ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3376
G & L Galibers Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 533
Κokos Athanasiou Motors Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21
Constantinou Α. & Α. Bros Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 43
Νικολάκη Αλεξάνδρα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως ΕπισκοπήςΛεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762
Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 47
K.E.M. Tours Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 211
F & A Car Supermarket Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 77
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1582/2010)
29 Νοεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SWEDCHEM DISTRIBUTION LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Δημητρίου, για Κύπρο Ανδρέου, για τους Αιτητές.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης της Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (η «΄Εφορος»), ημερομηνίας 29/6/2010, με την οποία ένσταση των αιτητών εναντίον της Βεβαίωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ημερομηνίας 25/7/2001, (η «Βεβαίωση Φόρου»), για τις φορολογικές περιόδους από 1/8/1997 μέχρι 31/10/2000, απορρίφθηκε. Το ποσό που οι αιτητές κλήθηκαν να καταβάλουν ανερχόταν σε Λ.Κ.23.452,10.
Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας - («Φ.Π.Α.») - από 1/8/1997, με κύρια εμπορική δραστηριότητά τους τις εισαγωγές μηχανημάτων και πρώτων υλών για κατασκευή και πώληση ειδών καθαρισμού. Αρχικά, εγγράφηκαν με το όνομα "Α.F. PROFESSIONAL MACHINES & SUPPLIES LTD", αργότερα, όμως. άλλαξαν όνομα σε "SWEDECHEM DESTRIBUTION LTD".
Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακας, (οι «Λειτουργοί»), ασκώντας τις εξουσίες τους με βάση τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 1990, (Ν. 246/90), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), πραγματοποίησαν επίσκεψη ελέγχου στην επιχείρηση των αιτητών, με σκοπό να διαπιστωθεί η ορθότητα των στοιχείων των φορολογικών δηλώσεων που αυτοί υπέβαλαν στην Έφορο σε σχέση με τα βιβλία και τα αρχεία που τήρησαν για τις πιο πάνω φορολογικές περιόδους. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε στις 7/6/2001 και, από αυτό, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:-
(α) Οι αιτητές δεν καταχωρούσαν όλες τις εκροές που πραγματοποιούσαν στο λογαριασμό Φ.Π.Α. που τηρούσαν. Με βάση το δειγματοληπτικό έλεγχο που έγινε, διεφάνη ότι είχαν εκδώσει τιμολόγια πωλήσεων, τα οποία δεν ήταν καταχωρημένα στα βιβλία τους. Ο φόρος εκροών που αναλογούσε στα τιμολόγια αυτά ήταν £483,19.
(β) Οι αιτητές υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις στην Έφορο με μηδενικά ποσά, ενώ, κατά τις φορολογικές περιόδους που αφορούσαν τις εν λόγω φορολογικές δηλώσεις, οι αιτητές είχαν εκδώσει τιμολόγια που έφεραν Φ.Π.Α. ύψους Λ.Κ.87.76.
(γ) Πελάτες των αιτητών προσκόμισαν στην Έφορο τιμολόγια, που εκδόθηκαν προς αυτούς από τους αιτητές, τα οποία, όμως, δεν καταχωρήθηκαν στα βιβλία και τα αρχεία των αιτητών, ούτε αποδόθηκε στην Έφορο το ανάλογο ποσό Φ.Π.Α. με την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων. Ο Φ.Π.Α. που δεν αποδόθηκε ανερχόταν στο ποσό των £622,38.
(δ) Οι αιτητές δεν τηρούσαν κατάσταση αποθεμάτων για τα προϊόντα που εμπορεύονταν.
(ε) Οι αιτητές δεν τηρούσαν ημερολόγιο χρήσης των μηχανημάτων που παραχωρούσαν προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα να μην αποδίδουν το Φ.Π.Α. που αναλογούσε στην αντιπαροχή που λάμβαναν για τις εν λόγω ενοικιάσεις.
(ζ) Επτά μηχανές καθαρισμού, αξίας Λ.Κ.12.000,00, που ανήκαν στα περιουσιακά στοιχεία των αιτητών, διατέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν από τη συνδεόμενη με αυτούς εταιρεία «Αίας Καθαριστές Λτδ.», για σκοπούς άλλους από τους σκοπούς της επιχείρησής τους, χωρίς αντιπαροχή, πράξη που αποτελεί παροχή υπηρεσιών με βάση το ΄Αρθρο 6(8) του Νόμου. Οι αιτητές δεν απέδωσαν οποιοδήποτε ποσό φόρου.
Ενόψει των πιο πάνω, οι Λειτουργοί έκριναν ότι οι φορολογικές δηλώσεις που οι αιτητές υπέβαλαν στην Έφορο ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα, γι' αυτό τους ζήτησαν όπως παρουσιάσουν για έλεγχο όλα τα μπλοκ τιμολογίων πωλήσεων, για να διαπιστωθεί πόσα από τα τιμολόγια που αυτοί είχαν εκδώσει δεν καταχωρήθηκαν στο λογαριασμό Φ.Π.Α., ώστε να αποδοθεί ο ορθός φόρος εκροών. Οι αιτητές δεν το έπραξαν και η Έφορος, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ΄Αρθρου 34 του Νόμου, προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, αποστέλλοντας, στις 25/7/2001, στους αιτητές τη Βεβαίωση Φόρου σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34(1) του Νόμου. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής:-
«2. ........................................................................................................
i. ... η ΄Εφορος σε μια προσπάθεια να αξιολογήσει καλόπιστα όλο το υλικό που είχε στη διάθεση της προχώρησε στον εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης με αποτέλεσμα ο επιπρόσθετος οφειλόμενος φόρος για τα τιμολόγια τα οποία δεν παρουσιάσατε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. να υπολογιστεί στις £19836,50.
ii. Επίσης για τα μηχανήματα (πλυντήρια) τα οποία έχουν εισαχθεί και ενοικιάζοντο χωρίς να παρουσιαστούν οι σχετικές χρεώσεις η Έφορος έχει προβεί στον υπολογισμό των αδήλωτων παροχών που πραγματοποιήσατε για τους 10 μήνες των χρόνων 1998 και 1999 χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που είχε ενώπιον της. Ο οφειλόμενος φόρος για τις ενοικιάσεις αυτές ανέρχεται στις £592,56.
3. Επιπρόσθετα δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης φόρου £732,09 ποσό το οποίο ήταν περισσότερο στις φορολογικές δηλώσεις από ότι στα βιβλία σύμφωνα με το άρθρο 25(4) του Ν.246/90.
4. Δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου εισροών για το ποσό των £137,62 που αφορά βασικά δαπάνες σε ακίνητη ιδιοκτησία σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 25(10) και (25(13)(α)) του Ν.246/90.
5. Ενόψει των πιο πάνω:
· Το συνολικό ποσό των £23452,10 βεβαιώνεται ως οφειλόμενος φόρος στο διάστημα 1/8/1997 - 31/10/2000 δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του Ν.246/90. Η κατανομή της βεβαίωσης φόρου κατά φορολογική περίοδο παρουσιάζεται στο συνημμένο Πίνακα.
6. Καλείστε δυνάμει του άρθρου 36 του ιδίου Νόμου και λαμβανομένου υπόψη το πιστωτικό σας υπόλοιπο το οποίο ανέρχεται στις £5254,43 να καταβάλετε τον επιπρόσθετο οφειλόμενο φόρο ύψους £18.197,67 (δέκα οκτώ χιλιάδες εκατόν ενενήντα επτά λίρες και εξήντα επτά σεντ).
7. Το αίτημά σας για επιστροφή φόρου ύψους £4993 απορρίπτεται.»
Η Βεβαίωση Φόρου εστάλη στους αιτητές, με συστημένη επιστολή, στη συνηθισμένη διεύθυνση της επιχείρησής τους, δεν παραλήφθηκε όμως και επιστράφηκε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. Στις 10/9/2001, η επιστολή παραδόθηκε με το χέρι στο Λογιστή των αιτητών.
Μεταγενέστερα, εναντίον των αιτητών ασκήθηκε ποινική δίωξη, η οποία, όμως, αποσύρθηκε, αφού η Βεβαίωση Φόρου, με την οποία σχετιζόταν αριθμός κατηγοριών, επιδόθηκε σε άσχετο με την εταιρεία πρόσωπο και, συνεπώς, όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Ακολούθως, στις 31/3/2010, η Βεβαίωση Φόρου επιδόθηκε, με το χέρι, στο Διευθυντή των αιτητών Σάββα Σαββίδη. Εναντίον της οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 29/4/2010, υπέβαλαν, με βάση το ΄Αρθρο 51Α του Νόμου, ένσταση, χωρίς, όμως να υποβάλουν, καίτοι τους ζητήθηκε, επιπρόσθετα στοιχεία. Η ένσταση εξετάστηκε και απορρίφθηκε.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Εφόρου να απορρίψει την ένστασή τους πρέπει να ακυρωθεί, γιατί είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας, ασυνέπειας και κακής διαχείρισης της περίπτωσής τους. Δεν είναι δυνατό, υπέβαλαν, η Έφορος, από τη μια, να αποφασίζει ότι τα βιβλία τους είναι αναξιόπιστα και, από την άλλη, να τα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό του Φ.Π.Α. Ούτε είναι εύλογη και πειστική η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού, ενώ είχε αποφασιστεί ότι αυτοί δικαιούνταν επιστρεπτέο φόρο ύψους Λ.Κ.5.254,43 για την φορολογική περίοδο 1/8/1997 - 31/12/2000, στη συνέχεια, χωρίς λόγο, κλήθηκαν να πληρώσουν το ποσό των Λ.Κ.23.452,10. Ο υπολογισμός, ισχυρίζονται, του οφειλόμενου Φ.Π.Α. έγινε λανθασμένα. Η ΄Εφορος, αντί να τους παρακολουθήσει για κάποιο διάστημα, προέβη σε υπολογισμό αυθαίρετα και χωρίς έρευνα. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η μεγάλη καθυστέρηση στην κοινοποίηση της Βεβαίωσης Φόρου επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντά τους.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, προβάλλουν προδικαστικό ζήτημα μη επαρκούς προσδιορισμού της αιτούμενης με την προσφυγή θεραπείας. Ούτε από το αιτητικό αλλά ούτε και από τα γεγονότα που παρατίθενται προς υποστήριξή του, ισχυρίζονται, προκύπτει με βεβαιότητα η προσβαλλόμενη απόφαση. Σε ό,τι αφορά την ουσία της προσφυγής, με αναφορά στην ΄Εκθεση Ελέγχου - (Παράρτημα Α στην ένσταση) - απορρίπτουν όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Η αιτούμενη θεραπεία, παρά τη γενικότητα με την οποία αυτή είναι δικογραφημένη, προσδιορίζεται από τους νομικούς λόγους και τα γεγονότα που παρατίθενται στην προσφυγή. Σχετική με το όλο ζήτημα είναι η υπόθεση Νικολάκη ν. Συμβ. Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762, όπου λέχθηκε ότι: (σελ. 765)
«Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία η τυχόν εσφαλμένη αναγραφή του ονοματεπώνυμου του αιτούντος ή στοιχείων του ή της προσβαλλόμενης πράξης δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφ' όσον τα ελλείποντα ή εσφαλμένως αναφερόμενα στοιχεία συμπληρώνονται από το φάκελο ή κατά κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 271). Σύμφωνα με την υπόθεση ΣτΕ 3755/83 αν δεν προσδιορίζονται ειδικότερα οι διοικητικές πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, συνάγονται από το περιεχόμενο γενικά της αίτησης και ιδίως από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης».
Ενόψει της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης, προχωρώ να εξετάσω την προσφυγή στην ουσία της.
Η εξεταζόμενη περίπτωση διέπεται από το ΄Αρθρο 34(1) του Νόμου[1], το οποίο προβλέπει ότι:-
«34. - (1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο ΄Εφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.»
Είναι καλά γνωστό ότι πρόσωπο, το οποίο υπόκειται σε φορολογία και δεν τηρεί τις νομοθετικές υποχρεώσεις του σε σχέση με την επαρκή τήρηση των αναγκαίων βιβλίων και αρχείων, δεν μπορεί, εκ των υστέρων, να παραπονείται για την εκ μέρους του Εφόρου έρευνα, η οποία αφορά συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, με σκοπό τον προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσής του - (βλ. Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47).
Ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, ελλείψει δε στοιχείων και πληροφοριών, που επιχειρηματίας έχει υποχρέωση να τηρεί, ο Έφορος είναι δυνατό να βεβαιώσει το φόρο, χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία η οποία, υπό τις περιστάσεις, προσφέρεται - (βλ. K. Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21· Κ.Ε.Μ. Τours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211). Στην περίπτωση του Φ.Π.Α., όπως έχει αποφασιστεί στην F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 77, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου και ο Έφορος έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο.
΄Οπως προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία παρουσιάστηκαν, οι Λειτουργοί, από τις επισκέψεις τους στα γραφεία των αιτητών, την εξέταση των αρχείων και των βιβλίων τους και τα στοιχεία που περισυνέλεξαν από συνεργάτες των αιτητών, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν ανεπάρκειες και ελλείψεις καταγραφής τιμολογίων στα βιβλία τους, που κλόνιζαν την αξιοπιστία των φορολογικών τους δηλώσεων. Κατά την έρευνά τους, συνέλεξαν όλα τα στοιχεία που διατηρούσαν οι αιτητές, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή, με βάση το ΄Αρθρο 34(1) του Νόμου, η εκ μέρους της Εφόρου βεβαίωση των οφειλομένων ποσών. Ως προς τις διάφορες εκτιμήσεις της Εφόρου για τα βιβλία των αιτητών, αρκεί να αναφερθεί ότι, σε φορολογικές υποθέσεις, το δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στη διαπίστωση του κατά πόσο η διοίκηση έχει υπερβεί, με οποιοδήποτε τρόπο, τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας - (βλ. G. & L. Galibers Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 533 και Α & A Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43). Είναι, επίσης, αποδεκτό ότι ο Έφορος θεωρείται ότι έχει ενεργήσει νόμιμα, εφόσον, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, βρίσκεται μέσα στα όρια του λογικά εφικτού - (βλ. Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376).
Θεωρώ ότι η κρίση της Εφόρου, στη βάση όλων όσα είχαν από την έρευνα αποκαλυφθεί, ασκήθηκε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατά την εξέταση της ένστασης, διερευνήθηκε εκ νέου η υπόθεση, στη βάση, όμως, των ιδίων στοιχείων, αφού οι αιτητές δεν παρουσίασαν, καίτοι τους δόθηκε η ευκαιρία, οποιαδήποτε νέα. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί τους δεν ευσταθούν.
Ούτε το επιχείρημα του επηρεασμού των συμφερόντων τους, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε στην επίδοση της Βεβαίωσης Φόρου στο Διευθυντή τους - (31/3/2010) - βρίσκω να ευσταθεί. Παρά την, ομολογουμένως, μεγάλη περίοδο που μεσολάβησε, οι καθ' ων η αίτηση δεν επέδειξαν αδιαφορία σε ό,τι αφορά την επίδοσή της. Αντίθετα, φαίνεται ότι είναι οι αιτητές που απέφευγαν να την παραλάβουν· η επιστολή, με την οποία αυτή τους κοινοποιήθηκε, τους απεστάλη αμέσως. ΄Αλλωστε, δε φαίνεται να την αγνοούσαν, αφού, για ζητήματα που προέκυπταν από αυτήν, καταχωρήθηκε εναντίον τους ποινική υπόθεση. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, οι αιτητές, με την ένστασή τους ως προς το εσφαλμένο της Βεβαίωσης Φόρου, δεν πρόβαλαν ζήτημα καθυστέρησης επίδοσής της και αδυναμία τους, ως εκ τούτου, να θέσουν στη διάθεση της Εφόρου περαιτέρω στοιχεία, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται, στο στάδιο αυτό, να προβάλλουν τέτοιους ισχυρισμούς.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] Ο Ν. 246/90 ίσχυε μέχρι που τέθηκε σε ισχύ - (1/2/2002) - ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000, (Ν. 95(Ι)/2000).