ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 896/2012)
20 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TARIQ HUSSAIN,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή
3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Μ. Παρασκευάς, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν. Την 1.6.2004 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράνομα από τα κατεχόμενα και στις 9.6.2004 υπέβαλε αίτηση για άσυλο. Άδεια προσωρινής παραμονής του παραχωρήθηκε κατόπιν αίτησής του ημερ. 12.7.2004 με ισχύ μέχρι τις 13.11.2005. Ο αιτητής απέσυρε το αίτημά του για άσυλο οπότε στις 21.1.2005 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τον ενημέρωσε πως πρέπει να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία ακυρώνοντας την άδεια προσωρινής παραμονής του. Ο αιτητής συνέχισε να παραμένει στην Κύπρο παράνομα. Στις 6.4.2005 τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στο Stop list.
Ο αιτητής στις 27.11.2008 νυμφεύθηκε με ευρωπαία υπήκοο από τη Ρουμανία και στις 26.9.2009 απέκτησαν παιδί. Στις 16.3.2011 το ζεύγος παρουσιάστηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αιτούμενο την έκδοση Δελτίου Διαμονής και Βεβαίωσης Εγγραφής. Στις 14.11.2011 έλεγχος της αστυνομίας στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους απέβη άκαρπος ως προς τον εντοπισμό τους. Ο διαχειριστής του διαμερίσματος επιβεβαίωσε τη διαμονή του ζεύγους στη συγκεκριμένη διεύθυνση. Ο αιτητής ακολούθως ανέφερε τηλεφωνικώς πως η γυναίκα του απουσιάζει στη Ρουμανία με τα παιδιά τους ώστε να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα και πως θα επιστρέψουν τον Δεκέμβριο.
Σε έλεγχο της αστυνομίας που διενεργήθηκε την 1.4.2012 το ζεύγος πάλι δεν εντοπίστηκε. Τηλεφωνικώς στις 5.4.2012 ο αιτητής ανέφερε πως η σύζυγός του μετέβηκε με το γιο τους στη Ρουμανία για τις γιορτές του Πάσχα. Σε δύο περιπτώσεις ανέφερε πως δεν γνωρίζει τη διεύθυνση του τόπου διαμονής του ενώ στις 11.4.2012 παρέλειψε να μεταβεί στο κλιμάκιο αστυνομίας για συνέντευξη στην οποία είχε κληθεί. Ακολούθως δεν ανταποκρινόταν στις τηλεφωνικές κλήσεις της αστυνομίας.
Η αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής και Βεβαίωσης Εγγραφής απορρίφθηκε εφόσον δε συμβίωνε με τη σύζυγό του. Συνακόλουθα, ο αιτητής κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο εντός ενός μήνα από την επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 23.5.2012.
Ο αιτητής συνελήφθηκε στις 31.5.2012 και μεταφέρθηκε στα αστυνομικά κρατητήρια των κεντρικών φυλακών. Την 1.6.2012 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του η έκδοση των οποίων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ταυτόσημης ημερομηνίας την οποία όμως αρνήθηκε να παραλάβει.
Στις 7.6.2012 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσβάλλοντας την απόρριψη της αίτησής του ημερ. 16.3.2011 για διαμονή στην Κύπρο ως σύζυγος ευρωπαίας πολίτιδος και πατέρας ευρωπαίου παιδιού. Την ίδια ημέρα υπέβαλε αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση στις 17.7.2012 εφόσον το αιτούμενο διάταγμα «αφορά σε πράξη, άλλη από αυτή που προσβάλλεται με την προσφυγή και επομένως δεν τίθεται θέμα αναστολής της στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας». Περαιτέρω επειδή «δεν διαφαίνεται «έκδηλη» ή «εξόφθαλμη» παρανομία» αλλά και επειδή ζητείτο η αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης «η οποία δεν μπορεί να ανασταλεί αφού θεωρείται ότι ισοδυναμεί με την έκδοση διοικητικής απόφασης από το δικαστήριο».
Είναι η θέση του αιτητή ότι «η Κύπρος (ΔΕΝ) εφαρμόζει τα ανθρώπινα δικαιώματα», εδράζει δε αυτή τη θέση σε πρόνοιες της έκθεσης της Διεθνούς Αμνηστίας (Ιούνιος 2012) σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται η τιμωρία ανθρώπων, όπως τον αιτητή, χωρίς έγκλημα.
Ο ισχυρισμός αυτός αορίστως προβάλλεται, όπως ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, χωρίς να συνδέεται με τα δεδομένα της περίπτωσης. Συνεπώς δεν υπάρχει συμμόρφωση με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και, ως αναιτιολόγητος, απορρίπτεται.
Ο αιτητής, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση τον κάλεσαν να αναχωρήσει από την Κύπρο στηριζόμενοι στην αναληθή θέση ότι δε διαμένει με τη σύζυγό του, μάλιστα μη δίνοντάς του την ευκαιρία να αναχωρήσει οικειοθελώς. Παραπέμπει στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών καθώς και σε συναφή νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (όπως ήταν τότε) (βλ. Jean Noel Royer, υπόθεση 48/1975, ημερ. 8.4.1976), όπως και στις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (άρθρα 18ΟΔ-18ΠΘ) για να ισχυριστεί πως «η κήρυξη του αιτητή ως παράνομο αλλοδαπό αρχικά και συνεπεία αυτού του παράνομου εν πάση περιπτώσει όπως αναλύθηκε προηγουμένως γεγονότος, η κράτηση και εν τέλει η απέλαση του αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ που ορίζει ότι ισχύει υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων».
Ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής ανεπιτρέπτως παραπονείται για μη προσβαλλόμενη πράξη για την οποία μάλιστα το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του έκρινε πως ως τέτοια δεν μπορούσε και να ανασταλεί. Έχοντας αυτό υπόψη δεν υπάρχει καν περιθώριο εξέτασης του ισχυρισμού, εφόσον αποτελεί ζήτημα το οποίο ο αιτητής αυτοτελώς και όχι παρεμπιπτόντως όφειλε να προσβάλει.
Ο αιτητής τέλος παραπονείται πως παραβιάστηκε το προστατευόμενο από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαίωμα της προστασίας της οικογενειακής ζωής. Το παράπονο εδράζεται και πάλι στις πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ εφόσον οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη «το πρόδηλο γεγονός ότι δεν υφίσταται προοπτική απομάκρυνσης του αφού η σύζυγος και το ανήλικο του παιδί ευρίσκονται στην Κύπρο νόμιμα και δεν μπορεί ο αιτητής να απομακρυνθεί και να επαναπροωθηθεί». Το δε «κράτος δεν προέβλεψε για ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατόν μετά την έναρξη της κράτησης» κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ που αφορά στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Η θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση είναι ουσιαστικά ότι δεν υπήρχε οικογενειακή ζωή στην Κύπρο μεταξύ του αιτητή και της συζύγου του ώστε να παραβιάζεται το επικαλούμενο από τον αιτητή δικαίωμα για προστασία της.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επισύναψε ως τεκμήριο στη γραπτή της αγόρευση την επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 19.3.2013 προς το δικηγόρο της συζύγου του αιτητή με την οποία απορρίπτετο το αίτημά της για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής, με το ακόλουθο περιεχόμενο:-
«Θέμα: Ionella-Engenjia Vlad
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 06/06/2012 και σας πληροφορώ ότι η αίτηση της εν θέματι Ευρωπαίας πολίτιδος, συζύγου του κου Tariq Hussain, για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής, έχει απορριφθεί, δεδομένου ότι δεν εντοπίζεται στη Δημοκρατία και φαίνεται πως δεν έχει επιστρέψει από τον Οκτώβριο του 2011, που αναχώρησε για τη χώρα της».
Ο δικηγόρος του αιτητή δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο με το οποίο να αντικρούεται η πιο πάνω θέση. Αντιθέτως, έκανε χρήση του δικαιώματός του να μην καταχωρίσει απαντητική αγόρευση. Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ πως η οικογένεια του αιτητή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης βρισκόταν εκτός Κύπρου, καθώς φαίνεται από τον Οκτώβριο του 2011 και πάντως όχι προσωρινά ως ο αιτητής δήλωσε κατ' επανάληψη στις αστυνομικές αρχές (για έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων και για τις γιορτές του Πάσχα) με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να μην παραβιάζει το δικαίωμα του αιτητή για προστασία της οικογενειακής του ζωής.
Η απόρριψη της αίτησης του αιτητή ημερ. 16.3.2011 για έκδοση Δελτίου Διαμονής και Βεβαίωσης Εγγραφής ήταν, υπό τις περιστάσεις, νόμιμη και συνακόλουθα η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Προτού δώσω την τελική κατάληξή μου, θα ήθελα να επισημάνω, με αφορμή τις ελλείψεις που παρατηρούνται στην παρούσα Αίτηση, ότι τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια χαλάρωση στον τρόπο που συντάσσονται οι Αιτήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση η Αίτηση, κατά παράβαση του Κανονισμού 4(2)(α) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την πλήρη διεύθυνση του Αιτητή. Επίσης, κατά παράβαση του άρθρου 4(2)(β), δεν αναφέρει με συνοπτικό τρόπο τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται, αλλά περιορίζει την αναφορά στα γεγονότα σε έξι γραμμές, για να προσθέσει στη συνέχεια ότι «περαιτέρω λεπτομέρειες θα εκτεθούν στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή και μετά την έρευνα των διοικητικών φακέλων». Κατά την άποψή μου, οι ελλείψεις είναι τέτοιες που ενδεχομένως, στην κατάλληλη περίπτωση, να οδηγήσουν σε απόρριψη της αίτησης. Καλόν είναι να συνεχίσει η προσήλωση στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς, οι οποίοι συμβάλλουν τα μέγιστα στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ