ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Yπόθεση Αρ.: 20/2012).

24 Οκτωβρίου, 2013

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 146 ΚΑΙ 150 ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,

                                                                       Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ,

                                                         Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

 

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Ο αιτητής εξελέγη ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολεμίου στις Κοινοτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 18.12.2011.  Με επιστολή του ημερομηνίας 4.1.2012, ο Έπαρχος Πάφου ως Έφορος Κοινοτικών Εκλογών πληροφόρησε τον αιτητή ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου γιατί συντρέχει λόγος ασυμβίβαστου.  Πληροφόρησε περαιτέρω τον αιτητή πως τη θέση του καταλαμβάνει ο αμέσως επόμενος υποψήφιος του Συνδυασμού του που έλαβε στη σειρά τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης.  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την ως άνω απόφαση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατ' εφαρμογή του άρθρου 16(2)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, Ν.86(Ι)/99 (στο εξής «ο Νόμος») μετά που διαπιστώθηκε πως ο αιτητής εξακολουθούσε και μετά την εκλογή του ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολεμίου να κατέχει τη θέση του μόνιμου υπαλλήλου στη Σχολική Εφορεία Πάφου, η οποία, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.4.2011, αποτελεί Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου. Tο Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει προβλέπει τα εξής:

 

«. Δεν μπορεί να διατελεί κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο.κατέχει θέση στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας, στην Αστυνομική δύναμη, στο στρατό της Δημοκρατίας και σε Οργανισμό Δημόσιου Δικαίου.»

 

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που εγείρουν οι καθ' ων η αίτηση.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν έχει εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης αλλά δικαιοδοσία έχει, βάσει των άρθρων 31 και 39 του Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία εμπίπτει η κοινότητα όπου έλαβε χώρα η προσβαλλόμενη εκλογή ως εκλογοδικείο, αφού με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται θέμα  που άπτεται του δικαιώματος του αιτητή να γίνει ή να παραμείνει μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου.  Προς υποστήριξη της θέσης της έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 423/2002, ημερομηνίας 21.4.2003 στην οποία προβλήθηκε με επιτυχία πανομοιότυπη προδικαστική ένσταση.

 

Αντίθετη είναι η θέση του αιτητή, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν αφορά στη διαδικασία εκλογής αλλά σε διοικητική απόφαση που λήφθηκε μετά την ολοκλήρωση της εκλογής και ανακήρυξης του αιτητή ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. 

 

Με όλο το σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το σκεπτικό της Νεοφύτου (ανωτέρω).  Τα άρθρα 31 και 39 του Νόμου προνοούν για ανάλογη εφαρμογή του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, Ν.72/79 και για την εκδίκαση εκλογικών αιτήσεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο δυνάμει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, σε ότι αφορά όμως αιτήσεις για ακύρωση εκλογής και εκλογικά δικαιώματα. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στα θέματα εκλογικών αιτήσεων, ούτε αφορά κώλυμα ή προσόν εκλογιμότητας και προαποκλεισμό υποψηφίου, ώστε να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου.  Αφορά σε ασυμβίβαστο για τη θέση μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, θέμα που ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας και τη δημοσίευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης από τους καθ' ων η αίτηση, εκτός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου θα μπορούσε να ανακύψει αρμοδιότητα του Εφόρου Εκλογών που θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία Εκλογοδικείου.   Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων πολύ πιο προσφάτων από τη Νεοφύτου,  στις οποίες η διοίκηση θεώρησε ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να είναι ή να συνεχίσουν να είναι κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικού συμβουλίου, στη βάση πάντοτε του άρθρου 16(2) του Νόμου, ανέλαβε δικαιοδοσία ακυρώνοντας μάλιστα τη σχετική απόφαση της διοίκησης (Βλ. Υπόθ. Αρ. 1498/2009 Πάμπακας ν. Δημοκρατίας ημερ. 19.9.2011, Υπόθ. Αρ. 445/2008 Τρύφωνος ν. Δημοκρατία ημερ. 6.11.2009, Υπόθ. Αρ. 1342/2008 Ιεζεκιήλ ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.10.2008 και Αναθεωρητική Έφεση 152/2008 Δημοκρατία ν. Ιεζεκιήλ (2011) 3Β Α.Α.Δ. 706).  Κρίνεται λοιπόν πως η παρούσα περίπτωση δεν εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου.  Επομένως, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.

 

Ο αιτητής προβάλλει σειρά νομικών σημείων που κατά την άποψη του τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας.  Ισχυρίζεται ότι ο Έπαρχος ενήργησε αυτόβουλα, αποστέλλοντας την επιστολή ημερομηνίας 4.1.2012, αντίθετα προς τον Νόμο, αφού δεν προηγήθηκαν τα όσα προνοεί το εδάφιο (4) του άρθρου 16 του Νόμου, ότι δηλαδή, το Συμβούλιο και ο γραμματέας έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν στον Έπαρχο κάθε περίπτωση όπου παρουσιάζεται σε κοινοτάρχη ή μέλος του Συμβουλίου οποιοδήποτε κώλυμα εκλογιμότητας ή ασυμβίβαστου σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου.  Η θέση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Ούτε οι εν λόγω πρόνοιες αλλά ούτε οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη του Νόμου απαγορεύουν στον Έπαρχο να ενεργήσει δυνάμει το άρθρου 16 όταν πληροφορηθεί ή όταν αντιληφθεί ο ίδιος ότι σε κοινοτάρχη ή μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου παρουσιάζεται κώλυμα εκλογιμότητας ή ασυμβίβαστου κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (1) και (2) του εν λόγω άρθρου.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης πως μετά την ανακήρυξη, όπως στην παρούσα περίπτωση, ουδείς δύναται να κρίνει έξω από τη δικαιοδοσία του αρμοδίου Εκλογοδικείου κατάργηση αξιωματούχου.  Ειδικότερα, ο συνήγορος του αιτητή, στην γραπτή του αγόρευση, αμφισβητεί τη συνταγματικότητα του άρθρου 16(3) του Νόμου, το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κοινοτάρχης ή μέλους Συμβουλίου παύει να είναι κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν υπάρχει, οποιαδήποτε από τα ασυμβίβαστα που  προβλέπονται  στα εδάφια (1 και (2) του εν λόγω άρθρου, τονίζοντας πως «δεν χωρεί μηχανική στέρηση της ιδιότητας του εκλεγέντος αξιωματούχου εκ του Νόμου απευθείας, χωρίς κρίση Δικαστηρίου που θα διασφάλιζε στον εκλελεγμένο το δικαίωμα να ακουστεί σε μια δίκαιη εξέταση του όποιου ζητήματος ήθελε προκύψει ή προβληθεί, ως δήθεν ασυμβίβαστο».   

 

Το τεκμήριο συνταγματικότητας της νομοθεσίας και η ιδιάζουσα σημασία των θεμάτων συνταγματικότητας επιβάλλουν την ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού τους με την αναγκαία επιχειρηματολογία, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατηρείται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν δικογραφείται στα νομικά σημεία και γεγονότα της προσφυγής και ούτε βέβαια εξειδικεύεται όπως η νομολογία επιτάσσει.  Ως εκ τούτου δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης.

 

Ο αιτητής αμφισβητεί και την ορθότητα της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ημερομηνίας 26.4.2011. Προβάλλει ειδικότερα πως τα συμπεράσματα στα οποία αυτή καταλήγει, ότι δηλαδή οι Σχολικές Εφορίες είναι Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου και ότι η κατοχή υπαλληλικής θέσης στην Σχολική Εφορεία είναι ασυμβίβαστη με την ταυτόχρονη κατοχή θέσης προέδρου ή μέλους Κοινοτικού Συμβουλίου, είναι εσφαλμένα.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός με βρίσκει σύμφωνη.  Η περί ης ο λόγος γνωμάτευση είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη.  Η κρίση των καθ' ων η αίτηση ότι οι Σχολικές Εφορείες κατατάσσονται στους Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου επιβεβαιώνεται από αριθμό διατάξεων των Σχολικών Εφορειών Νόμων του 1997 έως 2011 και επί του συγκεκριμένου ζητήματος συγγράμματα.

 

Στο σύγγραμμα του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης (έκδοση 2004) καταγράφονται τα εξής αναφορικά με την έννοια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (σελ. 91-92):

 

«Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι οι οργανισμοί οι οποίοι είναι προικισμένοι με αποφασιστική αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερους τομείς του δημοσίου δικαίου για να εξυπηρετούν  δημόσιο σκοπό, έχουν συσταθεί δυνάμει νόμου και τελούν υπό τον έλεγχο του κράτους.  Στην κατηγορία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπάγονται η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, ο Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού και οι αρχές τοπικής διοίκησης, όπως είναι οι Δήμοι και οι χωρητικές αρχές.»

 

 

Η σύσταση και λειτουργία Σχολικών Εφορειών προνοείται από τους περί Σχολικών Εφορειών Νόμους του 1997 έως 2011.  Το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου αποδίδει στον όρο «σχολική εφορεία» την εξής έννοια:

 

«"σχολική εφορεία" ή "εφορεία" σημαίνει σώμα προσώπων που εκλέγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο»

 

Όσον αφορά τις αρμοδιότητες των Σχολικών Εφορειών, στο άρθρο 8 του ιδίου Νόμου, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, κάθε σχολική εφορεία αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση των σχολείων του δήμου ή της κοινότητας ή του συμπλέγματος, που βρίσκονται στα όριά της, εποπτεύει προσωπικό που διορίζει ή που της παραχωρείται από την Κυβέρνηση, συνεργάζεται με τις διευθύνσεις των σχολείων και τη Συμβουλευτική Επιτροπή Σχολείου, για την καλύτερη λειτουργία τους και ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία και οποιοδήποτε άλλο καθήκον ανατίθεται σ΄αυτήν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

 

 

Οι δε λογαριασμοί κάθε σχολικής εφορείας υποβάλλονται για έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας (άρθρο 13 του Νόμου), ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει κανονισμούς αναφορικά, μεταξύ άλλων, το προσωπικό των σχολικών εφορειών (άρθρο 17 του Νόμου).

 

Οι πιο πάνω διατάξεις δεν αφήνουν οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας ότι οι σχολικές εφορείες αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αφού υφίστανται και λειτουργούν με βάση τους περί Σχολικών Εφορειών Νόμους του 1997 έως 2011, στον κύκλο της δραστηριότητάς τους ασκούν δημόσια εξουσία, ενώ τελούν υπό τον έλεγχο του κράτους.

 

Ο αιτητής προβάλλει επίσης πως η εν λόγω γνωμάτευση δεν μπορούσε να είναι εφαρμοστέα μετά την ανακήρυξη των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου.  Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Ο περί Κοινοτήτων Νόμος δεν απαγορεύει τη διεκδίκηση του αξιώματος του Κοινοτικού Συμβούλου από υπαλλήλους οργανισμών δημοσίου δικαίου, καθιστά όμως ασυμβίβαστη τη διατήρηση και των δύο αξιωμάτων.  Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της γνωμάτευσης,  αυτή ζητήθηκε και δόθηκε στα πλαίσια εξέτασης άλλης υπόθεσης, πριν από την υποβολή υποψηφιοτήτων και, κατ' επέκταση, πριν την ανακήρυξη του υπαλλήλου σε πρόεδρο ή μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου.  Στην προκείμενη περίπτωση όμως, το γεγονός ότι ο αιτητής κατείχε θέση στη Σχολική Εφορεία Πάφου έγινε γνωστό μετά την ανακήρυξη του σε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου, που έγινε το ίδιο βράδυ των εκλογών είτε την αμέσως επόμενη μέρα και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.12.2011.  Ως εκ τούτου, ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να του ζητηθεί να επιλέξει ποιαν από τις δύο θέσεις επιθυμούσε να διατηρήσει πριν από την ανακήρυξη του σε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου.  Ο Έπαρχος Πάφου προέβη σε αυτήν την ενέργεια όταν έλαβε γνώση ότι ο αιτητής εξακολουθούσε να κατέχει τη θέση μόνιμου υπαλλήλου στη Σχολική Εφορεία Πάφου και μετά την εκλογή και ανακήρυξη του ως μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολεμίου.

 

Περαιτέρω, η θέση του αιτητή παραγνωρίζει πως το άρθρο 16(2) του περί Κοινοτήτων Νόμου που αφορά στο ασυμβίβαστο διακρίνεται από το άρθρο 16(1) του εν λόγω Νόμου, που αφορά σε κωλύματα εκλογιμότητας, και δεν θέτει οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό ως προς την επέλευση του ασυμβίβαστου. 

 

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, ο αιτητής επικαλούμενος το άρθρο 43 του  περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι).99) ισχυρίζεται πως στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Το άρθρο 43 του εν λόγω Νόμου, στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει προνοεί ότι:

 

«43.—(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις ακρόασης. οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.

 

(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφαση του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.

 

(3)  Το δικαίωμα ακρόασης ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου.

 

(4)  Η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.»

 

 

Αντίθετη είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση.  Σε επιστολή δε του Επάρχου ημερομηνίας 18.1.2012 προς τον Γενικό Εισαγγελέα (κυανούν 168 στο διοικητικό φάκελο), ο Έπαρχος αναφέρει ότι στις 4.1.2012 είχε συνάντηση με τον αιτητή στην παρουσία της συζύγου και της θυγατέρα του τελευταίου και λειτουργού του Γραφείου Επάρχου, κατά την οποία ενημέρωσε τον αιτητή για τις νομοθετικές διατάξεις που καθιστούσαν ασυμβίβαστη τη διατήρηση της θέσης ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολεμίου και την ταυτόχρονη κατοχή της θέσης του ως υπαλλήλου της Σχολικής Εφορείας Πάφου.  Στη συνέχεια, αφού άκουσε τα επιχειρήματα του αιτητή, τα οποία περιστράφηκαν κυρίως γύρω από το καθεστώς της εργοδότησης του, ότι δηλαδή δεν είναι δημόσιος υπάλληλος και, ως εκ τούτου δεν υπάρχει ασυμβίβαστο, ο Έπαρχος ανέγνωσε στον αιτητή τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας και την ως άνω γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και επέδωσε σ' αυτόν την επιστολή του ημερ. 4.1.2012 μαζί με την εν λόγω γνωμάτευση, αφού πρώτα έδωσε στον αιτητή την ευκαιρία να ακουσθεί.  Ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση παραδέχεται  ότι έλαβε χώρα η ως άνω συνάντηση και πως του δόθηκε η εν λόγω επιστολή, ισχυρίζεται όμως ότι δεν ακούστηκε πριν του δοθεί.  Σημειώνεται ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης το φέρει εκείνος που το επικαλείται, δηλαδή ο αιτητής, ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει.  Τίποτε στην παρούσα διαδικασία δεν παρέχει βάση στον ισχυρισμό του.

 

Υπάρχει όμως και κάποια άλλη διάσταση στο ζήτημα.  Η εφαρμογή των προνοιών της νομοθεσίας από τον Έπαρχο, μετά που περιήλθε στην αντίληψη του το πρόβλημα του ασυμβίβαστου εκ της κατοχής από τον αιτητή της θέσης του Κοινοτικού Συμβούλου ταυτόχρονα με την κατοχή της θέσης του υπαλλήλου της Σχολικής Εφορείας, δεν ήταν το αποτέλεσμα άσκησης οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας. Επρόκειτο για πράξη δέσμιας αρμοδιότητας. Όπως προνοείται από το άρθρο 16(3) του περί Κοινοτήτων Νόμου:

 

 

 

«(3) Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της θητείας κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου υπάρξει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα ασυμβίβαστα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση. Η θέση του κενώνεται και πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στα άρθρα 36 και 40 του παρόντος Νόμου.»

 

Η περίπτωση αυτή επομένως, διέφερε από άλλες, γνωστές στη νομολογία, όπου αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να δίδεται το δικαίωμα στο διοικούμενο να εκφέρει τις απόψεις του προτού ληφθεί  μια δυσμενής για τα δικαιώματα του απόφαση π.χ. εκεί όπου πρόκειται να επιβληθεί κάποιο πρόστιμο ή διοικητική κύρωση οπότε η ίδια η επιβολή της κύρωσης, το είδος ή το εύρος της, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου (Βλ. Χαράλαμπος Χριστοδούλου ν. Υπουργείο Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. 1773/2007, ημερ. 17.9.2009).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, δεν μπορεί να ευσταθήσει αυτός ο λόγος ακύρωσης.

Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα  μη δέουσας έρευνας.  Θεωρώ ότι τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεικνύουν ξεκάθαρα πως οι καθ' ων η αίτηση, προτού προχωρήσουν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ερεύνησαν επισταμένα και δεόντως όλα τα στοιχεία που ευρίσκονταν ενώπιον τους περιλαμβανομένης της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας  26.4.2011.

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγος, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  

 

 

 

 

                                                                        Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

             

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο