ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1068/2010)
6 Νοεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Μαρία Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ») ημερ. 6.5.2010 με την οποία προήχθησαν οι 1. Γεώργιος (Τσιουτής) Γεωργίου (Ενδιαφερόμενο Μέρος 1), 2. Αναξαγόρας Σ. Μούδουρος (Ενδιαφερόμενο Μέρος 2), 3. Παναγιώτης Παναγιώτου (Ενδιαφερόμενο Μέρος 3), 4. Γεωργιος Αριστοκλέους (Ενδιαφερόμενο Μέρος 4) και 5. Κύπρος Λιασίδης (Ενδιαφερόμενο Μέρος 5) στην μόνιμη θέση Δασικού Λειτουργού, 1ης τάξης, Τμήμα Δασών από 1.6.2010.
Η προσφυγή αρχικά στρεφόταν εναντίον περισσότερων Ενδιαφερομένων Μερών, αποσύρθηκε όμως εναντίον τους με την γραπτή αγόρευση του αιτητή. Οι κενωθείσες θέσεις που θα πληρώνονταν με προαγωγή ήταν συνολικά 11. Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης των θέσεων στη συνεδρία ημερ. 6.5.2010, στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής του Τμήματος Δασών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε, μεταξύ άλλων πως μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συνολικής διάρκειας έξι τουλάχιστον μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών, θα αποτελεί πλεονέκτημα. Ο Διευθυντής σύστησε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως πιο κατάλληλα να αναλάβουν τα καθήκοντα της θέσης, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
1. Σ΄ ό,τι αφορά την αξία, όλοι οι συστηνόμενοι έχουν κατά τα τελευταία δέκα χρόνια καθόλα εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα (80 - 80 Εξαίρετος) ή σχεδόν καθόλα εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα (78 - 80 εξαίρετος) και υπερτερούν ή δεν υστερούν έναντι των άλλων υποψηφίων. Οι συστηνόμενοι Μαρκίδης Αδάμος, Ηροδότου Ανδρέας, Χαραλάμπους Φειδίας, Αριστοκλέους Γεώργιος, Γεωργίου Γεώργιος, Σωτηρίου Σωτήρης, Λιασίδης Κύπρος και Κυριάκου Ανδρέας διαθέτουν και το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
2. Σ΄ ότι αφορά τα προσόντα, όλοι οι συστηνόμενοι είναι απόφοιτοι του Δασικού Κολλεγίου ή άλλων ισότιμων σχολών και υπηρετούν στη θέση του Δασικού Κολλεγίου για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών και επομένως όλοι πληρούν τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.
3. Σ΄ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, οι συστηνόμενοι υστερούν σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων άλλων υποψηφίων, υπερέχουν όμως αυτών καταφανώς σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, με έμφαση σ΄ αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.
Προκειμένου να προβώ στη σύστασή μου έλαβα υπόψη ότι οι συστηνόμενοι Μούδουρος Αναξαγόρας, Γεωργίου Γεώργιος (Τσιουτή) και Παναγιώτου Παναγιώτης δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ενώ οι υποψήφιοι που ανέφερα ανωτέρω και δε συστήνονται το διαθέτουν. Οι εν λόγω όμως συστηνόμενοι υπερτερούν αυτών σημαντικά σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση .........»
Η ΕΔΥ στη συνέχεια προέβη στη σύγκριση των υποψηφίων εξετάζοντας τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης θέσης, τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη τις κρίσεις και τις συστάσεις του Διευθυντή. Αφού έλαβε υπόψη και το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων, έκρινε ότι υπερείχαν οι συστηνόμενοι και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή. Η αιτιολογία που καταγράφηκε στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης είναι η εξής:
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους Μαρκίδη Αδάμο, Μούδουρο Αναξαγόρα, Γεωργίου Γεώργιο (Τσιουτή), Ηροδότου Ανδρέα, Χαραλάμπους Φειδία, Παναγιώτου Παναγιώτη, Αριστοκλέους Γεώργιο, Γεωργίου Γεώργιο, Σωτηρίου Σωτήρη, Λιασίδη Κύπρο και Κυριάκου Ανδρέα, έλαβε υπόψη ότι αυτοί όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στην τελευταία δεκαετία στην οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπερέχουν ή είναι περίπου ίσοι έναντι των άλλων που δεν επιλέγηκαν, παρουσιάζοντας καθόλα ή σχεδόν καθόλα εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα και, επιπλέον, έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή διατείνεται ότι παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας που είχε ο αιτητής, χωρίς να δοθεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα τόσο ο Διευθυντής όσο και η ΕΔΥ πρότειναν ως αιτιολογία προτίμησης των Ενδιαφερομένων Μερών 1,2 και 3, που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα, την σημαντική τους αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση. Ωστόσο αυτή η αιτιολογία, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, όχι μόνο δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της νομολογίας ως «ειδική» προκειμένου να δικαιολογήσει την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του, αλλά πάσχει ως πεπλανημένη αφού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αιτητής εξηγεί ότι η παρούσα τους θέση είναι η θέση Βοηθού Δασικού Λειτουργού (Α7) στην οποία ο αιτητής και τα προαναφερόμενα ενδιαφερόμενα μέρη προήχθησαν την 1.1.95. Η μόνη διαφορά στην αρχαιότητα εντοπίζεται στον πρώτο διορισμό τους ως Δασονόμοι όπου τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν κατά 3 χρόνια έναντι του αιτητή (τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2 και 3 διορίστηκαν 8.11.85, ενώ ο αιτητής 15.11.88), η οποία όμως είναι απομακρυσμένη αρχαιότητα.
H δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτει τον ισχυρισμό περί πλάνης και αντιτείνει ότι την 1.1.95 έγινε μετονομασία της θέσης Δασονόμου σε θέση Βοηθού Δασικού Λειτουργού, συνεπώς η αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή ήταν πράγματι στην παρούσα θέση όπως αναφέρθηκε.
Η θέση των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζεται από τον Πίνακα με τα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών και του αιτητή και την υπηρεσία τους σε δημόσιες θέσεις, Παράρτημα 4 στην ένσταση, από τον οποίο προκύπτει όντως ότι η κατεχόμενη από τους υποψηφίους θέση του Βοηθού Δασικού Λειτουργού ήταν μετονομασία της θέσης του Δασονόμου, η οποία αργότερα άλλαξε τίτλο σε «Δασικό λειτουργό». Δεν υπήρξε οποιαδήποτε προαγωγή, επομένως η αρχαιότητα τους κρίνεται αποκλειστικά στα 3 χρόνια του νωρίτερου αρχικού διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στην θέση του Δασονόμου. Πρόκειται για αρχαιότητα στην κατεχόμενη θέση που ανάγεται ωστόσο σε 25 χρόνια πίσω. Το ερώτημα είναι αν τέτοια απομακρυσμένη αρχαιότητα στην παρούσα θέση εύλογα κρίθηκε ως σημαντική υπεροχή από τους καθ' ών η αίτηση που να αιτιολογεί ειδικά την παραγνώριση του πλεονεκτήματος.
Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 υποδεικνύεται ότι όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν (όταν αυτό προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα), πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα (βλ. Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 639, και Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001)3 Β Α.Α.Δ. 643). Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται, ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης. Στην Δημοκρατία v Χαράλαμπου Ταλιώτη Α.Ε. αρ. 190/2007 ημερ. 13.7.2010, η υπεροχή στην αρχαιότητα κατά 15 χρόνια θεωρήθηκε ως επαρκή ειδική αιτιολόγηση για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος, των άλλων κριτηρίων όντων ίσων.
Στο στάδιο των διευκρινήσεων ο αιτητής παρέπεμψε στην απόλυτα σχετική ακυρωτική απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., Υποθ. αρ. 1069/2010 Γλαύκος Κυριάκου ν. ΕΔΥ, ημερ. 14.11.12 με το σκεπτικό της οποίας συμφωνώ. Υιοθετώ τα ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
«Συμφωνώ με τον αιτητή ότι κάτω από τα δεδομένα της υπόθεσης, η αιτιολογία που δόθηκε από το Διευθυντή για παραγνώριση του πλεονεκτήματός του δεν ήταν εν προκειμένω επαρκής, γιατί μια αιτιολογία μπορεί να είναι ειδική γιατί αναφέρεται στους λόγους παραγνώρισης του πλεονεκτήματος, αλλά να μην είναι επαρκής (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391).
Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα (Παναγή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 189/08 κ.α., ημερ. 4.3.2011). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα υποψήφιου θα πρέπει να δίδονται ειδικοί λόγοι (βλέπε μεταξύ άλλων Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Πράγματι η νομολογία (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη, ανωτέρω) αναγνώρισε την καταφανή υπεροχή σε αρχαιότητα (15 σχεδόν χρόνια) ως επαρκή ειδική αιτιολόγηση για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος, των άλλων κριτηρίων όντων ίσων (βλέπε συναφώς και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 156/2008, ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση έχουμε από τη μια το πλεονέκτημα του αιτητή και από την άλλη, ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2 και 3 την κατά μόλις πέντε μήνες υπεροχή τους σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή. Ως προς δε τα ενδιαφερόμενα μέρη 4 - 13 έχουμε εν προκειμένω την ισοδυναμία τους με τον αιτητή σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση και υπεροχή τους κατά τρία χρόνια στον αρχικό διορισμό.
΄Εχοντας υπ΄ όψιν την οριακή υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η αρχαιότητα αυτή είναι δυνατό να αποτελέσει την απαιτούμενη από τη νομολογία αιτιολόγηση για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος.
Η σύσταση του Διευθυντή πάσχει από την έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης και ως εκ τούτου η Επιτροπή όφειλε να την παραγνωρίσει. Κατά συνέπεια, αφού η Επιτροπή υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται παράνομη.»
Και στην προκειμένη περίπτωση η σύσταση του Διευθυντή πάσχει από την έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης. Το ότι η αρχαιότητα των τριών χρόνων αφορούσε όντως την παρούσα θέση και ότι δεν διπιστώθηκε πλάνη στην επί του προκειμένου κρίση της Επιτροπής και του Διευθυντή, δεν αλλάζει τα δεδομένα. Δεν παύει να είναι απομακρυσμένη και μικρή ώστε να μην μπορεί από μόνη της να παρακάμψει το πλεονέκτημα. Συνεπώς η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί σε ότι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα, ήτοι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1,2 και 3.
Σε σχέση με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 4 και 5, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι πεπλανημένα και αναιτιολόγητα τους πιστώθηκε το πλεονέκτημα. Από τον πίνακα των προσόντων που είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ προκύπτει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 Αριστοκλέους διέθετε Πτυχίο Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (16.7.79), το οποίο αποκτήθηκε πολύ πριν από το Δίπλωμα Δασολογίας, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 Λιασίδης, πέραν του διπλώματος Δασολογίας παρακολούθησε το Πρόγραμμα «Surveying and Mapping» (1/97-4/99). Σημειώνω ότι το συγκεκριμένο προσόν σημειώνεται στο Παράρτημα 4 της ένστασης ως «άλλο προσόν» και όχι υπό την κατηγορία «ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο υπηρεσίας» που λογικά θα αναμενόταν να υπαχθεί το πλεονέκτημα. Ο αιτητής από την άλλη είχε συμπληρώσει εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε θέματα Δασολογίας, Γερμανία (1.10.91-30.9.92), που ξεκάθαρα αντιστοιχούσε στις προβλεπόμενες πρόνοιες του πλεονεκτήματος. Ως πλεονέκτημα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προβλεπόταν:
«(3) Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συνεχούς διάρκειας έξι τουλάχιστο μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Τόσο ο διευθυντής όσο και η ΕΔΥ αποτελούν το κατ΄ εξοχήν όργανο αξιολόγησης των προσόντων και διάκρισης τους σε απαραίτητο, πρόσθετο ή πλεονέκτημα, ανάλογα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και την σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης. Στην προκειμένη περίπτωση απλά περιορίστηκαν στην καταγραφή των υποψηφίων που κατείχαν το πλεονέκτημα χωρίς να καταγράφουν ποιο είναι αυτό για τον καθένα και γιατί κρίνεται σχετικό με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών. Ελλείπει το σκεπτικό της ερμηνείας του προβλεπομένου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, ως και οι διαπιστώσεις της ΕΔΥ αναφορικά με την κατοχή του. Συνεπώς η πίστωση του πλεονεκτήματος στα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 5 κρίνεται αναιτιολόγητη. Θα πρέπει η ΕΔΥ να αιτιολογήσει δεόντως την κρίση της, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Το Δικαστήριο δεν μπορεί εδώ να υποκαταστήσει το έργο της Διοίκησης εκφέροντας πρωτογενή κρίση.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.300 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ
/ΣΓ