ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           (Yπόθεση Αρ.: 373/2012).

17 Oκτωβρίου, 2013

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

VIKTORIYA STSEPURA,

                                                                       Αιτήρια,

ν.

 

                 ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΚΑΙ

2.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                                         Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------

Δημήτρης Παυλίδης, για την Αιτήτρια.

Δένα Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 28.6.2003, με άδεια εισόδου για τρεις μήνες για να εργαστεί.  Στις 10.8.2003 αναχώρησε από την Κύπρο για να επιστρέψει στις 16.12.2003 με άδεια εισόδου μέχρι τις 10.3.2004 με σκοπό να εργαστεί στο εστιατόριο του Κύπριου υπηκόου Στέλιου Κοιλανιώτη στη Λευκωσία.  Στη συνέχεια της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής υπό το καθεστώς απασχόλησης μέχρι τις 13.11.2004. 

 

Στο μεταξύ, στις 12.10.2004, η αιτήτρια τέλεσε γάμο με τον ως άνω Κύπριο και στις 4.11.2004 υπέβαλε αίτηση για να παραμείνει στην Κύπρο ως επισκέπτρια μαζί με τον σύζυγό της.  Το αίτημα της εγκρίθηκε και της παραχωρήθηκε άδεια μέχρι τις 30.5.2006.  Κατόπιν σχετικής αίτησης, παραχωρήθηκε και στη θυγατέρα της αιτήτριας  άδεια προσωρινής παραμονής, επίσης μέχρι τις 30.5.2006.  Ακολούθως και μέχρι τις 31.10.2011, παραχωρείτο σε τακτά χρονικά διαστήματα, στην αιτήτρια, κατόπιν σχετικών αιτήσεων, άδεια προσωρινής διαμονής υπό το καθεστώς του επισκέπτη ή της απασχόλησης.  Άδεια προσωρινής διαμονής παραχωρείτο και στη θυγατέρα της υπό το καθεστώς φοίτησης.  Στις 27.10.2010, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή της ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως συζύγου Κύπριου υπηκόου.  Ακολούθως, στις 23.11.2011, υπέβαλε νέα αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής.

 

Η αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση, αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε από τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στη βάση: (1) της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου αρ. 141(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), με το δικαιολογητικό ότι η αιτήτρια είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία κατά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους που αναφέρονται στη σχετική απόφαση της Διευθύντριας και (2) του άρθρου 110(2)(β) του Νόμου λόγω του ότι η αιτήτρια και ο σύζυγος της δεν διέμεναν κάτω από την ίδια στέγη. 

 

Με  το αιτιολογικό ότι δεν διέμενε με το σύζυγο της απορρίφθηκε και η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 23.11.2011 για παραχώρηση προσωρινής παραμονής, ενώ κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.   Εναντίον της απόφασης αυτής, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 16.2.2012 καταχώρησε  την παρούσα προσφυγή.

 

Η αιτήτρια, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει και, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, αναπτύσσει σειρά λόγων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, κακόπιστα, καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου. Υποστηρίζει ότι είναι προϊόν πλάνης και/ή ανεπαρκούς έρευνας και στερείται αιτιολογίας.  Επίσης επικαλείται παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και/ή της χρηστής διοίκησης. 

 

Κάθε κυρίαρχο κράτος έχει τη διακριτική εξουσία να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος του.  Η ευρεία αυτή διακριτική εξουσία του κράτους, περιορίζεται μόνο από την υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη (βλ. Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307). Το υφιστάμενο τεκμήριο καλόπιστης άσκησης της ευχέρειας της διοίκησης παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (βλ. Suleiman v. Republic (1987)3 C.L.R. 224).

 

H νομολογία έχει κατ' επανάληψη τονίσει, ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, νοουμένου ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης - (βλ.  Ήρωα (ανωτέρω), Slavova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203 και Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η αιτιολογία που δόθηκε για απόρριψη της αίτησης προσωρινής παραμονής της αιτήτριας δεν είναι ούτε επαρκής ούτε ικανοποιητική και καθιστά ενδεχόμενη την νομική πλάνη ως προς την εφαρμοστέα νομική πρόνοια του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Πιο συγκεκριμένα, όλες οι άδειες παραμονής της αιτήτριας που εκδόθηκαν μετά την τέλεση του γάμου της με τον Κύπριο υπήκοο ήταν  άδειες επισκέπτη ή άδειες απασχόλησης  και όλες ανέφεραν ως όρο «Η παρούσα άδεια παραχωρείται για παραμονή του/της κατόχου στην Κύπρο μαζί με τον/την Κύπριο/α σύζυγο του/της», με την προσθήκη, στις τελευταίες δύο άδειες:  «και για εργασία όπως πιο πάνω». Οι αντίστοιχες άδειες φοίτησης για την θυγατέρα της έφεραν επίσης τον όρο «παραχωρείται για παραμονή της κατόχου στην Κύπρο μαζί με τους γονείς της».

 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου φαίνεται πως οι καθ' ων πεπλανημένα ταύτισαν, αφενόςμ το θέμα της συμβίωσης του ζευγαριού με την εικονικότητα του γάμου (βλ. ενδεικτικά το Παράρτημα 12  στην ένσταση) και, αφετέρου, αυθαίρετα απέρριψαν την αίτηση για προσωρινή παραμονή της αιτήτριας και της θυγατέρας της, στηριζόμενοι αποκλειστικά στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κοινή διαμονή/συμβίωση με τον Κύπριο σύζυγό της, το οποίο δεν αναφέρεται στο Νόμο ως αυτοτελές κριτήριο/προϋπόθεση για την εξέταση αιτήσεων προσωρινής παραμονής. Εξάλλου, ο όρος στην άδεια της αιτήτριας δεν συνδεόταν με «διαμονή» αλλά με «παραμονή» στην Κύπρο με τον σύζυγο της.

 

Παρόμοια αιτιολογία δόθηκε από τη διοίκηση στην εφεσίβλητη στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010)3 A.A.Δ. 598, για την απόρριψη της αίτησης της για παραμονή και άδειας παραμονής και εργασίας.  Απορρίπτοντας την έφεση της Δημοκρατίας η Ολομέλεια επεσήμανε σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Το αίτημα για να παραχωρηθεί στην Εφεσίβλητη άδεια εργασίας υποβλήθηκε στις 14.12.2004.  Δεν απαντήθηκε όμως μέχρι τις 12.5.2005 και αφού προηγουμένως έληξε (31.3.2005) η άδεια παραμονής που κατείχε η Εφεσίβλητη.  Επομένως δεν τίθεται θέμα ανάκλησης.  Με δεδομένο ότι η διοίκηση αρχικά παραχώρησε στην Εφεσίβλητη άδεια παραμονής εξαιτίας του γάμου της με κύπριο πολίτη, ανεξάρτητα των διατάξεων του Ν. 92(Ι)/2003, όφειλε να δώσει επαρκή αιτιολογία για την αλλαγή στη στάση της να μην παραχωρήσει περαιτέρω άδεια διαμονής, εφόσον μέχρι τότε δεν έπαυσε η νομική ισχύς του γάμου.  Η αιτιολογία που έδωσε η διοίκηση όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά φαίνεται ότι η διοίκηση, με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, πλανήθηκε ως προς τις νομικές επιπτώσεις  της διακοπής της συμβίωσης και της εκκρεμότητας της αίτησης διαζυγίου.  Περαιτέρω η άρνηση ανανέωσης της άδειας παραμονής έστω και με όρους, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης παραβιάζει τις αρχές  της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας.» 

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η παραχωρηθείσα στην αιτήτρια άδεια είχε ως υπόβαθρο την παραμονή της στην Κύπρο με τον Κύπριο σύζυγο της.  Δηλωμένος δε σκοπός της υποβληθείσας αίτησης για ανανέωση, όπως αναφέρεται στην αίτηση, ήταν για να παραμείνει η αιτήτρια στην Κύπρο με τον Κύπριο σύζυγο της. Όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο γάμος της αιτήτριας με τον Κύπριο σύζυγο της υφίστατο.

 

Ακόμη όμως και αν συνέτρεχε διακοπή της συμβίωσης για οποιοδήποτε διάστημα αυτό δεν συνεπάγεται κατ΄ ανάγκη και ανατροπή των δικαιωμάτων που της παρείχε η ιδιότητα της συζύγου Κύπριου πολίτη, περιλαμβανομένης και της διαμονής (βλ. Zaharizevic v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 48/2008, ημερ. 24.1.2011).

 

Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση απορρίπτει οποιοδήποτε συσχετισμό με τα άρθρα 7Α και 7Β του Κεφ. 105, τα οποία προβλέπουν για την ίδρυση Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία συμβουλεύει τον Διευθυντή κατά την εξέταση περιπτώσεων «εικονικού γάμου», δηλώνοντας ότι η επίδικη δεν ήταν απόφαση που αφορούσε στην εικονικότητα του γάμου για την οποία εξάλλου θα έπρεπε να γίνει παραπομπή στην Συμβουλευτική Επιτροπή και να εξεταστούν και άλλα στοιχεία.  Ωστόστο, οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα φαίνεται να συναρτούν την έρευνα τους για την συμβίωση του ζεύγους κάτω από την ίδια στέγη (που προνοείται νομοθετικά ως ένα μόνο από τα στοιχεία εικονικότητας) με το θέμα της γνησιότητας ή της διακοπής του γάμου τους, όπως τους είχε απασχολήσει στα πλαίσιο εξέτασης της αίτησης για πολιτογράφηση (βλ. ερυθρά 234-239 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1).

 

Περαιτέρω, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου φαίνεται ότι υπάρχει κενό ως προς την διεξαχθείσα έρευνα και την ανάγκη διαπίστωσης των κρίσιμων γεγονότων  κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης της αίτησης.  Συγκεκριμένα, παρόλο που η αίτηση για ανανέωση της παραμονής της αιτήτριας υποβλήθηκε στις 23.11.2011, οι καθ' ών η αίτηση δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε έρευνα προκειμένου να εξετάσουν το καθεστώς παραμονής της και αν αυτή παρέμεινε με το σύζυγο της στην Κύπρο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Η μόνη έρευνα ήταν αυτή που είχε διεξαχθεί τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 2011 από το ΥΑΜ Λευκωσίας στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας για πολιτογράφηση, τα συμπεράσματα της οποίας έρχονταν σε αντίθεση με την ενυπόγραφη δήλωση του συζύγου της αιτήτριας για αρμονική συμβίωση ημερ. 24.02.11 (ερυθρό 236) και τις καταθέσεις της αιτήτριας και του συζύγου της στην Αστυνομία αλλά και με πιο πρόσφατα στοιχεία όπως, την δήλωση ανδρογύνου και την βεβαίωση του Κοινοτάρχη ημερ. 16.11.2011 (ερυθρό 259) και την δήλωση κάλυψης εξόδων διατροφής της αιτήτριας από τον σύζυγο της ημερ. 23.11.2011.

 

Συνεπώς η έρευνα που διεξήχθη στα πλαίσια της εξεταζόμενης αίτησης δεν ήταν ούτε επίκαιρη ούτε επαρκής.

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους,  η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.300 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος

 

 

 

 

                                                                          Π. Παναγή, Δ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο