ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.922/11)
12 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 23 και 146 του Συντάγματος
UTHAJENTHIRAN SHANMUKAM
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
1. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων
2. Υπουργείου Εσωτερικών Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και/ή Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας
3. Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Μιχ.Παρασκευάς, για τους αιτητές
Λ.Χριστοδουλίδου, Ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από τη Σρι Λάνκα. Αφίχθηκε στην Κύπρο στις 15 Ιουνίου 2007 όπου του παραχωρήθηκε άδεια ως φοιτητής.
Στις 28 Ιουλίου 2009 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση ασύλου. Κλήθηκε προς τούτο στην Υπηρεσία Ασύλου για σκοπούς συνέντευξης σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες, ήτοι 16 Φεβρουαρίου 2010, 13 Αυγούστου 2010 και 20 Σεπτεμβρίου 2010.
Στις 23 Νοεμβρίου 2010 ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε ζητήσει από τις ιατρικές υπηρεσίες του κράτους όπως ο αιτητής υποβληθεί σε ιατρική εξέταση. Ο προβληθείς ισχυρισμός από πλευράς αιτητή ότι υπέστη βασανιστήρια στη χώρα του, ήταν το αίτιο. Μετά τη διεξαγωγή ιατρικής εξέτασης διαπιστώθηκε ότι, ο αιτητής δεν έφερε εξωτερικές κακώσεις και ταυτοχρόνως ο ίδιος δεν επιβεβαίωνε τα όσα αναφέρονταν στο ιατρικό πιστοποιητικό, που ο ίδιος είχε επισυνάψει.
Η εισήγηση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου που διενήργησε τη συνέντευξη ήταν, όπως αυτή απορριφθεί, καθότι, όπως αναφέρθηκε, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν.6(Ι)/2000), ώστε να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω σημειώνεται στην έκθεση ότι, δεν είχε καταστεί εφικτό να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ούτε παράλληλα συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση αδείας παραμονής βασιζόμενοι σε ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου με απόφαση του ημερ. 11 Φεβρουαρίου 2011 απέρριψε την αίτηση γνωστοποιώντας τούτο στον αιτητή.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2011 ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Η υποβληθείσα έκθεση του αρμοδίου Λειτουργού απετέλεσε τη βάση για την απορριπτική απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 27 Απριλίου 2011, επικυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή ημερ. 6 Μαϊου 2011 και προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής αμφισβητώντας τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.
Προβλήθηκε αρχικώς ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι, τα προβληθέντα από τον ίδιο αναφορικά με το φόβο δίωξης που αντιμετωπίζει στη χώρα του δεν εξετάστηκαν, ούτε επίσης είχαν προβεί οι καθ΄ων η αίτηση σε επαρκή ιατρική εξέταση για σκοπούς επαλήθευσης των τραυμάτων που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που έγιναν την περίοδο της φυλάκισης του. Ως εκ τούτου, η απουσία δέουσας έρευνας οδήγησε στην κρίση ότι ήταν αναξιόπιστος, που κατέληξε σε απόρριψη της αιτήσεως του. ΄Ηταν περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι διαπιστωθείσες από την Υπηρεσία Ασύλου αντιφάσεις, που στη συνέχεια υιοθετήθηκαν και από την Αναθεωρητική Αρχή, δεν ήταν ουσιώδεις και δεν έπρεπε να τους δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα ενόψει της απουσίας έρευνας.
Θα πρέπει να υπεισέλθω με κάποια περισσότερη ανάλυση στα θέματα που αφορούν τις συνεντεύξεις που έγιναν.
Κατά την πρώτη συνέντευξη που, όπως έχω σημειώσει, έγινε στις 16 Φεβρουαρίου 2010, ο αιτητής ανέφερε ότι στην ηλικία των 15 με 19 ετών ήταν μέλος της Οργάνωσης LTTE. Θεωρούμενος δε ως ύποπτος για ανάμειξη στην Οργάνωση αυτή, είχε συλληφθεί στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, παραμένοντας υπό κράτηση για περίοδο 3 μηνών, υφιστάμενος βασανιστήρια. Προσκόμισε δε προς τούτο και ιατρικό πιστοποιητικό. Ανέφερε περαιτέρω ότι τον Ιούλιο του 2006, κάποια πρόσωπα τον έψαχναν και αναγκάστηκε να υποβάλει παράπονο σε μια Οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τέλος ανέφερε ότι είχε τεθεί υπό κράτηση για περίοδο δώδεκα ημερών και αφέθηκε ελεύθερος τρεις ημέρες πριν έλθει στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι η ζωή του στη Σρι Λάνκα ήταν σε κίνδυνο.
Κατά το στάδιο της δεύτερης συνέντευξης η οποία έγινε στις 13 Αυγούστου 2010 ο αιτητής επανέλαβε την ημερομηνία σύλληψης του, ήτοι την 20 Σεπτεμβρίου 2005 και επίσης παρουσίασε απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 12 Ιουνίου 2007, σύμφωνα με την οποία είχε αφεθεί ελεύθερος λόγω έλλειψης επιβαρυντικών στοιχείων. Κατά το στάδιο της εν λόγω συνέντευξης είχε αναφέρει κατ΄επανάλειψη πληροφορίες αναφορικά με την Οργάνωση LTTE. Στην τρίτη συνέντευξη που έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου 2010 ο αιτητής είχε προβεί επίσης σε αναφορά στη σύλληψη και στα βασανιστήρια τα οποία είχε υποστεί.
Παρατηρώ ότι στην εισήγηση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου γίνεται αναφορά στην αναξιοπιστία του μάρτυρα λόγω των αντιφάσεων που σημειώνονται. Αντιφάσεις εντοπίζονται και αφορούν στα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο αιτητής και στη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου. Γίνεται αναφορά, στην εν λόγω έκθεση, στο έγγραφο του Δικαστηρίου ημερ. 12 Ιουνίου 2007, και στην αναφορά του αιτητή ότι αφέθηκε ελεύθερος το Δεκέμβριο του 2005. Συνεπώς, σημειώνεται, υπάρχει διαφορά μεταξύ των ημερομηνιών αποφυλάκισης που αναφέρθηκαν και στο έγγραφο που προσκομίστηκε. Ο Λειτουργός είχε σημειώσει ότι σε σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε στον αιτητή αναφορικά με τη χρονική αυτή αντίφαση, ανέφερε ότι το 2007 ήταν η τρίτη φορά που είχε συλληφθεί, ενώ προηγουμένως, είχε αναφέρει, ότι δεν είχε συλληφθεί για δεύτερη φορά. Περαιτέρω, στην έκθεση γίνεται αναφορά στο παράπονο που υπέβαλε ο αιτητής κατά την αποφυλάκιση του, τονίζοντας ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει σε ποιο οργανισμό είχε υποβάλει σχετικό παράπονο και τούτο κρίθηκε ως στοιχείο αναξιοπιστίας. Αναφορικά με τα άτομα που κατ΄ισχυρισμόν είχαν συλλάβει τον αιτητή, στο πιστοποιητικό που προσκομίστηκε αναφέρεται ότι ο αιτητής είχε κτυπηθεί από άγνωστα πρόσωπα και όχι από μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων. Τέλος έγινε μνεία στο γεγονός ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που κατέθεσε ο αιτητής δεν επιβεβαιώνει όσα αναφέρονται περί τραυματισμού του. Γίνεται αναφορά στην έκθεση ότι με βάση το πιστοποιητικό το οποίο προσκόμισε ο αιτητής «πιστοποιείται ότι οι αρχές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον στο πρόσωπο του εφόσον αφέθηκε ελεύθερος, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του» και τούτο ενισχύεται, όπως αναφέρεται στην έκθεση, από το γεγονός ότι αποχώρησε από τη χώρα του νομίμως.
Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής, αλλά και ούτε προχωρεί σε δική του αξιολόγηση και εκτίμηση των πρωτογενών γεγονότων. (Soliman ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2010) 3 Α.Α.Δ. 87). Προβαίνει μόνο σε έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, κατά την οποία, όμως, εξετάζονται οι λόγοι απόρριψης μιας αιτήσεως και επίσης εξετάζεται κατά πόσο υπήρξε πλάνη λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εξετάζοντας το σύνολο των γεγονότων που υπήρχαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση, είμαι της γνώμης, ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε δέουσα έρευνα. Θεωρήθηκε ως στοιχείο αναξιοπιστίας η προβληθείσα χρονική διαφορά αναφορικά με το χρόνο σύλληψης του αιτητή, το οποίο όμως, δεν έτυχε ορθής αξιολόγησης από τους καθ΄ων η αίτηση. Κατά την πρώτη συνέντευξη ο αιτητής αναφέρθηκε και στις δύο φορές που συνελήφθηκε και οι ημερομηνίες που, είπε, ήταν σύμφωνες με το δικαστικό έγγραφο που παρουσίασε. Κατά το στάδιο της δεύτερης συνέντευξης, η οποία σημειώνω διήρκησε 5 περίπου ώρες, δημιουργήθηκε κάποια σύγχυση ως προς τον αριθμό των φορών που συνελήφθηκε ο αιτητής και στις ημερομηνίες που αντιστοιχούσαν. Τούτο, όμως, θεωρώ ότι ήταν αποτέλεσμα του τρόπου υποβολής των ερωτήσεων και δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε εύρημα αναξιοπιστίας δεδομένου ότι το δικαστικό έγγραφο δεν είχε χαρακτηριστεί ως απαράδεκτο και σε αυτό προσδιορίζονται οι ημέρες σύλληψης του, που συνάδουν με όσα είχε αναφέρει στην πρώτη συνέντευξη. Στην έκθεση γίνεται αναφορά στο δικαστικό έγγραφο το οποίο αφορούσε το 2007, ενώ ο αιτητής έκαμε αναφορά σε έγγραφο του 2005. Στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 υπάρχουν δύο έγγραφα, το ένα το δικαστικό έγγραφο, (ερυθρό 55), το άλλο αναφέρεται σε σύλληψη του αιτητή στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, (ερυθρό 58). Δεν υπάρχει, όπως έχω παρατηρήσει, οποιαδήποτε αναφορά στην έκθεση του Λειτουργού, αναφορικά με το τελευταίο έγγραφο το οποίο δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτητή και καταδεικνύεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία.
Προβλήθηκε ότι, ο αιτητής είχε κριθεί επίσης ως αναξιόπιστος, καθότι, δεν γνώριζε σε ποιο οργανισμό είχε υποβάλει παράπονο και ότι, το εν λόγω παράπονο δεν φέρει ημερομηνία. Σε σχετική ερώτηση κατά το στάδιο της δεύτερης συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι το παράπονο το υπέβαλε σε Οργανισμό Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που αυτή η απάντηση δεν ικανοποιούσε το Λειτουργό, όφειλε να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω. Χωρίς προς τούτο διερεύνηση κρίθηκε ως αντίφαση. Ταυτοχρόνως, το έγγραφο που παρουσιάστηκε από τον αιτητή, αναφορικά με την υποβολή παραπόνου και δεν έφερε ημερομηνία, λήφθηκε ως προερχόμενο από μη αξιόπιστη πηγή. Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι είναι από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προσδιορίζεται διεύθυνση και φέρει αριθμό παραπόνου και φαίνεται ότι υποβλήθηκε το 2006, όπως ανέφερε και ο αιτητής. Παρόλο που, στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, βεβαιώνεται η ύπαρξη της συγκεκριμένης Οργάνωσης, δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο αναξιοπιστίας, ούτε η Αρχή έπρεπε να θεωρήσει ότι αυτό επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του αιτητή και δεν προχώρησαν, παρ΄όλα αυτά, σε δέουσα έρευνα έτσι ώστε να διαπιστώσουν την αυθεντικότητα του εγγράφου, απλώς δεν το έλαβαν υπόψη.
Με βάση την έκθεση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος καθότι το Ιατροσυμβούλιο δεν επιβεβαίωσε τα όσα αναφέρονται στο ιατρικό πιστοποιητικό. Σημειώνω, όμως, στην έκθεση του ιατροσυμβουλίου αναφέρεται ότι κατά την εξέταση δεν διαπιστώθηκαν εξωτερικές κακώσεις. Δεν αναφέρεται ότι δεν επιβεβαιώνονται στα όσα αναφέρονται στο ιατρικό πιστοποιητικό αλλά ο ίδιος ο αιτητής δεν επιβεβαίωσε κάταγμα ρινός, πλευρών ή ρινορραγία, όπως αναφερόταν στο ιατρικό πιστοποιητικό.
Τόσο στην έκθεση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, έγινε αποδεκτό ότι ο αιτητής είχε ενεργό δράση στην Oργάνωση LTTE. ΄Εγινε αποδεκτό, περαιτέρω ότι, ο αιτητής είχε συλληφθεί, αλλά, λόγω των αντιφάσεων που αναφέρθηκαν κρίθηκε, χωρίς όμως έρευνα, ότι δεν διατρέχει οποιοδήποτε φόβο δίωξης αν επέστρεφε στη χώρα του. Το συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε σε έρευνα αναφορικά με τη σημερινή κατάσταση στη Σρι Λάνκα με το αιτιολογικό ότι ο αιτητής δεν κινδυνεύει εφόσον δεν είναι σήμερα ενεργό μέλος. Είμαι της γνώμης ότι η διεξεχαθείσα έρευνα δεν ήταν επαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι, στην έκθεση του UK BORDER AGENCY αναφέρεται σε περιπτώσεις συλλήψεως ατόμων της Οργάνωσης ή ατόμων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι συνδέονται με την Οργάνωση. Η Αναθεωρητική Αρχή είχε αποδεχθεί ότι γίνονται παράνομες συλλήψεις πρώην μελών της πιο πάνω Οργάνωσης, και επίσης έγινε αποδεκτό ότι η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα δημιούργησε προγράμματα επανένταξης και ως εκ τούτου με βάση την απόφαση, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κινδυνεύει.
Αναφέρθηκε από το Δικαστή Ναθαναήλ, στις υποθέσεις αριθμ.490/2009 κ.ά. Zarouzandeh ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 30 Δεκεμβρίου 2010, το πιο κάτω απόσπασμα, με το οποίο συμφωνώ.
«Μπορεί εδώ να συμπληρωθεί ότι γενικά στους αιτητές ασύλου, λόγω των ειδικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν, είναι συχνά αναγκαίο να τους δίνεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας όταν αξιολογείται η αξιοπιστία των δηλώσεων τους και των τυχόν εγγράφων που υποβάλλονται προς υποστήριξη της αίτησης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε τα πιο πάνω σε διάφορες υποθέσεις όπως στη V. Matsiukhina and A.Matsiukhin v. Sweden Application No. 31260/04, ημερ. 21.6.2005 (δέστε γενικά το σύγγραμμα Asylum and the European Convention on Human Rights των Nuala Mole and Catherine Meredith, Council of Europe Publishing -Human Rights files No. 9 [i]σελ. 61-62.)»
Στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής γίνεται αναφορά στους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο αιτητής υιοθετώντας, όμως, ως ορθή την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία, όπως έχω πιο πάνω αναφέρει πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και περαιτέρω πλάνης περί τα πράγματα, ως εκ τούτου καθίσταται τρωτή. (Υποθ. αριθμ.1526/2005, Alam v. Δημοκρατίας, ημερ. 10 Απριλίου 2008).
Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.