ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5921/2013)
2 Οκτωβρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 29.8.2013
_ _ _ _ _ _
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση ο αιτητής επιζητεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στα πλαίσια πειθαρχικής υπόθεσης μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής την οποία καταχώρησε και με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της ενδιάμεσης απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 28.8.13. Η εν λόγω απόφαση ήταν απότοκο της ένστασης του δικηγόρου του αιτητή: ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να προχωρήσει, ήταν άκυρη εξ υπαρχής, εφόσον οι συμπληρωματικές καταθέσεις που λήφθηκαν από τον ερευνώντα λειτουργό και απεστάλησαν στον ίδιο με επιστολή του ημερ. 10.5.12, τις παρέλαβε 12.5.12, δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να θέσει τις δικές του θέσεις επί των συμπληρωματικών καταθέσεων και συγκεκριμένα δεν του ετίθετο χρονική προθεσμία εντός της οποίας θα έπρεπε ο ίδιος να θέσει τις δικές του απόψεις παραβιάζοντας ρητή νομοθετική πρόνοια: άρθρο 4 του Δεύτερου Πίνακα στη βάση του άρθρου 81(2)(β) του Νόμου περί Δημόσιας Υπηρεσίας κάτω από τον τίτλο «Πειθαρχικός Κώδικας», όσο και τους Κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση προχώρησαν και εξέδωσαν απόφαση απορρίπτοντας την ένσταση παρερμηνεύοντας κατά τον κ. Τριανταφυλλίδη τη θέση του. Θεώρησαν ότι το όλο ζήτημα βασιζόταν πάνω στην αρχή της δίκαιης δίκης και δεν αντελήφθησαν ότι επρόκειτο περί έκδηλης παραβίασης ρητής πρόνοιας.
Η έκδηλη παρανομία θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση ολόκληρης της πειθαρχικής διαδικασίας και το δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της πειθαρχικής υπόθεσης μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής.
Οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν τα ακόλουθα:
«Προδικαστική ένσταση με εισήγηση την απόρριψη του προσωρινού διατάγματος και της αίτησης ως απαράδεκτης. Η προσβαλλόμενη με την κυρίως προσφυγή πράξη, η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 28.8.13 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά προπαρασκευαστική: αποτελεί μέρος σύνθετης διοικητικής ενέργειας και/ή πράξης η οποία και απομένει να ολοκληρωθεί με την απόφαση του διοικητικού οργάνου, της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας επί της πειθαρχικής υπόθεσης η νομιμότητα της οποίας θα εξεταστεί στα πλαίσια τυχόν προσφυγής εκ μέρους του αιτητή εναντίον τυχόν καταδικαστικής απόφασης της Επιτροπής. Επί της ουσίας προβάλλεται ότι δεν υφίσταται καμιά από τις προϋποθέσεις για έκδοση του αιτουμένου διατάγματος αναστολής εκτέλεσης, δεν προκύπτει έκδηλη παρανομία ή άλλης μορφής παρανομία: οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο και οποιοιδήποτε ισχυρισμοί που προβάλλονται από τον αιτητή δεν προβάλλει έκδηλη αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανή παρανομία η οποία και να οδηγεί στην παροχή της αιτούμενης θεραπείας. Τα γεγονότα της υπόθεσης χρήζουν διερεύνηση και στάθμιση που άπτονται άμεσα της ουσίας της προσφυγής και επομένως δεν μπορούν να κριθούν στο παρόν στάδιο.»
Σύμφωνα με το άρθρο 81(1) η Επιτροπή δεν προβαίνει στη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε δημόσιου υπαλλήλου, παρά μόνο ύστερα από γραπτή πρόταση της αρμόδιας αρχής .. (β) σε κάθε άλλη περίπτωση διεξάγει έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 83:
Νοείται ότι μέχρις ότου εκδοθούν κανονισμοί που να καθορίζουν τον τρόπο της έρευνας, εφαρμόζονται οι στο Μέρος 1 του Δεύτερου Πίνακα κανονισμοί. Το άρθρο 83 του νόμου προβλέπει τη διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής. 'Οταν η έρευνα που άρχεται δυνάμει του άρθρου 81(β)(2), συμπληρωθεί και αποκαλυφθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η αρμόδια αρχή παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στην Επιτροπή και αποστέλλει όλα τα σχετικά έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία όπως προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο. Ο υπάλληλος που διώκεται πειθαρχικά, άρθρο 83(3), δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση. Για το σκοπό αυτό παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων, άρθρο 83(4). Παρέχεται δε σ΄ αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί, τόσο πριν από τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και πριν από την επιβολή της ποινής. Δεύτερος Πίνακας Μέρος 3, άρθρα 4 και 5. Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός εκθέτει αμέσως το πόρισμά του στην αρμόδια αρχή πλήρως αιτιολογημένο αφού συνυποβάλει όλα τα σχετικά έγγραφα.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης κατά την αγόρευση παραπέμποντας στα σχετικά άρθρα του νόμου προβάλλει ότι ο πελάτης του στερήθηκε της ευκαιρίας να ακουστεί κατά τρόπο που παραβιάστηκε η νομοθετική επιταγή. Παραπέμποντας στα γεγονότα όπως προβάλλουν με την ένορκη δήλωση εντοπίζει το όλο πρόβλημα στην επιστολή του ερευνώντος λειτουργού ημερ. 10.5.12 όπου ο τελευταίος ενώ διαβιβάζει στα πλαίσια της διεξαγόμενης έρευνας αριθμό συμπληρωματικών καταθέσεων, όπως καταγράφονται στην εν λόγω επιστολή, δεν τάσσει χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ο αιτητής θα μπορούσε να απαντήσει θέτοντας τη γνώμη του και τη δική του θέση επί των εν λόγω συμπληρωματικών καταθέσεων. Παραβιάστηκαν έτσι οι πρόνοιες του άρθρου 81(2)(β) εφόσον παρέλειψε να ορίσει καταληκτική ημερομηνία, ως έπραξε ορθώς σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Σημειώνω διευκρινιστικά τα χρονικά όρια των όσων διαδραματίσθηκαν. Στις 14.3.12 ο ερευνών λειτουργός συνέλεξε μετά από λήψη μαρτυρικής κατάθεσης μια σειρά από έγγραφα τα οποία και απέστειλε στον αιτητή τάσσοντας σ΄ αυτόν καταληκτική προθεσμία μέχρι τις 22.3.2012 και ώρα 13.00 το αργότερο, για να υποβάλει ο,τιδήποτε επιθυμεί γραπτώς. Ο δικηγόρος του με επιστολή 19.3.12 αιτήθηκε παράταση για μελέτη του υλικού και παροχή συμβουλής στον πελάτη του αναφορικά με τα δικαιώματά του, παράταση η οποία και εγκρίθηκε με τη σημείωση ότι σε περίπτωση μη τοποθέτησής του εντός της προθεσμίας που τασσόταν θα ερμηνευόταν ότι δεν επιθυμούσε να το πράξει, δηλαδή να τοποθετηθεί γραπτώς. Ο αιτητής με επιστολή 2.4.12 απέρριψε τους ισχυρισμούς. Στη συνέχεια απεστάλησαν συμπληρωματικές καταθέσεις. Τάχθηκε και πάλι καταληκτική προθεσμία εντός της οποίας ο αιτητής θα μπορούσε να απαντήσει αν το επιθυμούσε. Ακολούθησε η σιωπή του αιτητή και στη συνέχεια καταλήγουμε στην επιλήψιμη κατά τον αιτητή συμπεριφορά, όπου με την αποστολή των συμπληρωματικών καταθέσεων δεν τάσσεται οποιαδήποτε καταληκτική προθεσμία, παρά μόνο σημειώνεται «για οποιαδήποτε ενέργεια κρίνετε σκόπιμη».
Στην Σωτήριος (Ακης) Παπασάββας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2003) 3 ΑΑΔ 134 στην οποία παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης αποφασίστηκε ότι πειθαρχικά παραπτώματα εξετάζονται ως προβλέπει ο πειθαρχικός κώδικας κατά τρόπο που ορίζουν τα άρθρα 81, 82 και 83 του νόμου ενώ η πειθαρχική διαδικασία προσδιορίζεται στους πίνακες που ακολουθούν.
Ο πειθαρχικός κώδικας εξασφαλίζει στον πειθαρχικά διωκόμενο υπάλληλο όλα τα δικαιώματα που προβλέπει το άρθρο 12 του Συντάγματος, διασφαλίσεις που ενσωματώνουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Διαχρονικά το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα με το άτομο που διώκεται ποινικά (Andreas A. Markoullides and The Republic (Public Service Commission) 3 R.S.C.C. 30, Nicos Kalisperas and The Republic (Public Service Commission) and Another 3 R.S.C.C. 146, Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of the Interior( 4 R.S.C.C. 39). Σχετική επίσης με το ζήτημα Αναφορικά με τον Μ.Ι. Δικηγόρο (2002) 1 ΑΑΔ σελ. 1025 όπου υιοθετήθηκε η Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 ΑΑΔ 1839.
Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων/διαταγμάτων αναστολής εκτελέσεως, όπως η περίπτωση υπό κρίση, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της προσφυγής, θεμελιώνεται στον Καν. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από τις προϋποθέσεις τις οποίες με σαφήνεια καθόρισε η νομολογία (Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, 167). Οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν. Η ικανοποίηση οποιασδήποτε από αυτές είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει θετικά για τον αιτητή την εξουσία του Δικαστηρίου. Μία από τις προϋποθέσεις είναι η έκδηλη παρανομία της πράξης και η άλλη, η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς, νοουμένου ότι δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, οπότε λόγοι δημοσίου συμφέροντος επενεργούν ανασταλτικά στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος (Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Ο κ. Τριανταφυλλίδης δεν έθεσε ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημιάς έτσι το αίτημα θα εξεταστεί μέσα στις παραμέτρους της έκδηλης παρανομίας.
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα πιο πάνω απαραίτητα στοιχεία, το Δικαστήριο προχωρεί να εξετάσει την παροχή της θεραπείας.
Στην υπόθεση Frangos αnd Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53, 57 αναφέρεται:
«Για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι προδήλως αναγνωρίσιμη χωρίς να απαιτείται διερεύνηση των αμφισβητούμενων γεγονότων.» (σε μετάφραση).
Όπως έχει τονιστεί και στην εν λόγω απόφαση, αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί, φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο, ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.
Ως προς τα όρια της έννοιας «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι η Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, όπου επιβεβαιώθηκαν οι αρχές της νομολογίας με παράθεση αποσπάσματος από την απόφαση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233. ΄Εκδηλη παρανομία ορίστηκε στην πιο πάνω απόφαση. Είναι εκείνη «που αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης». Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, τα στενά πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας που προβλέπει ο Καν. 13, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας της διαφοράς ή των νομικών ζητημάτων που εγείρονται. Άλλωστε τονίστηκε:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξ αιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.».
Η επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος, αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα, τα οποία θα εξεταστούν από τον εκδικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837).
Προκύπτει από τα γεγονότα τα οποία και παραμένουν αναντίλεκτα, ότι στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τις δικές του απόψεις και θέσεις επί των αρχικών και συμπληρωματικών καταθέσεων, στη δε τελευταία περίπτωση παρόλο που δεν τέθηκε χρονικός προσδιορισμός, το ζήτημα αφέθηκε στην επιλογή του αιτητή για οποιεσδήποτε τυχόν δικές του ενέργειες. Στο τέλος της ημέρας ήταν επιλογή του αιτητή να μην τοποθετηθεί σε καμία από τις περιπτώσεις που έθεσε ενώπιον του ο ερευνών λειτουργός, μέχρι και την απαγγελία των εναντίον του κατηγοριών.
Με όλα τα γεγονότα όπως έχουν τεθεί ενώπιόν μου, την ένορκη δήλωση του αιτητή και τα επισυνηφθέντα έγγραφα κρίνω υπό τας περιστάσεις ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί έκδηλη παρανομία κατά τρόπο ώστε να παρασχεθεί στον αιτητή η αιτούμενη θεραπεία.
Λαμβανομένου υπόψη της κατάληξής μου παρέλκει η εξέταση του ζητήματος της προδικαστικής ένστασης όπως έχει τεθεί εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση ζήτημα το οποίο θα αφεθεί να εξεταστεί κατά την ουσία της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.