ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(Υπόθεση αρ. 904/2012)
25 Οκτωβρίου, 2013
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
SYNETHRA PERERA KANDANE KANKANAMALAGE,
Αιτήτριας,
και
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Νικόλας Αγγελίδης για την Αιτήτρια
Αλεξία Καλησπέρα για τους Καθ΄ ων η Αίτηση
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 9.4.12, με την οποία απερρίφθη το αίτημα της να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε), προβάλλοντας ότι (α) η απόφαση στερείται αιτιολογίας και (β) εσφαλμένα δεν της αναγνωρίστηκε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 ή το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς όρους του άρθρου 19Α του Νόμου.
Τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση είναι απλά και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Η αιτήτρια κατάγεται από την Σρι Λάνκα και ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 2.11.07. Έκτοτε, μέχρι 2.11.11, ήταν κάτοχος άδειας εργασίας και με τη λήξη της άδειας, στις 30.11.2011, υπέβαλε μέσω δικηγόρων αίτηση να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου. Πρόβαλε συναφώς ότι ο λόγος που την ώθησε να εγκαταλείψει την πατρίδα της ήταν οι απειλές του εν διαστάσει συζύγου της ότι αν δεν το έπραττε θα την σκότωνε και ενόψει τούτου εάν επιστρέψει στη χώρα της υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή της.
Το αίτημα διερευνήθηκε από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος κάλεσε την αιτήτρια σε συνέντευξη στις 5.1.12. Κατ΄ αυτή η αιτήτρια, αναιρώντας τους ισχυρισμούς που διατύπωσε στην αίτηση της για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι στη χώρα της δεν αντιμετώπιζε κανενός είδους δίωξη ή απειλή. Ο λόγος, παραδέχθηκε, που έφυγε από τη χώρα της και ήλθε στην Κύπρο για να εργαστεί ήταν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε και η επιθυμία της να μην επιστρέψει οφείλεται στο ότι ο σύζυγος της ξόδεψε όλα τα χρήματα που του έστειλε και αν επιστρέψει θα έχει να αντιμετωπίσει και πάλιν οικονομικά προβλήματα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, μετά τη συνέντευξη ο εξεταστής ετοίμασε έκθεση την οποία υπέβαλε στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Με αυτή εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος, με το αιτιολογικό ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην αιτήτρια είτε το καθεστώς του πρόσφυγα του άρθρου 3 του Νόμου, είτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή της προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους των άρθρων 19 και 19Α αντίστοιχα. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή και στις 5.12.12 επιδόθηκε στην αιτήτρια επιστολή με την οποία την πληροφορούσαν ότι η αίτηση της απορρίφθηκε.
Με τη λήψη της επιστολής, η αιτήτρια αντέδρασε καταθέτοντας στις 17.2.12 Διοικητική Προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Χωρίς όμως επιτυχία, αφού η Αρχή υιοθέτησε σχετική έκθεση που ετοίμασε αρμόδιος λειτουργός και στις 9.4.12 απέρριψε την προσφυγή και στη συνέχεια, στις 24.4.12, κοινοποίησε την απορριπτική της απόφαση στην αιτήτρια. Είναι αυτή την απόφαση που έχει στο στόχαστρο της η υπό εξέταση προσφυγή η οποία, όπως εισηγούνται οι συνήγοροι της σε μια άκρως λακωνική (μονοσέλιδη) αγόρευση, πρέπει να ακυρωθεί αφενός γιατί δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και αφετέρου θα έπρεπε να αναγνωριστεί στην πελάτισσα τους το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους του άρθρου 19Α του Νόμου. Πρόκειται για εισηγήσεις που αντικρούστηκαν από τη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία εισηγήθηκε ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώνει η αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση δεν μπορούν να εξεταστούν από το Ανώτατο Δικαστήριο καθότι είναι γενικοί και αόριστοι. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361 και Μούστρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 70, για να εισηγηθεί ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που τη βάραινε για στοιχειοθέτηση των λόγων ακυρότητας. Επιπρόσθετα, επεσήμανε ότι η ίδια η αιτήτρια παραδέχτηκε στη συνέντευξη της ημερ. 5.1.12 ότι εγκατέλειψε τη χώρα της ωθούμενη αποκλειστικά και μόνο από οικονομικά κίνητρα και κατά συνέπεια η αίτησης της ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη. Εξάλλου, τόνισε, με τη Διοικητική Προσφυγή δεν ηγέρθηκε θέμα ανεπαρκούς αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής Ασύλου και, σ΄ ότι αφορά το παράπονο της ότι θα έπρεπε τουλάχιστο να της αναγνωριστεί καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, υπέδειξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση τέτοιου καθεστώτος και κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν εισηγήσεις και - έκδηλα κατά την άποψή μου - οι θέσεις που προώθησε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δεν μπορεί παρά να γίνουν αποδεκτές. Πράγματι, η αιτήτρια απλώς διατυπώνει ισχυρισμούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και πως θα έπρεπε να της αναγνωριστεί το καθεστώς της προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, χωρίς ποσώς να την απασχολεί και η στοιχειοθέτηση τους. Πρόκειται, επομένως, για προβολή εξόφθαλμα γενικών και αορίστων λόγων οι οποίοι, ως τέτοιοι, δεν μπορούν παρά να απορριφθούν. Επαναλαμβάνω επί του προκειμένου αυτό που τονίστηκε στην υπόθεση Μούστρα (ανωτέρω), ότι «Δεν αρκεί να προβάλλονται και να αναπτύσσονται τέτοιοι ισχυρισμοί, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξής τους». Και αυτό με την προσθήκη ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια, απλώς διατυπώνει δύο γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς καν να προβαίνει και σε στοιχειώδη ανάπτυξη τους, στοιχείο που αφ΄ εαυτού θεωρώ ότι κρίνει και την τύχη της προσφυγής που δεν είναι άλλη παρά η απόρριψή της. Αλλά, ακόμη και αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι, το γεγονός και μόνο ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της παραδέχτηκε ρητά ότι οι λόγοι που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της ήταν αποκλειστικά οικονομικοί και είναι γι΄ αυτούς τους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει, εξάλειψε κάθε προοπτική για ικανοποίηση του αιτήματος της για διεθνή προστασία. Τεκμηριωμένα, επομένως, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε ως ορθή την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ότι η αιτήτρια δεν είναι άτομο που δικαιούται διεθνούς προστασίας και ότι η αίτηση της απέβλεπε στην παράταση της νόμιμης παραμονής της στην Κύπρο. Όπως ορθά και πλήρως αιτιολογημένα απέρριψε και το δεύτερο σκέλος της προσφυγής της για να της αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 ή το καθεστώς της προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους του άρθρου 19Α του Νόμου αφού, όπως επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη (άρθρο 19(2) του Νόμου) ή ότι πληρούνται στην περίπτωση της οι προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους - δηλαδή, είτε η απέλαση να είναι εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη, είτε (στην περίπτωση που απαιτείται) να υπάρχουν εύλογες πιθανότητες για θεώρηση του διαβατηρίου της από άλλη ασφαλή χώρα - του Άρθρου 19Α του Νόμου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η προσφυγή κρίνεται παντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Τα έξοδα
να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ