνος Καλλής
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση κα Mαρία Δρυμιώτου
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (στο εξής η Υπηρεσία), έχουν εξουσία δυνάμει του περί Αναγραφής της Τιμής Πώλησης και της Μοναδιαίας Τιμής των Προϊόντων που Προσφέρονται στους Καταναλωτές Νόμου του 2000 (Ν.112(1)/2000, στο εξής ο Νόμος) να εισέρχονται σε υποστατικά επιχειρήσεων προς διαπίστωση κατά πόσο στα προϊόντα που εκτίθενται προς πώληση αναγράφεται η τιμή πώλησής τους.
Η αιτήτρια, ιδιοκτήτρια επιχειρήσεων φρουταρίας σε Λευκωσία και Λάρνακα, δεν αμφισβητεί την εξουσία των λειτουργών της Υπηρεσίας να εισέρχονται και στα δικά της υποστατικά για διαπίστωση αν στα προϊόντα της - φρούτα, λαχανικά, κρέατα και άλλα - πράγματι αναγράφεται η τιμή πώλησης. Αυτό που αμφισβητεί είναι η εξουσία της Υπηρεσίας να δημοσιοποιεί τις εν λόγω τιμές, καθότι, όπως διατείνεται, ο Νόμος δεν της παρέχει τέτοια εξουσία και με τις δημοσιοποιήσεις στις οποίες προβαίνει αφενός αποκαλύπτονται μυστικά της επιχείρησης της στους ανταγωνιστές της και, αφετέρου, μετά από κάθε δημοσιοποίηση μειώνονται δραστικά οι πωλήσεις της με αποτέλεσμα να υφίσταται σημαντική οικονομική ζημιά. Στη βάση της αντίληψης αυτής, ενεχείρισε στις 9.12.10 επιστολή σε λειτουργό της Υπηρεσίας με την οποία ζητούσε να μη δημοσιοποιούνται οι τιμές πώλησης των προϊόντων της και, περαιτέρω, να της δοθούν γραπτώς εξηγήσεις τόσο για τους λόγους που οι λειτουργοί της Υπηρεσίας επισκέπτονται τα καταστήματα της, όσο και για τον νόμο ή κανονισμούς από τους οποίους η Υπηρεσία αντλεί τις αρμοδιότητες της.
Η προαναφερθείσα επιστολή απαντήθηκε με επιστολή της Υπηρεσίας ημερ. 17.12.10, με την οποία ενημέρωνε την αιτήτρια ότι οι αρμοδιότητες της προβλέπονταν από το Νόμο και η δημοσιοποίηση των τιμών ήταν από τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού. Η αιτήτρια δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις που της δόθηκαν και με επιστολές που απέστειλε στην Υπηρεσία στη συνέχεια, επέμενε στη θέση για μη δημοσιοποίηση των τιμών στις οποίες πωλούσε τα προϊόντα της. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση, αφού η Υπηρεσία συνέχισε να δημοσιοποιεί στην ιστοσελίδα της σχεδόν εβδομαδιαίως τόσο τις τιμές πώλησης προϊόντων της αιτήτριας όσο και άλλων επιχειρήσεων. Με τελευταία την δημοσιοποίηση ημερ. 13.10.11 η οποία χρησιμοποιήθηκε από την αιτήτρια για καταχώρηση της υπό εξέταση προσφυγής, με την οποία επιδιώκει την έκδοση Δηλωτικής Απόφασης ότι η δημοσιοποίηση των τιμών πώλησης των προϊόντων της είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Οι καθ΄ ων η αίτηση με την ένσταση τους υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης δημοσιοποίησης των τιμών πώλησης των προϊόντων της αιτήτριας, χωρίς όμως να εγείρουν οποιοδήποτε ζήτημα ως προς την φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Με την αγόρευση τους, όμως, εγείρουν «προδικαστική ένσταση» ότι η δημοσιοποίηση των τιμών πώλησης των προϊόντων της αιτήτριας - ως και άλλων ομοειδών επιχειρήσεων - δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να την εξετάσει. Υποστηρίχτηκε, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απλή υλική και/ή βεβαιωτική πράξη που δεν έχει άμεσες έννομες συνέπειες για την αιτήτρια, αφού δεν είναι καθοριστική για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Για τεκμηρίωση δε της εισήγησης έγινε παραπομπή στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου του 1997, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση όπου στη σελίδα 244 §522 επισημαίνεται πως «βεβαίωση άλλης σχέσεως ή γεγονότος βάσει υφιστάμενων ήδη εγγραφών στα δημόσια βιβλία, ή η έκδοση αντιγράφων ή περιλήψεων δημόσιων εγγράφων» δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Και αυτό, για να υποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη απλά βεβαιώνει ένα γεγονός βάσει μιας προηγηθείσας έρευνας και επιθεώρησης, η οποία έγινε με βάση το Νόμο και απέβλεπε σε ενημέρωση των καταναλωτών για την τάση διαμόρφωσης των τιμών, τόσο σε σχέση με τα προϊόντα της αιτήτριας όσο και σε σχέση με τα προϊόντα άλλων οικονομικά σημαντικών φρουταριών.
Η αιτήτρια, μέσω της απαντητικής αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, αντέκρουσε την «προδικαστική ένσταση» των καθ΄ ων η αίτηση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, με την υπόδειξη ότι «η προδικαστική ένσταση» είναι αντιφατική προς το «Δικόγραφο της Ένστασης», καθόσον στο Δικόγραφο δεν εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας. Υπενθύμισαν συναφώς ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία (Κοινότης Λυσού ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25) τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τα δικόγραφα και οι αγορεύσεις δεν αποτελούν παραδεκτή μέθοδο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων (Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256). Με τον τρόπο αυτό, εισηγήθηκαν εμμέσως πλην σαφώς ότι η «προδικαστική ένσταση» που εγείρεται στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου. Το δεύτερο, ότι η προσβαλλόμενη πράξη εν πάση περιπτώσει είναι εκτελεστή διοικητική πράξη καθότι καθορίζει τι πρέπει να ισχύει ως δίκαιον αναφορικά με τη δημοσιοποίηση των τιμών των προϊόντων που διατίθενται προς πώληση στα υποστατικά της αιτήτριας. Εισηγήθηκαν, επί του προκειμένου, ότι η θέση τους υποστηρίζεται από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ των μερών και σ΄ ότι αφορά την έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης παρέπεμψαν στα συγγράμματα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, 7η έκδοση, παρ. 86, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μ.Δ. Στασινόπουλου, 1982, σελ. 49, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου, 3η έκδοση, παρ. 492 και στα «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας» 1929-1959, σελ. 237.
Όπως γίνεται αντιληπτό με όσα παρατίθενται πιο πάνω, προκρίθηκε η εξέταση του ζητήματος δικαιοδοσίας για προφανείς λόγους. Αφορούν αυτή καθ΄ εαυτή την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού με το ένδικο μέσο της προσφυγής του άρθρου 146 του Συντάγματος προσβάλλονται μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις και το κατά πόσο μία διοικητική πράξη είναι ή όχι εκτελεστή μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα και από το ίδιο το Δικαστήριο καθότι πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως (βλ. μεταξύ άλλων Ε.Τ.Ε.Κ. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 461, Sigma Radio T.V. Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130). Κατά συνέπεια το γεγονός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ήγειραν στην ένσταση τους θέμα δικαιοδοσίας δεν τους εμπόδιζε να εγείρουν τέτοιο ζήτημα με την αγόρευση τους αφού θα μπορούσε και το ίδιο το Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτεπάγγελτα για σκοπούς δημόσιας τάξεως. Έπεται ότι η επιχειρηματολογία πως η «προδικαστική ένσταση» που εγείρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην αγόρευση τους είναι αντιφατική προς το «Δικόγραφο της Ένστασης» στερείται ερείσματος και απορρίπτεται. Κατ΄ ακολουθία τούτου παρέμεινε η εξέταση της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης, αν, δηλαδή, πρόκειται ή όχι για εκτελεστή διοικητική πράξη. Όπως δε έχει τονισθεί κατ΄ επανάληψη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι αυτή που επιφέρει έννομα αποτελέσματα ή, με διαφορετικά λόγια, αυτή που δημιουργεί ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα μεταξύ των διοικουμένων που δεν υφίστατο πριν από την έκδοση της απόφασης (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Sunoil Bankering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26, A/φοι Λανίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 496, Jumbo Investments κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 359 και στις παραπομπές αμφοτέρων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών). Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης έχω την άποψη, ότι, οι δημοσιοποιήσεις των τιμών πώλησης των προϊόντων τόσο της αιτήτριας όσο και άλλων φρουταριών εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση δεν συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αφού με αυτές απλώς βεβαιώνεται ένα γεγονός - οι τιμές πώλησης προϊόντων συγκεκριμένων επιχειρήσεων - βάσει προηγηθείσας έρευνας που αποβλέπει γενικά σε ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού και δεν δημιουργεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή υποχρέωση της αιτήτριας. Δεν πρόκειται συναφώς για εκτελεστή διοικητική πράξη και ως εκ τούτου η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί η ουσία της.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ