ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tamasos Tobaco Supplies ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407
Αβραάμ Αντιγόνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49
Ζέμπασιης Παντελής και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2010) 3 ΑΑΔ 442
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1198/2011, 19/7/2012
ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 792/2009, 14/12/2012
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις: 1353/2012, 1356/12, 1359/12, 1387/12,
1388/12, 1389/12, 1414/12, 1416/12, 1417/12, 1418/12,
1445/12 και 1473/12)
18 Νοεμβρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1353/12)
ΠΙΕΡΗ ΕΛΙΝΑ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1356/12)
ΠΟΠΗ ΠΑΜΠΑΚΕΡΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1359/12)
ΗΡΩ ΓΑΛΛΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1387/12)
ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1388/12)
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1389/12)
ΠΕΖΟΥΝΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1414/12)
ΜΑΡΙΑ ΠΑΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1416/12)
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1417/12)
ΤΟΝΙΑ ΣΟΦΙΑΝΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1418/12)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥΔΗ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1445/12)
ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑ
Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
(Υπόθεση Αρ. 1473/12)
ΜΑΡΙΑ ΠΑΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές στις προσφυγές υπ΄ αρ. 1353/12, 1356/12, 1387/12, 1388/12, 1389/12, 1414/12, 1416/12, 1417/12, 1418/12, 1445/12 και 1473/12.
Ξ. Ξενοφώντος, για την αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1359/12.
Κ. Σταυρινός, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι αιτήτριες, έντεκα (11) τον αριθμό, και ένας (1) αιτητής, αξιώνουν με δώδεκα (12) ξεχωριστές αιτήσεις την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, όπως τους κοινοποιήθηκε με επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού στις 18.7.2012, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η μετάθεση τους από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούσαν στην επαρχία της μόνιμης διαμονής τους, σε άλλη υπηρεσία άλλης επαρχίας από 3.9.2012 ή 3.12.2012, αναλόγως της περίπτωσης.
Είναι καλό και χρήσιμο να παρατεθούν συνοπτικά τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την εικόνα. Και οι δώδεκα (12) αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003, Ν. 98(Ι)/2003: ως εργοδοτούμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου είχαν συμπληρώσει συνολική περίοδο απασχόλησης 30 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου και μετέπειτα.
Ο Νόμος έγινε προς εναρμόνιση του δικαίου μας με την οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου του 1999. Απετέλεσε για τους καθ΄ ων η αίτηση, βάση για τη λήψη της υπό κρίση απόφασης, το Σχέδιο Μεταθέσεων εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου και εκτάκτων υπαλλήλων ορισμένου χρόνου για γραφειακά και διοικητικά καθήκοντα, το οποίο κατατέθηκε με πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίθηκε στις 20.6.2012, με ισχύ από 1.9.2012. Το Σχέδιο αφορά και ρυθμίζει σε θέματα των μεταθέσεων των εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου και των εκτάκτων υπαλλήλων ορισμένου χρόνου για γραφειακά και διοικητικά καθήκοντα. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι υπάλληλοι δικαιούνται να υπηρετήσουν στην επαρχία τους για συνεχόμενη περίοδο δύο (2) ετών. Ανάμεσα στα πρόσωπα που επηρεάστηκαν από τις διατάξεις του πιο πάνω Σχεδίου ήσαν και οι δώδεκα αιτητές οι οποίοι διατάχθηκαν να υπηρετήσουν σε άλλη υπηρεσία άλλης επαρχίας.
Σε όλες τις σχετικές επιστολές μετάθεσης που έλαβαν οι αιτητές αναφέρεται: «το υπό αναφορά σχέδιο προβλέπει ένα σύστημα εκ περιτροπής μεταθέσεων, το οποίο βασίζεται στις μονάδες μετάθεσης που συγκεντρώνει ο υπάλληλος ανάλογα με την περίοδο υπηρεσίας εκτός της επαρχίας μόνιμης διαμονής του, καθώς και στα ιδιαίτερα προσωπικά δεδομένα του».
Όλοι ανεξαιρέτως οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στην πιο πάνω μετάθεση είτε προσωπικώς, είτε μέσω δικηγόρου, επικαλούμενοι λόγους που αφορούν σε σειρά προβλημάτων αναλόγως της περίπτωσης του καθενός. Οι ενστάσεις μελετήθηκαν, εξετάστηκαν και στη συνέχεια ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του, ημερομηνίας 21.8.2012, δίνοντας λόγους όπως καταγράφονται για την κάθε μια περίπτωση και όπως εμφαίνεται στον προσωπικό φάκελο για κάθε ένα από τους αιτητές, απέρριψε την ένσταση για μετάθεση.
Και οι δώδεκα υποθέσεις συνεκδικάστηκαν κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου εφόσον παρουσιάζουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Οι καθ΄ ων η αίτηση πρόβαλαν με την αγόρευση τους προδικαστικές ενστάσεις: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς δεν είναι προσβλητή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, (β) κακή σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου - Ακυρότητα.
Ως προς την πρώτη ένσταση στηρίζουν τη θέση τους στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, 55-56, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, όπου εκεί κρίθηκε ότι ο τερματισμός υπηρεσίας των εκτάκτων υπαλλήλων, των οποίων η πρόσληψη έγινε δυνάμει του άρθρου 5 του περί Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995-2004, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου:
«Ο Ν. 98(I)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:
«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.»
Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται. Ενόψει όμως του γεγονότος πως συζητήθηκαν ενώπιόν μας σοβαρά και πρωτότυπα νομικά ζητήματα δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.»
Βρίσκοντας υποστήριξη στην πιο πάνω νομολογία οι καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τις υπό κρίση προσφυγές.
Η πλευρά των αιτητών με διαφορετική προσέγγιση, κάλεσε το Δικαστήριο να διαφοροποιήσει την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω) εφόσον η εγειρόμενη διαφορά δεν αφορά παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών συμβασιούχων αιτητών και ως εκ τούτου δεν κατατάσσεται στις διαφορές αστικής φύσης. Αφορά μετάθεση του κάθε συμβασιούχου αιτητή από ένα τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας σε άλλο, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί να ληφθεί απόφαση από αρμόδιο όργανο που ασκεί δημόσια εξουσία, και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας.
Εξ άλλου, επιχειρηματολόγησε ο κ. Αγγελίδης, όπως καθορίζει το άρθρο 2 του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στην Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου, ο διορισμός κάθε έκτακτου υπαλλήλου γίνεται για εξυπηρέτηση των αναγκών του δημοσίου, έτσι κάθε μεταβολή στο υπηρεσιακό καθεστώς με μετάθεση είναι εκτελεστή πράξη επιφέρουσα συνέπειες στον υπάλληλο και γι΄ αυτό υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος. Ο κ. Αγγελίδης κάλεσε το Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί από την υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω) εν όψει του ότι, όπως κρίθηκε και στην Κ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1198/2011, 19.7.2012, κατ΄ ακολουθίαν των αποφάσεων Παντελής Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91 και Tamasos Tobacco Supplies and Co. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, ότι η μετάθεση της εκεί αιτήτριας ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και επομένως μπορεί να ελεγχθεί με προσφυγή. Επεσήμανε ακόμη ότι από τη στιγμή που οι καθ΄ ων η αίτηση δεν εφεσίβαλαν την υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω) δεσμεύονται από αυτήν και δεν μπορούν να ενεργούν επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα μια καθόλα δεσμευτική απόφαση (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεοφίλου, (Αρ. 1) 3 Α.Α.Δ. 63).
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω) στην οποία παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, αναφέρθηκαν και τα εξής:
«Σε αντίθεση με την υπόθεση Αβραάμ, στην παρούσα υπόθεση, η εγειρόμενη διαφορά δεν αφορά παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας της συμβασιούχου αιτήτριας, ο οποίος αποτελεί διαφορά αστικής φύσεως. Αφορούσε μετάθεση της από ένα τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας σε άλλο, η οποία μετάθεση για να επιτευχθεί απαιτούσε λήψη απόφασης από αρμόδιο όργανο που ασκεί δημόσια εξουσία, απόφαση που λήφθηκε για σκοπούς εξυπηρέτησης των αναγκών της Υπηρεσίας (βλ. επιστολή της Διοίκησης ημερομηνίας 12/4/2011, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω πιο πάνω). Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Παντελής Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, στην οποία, με αναφορά στην υπόθεση Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91 και Tamasos Tobacco Supplies and Co. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, λέχθηκε: «Αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 145 του Συντάγματος». Επομένως, η μετάθεση της αιτήτριας εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και συνεπώς μπορεί να ελεγχθεί με προσφυγή. Ως αποτέλεσμα η υπό στοιχείο (α) προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.»
Το Δικαστήριο στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) εξέτασε τα εγειρόμενα ζητήματα έχοντας κατά νου και την υπόθεση Ζέμπασιης ν. Δημοκρατίας κ.α. (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι: «Αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος» σε αναφορά με το σκοπό για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση και σε συνάρτηση με τις εξουσίες της Δημόσιας Αρχής που αποτελεί το γνώμονα για την ταξινόμηση της απόφασης ή πράξης στο ένα ή το άλλο πεδίο του δικαίου (Valana (ανωτέρω) και Tamasos Tobaco Supplies and Co (ανωτέρω)).
Όμως ήδη έχω διαπιστώσει ο Νόμος 98(Ι) του 2003 είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 19999/70/ΕΚ. Με το άρθρο 10 ορίζεται ως αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου όπως τονίστηκε με την Αβραάμ (ανωτέρω) εμπίπτει στην έννοια διαφοράς αστικής φύσης. Ο καθορισμός του αρμοδίου Δικαστηρίου στο Νόμο έγινε συμφώνως του άρθρου 5 στη ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου καταγράφεται: «Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο». Κατά συνέπεια ο Νόμος και η Οδηγία εφαρμόζονται, κρίνω, σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που αποδίδει το κάθε Δικαστήριο σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης ή παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη πρέπει να είναι πλήρης και ταυτοχρόνως ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να αποδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι σαφές ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο σε ζητήματα δημοσίου δικαίου. Επομένως οι περιπτώσεις των αιτητών ως συμβασιούχων αορίστου διαρκείας δεν μπορούν να τύχουν της επίκλησης και της προστασίας που παρέχει το άρθρο 146 του Συντάγματος. Τα όποια δικαιώματα των αιτητών διασφαλίζονται από τα πολιτικά Δικαστήρια και/ή από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως ο Νόμος καθορίζει. Η υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω) είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, στην έκταση που αφορά τους υπό κρίση υπαλλήλους.
Έχω μελετήσει σειρά αποφάσεων αδελφών Δικαστών (Μιχάλης Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 570/009, 15.3.2012, Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 792/09, 14.12.2012, Κωνσταντίνου (ανωτέρω)) και με όλο το σεβασμό προς τη διαφορετική αντίκριση δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι οι περιπτώσεις των μεταθέσεων ή άλλων συναφών ζητημάτων διαφοροποιούνται εφόσον δεν αφορούν σε παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας συμβασιούχου. Μια τέτοια αντίκριση οδηγεί σε κατακερματισμό της ίδιας της συμβατικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών και καταλήγει σε νομικά παράδοξα σχήματα. Το καθεστώς που διέπει τη σχέση είναι ενιαίο, είτε πρόκειται για τερματισμό είτε για μετάθεση ή άλλη ενέργεια συναφή με τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως προκύπτει από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Δεν κατανοώ άλλωστε σε τι μπορεί να διακρίνεται η απόφαση για πρόσληψη ή τερματισμό της υπηρεσίας υπαλλήλου από τη μετάθεση εφόσον σε κάθε περίπτωση όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από διοικητικό όργανο που πρωταρχικό σκοπό έχει την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού.
Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Εν όψει της κατάληξης μου δεν πρόκειται να υπεισέλθω να εξετάσω την άλλη προδικαστική ένσταση ή τους άλλους λόγους ακύρωσης.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά 25%, λαμβανομένης υπόψη της συνεκδίκασης τους.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ