ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 802/2013)
17 Οκτωβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.]
TERESA AMAYUWON,
Αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Μονομερής Αίτηση ημερ. 11.4.2013.
Μ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Τ. Ιακωβίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται προσωρινό διάταγμα με το οποίο τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, που εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εναντίον της αιτήτριας, ανασταλούν μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγής ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του δικαστηρίου.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Άντη Γεωργίου, ασκούμενου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου της αιτήτριας. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης από το φάκελο της αιτήτριας που τηρείται στο δικηγορικό γραφείο και από προσωπικές επαφές που είχε με την αιτήτρια και είναι εξουσιοδοτημένος (προφανώς από αυτή) να προβεί στην ένορκη δήλωση. Η αιτήτρια, κατά το χρόνο της υπογραφής της ένορκης δήλωσης, στις 11.4.13, βρισκόταν υπό κράτηση στα Κρατητήρια της Μεννόγιας και ανέμενε την απέλαση της.
Δεν αμφισβητείται ότι η αιτήτρια ήλθε νόμιμα στην Κύπρο, περί τον Ιανουάριο του 2007 (ή τον Σεπτέμβριο του 2006, όπως λέγουν οι καθ΄ ων η αίτηση), ότι στις 10.8.10 τέλεσε πολιτικό γάμο με τον Ελληνοκύπριο Ανδρέα Κωνσταντίνου, πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος περί τις 15.1.13 απεβίωσε.
Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια, σύζυγος Κύπριου πολίτη, στις 12.10.10. Στις 6.9.12 οι καθ΄ ων η αίτηση ζήτησαν από την αιτήτρια να υποβάλει εκ νέου αίτηση με περισσότερα στοιχεία. Στις 22.11.12 η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση και μετά που οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφορήθηκαν για το θάνατο του συζύγου της, στις 5.2.13, ενημέρωσαν την αιτήτρια, με επιστολή απευθυνόμενη στην τελευταία δοθείσα διεύθυνσή της, ότι η αίτηση της απορρίφθηκε καθότι ο σύζυγος της είχε αποβιώσει. Στις 2.3.13 η αιτήτρια συνελήφθη επειδή παρέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 3.3.13 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία αναστάληκαν με βάση την απόφαση του παρόντος δικαστηρίου ημερ. 17.4.13, δυνάμει της υπό εξέταση αίτησης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην οποίαν ήγειραν τρεις προδικαστικές ενστάσεις εκ των οποίων η πρώτη, στη συνέχεια, αποσύρθηκε. Η πρώτη προδικαστική ένσταση αφορούσε στο ότι, με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται η αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης, πράγμα ανεπίτρεπτο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης και επομένως ορθά αποσύρθηκε η πρώτη προδικαστική ένσταση.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προωθήσει την προσφυγή της αφού αυτή δεν κατείχε νόμιμη άδεια παραμονής στη Δημοκρατίας και ήταν απαγορευμένη μετανάστρια, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση. Η αιτήτρια, η οποία ήταν σύζυγος Κύπριου και επομένως Ευρωπαίου πολίτη, ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο, δυνάμει του άρθρου 25(2) του Ν 7(Ι)/2007. Επίσης ισχυρίζεται ότι κακώς θεωρήθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια και κακώς δεν της δόθηκε άδεια παραμονής ή τουλάχιστον λογική περίοδος για να αποχωρήσει από την Κύπρο, πριν εκδοθούν τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Ενόψει των προαναφερόμενων θέσεων της αιτήτριας, που βασίζονται στο προαναφερόμενο άρθρο 25(2) και στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, άρθρο 18 ΟΘ, θεωρώ ότι η αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής της αλλά και της υπό εξέταση αίτησης της.
Η τρίτη προδικαστική ένσταση αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, παρατυπία της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση. Η ένορκη δήλωση πράγματι δεν υπογράφεται από την ίδια την αιτήτρια αλλά από ασκούμενο δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την αιτήτρια. Δεν δίδεται εξήγηση, όπως θα έπρεπε, γιατί την ένορκη δήλωση δεν υπέγραψε η ίδια η αιτήτρια. Όμως στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης αναγράφεται ότι: «Η αιτήτρια βρίσκεται σήμερα υπό κράτηση στα Κρατητήρια στη Μενόγια και αναμένει την απέλαση της.» Ενόψει αυτής της εξήγησης, ότι δηλαδή η αιτήτρια βρισκόταν στα Κρατητήρια όταν υπογράφηκε η ένορκη δήλωση αλλά και ενόψει των όσων αναγράφονται στην ένορκη δήλωση ότι ο ενόρκως δηλών γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από το φάκελο που τηρείται στο γραφείο και από προσωπικές επαφές με την αιτήτρια και ότι είναι εξουσιοδοτημένος, προφανώς από αυτήν, να προβεί στην ένορκη δήλωση, θα θεωρήσω ότι η ένορκη δήλωση δεν είναι αντικανονική και το περιεχόμενο της μπορεί να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου ο ενόρκως δηλών κ. Άντης Γεωργίου δεν εμφανίστηκε και ως δικηγόρος για να χειριστεί την υπόθεση της αιτήτριας, πράγμα που θα ήταν αντιδεοντολογικό και ανεπιθύμητο.
Επί της ουσίας, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση όσον αφορά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της και ότι αυτή θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν ανασταλούν τα προαναφερόμενα διατάγματα. Βασίζει την έκδηλη παρανομία στο προαναφερόμενο άρθρο 25(2) του Ν 7(Ι)/2007 καθότι αυτή ήταν σύζυγος πολίτη της Ένωσης ο οποίος απεβίωσε αλλά η ίδια διέμεινε στη Δημοκρατία ως μέλος της οικογενείας του επί περισσότερο του ενός έτους και επομένως δεν απώλεσε το δικαίωμα διαμονής της, ενώ βασίζεται και στο προαναφερόμενο άρθρο 18 ΟΘ του Κεφ. 105 σύμφωνα με το οποίο η απόφαση επιστροφής κάποιου αλλοδαπού προϋποθέτει την παροχή κατάλληλου χρονικού διαστήματος για την οικειοθελή αναχώρηση του, που κειμένεται μεταξύ 7 και 30 ημερών. Αυτό το δικαίωμα παρέχεται, γενικά, σε υπηκόους τρίτων χωρών που παραμένουν παράνομα στη Δημοκρατία. Η αιτήτρια βασίζει τον ισχυρισμό της για ανεπανόρθωτη ζημιά στο ότι αυτή είναι κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της και αν απελαθεί και παραμείνει εκτός Δημοκρατίας, όπως προνοεί το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης της, αυτή δεν θα μπορέσει να προασπίσει τα νόμιμα και θεμιτά συμφέροντα της ως κληρονόμος αποβιώσαντος Κύπριου πολίτη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, από την άλλη, ισχυρίζονται ότι ο γάμος της αιτήτριας με τον Κύπριο σύζυγο της είναι άκυρος εξαιτίας διγαμίας της αιτήτριας, η οποία τέλεσε γάμο και στις Φιλιππίνες ο οποίος είναι ακόμα σε ισχύ. Ισχυρίζονται επίσης ότι η αιτήτρια υπέγραψε έγγραφο αποποιούμενη τα οποιαδήποτε κληρονομικά της δικαιώματα. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν νόμιμα εφόσον δεν είχε ανανεωθεί η άδεια παραμονής της αιτήτριας και κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτή είχε κηρυχθεί παράνομη μετανάστρια και η απόφαση εκείνη, της είχε κοινοποιηθεί, στην τελευταία γνωστή της διεύθυνση. Επ΄ αυτού του σημείου η αιτήτρια αντιτείνει ότι ενώ οι καθ΄ ων η αίτηση γνώριζαν πως αυτή εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο, της έστειλαν την ειδοποίηση εκεί και η αιτήτρια ουδέποτε την παρέλαβε. Προς επίρρωση των θέσεων των καθ΄ ων η αίτηση αυτοί αναφέρθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 505 στην οποίαν αποφασίστηκε ότι διάταγμα απέλασης που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή δεν μπορεί να προσβληθεί επιτυχώς αν δεν προσβληθεί και η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του, στην Κύπρο.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου και από τις δύο πλευρές, έχει αποδειχθεί ότι, αν δεν συνεχίσει σε ισχύ το διάταγμα αναστολής που δόθηκε στις 17.4.13, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην αιτήτρια. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία η αιτήτρια τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο στην Κύπρο και έζησε με τον Κύπριο σύζυγο της ως μέλος της οικογενείας του για περισσότερο από ένα έτος πριν το θάνατο του. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 25(2) τα δικαιώματα της αιτήτριας για διαμονή στην Κύπρο δεν χάνονται (αυτόματα) εξαιτίας του θανάτου του συζύγου της. Ο σύζυγος της, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, άφησε περιουσία και η αιτήτρια, εκ πρώτης όψεως, είναι δικαιούχος μέρους της περιουσίας αυτής. Οι ισχυρισμοί εκ μέρους των αδελφών του αποβιώσαντος συζύγου της αιτήτριας, ότι αυτή είναι ένοχη διγαμίας και ότι αυτή υπέγραψε (στα ελληνικά) έγγραφο αποποίησης των περιουσιακών της δικαιωμάτων, δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη εφόσον δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε ενέργεια ακύρωσης του προαναφερόμενου πολιτικού γάμου της αιτήτριας στην Κύπρο αλλά ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η αιτήτρια αποποιήθηκε νόμιμα των κληρονομικών δικαιωμάτων της. Το ζήτημα αυτό μάλλον θα είναι αντικείμενο διαμάχης μεταξύ αιτήτριας και συγγενών του αποβιώσαντος συζύγου της.
Το τί συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά για σκοπούς έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος, σε προσφυγή, έχει αποφασιστεί στη νομολογία (Βλ. Rupassarage v. Δημοκρατίας, Υποθ. 5551/13, ημερ. 19.7.13 και τη νομολογία που αναφέρεται εκεί). Ένας αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο διάταγμα αυτός, ενδεχόμενα, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Πρέπει να υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου για την αναμενόμενη ζημιά και για το ανεπανόρθωτο της. Μου φαίνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η κράτηση και απέλαση της αιτήτριας και μάλιστα ο όρος να μην επιστρέψει ξανά στη Δημοκρατία, υπό τις περιστάσεις, είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην αιτήτρια υπό την ιδιότητα της ως συζύγου Κυπρίου πολίτη που απεβίωσε και άφησε περιουσιακά στοιχεία.
Ενόψει της προαναφερόμενης κατάληξης δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσω και το ζήτημα της έκδηλης παρανομίας, που σημαίνει προφανή παρανομία, δηλαδή παραβίαση νόμου, που είναι οφθαλμοφανής. Παρατηρώ όμως ότι δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του προαναφερόμενου άρθρου 25(2) και του προαναφερόμενου άρθρου 18 ΟΘ. Επίσης παρατηρώ ότι, στο προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης ημερ. 3.3.13, δεν φαίνεται να υπάρχει και διάταγμα κράτησης και επομένως η κράτηση, τουλάχιστον, της αιτήτριας φαίνεται να έγινε παράνομα. Σε σχέση με την Kedum (ανωτέρω) παρατηρώ ότι η αιτήτρια, στην προκείμενη περίπτωση, αντλεί δικαιώματα από τον Ν 7(Ι)/2007, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.4.2004 και ο οποίος έχει υπέρτερη ισχύ έναντι του ημεδαπού δικαίου, περιλαμβανομένου και του Συντάγματος, σύμφωνα με τη σχετική τροποποίηση που έγινε μετά την Kedum (ανωτέρω).
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω εγκρίνεται η αίτηση και εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α του αιτητικού της αίτησης, με €250.- έξοδα υπέρ της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.