ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Level Tachexcavs Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 1075
Petrov Vladimir ν. Διευθυντή Kεντρικών Φυλακών (1996) 1 ΑΑΔ 856
Mελάς Παναγιώτης Λιάκου ν. Aρχηγού Aστυνομίας κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2261
LOUCA ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 783
KARALIOTA ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 2053
Χατζηανδρέου Ελευθέριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 352
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5965/2013)
16 Οκτωβρίου, 2013
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 23, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΑ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Λ. Λουκαϊδης και Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή.
Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, καινοφανή ως προς τα θέματα που εγείρονται, αξιώνεται η ακόλουθη θεραπεία:
«Δήλωση ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ημερομηνίας 3.9.2013 και το συνεπεία αυτής διάταγμα για την έκδοση/παράδοση του αιτητή στις αρχές της Νοτίου Αφρικής για να συλληφθεί και να διωχθεί ποινικά για αποδιδόμενο σ΄ αυτόν φόνο και άλλα αδικήματα είναι άκυρη και άνευ οποιασδήποτε νομικής ισχύς.»
Στις 23.4.2012 ζητήθηκε από τη Νότιο Αφρική η έκδοση του αιτητή, ο οποίος κατηγορείται για τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, κλοπής, απάτης, παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου, παράνομης κατοχής περιουσίας και αδικήματα διαφθοράς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Με απόφασή του ημερομηνίας 8.6.2012 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην αίτηση έκδοσης 2/12 ενέκρινε το αίτημα της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής για την έκδοση του αιτητή, αφού ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις, και διέταξε την προφυλάκισή του μέχρι την έκδοσή του από τις αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση διατάγματος της φύσεως Habeas Corpus, με την οποία ζητούσε όπως κηρυχθεί άκυρη η πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αίτηση που απορρίφθηκε. Ακολούθως, άσκησε έφεση επί της απόφασης αυτής, η οποία επίσης απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.7.2013.
Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 24.7.2013, απευθύνθηκε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως και αιτήθηκε όπως αυτός μη υπογράψει «το σχετικό Διάταγμα Μεταφοράς και παράδοσης (του) στις Αρχές της Νοτίου Αφρικής». Όπως αναφέρεται στην επιστολή, σύμφωνα με το άρθρο 11(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/70 και του άρθρου 10(3)(γ) του ιδίου Νόμου, εφόσον ο Υπουργός κρίνει ότι η απόδοσή του αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, άδικο και καταπιεστικό μέτρο, μπορεί να μην υπογράψει το εν λόγω διάταγμα. Οι λόγοι που επικαλείται ο συνήγορος προς υποστήριξη του αιτήματος, παρατίθενται αυτούσιοι:
«1) Υπάρχει πλήθος στοιχείων ότι εάν ο Εκζητούμενος παραδοθεί στην Νότιο Αφρική θα δολοφονηθεί από δύο φατρίες (α) του Loly Jackson για τον οποίο κατηγορείται ο Εκζητούμενος ότι τον εδολοφόνησεν στις 3/5/2010 (β) του Radovan Krejcin με τον οποίον ο Εκζητούμενος είχε συνεργασίες όπως και με τον Jackson.
2) Οι δύο φατρίες είναι ύποπτες για αρκετές δολοφονίες σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εφημερίδας «Saturday Star» ημερ. 26/5/12 (Παράρτημα 1 α στα Αγγλικά και Παράρτημα 1β σε μετάφραση.)
3) Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε ουσιώδη στοιχεία ή μαρτυρίες νόμιμες και άμεσα αυταπόδεικτα ότι για τον φόνο του Jackson ενέχεται ο Εκζητούμενος ούτε και υπάρχει πιθανότητα να καταδικασθεί με τη υφιστάμενη μαρτυρία η οποία είναι κατασκευασμένη από την Αστυνομία με πρωτοστάτη τον Αστυνόμο Mabasa στον οποίον εδώρησαν οι Μαφίες πολυτελές αυτοκίνητο και περαιτέρω είχεν συνεργασίες με τις δύο Μαφίες.
4) Υπήρχαν διαδόσεις ότι οι 2 εδωροδοκούσαν Δικαστές, Αστυνόμους και επετύγχαναν αθωώσεις και απολύσεις συνεργατών τους.
5) Σχετικό δημοσίευμα για την διαπλοκή, βαναυσότητα και αδιστακτικότητα των αστυνομικών οργάνων της Αφρικής επισυνάπτεται ως Παράγραφος 2.
6) Ο Εκζητούμενος εφοβόταν και φοβάται για τη ζωή του ή και της οικογένειας του να εμπλακεί προσωπικά με Ένορκη Δήλωση των ισχυρισμών του και ανέλαβε τον ρόλο αυτό ο μικρότερος αδελφός του Δημήτρης (Μίμη) Παναγιώτου ο οποίος επιβεβαιώνει τα πιο πάνω γραφόμενα με ένορκη Δήλωση του και με παράδοση των Παραρτημάτων 1, 2.»
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης γνωστοποίησε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής στις Aρχές της Νότιας Αφρικής. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Συνταγματικής Τάξης της Νοτίου Αφρικής, με επιστολή του ημερομηνίας 30.8.2013, ανέλαβε την υποχρέωση να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα αναφορικά με την προσωπική ασφάλεια του εκζητούμενου, δίδοντας διαβεβαιώσεις για τον τρόπο που θα κρατείται ο εκζητούμενος όταν θα αφιχθεί στην Νότια Αφρική, καθώς και τον τρόπο που θα γίνονται οι μετακινήσεις του προς και από το Δικαστήριο. Προς τούτο επισυνάπτονται και ένορκες δηλώσεις των Warrant Officer W Van der Heever από Interpol, Colonel M C Mokoena από Interpol και Colonel P W Van Heerden από το Directorate for Priority Crimes Investigation της Αστυνομίας της Νοτίου Αφρικής. Περαιτέρω, αναφορικά με τις δύο φατρίες που μνημονεύονται στην εφημερίδα Saturday Star δεν υπάρχει μαρτυρία, σύμφωνα με τις Αρχές της Νοτίου Αφρικής, για χρηματισμό δικαστών και αξιωματούχων της αστυνομίας με στόχο την απόσυρση κατηγοριών ή την κατάληξη σε απόφαση μη ενοχής και πως η περίπτωση του Marikana ήταν ένα ατυχές, μεμονωμένο περιστατικό. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι η ομάδα του Colonel Van Heerden αποτελείται από αστυφύλακες με μακρά υπηρεσία και χωρίς οτιδήποτε επιλήψιμο στο ιστορικό τους.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στις 3.9.2013 υπέγραψε διάταγμα αποδόσεως του αιτητή στη Νότιο Αφρική για να δικαστεί για τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοσή του.
Στις 5.9.2013 ο Υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας μεταφέροντας τη θέση των δικηγόρων του εκζητουμένου ότι ενημερώθηκαν από τη Νομική Υπηρεσία ότι η μαρτυρία του είναι αναγκαία για σοβαρή ποινική υπόθεση, έτσι ώστε να γίνουν οι ανάλογες ενέργειες για να μην αποδοθεί ο εκζητούμενος. Στις 6.9.2013 ο Γενικός Εισαγγελέας, με σημείωσή του επί της ίδιας επιστολής, ανέφερε ότι η μαρτυρία του αιτητή εκτός του ότι είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας δεν προσφέρει, λαμβανομένων υπόψη των άλλων παραγόντων της δίκης, ουσιαστικά οφέλη.
Στις 10.9.2013 απεστάλη επιστολή από τους δικηγόρους του αιτητή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ζήτησαν την αναστολή ή αναβολή της εκτέλεσης του διατάγματος έκδοσης του πελάτη τους, έτσι ώστε να ασκήσει το ανθρώπινο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στις 11.9.2013 εστάλη απάντηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης στην οποία γίνεται αναφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καθώς και σε αυτήν του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 344/2012. Δίδεται επίσης απάντηση στην επιστολή του δικηγόρου κ. Παπαμιλτιάδους, ημερομηνίας 24.7.2013. Σε συνάρτηση με το λόγο της έλλειψης σημαντικής μαρτυρίας στην κατηγορία του φόνου που μνημονεύεται στην επιστολή αναφέρεται ότι αυτός εξετάστηκε και απορρίφθηκε, τόσο από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε σχέση με τους λοιπούς λόγους, οι οποίοι επαναλαμβάνονται και στην επιστολή των δικηγόρων του αιτητή ημερομηνίας 10.9.2013, αναφέρεται ότι τέθηκαν υπόψη των αρμοδίων Αρχών της Νοτίου Αφρικής οι οποίες, με επιστολή τους ημερομηνίας 30.8.2013, ανέλαβαν να λάβουν όλα εκείνα τα μέτρα που απαιτούνται αναφορικά με την προσωπική ασφάλεια/ενδεχόμενους κινδύνους για τη ζωή του υπό έκδοση προσώπου. Αναφέρει, περαιτέρω, ότι, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία, ο Υπουργός έκρινε ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι δικηγόροι του αιτητή δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις για τις οποίες θα μπορούσε ως Υπουργός να μην προβεί στην έκδοση διατάγματος απόδοσης σύμφωνα με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/70. Σε ό,τι αφορά το αίτημα για αναβολή της εκτέλεσης του διατάγματος, επισημαίνεται ότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο από το Νόμο, ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων.
Αντιδρώντας ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας αιτήθηκε και πέτυχε να του χορηγηθεί, με τη μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, αναστολή του διατάγματος απόδοσής του στις Αρχές της Νοτίου Αφρικής που υπέγραψε ο Υπουργός μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.
Ο καθ΄ ου η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ότι (α) το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, (β) το εν λόγω διάταγμα αποτελεί κυβερνητική πράξη και (γ) η παρούσα προσφυγή αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας. Βέβαια, οι πρώτες δύο προδικαστικές ενστάσεις συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση ανέπτυξε τις θέσεις της ξεκινώντας από τον τρίτο λόγο της προδικαστικής ένστασης. Τα γεγονότα που εγέρθηκαν από τους συνηγόρους του αιτητή, ανέφερε η συνήγορος, δεν τέθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων που εξέτασαν την έκδοση του αιτητή. Όπως σημειώνεται, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκδόθηκε στις 8.6.2012, ενώ το δημοσίευμα στην Saturday Star που απεστάλη στον Υπουργό φέρει ημερομηνία 26.5.2012, δηλαδή ενώ εκκρεμούσε η ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Ακολούθησαν και οι άλλες διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς να τεθεί είτε το συγκεκριμένο θέμα που θίγεται με το δημοσίευμα, είτε το ενδεχόμενο να κινδυνεύει η ζωή του αιτητή σε περίπτωση που αυτός εκδοθεί στη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο ισχυριζόμενος κίνδυνος για τη ζωή του αιτητή θα έπρεπε να είχε τεθεί κατά το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας. Η κα Σοφοκλέους πρόβαλε νομολογία των Καναδικών Δικαστηρίων επί του θέματος της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της προδικαστικής ένστασης η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε ότι το διάταγμα απόδοσης του Υπουργού Δικαιοσύνης είναι κυβερνητική πράξη, παρομοιάζοντάς το με την απονομή χάριτος. Για τους λόγους αυτούς, το διάταγμα απόδοσης, κατέληξε η συνήγορος, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη κυβερνήσεως.
Από πλευράς τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή υποστηρίζουν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία στηρίζεται στο νόμο, επιφέρει νομικά αποτελέσματα κατά την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού και δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «κυβερνητικών» πράξεων. Η νομολογία σε όλη την Ευρώπη, εισηγήθηκαν οι συνήγοροι, προχωρεί στην κατάργηση των πράξεων που χαρακτηρίζονται «κυβερνητικές» ή άλλως «πολιτικές» και εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου. Το διάταγμα έκδοσης, αναφέρουν, είναι αναγνωρισμένη διοικητική πράξη που υπόκειται στον έλεγχο του Άρθρου 146.
Το γεγονός ότι πρόκειται για νεοφανή προσφυγή, όπου δεν υπάρχει προηγούμενη νομολογία, αναγνωρίστηκε και από τις δύο πλευρές. Η έκδοση φυγοδίκων διέπεται από τον περί Φυγοδίκων Νόμο 1970 (Ν.97/70), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής καλούμενος ο Νόμος) και τον περί της Ευρωπαικής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1970. Σημειώνεται ότι η Νότιος Αφρική έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαική Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων απο το 2003, και αυτό αποτελεί κοινό έδαφος.
Η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου διέπεται από τον περί Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (97/1970), ειδικότερα από το Μέρος ΙΙΙ, άρθρα 7 - 15. Πρόκειται για ειδική διαδικασία, προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου. Το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής «έχει ως λόγο τη διαπίστωση ύπαρξης των προυποθέσεων για την κίνηση του διεθνούς μηχανισμού για τη μεταφορά του κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραγήσαντα σε άλλη χώρα, για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του. Το έργο του δικαστηρίου είναι ανακριτικό. Η διαπίστωση της ύπαρξης των προυποθέσεων για την έκδοση φυγόδικου δεν είναι ρυθμιστική ή καθοριστική των δικαιωμάτων του». (Βλ. Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2261).
Στο Μέρος ΙΙΙ του Νόμου (άρθρα 7 - 15) καθορίζεται ότι, μετά από την υποβολή αίτησης εκ μέρους κράτους με το οποίο η Δημοκρατία έχει συνάψει συνθήκη εκδόσεως, ακολουθεί διαδικασία έκδοσης εντάλματος σύλληψης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται ο φυγόδικος (άρθρο 8). Η διαδικασία εκδόσεως που λαμβάνει χώρα στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθορίζεται στο άρθρο 9 του Νόμου και οι υπόλοιπες δικαστικές διαδικασίες στο άρθρο 10 του Νόμου. Με βάση το Νόμο καθορίζονται τόσο οι διαδικασίες που ακολουθούν της αίτησης για έκδοση φυγοδίκου, όσο και των θεμάτων που χρίζουν δικαστικής απόφασης.
Το διάταγμα έκδοσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 11, εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει την εξουσία να μην προβεί στην έκδοση διατάγματος έκδοσης προσώπου για τους λόγους που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο.
Το άρθρο 11(3) επί του οποίου στηρίζεται το αίτημα για μη έκδοση στην παρούσα περίπτωση, προνοεί ως ακολούθως:
«(3) Ο Υπουργός δεν θέλει προβή εις την έκδοσιν διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου, εφ΄ όσον ήθελε κρίνει ότι, διά τους εν εδαφίω (3) του άρθρου 10 μνημονευομένους λόγους, η απόδοσις του εις ο αφορά η έκδοσις προσώπου, εις το Κράτος ή χώραν, ήτις ητήσατο την έκδοσιν αυτού, θα απετέλει άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.»
Σημειώνεται ότι οι λόγοι που προνοούνται στο άρθρο 10(3) για μη απόδοση του εκζητουμένου από τον Υπουργό είναι οι λόγοι που επηρεάζουν την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει την αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου κατά την εξέταση αίτησης για Habeas Corpus.
Το άρθρο 10(3) προνοεί ως ακολούθως:
«(3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,
η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov»
Θεωρώ ότι οι θεραπείες στις οποίες δικαιούται ο αιτητής παρέχονται κατά τρόπο εξαντλητικό από αυτές τις ίδιες τις πρόνοιες του Νόμου. Οι θεραπείες αυτές είναι, σε πρώτο στάδιο, η αμφισβήτηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να δικαιολογείται η προφυλάκιση του φυγόδικου για σκοπούς έκδοσης και είναι σε αυτό το στάδιο που αναμένεται από τον τελευταίο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις οποιεσδήποτε επί του προκειμένου θέσεις και ισχυρισμούς του. Σε δεύτερο δε στάδιο είναι η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο με την καταχώρηση αιτήματος Habeas Corpus και, σε περίπτωση απόρριψης του εν λόγω αιτήματος, έφεσης. Κατά το στάδιο ακρόασης της αίτησης Habeas Corpus παρέχεται στον αιτητή η δυνατότητα, δυνάμει των ρητών προνοιών του Νόμου [άρθρο 10(3)], να προβάλει τις οποιεσδήποτε θέσεις και ισχυρισμούς του αναφορικά με περιστάσεις οι οποίες καθιστούν την απόδοση του άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.
Στην προκείμενη περίπτωση, ένας από τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση της απόφασης του Υπουργού, ο κυριότερος θα έλεγα, είναι ότι τυχόν έκδοσή του θα παραβιάσει το δικαίωμά του στη ζωή, όπως αυτό διαφυλάττεται από το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 7 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό, όμως, δεν ηγέρθηκε ενώπιον είτε του Επαρχιακού Δικαστηρίου όταν εξέταζε αρχικά την αίτηση για έκδοσή του, είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως δε προκύπτει από την ημερομηνία του δημοσιεύματος στον τύπο, επί του οποίου στηρίζεται ο αιτητής προς υποστήριξη της θέσης του, η δημοσίευση έγινε ενώ εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Πέραν τούτου, ακόμα και στο στάδιο των αγορεύσεων, ο κ. Λουκαϊδης τόνισε ότι οι φόβοι αυτοί για τη ζωή του αιτητή προέκυψαν και ήταν γνωστοί από το 2010. Όπως δε σημείωσα και προηγουμένως, τα θέματα αυτά δεν ηγέρθηκαν στις δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν και αναφέρονται πιο πάνω.
Όταν ο εκζητούμενος προφυλακιστεί με στόχο την έκδοσή του και δεν αφεθεί ελεύθερος από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Υπουργός δύναται να διατάξει την απόδοσή του στη χώρα που ζήτησε την έκδοσή του «εκτός εάν η έκδοσις αυτού απαγορεύεται ή επί του παρόντος απαγορεύεται, υπό των διατάξεων του άρθρου 6 ή του παρόντος άρθρου ή εάν ο Υπουργός αποφασίση όπως μη προβή εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει εις την έκδοσιν του διατάγματος της εκδόσεως.» [άρθρο 11 (1) του Νόμου]. Συνεπώς, ο Υπουργός δεν είναι υπόχρεος να προβεί στην έκδοση διατάγματος απόδοσης, έχοντας διακριτική εξουσία επί του θέματος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα "Extradition The Law & Practice" των Ivor Stanbrook και Clive Stanbrook, σελ. 33, όπου πραγματεύεται το διάταγμα απόδοσης φυγοδίκου με βάση το Fugitive Offenders Act 1967 το οποίο έχει πανομοιότυπη πρόνοια:
«The Secretary of State is not obliged to make the order. It is a matter for his discretion. Construing the corresponding provision in the Fugitive Offenders Act 1967, s. 9(1), the court held that in the context "may" is not mandatory: R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Enahoro [1963] 2 All ER 477 DC. However, the Secretary of State will have to take into account the possibility that a refusal to extradite may constitute a breach of treaty obligations.»
Το ζητούμενο στην παρούσα διαδικασία είναι κατά πόσον η απόφαση αυτή του Υπουργού αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εντός των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δυνάμενη να ελεχθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή κατά πόσο πρόκειται για πράξη κυβερνήσεως, όπως εισηγείται η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας.
Είναι γεγονός ότι δεν υπόκεινται σε έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο οι πράξεις της κυβερνήσεως (actes de government). Σύμφωνα δε με τη νομολογία, δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένη πράξη είναι πράξη κυβερνήσεως ή όχι. Στην υπόθεση Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 352 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης. Όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικράτειας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη νομολογία.
Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. The Republic 3 RSCC 121), ο κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 CLR 783)*, ο διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας (Stokkos v. The Republic (1983) 3(B) CLR 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Ελένη Παντελάκη Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 522/90, 28.7.2991). Δεν υπόκειται, επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ.1) (1995) 1 ΑΑΔ 1075). Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 CLR 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων.»
Στο σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Π. Δ. Δαγτόγλου, δεύτερη έκδοση, στη σελίδα 390, αναφέρεται: «Κατά το νόμο δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως αι κυβερνητικαί πράξεις και διαταγαί αι αναγόμεναι εις την διαχείρισιν της πολιτικής εξουσίας».
Στη σελίδα 393 του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται: «Επίσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ως απαραδέκτως προσβαλλόμενες με αίτηση ακυρώσεως, όχι μόνο τις διεθνείς συμβάσεις, αλλά και τις διοικητικές πράξεις που εκδίδονται σε εκτέλεσή τους, απόφαση 56/1930 του Συμβουλίου Επικρατείας.»
Η κα Σοφοκλέους παρέπεμψε το Δικαστήριο σε νομολογία Καναδικών δικαστηρίων προς υποστήριξη των θέσεων της. [Bλ. Kindler v. Canada (Minister of Justice), (1991) 2 SCR 779, Izdiak v. Canada (Minister of Justice) (1992) 3 SCR 631].
Ο κ. Λουκαϊδης από την άλλη, αντικρούοντας τις θέσεις της κας Σοφοκλέους, σχολίασε τις πιο πάνω αποφάσεις, παραπέμποντας και ο ίδιος σε νομολογία και συγκεκριμένα στην υπόθεση Minister of Justice v. Glen Sebastian Burns and Atif Ahmad Rafay (2001) 1 RCS 283.
Η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων είναι δεδομένη, όπως δεδομένη είναι και η σύγχρονη τάση για δικαστικό έλεγχο πράξεων, η εκτέλεση των οποίων δυνατό να εμπεριέχει κινδύνους παραβίασης ουσιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφονται. Αυτός είναι και ο λόγος που σε συνάρτηση με θέματα έκδοσης φυγοδίκων σε άλλες δικαιοδοσίες έχει τροποποιηθεί η νομοθεσία που διέπει το θέμα, με αποτέλεσμα να χωρεί δικαστικός έλεγχος της απόφασης του Υπουργού. Με βάση όμως τη νομοθεσία που ισχύει στην Κύπρο σήμερα, τέτοια διαδικασία δεν προνοείται. Πουθενά στο Νόμο δεν υπάρχει πρόνοια ότι η απόφαση του Υπουργού υπόκειται σε αναθεώρηση.
Περαιτέρω, με βάση τους περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τύποι) Κανονισμούς του 1972, οι οποίοι εκδόθηκαν με βάση τον Νόμο, στον Τύπο 5 καθορίζεται ο τύπος του διατάγματος αποδόσεως που εκδίδεται από τον Υπουργό με βάση το άρθρο 11(1) του Νόμου, ως ακολούθως:
«[Άρθρον 11(1)]
Διάταγμα αποδόσεως εις αιτούσαν χώραν
Προς τον Διευθυντήν των Φυλακών και άπαντας τους Αστυφύλακας.
Επειδή υπεβλήθη αίτησις προς τον Υπουργόν Εξωτερικών υπό ή εκ μέρους του ....... δια την απόδοσιν εις την εν λόγω χώραν του .......... όστις κατηγορείται επί τω ότι ........./* καταζητείται προς έκτισιν επιβληθείσης αυτώ ποινής εις την ως είρηται χώραν·
Και επειδή Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου ........ έχει ικανοποιηθή ότι το αδίκημα είναι αδίκημα δι΄ ο δύναται κατά νόμον να χωρήση έκδοσις και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα προσαχθέντα ενώπιόν του είναι επαρκή ώστε να εδικαιολόγουν την παραπομπήν του ρηθέντος ......εις δίκην δια το εν λόγω αδίκημα, εφ όσον τούτο διεπράττετο εν Κύπρω εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ....../* ο ρηθείς καταζητείται δι΄ έκτισιν ποινής επιβληθείσης αυτώ εις την ως είρηται χώραν δια την διάπραξιν αδικήματος δι΄ ο δύναται κατά νόμον να χωρήση έκδοσις, ότι τω όντι κατεδικάσθη και ότι παρανόμως παραμένει ελεύθερος και διέταξε την προφυλάκισιν του ειρημένου ................. ίνα αναμένη την απόδοσίν του εις........ ·
Και επειδή ο ρηθείς ......... δεν έχει απολυθή δυνάμει διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου·
Δια ταύτα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης δια του παρόντος διατάττει όπως ο ρηθείς........ αποδοθή εις ........δια το αδίκημα δι΄ ο ούτος προεφυλακίσθη υπό Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου...........
Τη ........... 19 ..
Υπουργός Δικαιοσύνης.»
Σημειώνεται περαιτέρω ότι η διαδικασία εκδόσεως βασίζεται στις διεθνείς υποχρεώσεις που προκύπτουν από αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ διαφόρων χωρών, υποχρεώσεων που συνεπάγονται πλήρη ευθύνη και δέσμευση από την κάθε συμβαλλόμενη χώρα.
Στην Re Petrov (1996) 1 ΑΑΔ 856, 859, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Ο τρόπος ερμηνείας διεθνών συμβάσεων αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών κυπριακών και ξένων αποφάσεων. Σύμφωνα με την νομολογία, σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών (Athanasiadis v. The Government of Greece [1969] 3 All E.R. 293]. Η διαδικασία εκδόσεως βασίζεται στις διεθνείς υποχρεώσεις που προκύπτουν από αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ διαφόρων χωρών, υποχρεώσεων που συνεπάγονται πλήρη ευθύνη και δέσμευση από την κάθε συμβαλλόμενη χώρα (In Re Vaskevitch (1992) 1 (A) A.A.Δ. 136). Τέλος, συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδραπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είνανι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (In Re Hachem (1991) 1 A.A.D. 723).»
Επίσης στην R. v. Governor of Brixton Prison, ex p Levin 1997 3 All ER 289, 295:
«In extradition proceedings there is even less scope for the exercise of the discretion because, as McCowan Lj pointed out in R v. Governor of Belmarsh Prison, ex p Francis (quoting the Supreme Court of Canada in Kindler v Canada (Minister of Justice) (1991) 84 DLR (4th ) 438 at 488), extradition procedure is founded on concepts of comity and reciprocity. It would undermine the effectiveness of international treaty obligation if the courts were to superimpose discretions based on local notions of fairness upon the ordinary rules of admissibility.»
Κατά την άποψη μου, αυτό που προκύπτει από όλα τα πιο πάνω είναι ότι η έκδοση του διατάγματος απόδοσης του φυγόδικου από τον Υπουργό αποτελεί πράξη που προκύπτει εντός του πλαισίου διεθνών συμβάσεων και διακρατικών σχέσεων και, ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να είναι κυβερνητική πράξη ή πράξη κυβερνήσεως, η οποία δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Παρά το ότι πρόκειται για άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, αυτή ασκείται στα πλαίσια διακρατικών σχέσεων, όπως είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με την προσχώρηση σε διεθνείς συμβάσεις. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, η έκδοση του διατάγματος απόδοσης εκζητουμένου θεωρώ ότι είναι πράξη κυβερνήσεως ή κυβερνητική πράξη, μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η προσφυγή είναι έκθετη σε απόρριψη σ΄ αυτό το αρχικό στάδιο, χωρίς να απαιτείται η εξέταση της ουσίας των λόγων που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε από τον Υπουργό.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η εκδοθείσα αναστολή ημερομηνίας 17.9.2013 παύει να υφίσταται.
Εν όψει του νεοφανούς του ζητήματος, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Κ. Σταματίου
Δ.
/ΧΤΘ