ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1700/2010)

 

8 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΑΤΣΑΡΗ,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης,  για την Αιτήτρια.

Δ. Νικολάτου, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) ημερ. 21.5.2010 που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 26.10.2010 και η οποία συνιστά προϊόν επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε με την Α.Ε. 172/2006, η οποία ακύρωσε την απόφαση του Ηλιάδη, Δ., στην υπόθεση 343/2005.  Απορρίφθηκε εκ νέου, σύμφωνα με την αιτήτρια, το αίτημά της για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της σε σχολεία της Γερμανίας κατά την περίοδο 1990-1994 ως εκπαιδευτική υπηρεσία, κατά τρόπο παράλογο. 

 

Ο Δικαστής Ηλιάδης, Δ., εξέτασε την απόφαση της Επιτροπής ημερ. 21.1.2005, με την οποία απορρίφθηκε παρόμοιο αίτημα της αιτήτριας για να της παραχωρηθούν μονάδες, για την εκπαιδευτική της υπηρεσία σε σχολεία της Γερμανίας, κατά την περίοδο 1990-1994.  Aποδεχόμενος την προδικαστική ένσταση την οποία προώθησαν οι καθ΄ ων η αίτηση, έκρινε ότι η απόφαση της ΕΕΥ ήταν επιβεβαιωτική και άρα εκπρόθεσμη, εφ΄ όσον η αιτήτρια δεν προσέβαλε την απόφαση των καθ΄ ων με την οποία την πληροφορούσαν ότι ως ημερομηνία απόκτησης του τίτλου της εθεωρείτο η 25.11.2003 και ότι ουσιαστικά η αιτήτρια επιζητούσε αναθεώρηση της απόφασης της Επιτροπής ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας απόκτησης του τίτλου σπουδών της. 

 

Κατ΄ έφεση κρίθηκε ότι το Δικαστήριο πλανήθηκε κατά τη λήψη της απόφασής του και ότι η ΕΕΥ δεν είχε αποφασίσει προηγουμένως και δη με αιτιολογημένη απόφαση επί του ζητήματος, το κατά πόσο η υπηρεσία της αιτήτριας στη Γερμανία μπορούσε να θεωρηθεί ως εκπαιδευτική υπηρεσία παρά μόνο την 29.11.2004. « Αποδεχόμενος την προδικαστική ένσταση - συνεχίζει ο Χατζηχαμπής Δ., -  ο αδελφός μας Δικαστής ουσιαστικά επεξέτεινε την προδικαστική ένσταση στην ουσία της προσφυγής, ερμηνεύοντας τον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία» ως συναρτώμενο προς υπηρεσία μετά την απόκτηση του τίτλου, ερμηνεία με την οποία η Αιτήτρια διαφωνεί επί της ουσίας και η οποία όντως αποτελεί θέμα ουσίας κατά τη διάγνωση της προσφυγής.  Δεν ήταν και δεν είναι λοιπόν του παρόντος να εκφέρετο γνώμη επί της ερμηνείας του όρου, και περιοριζόμεθα να πούμε ότι, ως προς την απόφαση που προσβάλλεται με την προσφυγή, δεν τίθεται θέμα βεβαιωτικής απόφασης αφού δεν προηγήθηκε άλλη απόφαση επ΄ αυτού.».

 

Η έφεση λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της κατάληξης του Δικαστηρίου επί της αποδοχής της προδικαστικής ένστασης και μόνο.  Όμως η ΕΕΥ προχώρησε σε επανεξέταση.  Ως εκ της θέσης αυτής εγείρεται εκ μέρους της αιτήτριας ζήτημα παραβίασης δεδικασμένου στο οποίο και ανταπαντούν οι καθ΄ ων η αίτηση, παραπέμποντας σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεδικασμένο το οποίο, κατά τον κ. Αγγελίδη, προκύπτει από το γεγονός ότι η ΕΕΥ αντί να επανεξετάσει με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης και να προβεί σε περαιτέρω έρευνα, ως προς το πτυχίο που απόκτησε στη Γερμανία η αιτήτρια και αν αυτό είναι αναγνωρισμένο στη χώρα που το εξέδωσε ή ακόμη να ζητήσει τη γνώμη από το Υπουργείο Παιδείας της Γερμανίας ή να ζητήσει διευκρινίσεις από τους αρμόδιους φορείς, όπως το ΔΙΚΑΤΣΑ στην Ελλάδα, απέρριψε εκ νέου το αίτημα της αιτήτριας με το ίδιο αιτιολογικό το οποίο είχε υιοθετήσει με την ακυρωθείσα απόφαση, χωρίς μάλιστα να ερμηνεύσει τον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία» και τον όρο «προϋπηρεσία»,  εμμένοντας ουσιαστικά στην ίδια λανθασμένη απόφασή της. 

 

Πρωτοδίκως η αιτήτρια είχε προσβάλει την απόφαση ως άκυρη για το λόγο ότι «παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης και εστερείτο αιτιολογίας».  Σε καμία περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνω, κατ΄έφεση αποφάσισε οτιδήποτε σχετικά με τον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία» είτε ως συναρτώμενο προς υπηρεσία μετά την απόκτηση του τίτλου όπως τον ερμηνεύει η ΕΕΥ, ή κατ΄ αντίθεση με την ερμηνεία της αιτήτριας.   Η όποια ερμηνεία, έκρινε κατ΄ έφεση το Δικαστήριο, θα αποτελούσε θέμα ουσίας το οποίο έπρεπε να διαγνωστεί κατά την εκδίκαση. 

 

Σε κάθε όμως περίπτωση δεν έχει δημιουργηθεί με την απόφαση δεδικασμένο όπως προσπαθεί να της αποδώσει ο κ. Αγγελίδης.  Μέσα σ'  αυτά τα πλαίσια καλούμαι να απαντήσω επί της ουσίας της προσφυγής, στα πλαίσια της νέας κατ΄ επανεξέταση ληφθείσας απόφασης.  Παραμένουν λοιπόν να εξεταστούν οι δύο άλλοι λόγοι «παραβίαση της αρχής της καλής πίστης» και «αντιφατική συμπεριφορά των καθ΄ων η αίτηση» και «μη δέουσα αιτιολογία».

 

Κατά την επανεξέταση της ακυρωθείσας με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. απόφασης της ΕΕΥ ημερ. 20.1.2005, η ΕΕΥ στη συνεδρία της ημερ. 21.5.2010, έκανε σχετική αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν από τη λήψη της πρώτης απόφασης και εντεύθεν, μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο αφού έλαβε υπ΄ όψιν της τα πιο κάτω:

 

«(α)   Σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20.1.2005 η κα Τσάτσαρη θεωρήθηκε ότι απέκτησε προσόντα για διορισμό στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία στις 25.11.2003, ημερομηνία κατά την οποία σύμφωνα με βεβαίωση του Πανεπιστημίου Πατρών ολοκλήρωσε τον κύκλο των συμπληρωματικών μαθημάτων που της υπέδειξε το ΔΙΚΑΤΣΑ για αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου της προς πτυχίο Πανεπιστημίου στον κλάδο Σπουδών Δασκάλων.  Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στην κα Τσάτσαρη με επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 11.2.2005 και δεν προσβλήθηκε.

 

(β)  Ο Καν. 3(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων), Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) προνοεί ότι «(2) Για τους σκοπούς του Κανονισμού αυτού «εκπαιδευτική υπηρεσία» σημαίνει εκπαιδευτική υπηρεσία ή προϋπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά την απόκτηση των προσόντων που απαιτούνται για το διορισμό του σε οποιαδήποτε θέση στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία συνεχή ή διακεκομμένη, σε μόνιμη ή προσωρινή ή έκτακτη βάση, με πλήρη ή μερική απασχόληση, αλλά δεν περιλαμβάνει χρονική περίοδο διδασκαλίας σε διορθωτικά μαθήματα.».

 

Με βάση τα πιο πάνω κατέληξε ότι η περίοδος που η αιτήτρια ζήτησε να της αναγνωριστεί ως εκπαιδευτική υπηρεσία και κατ΄ επέκταση να της δοθούν μονάδες προϋπηρεσίας στον πίνακα διοριστέων δασκάλων στον οποίο εγγράφηκε, αφορά περίοδο πριν από την ημερομηνία που αυτή απέκτησε προσόντα για διορισμό στη θέση δασκάλας (25.11.2003) και ότι η περίοδος αυτή δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως εκπαιδευτική υπηρεσία, με αποτέλεσμα να απορρίψει το αίτημά της.

 

Από παράθεση των πιο πάνω κρίνεται ότι η ΕΕΥ, στήριξε την απόφασή της σε δύο σημεία. (1) Ότι η αιτήτρια απέκτησε προσόντα για διορισμό  στη δημόσια υπηρεσία στις 25.11.2003, ημερομηνία κατά την οποία ολοκλήρωσε τον κύκλο των συμπληρωματικών μαθημάτων που της υπέδειξε το ΔΙΚΑΤΣΑ για αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου της προς το πτυχίο του πανεπιστημίου στον κλάδο σπουδών δασκάλων και (2) στον Κανονισμό 3(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) όπως τον έχω παραθέσει. 

 

Από ανάγνωση του Κανονισμού γίνεται σαφές ότι για να αναγνωριστεί εκπαιδευτική υπηρεσία ή υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά την απόκτηση των προσόντων που απαιτούνται για το διορισμό του,  είναι δεσμευτική για την ΕΕΥ. Από τη στιγμή που οι καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι η αιτήτρια απέκτησε τα προσόντα που απαιτούνταν για διορισμό στη θέση στις 25.11.2003, δεν μπορούσε να της αναγνωρίσει ως προϋπηρεσία την εργασία της στη Γερμανία.  Όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην απόφαση Ρένος Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, «η επανεξέταση διενεργείται στη βάση ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης».  Δεν επιτρέπεται ούτε επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.  Ο έλεγχος  διοικητικής απόφασης εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Συμφωνώ με την εισήγηση της κας Νικολάτου ότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε σφάλμα της διοίκησης από το ακυρωτικό αποτέλεσμα με το οποίο θα έπρεπε να συμμορφωθούν οι καθ΄ ων η αίτηση. Η Ολομέλεια δεν εξέφρασε οποιαδήποτε γνώμη επί της ερμηνείας του όρου «εκπαιδευτική υπηρεσία», περιορίστηκε να σημειώσει ότι ως προς την απόφαση που προσβάλλεται με την προσφυγή δεν τίθεται θέμα βεβαιωτικής απόφασης αφού δεν προηγήθηκε άλλη απόφαση επ΄ αυτού.

 

Με τη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια ο κ. Αγγελίδης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα και κάτω από πλάνη θεωρήθηκε από την ΕΕΥ ως ημερομηνία απόκτησης του τίτλου σπουδών της η 25.11.2003, ημερομηνία αναγνώρισης αντιστοιχίας του πτυχίου που απέκτησε η αιτήτρια από το 1989 και όχι η ημερομηνία απόκτησης του πρώτου πτυχίου της.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πιο πάνω απόφαση δεν προσβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως.  Εκείνο που προσβάλλεται είναι η απόφαση της ΕΕΥ να μην αναγνωριστούν στην αιτήτρια τα 4 χρόνια προϋπηρεσίας της και η εργασία της στη Γερμανία.  Δηλαδή η μη αναγνώριση της ημερομηνίας απόκτησης του πτυχίου της το 1989. 

 

Είναι νομολογημένο ότι από τη στιγμή που η εν λόγω απόφαση δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης και ούτε μπορεί να επιδιωχθεί η ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης έμμεσα με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας.  Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης και από το Παράρτημα 16 στην ένσταση, το ζήτημα της ημερομηνίας απόκτησης τίτλου σπουδών, θεωρήθηκε η 25.11.2003, ημερομηνία κατά την οποία ολοκλήρωσε τον κύκλο των συμπληρωματικών μαθημάτων σύμφωνα με τη βεβαίωση που είχε προσκομίσει από το Πανεπιστήμιο Πατρών η αιτήτρια, κοινοποιήθηκε στην τελευταία με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 28.7.2004.  Η πιο πάνω θέση επαναλήφθηκε κατά κόρον σε επιστολές της ΕΕΥ 11.2.2005, δύο επιστολές, (Επισυνημμένα 18 και 19) και ουδέποτε τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα από την ίδια ή από το δικηγόρο της.  ΄Εγινε αποδεκτή ουσιαστικά η εν λόγω ημερομηνία απόκτησης του τίτλου της (Βεβαίωση του Πανεπιστημίου Πατρών ημερ. 4.3.2004 ότι η αιτήτρια συμπλήρωσε τον κύκλο των συμπληρωματικών μαθημάτων που της είχε υποδείξει το ΔΙΚΑΤΣΑ).   Στις 23.3.2004 η αιτήτρια υπέβαλε στο γραφείο της Επιτροπής το πιστοποιητικό της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου της ημερ. 23.3.2004 που εξασφάλισε από το ΚΥΣΑΤΣ.  Πράγμα που σημαίνει ότι η αιτήτρια κατέστη προσοντούχος το 2003 μετά την επιτυχή της εξέταση σε νέα θέματα, σύμφωνα με το άρθρο 28(Β)(8) του Νόμου.  Η αιτήτρια δεν είχε τα προσόντα για να εγγραφεί στον πίνακα διοριστέων δασκάλων τα οποία και απέκτησε το 2003.

 

Προκύπτει με σαφήνεια από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ότι η αίτηση για εγγραφή στους καταλόγους μπορεί να υποβληθεί μόνο από προσοντούχους υποψηφίους: «Πίνακας, Σχέδια Υπηρεσίας Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Σ.Υ.48/98, όπως διορθώθηκε Ε.Ε. Παράρτημα VIIΙ,  Αρ. 3259, 24.7.98.    Oι περί Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού - θέση Δασκάλου και Δασκάλου Μουσικής, (Σχέδια Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1998, οι οποίοι εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των άρθρων 24 και 76 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας  Νόμων του 1969- 1998.  Σύμφωνα με τον Πίνακα δυνάμει του Καν. 2(3):

 

«2. (3) Πρόσωπα τα οποία κατέχουν ή θα αποκτήσουν δίπλωμα ή τίτλο πανεπιστημίου ή άλλου εκπαιδευτικού ιδρύματος του εξωτερικού, με βάση τις διατάξεις των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και ΄Αλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1993 και 1996 (Νόμοι 41(Ι)/93 και 69(Ι)/96), το οποίο ή ο οποίος αντιστοιχεί με εκείνο του δασκάλου που χορηγείται από το Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου που αναφέρεται στην παράγραφο (3) πιο πάνω, μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση δασκάλου, στις περιπτώσεις που το εν λόγω δίπλωμα ή τίτλος έχει τύχει αναγνώρισης διά των περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και ΄Αλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμων του 1993 και 1996 (Νόμοι 41(Ι)/93 και 69(Ι)/96) και έχει εκδοθεί στον κάτοχο αυτού σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης τίτλου σπουδών δυνάμει των διατάξεων των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996 και 1998 (Νόμοι 68(Ι)/96 και 48(Ι)/98) και οποιουδήποτε άλλου νόμου τροποποιεί αυτούς.».

 

 

 

Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης - Αντιφατικότητα.

Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που καλύπτουν τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, εδράζονται και πάλι στη θέση ότι η ΕΕΥ εσφαλμένα και υπό πλάνη θεωρεί ως ημερομηνία απόκτησης του τίτλου σπουδών την ημερομηνία κατά την οποία ο τίτλος αυτός έτυχε αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ με μεγάλη δική του καθυστέρηση.  Κατ΄ ουσία ότι η ΕΕΥ λανθασμένα, αυθαίρετα και παράνομα θεώρησε ως ημερομηνία απόκτησης του πρώτου τίτλου σπουδών την 25.11.2003, εξ ου και το πρωτόδικο Δικαστήριο, Ηλιάδης, Δ. ακύρωσε την κρίση της.  ΄Αρα, είναι ισχυρισμός του κ. Αγγελίδη, η ΕΕΥ με βάση αυτό το δεδικασμένο θα έπρεπε να προχωρήσει σε νέα έρευνα. 

 

Επί του σημείου αυτού συμφωνώ με τη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση και επαναλαμβάνω ότι η απόφαση της ΕΕΥ ως προς το πιο πάνω ζήτημα της ημερομηνίας απόκτησης του τίτλου σπουδών δεν προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως.  Ούτε και προσβάλλετο ή ήταν η ουσία της προηγούμενης προσφυγής της αιτήτριας όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας.  Το απόσπασμα από την Α.Ε.172/2006 ομιλεί αφ΄ εαυτού: «Από την αναλυτική κατάσταση που έχουμε παραθέσει, προκύπτει ότι, ναι μεν την 28.7.2004 η ΕΕΥ είχε καθορίσει την 25.11.2003 ως την ημερομηνία απόκτησης του τίτλου και η απόφαση της επ΄ αυτού δεν είχε προσβληθεί, το ζητούμενο όμως στην προσφυγή δεν ήταν αυτό αλλά το κατά πόσο η υπηρεσία της Αιτήτριας στη Γερμανία μπορούσε να θεωρηθεί ως εκπαιδευτική υπηρεσία.».  Η ουσία ήταν και είναι η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε ή δεν δόθηκε στον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία» και ως προς το ζήτημα αυτό δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.  Συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται.

 

Η απόφαση όπως λήφθηκε κατά την επανεξέταση στερείται της οφειλομένης νέας και νόμιμης αιτιολογίας.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 59 του Ν.158(Ι)/99 «κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στην οποία στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης».   ΄Εχει ήδη εκφραστεί η θέση του Δικαστηρίου όσον αφορά το διατακτικό της απόφασης και το δεδικασμένο.  Από τη στιγμή που η ΕΕΥ δεν προχώρησε να ερμηνεύσει τον όρο ή να εκφράσει άποψη ως προς την έννοια «εκπαιδευτική υπηρεσία» ήταν ανοικτό για την ίδια να προχωρήσει στην απόφασή της, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφαση. Διαφωνώ με τη θέση του κ. Αγγελίδη ότι κατά τη λήψη της απόφασης η ΕΕΥ απέτυχε να προχωρήσει σε δέουσα έρευνα χωρίς να προβάλει νέα αιτιολογία και χωρίς ουσιαστικά να αναφέρει τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφασή της, ή να ερμηνεύσει τους όρους «προϋπηρεσία» και «εκπαιδευτική υπηρεσία».  Από την απόφαση της Επιτροπής όπως την έχω παραθέσει πιο πάνω, προκύπτει ότι η ΕΕΥ στηρίχθηκε στον Κανονισμό 3(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97, όπου δίδεται η ερμηνεία «εκπαιδευτική υπηρεσία» ή «προϋπηρεσία» μετά την απόκτηση των προσόντων που απαιτούνται για το διορισμό του.  Από τη στιγμή που θεωρούσε ότι η αιτήτρια απόκτησε προσόντα για διορισμό στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία στις 25.11.2003, έδωσε επαρκείς εξηγήσεις συμμορφούμενη με τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού. 

 

Στην D. Stavrinos Constructions Ltd κ.α. ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 1016, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αιτιολογία είναι η μνεία των συνθηκών εκείνων ή των σκέψεων "αι οποίαι αντιστοιχούσαι ειδικώς προς την υπ΄ όψιν πράξιν, δικαιολογούν κατά την κρίσιν του αρμοδίου οργάνου, την έκδοση αυτής" (Βλ. Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου (1982 Ανατύπωση) σελ. 333)».

 

Σχολιάζει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ότι στην παρούσα υπόθεση γίνεται μόνο επίκληση του Κανονισμού 3(2) της Κ.Δ.Π. 382/97, κατά τρόπο που δεν παρέχεται στον ακυρωτικό Δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί στη βάση ποιων στοιχείων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό, ότι πρόκειται ουσιαστικά για γενική και αόριστη απόφαση που δεν παρέχει αιτιολογία, παραπέμποντας στην JMC Polytrade v. Δημοκρατία (1992) 3 Α.Α.Δ., 294, 300. Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση.  Η απόφαση της διοίκησης είναι αναλυτική και δεν προκύπτει οτιδήποτε το μεμπτό.  Παρέθεσε τα στοιχεία βάσει των οποίων έλαβε την απόφασή της και η επίκληση του Νόμου γίνεται προς επισφράγιση της εν λόγω απόφασης.  Προκύπτουν από την απόφαση της ΕΕΥ με σαφήνεια όλα τα στοιχεία πάνω στα οποία η διοίκηση στηρίχθηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμά της. 

 

Ο Νόμος 41(Ι)/1993 και ο Νόμος 69(Ι)/2003 όπως και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Valentina Neri/European School of Economics (Case C-153/02), στην οποία παραπέμπει η αιτήτρια, αφορούν αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της αναγνώρισης πτυχίου και όχι της αναγνώρισης εκπαιδευτικής υπηρεσίας όπως το ζητούμενο.  Από τη στιγμή που, όπως έχω ήδη πολλάκις αναφέρει, δεν έχει προσβληθεί η ημερομηνία αναγνώρισης του πτυχίου της αιτήτριας, το ζήτημα δεν μπορεί παρά να παραμείνει μέχρις εδώ.

 

Ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε στην υπόθεση Θεόδωρος Ψύρρας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υποθ. Αρ. 1204/08, ημερ. 19.2.2010 (Κληρίδης, Δ.), για να εισηγηθεί ότι η ανυπαρξία δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και η αυθαίρετη ερμηνεία του συγκεκριμένου κανονισμού από την ΕΕΥ, χωρίς να ερμηνεύσουν τον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία», αντίκειται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία, Οδηγία 89/49 ΕΟΚ η οποία πραγματεύεται ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης  των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ κρατών μελών, σε σχέση με πτυχία κύκλου σπουδών τουλάχιστον τριών ετών διαρκείας.  Από τη στιγμή που ένα τέτοιο πτυχίο κατέχεται από τον αιτητή προκύπτει ότι αυτός διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος. 

 

Κύριες πρόνοιες της Οδηγίας 89/49 ΕΟΚ ενσωματώθηκαν στις πρόνοιες του Νόμου 179(Ι)/2002 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 129(Ι)/2003.  Ο Νόμος, όπως παρατηρεί και ο Κληρίδης, Δ. στην Ψύρρας (ανωτέρω), θέση με την οποία συμφωνώ, δεν αποσκοπεί στην αναγνώριση των ακαδημαϊκών τίτλων με σκοπό τη συνέχιση των σπουδών σε κάποιο κράτος μέλος, αλλά στοχεύει στο να επιτρέψει στα άτομα που διαθέτουν τα προσόντα για να ασκήσουν ένα επάγγελμα σε κάποιο κράτος-μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το ίδιο επάγγελμα σε κάποιο άλλο κράτος-μέλος το λεγόμενο «κράτος υποδοχής» να αποκτούν σε αυτό το κράτος, στο μέτρο που το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο εκεί, την αναγνώριση των προσόντων τους.  Ο Νόμος, δεν καταργεί, ούτε αναιρεί τις πρόνοιες της εθνικής νομοθεσίας, αλλά απλώς επιβάλλει στους καθ΄ ων η αίτηση, εδώ στην Ε.Ε.Υ., την υποχρέωση όπως κατά την εφαρμογή των διατάξεων εκείνων που ρυθμίζουν την ένταξη ενός αιτητή σε ένα επάγγελμα, λαμβάνουν υπόψη και εφαρμόζουν τις ειδικές διατάξεις και ρυθμίσεις του Νόμου που ενσωμάτωσε την προαναφερθείσα Οδηγία.  Υπάρχει μέριμνα ώστε να ληφθεί υπ΄ όψιν ιδιαίτερη κατάσταση των υπηκόων των κρατών μελών που έχουν ή είναι κάτοχοι διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου που έχει χορηγηθεί σε τρίτα κράτη και που βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με τις καταστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 3 της Οδηγίας.  Από την άλλη βέβαια, όπως ορθά παρατήρησε και η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, κάθε κράτος-μέλος διατηρεί το δικαίωμά του να νομοθετεί και να ρυθμίζει τα των προϋποθέσεων άσκησης ενός επαγγέλματος και να θέτει ειδικές απαιτήσεις στα πλαίσια επί μέρους επαγγελματικών ρυθμίσεων όταν απαγορεύεται από το γενικό συμφέρον (Ανδρέας Γεωργίου ν. ΕΕΥ, Υπόθεση Αρ. 403/2008,  ημερ. 29.6.2009). Είναι ορθό από την άλλη ότι από την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και ακόμα πριν από την ένταξη, η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου υπαγορεύει και υποχρεώνει κάθε κράτος-μέλος και κάθε αρχή ή όργανό του, όπως σέβονται τα επαγγελματικά προσόντα που αποκτώνται στα κράτη μέλη και όπως λαμβάνουν υπ΄ όψιν την αξία που αποδίδεται σ΄ αυτά από το κράτος που τα παρέχει. 

 

Το ΚΥΣΑΤΣ είναι το μόνο αρμόδιο όργανο το οποίο αξιολογεί και αναγνωρίζει τίτλους σπουδών στην Κύπρο.  Οι πιστοποιήσεις του θα πρέπει να εκλαμβάνονται και να αξιολογούνται υπό το φως αποτελεσμάτων πλήρους έρευνας και διαθέσιμων δεδομένων, περιλαμβάνουν και τις αξιολογήσεις-πιστοποιήσεις του κράτους μέλους που παρέχει ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα.  Το ζήτημα της αξιολόγησης από το ΚΥΣΑΤΣ και η ημερομηνία αναγνώρισης απόκτησης των προσόντων για εγγραφή στον κατάλογο, όπως έχω πει πιο πάνω, δεν αμφισβητήθηκε.  Η Αιτήτρια δεν ικανοποίησε τις ειδικές απαιτήσεις του νόμου, παρά μόνο στις 25.11.2003. 

 

Είναι η κατάληξή μου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση προχώρησαν σε δέουσα έρευνα πριν αποφασίσουν να μην αποδώσουν στην αιτήτρια προϋπηρεσία ή εκπαιδευτική υπηρεσία, και αξιολόγησαν τα ενώπιον τους δεδομένα χωρίς οι ενέργειες τους να έρχονται σε αντίθεση με το κοινοτικό κεκτημένο ή την Οδηγία 89/49ΕΟΚ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι το μόνο στοιχείο για την υπηρεσία της αιτήτριας εμφαίνεται από έρευνα του φακέλου στο πιστοποιητικό ημερ. 30.5.2001.  Έχει εργαστεί ως κοινωνική παιδαγωγός ή βοηθός οικογενειών στα πλαίσια του κοινωνικού δημαρχείου.  Χωρίς άλλα στοιχεία, αν επρόκειτο για δημόσιο ή άλλο αναγνωρισμένο σχολείο.  Οι καθ΄ ων η αίτηση έκρινε υπό το φως των ενώπιον τους πιστοποιήσεων και στοιχείων και με όλα πλέον τα διαθέσιμα δεδομένα τα έλαβαν υπ'όψιν και τα αξιολόγησαν.

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. 

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο