ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1638/2010)
29 Νοεμβρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MANIKARAN LETCHUMAN,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΜΟΝΙΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μιχ. Παρασκευά, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και ήλθε στην Κύπρο στις 30/1/2003 προκειμένου να φοιτήσει σε ιδιωτικό κολλέγιο στη Λευκωσία, στον τριετή κλάδο Οικονομικών Σπουδών. Εξασφάλισε φοιτητική άδεια προσωρινής παραμονής ημερομηνίας 29/4/2003, η οποία ίσχυε μέχρι τις 31/3/2004. ΄Εκτοτε εγκατάλειψε τις σπουδές του και στις 30/4/2004 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Ακολούθως, αποτάθηκε στο Τμήμα Μετανάστευσης για παραχώρηση της άδειας προσωρινής παραμονής υπό το καθεστώς του αιτητή ασύλου.
Το αίτημα του αιτητή να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 31/3/2005. Σχετική ιεραρχική προσφυγή που ο αιτητής καταχώρισε, απορρίφθηκε επίσης, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (ΑΑΠ), στις 5/7/2006. Η απορριπτική απόφαση της ΑΑΠ στάληκε με επιστολή, στη γνωστή διεύθυνση του αιτητή στη Λευκωσία. Στην ίδια διεύθυνση απεστάλη και η μεταγενέστερη επιστολή των καθ'ων η αίτηση, ημερομηνίας 26/9/2006, με την οποία οι τελευταίοι καλούσαν τον αιτητή να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία άμεσα, καθότι η διαδικασία για παραχώρηση ασύλου ολοκληρώθηκε.
Ενώ συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, ο αιτητής στις 13/1/2009, προσκόμισε νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Ασύλου με αίτημα όπως επανανοιχθεί ο φάκελος του και εξεταστεί αίτημα του όπως του χορηγηθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι είναι εθνοτικής καταγωγής Ταμίλ. Ενόψει του ότι το αίτημα του αιτητή για χορήγηση πολιτικού ασύλου είχε ήδη απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως και η διοικητική του προσφυγή, η Υπηρεσία Ασύλου με σημείωμα της ημερομηνίας 13/1/2009 προώθησε το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου στην ΑΑΠ για τυχόν επανεξέταση.
Στις 26/11/2010, ο αιτητής συνελήφθη στη Λεωφόρο Αθαλάσσας στη Λευκωσία από άνδρες της ΥΑΜ για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας. Οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΑΔΕ Πάφου όπου του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του σύμφωνα με το Ν. 163(Ι)/2005. Κατόπιν σχετικής εισήγησης από την Υπηρεσία Αλλοδαπών της Αστυνομίας, εκδόθηκαν στις 26/11/2010 διατάγματα κράτησης και απέλασης από το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών.
Η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 26/11/2010 στη γλώσσα του, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να υπογράψει την παραλαβή της.
Στις 10/12/2010 και ενώ ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης, του επιδόθηκε επιστολή με την οποία του κοινοποιείτο το γεγονός ότι το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου του με σκοπό να του χορηγηθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, απορρίφθηκε από την ΑΑΠ.
Αντιδρώντας ο αιτητής, καταχώρισε την ίδια μέρα την παρούσα προσφυγή, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης με την οποία εκδόθηκαν τα εντάλματα κράτησης και απέλασης του.
Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της προσφυγής του ο αιτητής καταχώρισε και αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, την οποία όμως το Δικαστήριο απέρριψε στις 20/1/2011 λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.
Ο αιτητής απελάθηκε στη χώρα του στις 7/1/2011.
Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι από την ημερομηνία έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και μόνο, αναδεικνύεται η παρανομία των επίδικων διαταγμάτων, αφού στις 26/11/2010 που του επιδόθηκαν τα εν λόγω διατάγματα, εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον της ΑΑΠ το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου του με σκοπό να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Ισχυρίζεται επίσης ότι η κακοπιστία της διοίκησης προκύπτει και από το γεγονός ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν την ίδια ημέρα που τέθηκε υπό κράτηση, καθώς επίσης και ότι απελάθη αναιτιολόγητα με συνοπτικές διαδικασίες, αποστερούμενος έτσι του δικαιώματος του να ενστεί.
Στην αντίπερα όχθη, η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση υποστηρίζει ότι κατά το χρόνο σύλληψης του, ο αιτητής διέμενε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υποστηρίζει επίσης ότι εκείνο που κατά τον ουσιώδη χρόνο εκκρεμούσε δεν ήταν αίτημα του για να του χορηγηθεί άσυλο, αλλά το ενδεχόμενο επανανοίγματος του φακέλου του, λόγω των νέων στοιχείων που είχε προσκομίσει. Παραπέμπει δε η ευπαίδευτη συνήγορος, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Asad Mohammed Rahal ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, από την οποία και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ' ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.
Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752, όπου ανέφερε τα εξής:
«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»
Τα επίδικα διατάγματα, κράτησης και απέλασης του αιτητή, εκδόθηκαν στη βάση του άρθρου 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, εφόσον αυτός, επειδή δεν διευθέτησε τη νόμιμη διαμονή του στη Δημοκρατία, είχε καταστεί απαγορευμένος μετανάστης στη βάση των προνοιών του άρθρου 6(1)(κ) του εν λόγω Νόμου. Παραθέτω τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες:
"6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
..
κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε
ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών·"
.....................................................................
"14(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των όρων οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ο Διευθυντής δύναται να διατάξει οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια να παραμείνει σε αυτή για περιορισμένη περίοδο, παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται εντός της κατηγορίας που απαριθμείται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση."
Από το διοικητικό φάκελο τον οποίο διεξήλθα προσεκτικά, προκύπτουν τα εξής: Κατά το χρόνο σύλληψης του αιτητή, εκείνο που εκκρεμούσε ήταν η εξέταση του αιτήματος του όπως επανανοιχθεί ο φάκελος του και ενόψει των νέων στοιχείων που υπέβαλε, του χορηγηθεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Ενδεικτική περί τούτου είναι η επιστολή της ΑΑΠ ημερομηνίας 7/4/2009, με την οποία, «Βεβαιούται δια του παρόντος ότι έχει καταχωρηθεί Διοικητική Προσφυγή στις 13/1/09 από τον ως άνω αιτητή. Η Διοικητική του Προσφυγή βρίσκεται σε λειτουργό για εξέταση». Περί τούτου, είναι επίσης ενδεικτική και η πιο κάτω σημείωση ημερομηνίας 13/1/2009, με την οποία παραπέμπεται στην ΑΑΠ ο φάκελος του αιτητή, ως ακολούθως:
"Λαμβάνοντας υπόψην ότι ο αιτητής έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου και η διοικητική προσφυγή του έχει επίσης απορριφθεί από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αργότερα, η λήψη νέων στοιχείων από τον αιτητή προωθείται σε εσάς για επανεξέταση και επανάνοιγμα του φακέλου ενόψει των νέων γεγονότων στη χώρα Σρι Λάνκα κατά της εθνοτικής καταγωγής των ΤΑΜΙΛ. Η εισήγηση μου για επανάνοιγμα του φακέλου λόγω των γεγονότων διαβιβάζεται κοντά σας για τα περαιτέρω."
Ενδεικτική είναι επίσης και η υποσημείωση (7) ημερομηνίας 4/10/2010, στην οποία αναγράφεται ότι, «ο φάκελος επανάνοιξε και εκκρεμεί μέχρι σήμερον στην Αναθεωρητική Αρχή».
Οι πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 (o Νόμος), που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν προέβλεπαν για τους αιτητές ασύλου που είχαν εξαντλήσει τη διαδικασία της διοικητικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ, κανένα άλλο ένδικο μέσο πέραν αυτού της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Το άρθρο 16Δ που προνοεί για την «υποβολή νέων στοιχείων ή νέας απόφασης μετά την έκδοση απόφασης», στην περίπτωση του οποίου ενδεχομένως να παρείχετο περαιτέρω δικαίωμα παραμονής στον αιτητή, εάν βέβαια κρινόταν ότι χωρεί ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, εφόσον το εν λόγω άρθρο, προσετέθη στο Νόμο μεταγενέστερα και συγκεκριμένα προσετέθη με τον τροποποιητικό Νόμο 9(Ι)/13. Συνεπώς, δεν εγείρεται θέμα εξέτασης του, στην παρούσα περίπτωση.
Είναι φανερό ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν εκκρεμούσε οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαδικασία που να τον αφορά ως αιτητή ασύλου, εφόσον ο αιτητής δεν είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της απόφασης της ΑΑΠ που απέρριπτε τελεσίδικα το αίτημα του για άσυλο. Δεν έχει διαφύγει βέβαια της προσοχής μου, ότι η διοίκηση εξέτασε, χαριστικά κατά τη γνώμη μου, το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του και μάλιστα απέρριψε την ουσιαστική εξέταση των στοιχείων που είχε προσκομίσει με απόφαση που του κοινοποιήθηκε στις 10/12/2010, δηλαδή πριν την εκτέλεση της απόφασης προς απέλαση. Αυτό όμως δεν αλλοιώνει την κατάσταση, ούτε και ενδύει τον αιτητή με οποιαδήποτε, πρόσθετα των όσων του παρείχοντο από τον ισχύοντα τότε Νόμο, δικαιώματα.
Θεωρώ υπό τις περιστάσεις ότι, η παρούσα περίπτωση δεν αφορά περίπτωση παρεμπόδισης του αιτητή στην άσκηση οποιωνδήποτε ένδικων μέσων που να αφορούν το καθεστώς του ως αιτητή ασύλου, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα κατά το Νόμο που να εμποδίζει τους καθ'ων η αίτηση να ασκήσουν τις εξουσίες τους βάσει του περί Μετανάστευσης και Αλλοδαπών Νόμου και να εκδώσουν τα επίδικα διατάγματα. Υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό στην απόφαση Rahal (πιο πάνω), θεωρώ ότι τα επίδικα διατάγματα είναι αιτιολογημένα και εκδόθηκαν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ'ων η αίτηση.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ