ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1079/2011
16 Οκτωβρίου, 2013
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
ΣΩΤΗΡΑΣ ΚΑΡΠΑΣΙΤΗ,
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Για την Αιτήτρια Ε. Νικολαίδου (κα)
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση Δ. Καλλίγερος
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια απεφάσισε να ανεγείρει κατοικία στο κτήμα της αρ. Τεμ. 753, Φ/Σχ. XLV42 το οποίο βρίσκεται στο χωριό Έμπα της Επαρχίας Πάφου, πλην όμως η αίτηση της για πολεοδομική άδεια απερρίφθη από την Πολεοδομική Αρχή στις 29.1.2010 για το λόγο ότι «Η ανάπτυξη προτείνεται σε τεμάχιο, διαμέσου του οποίου δεν έχουν διασφαλιστεί οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής, όπως προνοείται από την Πολιτική 1(β), των Γενικών Προνοιών Πολιτικής, των Παραρτημάτων "Β", των Παραρτημάτων Τοπικών Σχεδίων. Συγκεκριμένα, το τεμάχιο επηρεάζεται από Δημοσιευμένο Δρόμο Πρωταρχικής Σημασίας, ο οποίος δεν έχει ληφθεί υπόψη κατά την μελέτη της αίτησης."
Η αιτήτρια πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση με ιεραρχική προσφυγή, η οποία όμως απερρίφθη από την Υπουργική Επιτροπή (στο εξής η Επιτροπή) στις 24.5.2011 και ακολούθως η απορριπτική απόφαση (στο εξής η Απόφαση) κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 16.6.2011. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή:
".. η Υπουργική Επιτροπή στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη απόφασης σε Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.05.2011, αφού εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση (αρ. ΠΑΦ/0700/2009), την απόφαση και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Πάφου, καθώς και τους λόγους που επικαλεστήκατε για υποστήριξη της προσφυγής σας, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Πάφου."
Η αιτήτρια θεωρεί ότι λανθασμένα απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή της και με την υπό εξέταση προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της Απόφασης για 20 λόγους. Ωστόσο, με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της προώθησε ως λόγους ακύρωσης ότι η Απόφαση (α) παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος, (β) λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας, (γ) στερείται της δέουσας έρευνας και (δ) είναι αναιτιολόγητη. Πρώτα, όμως, η εξέταση του λόγου της κατ΄ ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Είναι θέση της αιτήτριας ότι η Απόφαση παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος, αφού η δέσμευση 1.200 τ.μ. από το ακίνητο της επέφερε ουσιώδη μείωση στην οικονομική του αξία και ενόψει τούτου θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η καταβολή προς αυτήν δίκαιης αποζημίωσης. Διευκρίνισε συναφώς ότι η δεσμευθείσα έκταση θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Έμπας - Λέμπας, με αποτέλεσμα το ακίνητο της να έχει διαχωριστεί σε δύο μικρότερα τμήματα και έτσι να μειωθεί ουσιωδώς η αξία του.
Καθόλα κρίσιμο για τον έλεγχο της νομιμότητας της Απόφασης, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, είναι το Σημείωμα αρ. 82/7 του Υπουργείου Εσωτερικών (Παράρτημα 3 στην ένσταση) που υιοθέτησε η Επιτροπή, το περιεχόμενο του οποίου εκθεμελιώνει και τους τέσσερις λόγους που προώθησε η αιτήτρια για ακύρωση της Απόφασης. Σ΄ ότι δε αφορά το παράπονο της αιτήτριας ότι δεν της κατεβλήθη αποζημίωση, υπέδειξε ότι ήδη η αιτήτρια αποτάθηκε για αποζημίωση και η σχετική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη. Επομένως, κατέληξε, δεν μπορεί η αιτήτρια ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει την επίδικη διαδικασία, αφού ήδη τα μέρη έχουν υποβάλει αντίστοιχα και τις εκτιμήσεις τους για το θέμα της αποζημίωσης.
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος και η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει είναι ότι, η αιτήτρια, βασίζει το παράπονο της στο ότι δεν προηγήθηκε η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης για δέσμευση μέρους του ακινήτου της. Το άρθρο 23(3), όμως, δεν προβλέπει ότι η επιβολή όρων, δεσμεύσεων ή περιορισμών στο δικαίωμα ιδιοκτησίας προϋποθέτει καταβολή αποζημίωσης. Αυτό που προβλέπει είναι για υποχρέωση καταβολής δίκαιας αποζημίωσης το ταχύτερο και, σε περίπτωση διαφωνίας, η αποζημίωση καθορίζεται από το Δικαστήριο. Και αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, όπου τα μέρη έχουν καταθέσει εκατέρωθεν εκτιμήσεις σε διαδικασία για τον καθορισμό της δίκαιης αποζημίωσης. Ενόψει τούτου ο υπό εξέταση λόγος θα μπορούσε να απορριφθεί άνευ ετέρου. Αναφορικά δε με την επίκληση από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση του δόγματος της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, έχω σχηματίσει την άποψη ότι δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Αφενός γιατί δεν υποστηρίχθηκε ότι η αιτήτρια αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα και ελεύθερα την προσβαλλόμενη πράξη και, αφετέρου, δεν τέθηκε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι η αιτήτρια - στην περίπτωση που θα διαπιστωνόταν παράλληλη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία της Απόφασης - αποβλέπει σε προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους (βλ. σχετικά, μεταξύ άλλων, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1955 σελ. 260-261, Hλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36 και Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Παρά τα πιο πάνω, η αιτήτρια, φαίνεται στη συνέχεια να αποστασιοποιείται από τη θέση της για επιβολή περιορισμών στο κτήμα της και να υποστηρίζει αυτοτελώς τη θέση ότι στερήθηκε μεγάλο μέρος του κτήματος της κατά παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος. Δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε αυτή η θέση για τους ακόλουθους λόγους.
1. Το επίδικο τεμάχιο, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, επηρεάζεται από τον προτεινόμενο δρόμο πρωταρχικής σημασίας Τάλας - Λέμπας, πλάτους 19,00 μ., που διαχωρίζει το τεμάχιο σε δύο τμήματα και καθορίστηκε με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου την 1.12.1990. Στη συνέχεια, το Σχέδιο αναθεωρήθηκε το 2006 και δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2006 με την ΑΔΠ1045 του Εγκριμένου Τοπικού Σχεδίου Πάφου (2006) και η αιτήτρια δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση ούτε και αμφισβήτησε τη νομιμότητα του.
2. Η ζητούμενη ανάπτυξη αφορά την ανέγερση κατοικίας στο σημείο που διέρχεται ο προτεινόμενος δρόμος πρωταρχικής σημασίας, εμποδίζοντας έτσι τη διέλευσή του. Ενόψει τούτου, με βάση το προαναφερόμενο Τοπικό Σχέδιο, οι καθ΄ ων η αίτηση ήταν ουσιαστικά δεσμευμένοι να αρνηθούν την έγκριση της ζητηθείσας άδειας.
3. Σύμφωνα με τη νομολογία, με τη δημοσίευση διοικητικής πράξης - στην προκείμενη περίπτωση του Τοπικού Σχεδίου - προσδίδεται σ΄ αυτή νομική οντότητα και ισχύς, η οποία τεκμαίρεται ότι είναι νόμιμη και παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι την τυχόν ακύρωσή της από αρμόδιο δικαστήριο, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει συμβεί, αφού η αιτήτρια ουδέποτε πρόσβαλε τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και
4. Το άρθρο 11 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν.90/72, όπως έχει τροποποιηθεί), καθορίζει τους γενικούς σκοπούς ενός Τοπικού Σχεδίου, που είναι μεταξύ άλλων "η διασφάλισις μεθοδικής αναπτύξεως εν τω συμφέροντι της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρετήσεως και της γενικής ευημερίας της κοινότητος.". Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως προστατεύεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος υπόκειται σε περιορισμούς, όπως η πολεοδομία και η ανάπτυξη. Στην προκείμενη περίπτωση, η Απόφαση έχει σχέση με την ανάπτυξη και χρησιμοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας και λήφθηκε χάριν του πολεοδομικού σχεδιασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και του εφαρμοστέου σχεδίου ανάπτυξης της περιοχής δηλαδή του Τοπικού Σχεδίου Πάφου.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, σύμφωνα με τη νομολογία, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της στέρησης ακίνητης περιουσίας και του περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας, το οποίο μπορεί να περιοριστεί με νόμο σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Πότε οι περιορισμοί θεωρούνται στέρηση ιδιοκτησίας είναι ζήτημα που εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και την έκταση των περιορισμών. Παραθέτω σχετικά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Α. Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, το οποίο εφαρμόζεται πλήρως και στην παρούσα:-
"5. .............................
Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.
Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή - (βλ. Κυριακοπούλου - "Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο", Τόμος Γ΄, σελ. 366 και 368∙Π.Δ. Δαγτόγλου - "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β΄", σελ. 907, 936, 937, 938∙ Lanitis E.C. Estates Ltd, και άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (Υπόθεση Αρ. 108/88, κ.α. - 21.12.1989)).
6. Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.
Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη Simonis and Another v. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R. 109, κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται. Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd, και άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω) και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.α. - 5.4.1990).»
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω έχω την άποψη πως στην προκείμενη περίπτωση, η Απόφαση δεν συνιστά στέρηση της περιουσίας της αιτήτριας αλλά περιορισμό, ο οποίος μπορούσε να επιβληθεί δια νόμου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος και όντως επιβλήθηκε με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, το οποίο ήταν δεσμευτικό για τους καθ΄ ων η αίτηση. Επομένως, καταλήγω ότι υπό τα περιστατικά της εξεταζόμενης περίπτωσης δεν επήλθε στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, αλλά τέθηκαν νομίμως περιορισμοί και το υπό αναφορά παράπονο δεν ευσταθεί. Περαιτέρω, δεν θα ΄ταν άσχετο να επισημανθεί ότι στις 26.10.2009 η Πολεοδομική Αρχή πρότεινε γραπτώς στην αιτήτρια την ανέγερση μικρότερης κατοικίας στο νότιο τμήμα του κτήματος, στοιχείο που δείχνει ότι το επίδικο κτήμα δεν έχει καταστεί αδρανές για το σκοπό για τον οποίο εξ αντικειμένου προορίζεται.
Σ΄ ότι αφορά τους υπόλοιπους τρεις λόγους, υποστηρίχθηκε από τη συνήγορο της αιτήτριας ότι η Απόφαση (α) λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας καθότι δεν υπήρχε δημοσιευμένο έγκυρο ρυμοτομικό σχέδιο «. στο οποίο να περιέχεται ή/και εξειδικεύεται ο συγκεκριμένος επηρεασμός της ακίνητης περιουσίας των αιτητών, όπως επεβλήθη στη συνέχεια με την άρνηση χορήγησης Πολεοδομικής Άδειας για ανέγερση κατοικίας, (β) δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα ώστε να διαπιστωθούν αν πράγματι συνέτρεχαν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας και (γ) δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Εξέτασα και τους τρεις αυτούς λόγους και σ΄ ότι αφορά το παράπονο ότι η Απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας είναι αρκετό να παραπέμψω στα στοιχεία των φακέλων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία καταρρίπτουν το υπό αναφορά παράπονο. Συγκεκριμένα, στο φάκελο υπό τον τίτλο «ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΡΧΗ» επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 το Τοπικό Σχέδιο Πάφου στο οποίο φαίνεται με κίτρινο χρώμα ο ακριβής διαχωρισμός του κτήματος της αιτήτριας από το δρόμο πρωταρχικής σημασίας Τάλας - Λέμπας, στοιχείο που αφ΄ εαυτού καταρρίπτει τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δεν υπήρχε δημοσιευμένο έγκυρο σχέδιο. Παρόμοια, έχω την άποψη ότι δεν ευσταθούν ούτε και οι άλλοι δύο λόγοι καθότι μελέτη όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αποκαλύπτει τόσο τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας όσο και την απόδοση επαρκούς αιτιολογίας. Υπενθυμίζω συναφώς ότι όπως έχει τονισθεί κατ΄ επανάληψη από τη νομολογία, δεν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που αποφασίζει. Αυτό μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο τη διεξαγωγή έρευνας και τη συλλογή στοιχείων (Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810), και αυτό συνέβη στην υπό εξέταση περίπτωση αφού η Απόφαση λήφθηκε στη βάση του Σημειώματος που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών και με το οποίο τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής όλα τα απαραίτητα στοιχεία, περιλαμβανομένων και των απόψεων της αιτήτριας. Είναι στη βάση αυτών των στοιχείων που η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή αφού έκρινε ότι η Πολεοδομική Αρχή ενήργησε σύμφωνα με την Πολεοδομική Νομοθεσία και, κατά συνέπεια, το παράπονο της αιτήτριας ότι η Απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς και/ή καθόλου έρευνας απορρίπτεται, όπως απορρίπτεται και το παράπονο για ανεπαρκή ή καθόλου αιτιολογία, αφού η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται μόνο στο σώμα της αλλά να διαπιστώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου (Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298) και στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία συμπληρώνεται με ευχέρεια από τα στοιχεία του φακέλου.
Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη με έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΚΒΠ