ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 869/2012)
20 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
WILKY FONJI FONJUNGO,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Μιλτιάδου (κα), για τον Αιτητή.
Ι. Δημητρίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η θεραπεία
Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.3.2012. Ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση αφορά στη μη παραχώρηση περαιτέρω άδειας παραμονής. Όμως από το περιεχόμενό της φαίνεται ότι αφορά στην απόρριψη του αιτήματος του για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος Οικογένειας Ευρωπαίας πολίτιδος.
Τα γεγονότα
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στη Δημοκρατία τον Οκτώβριο του 2007 και αιτήθηκε πολιτικό άσυλο. Δεν παρουσιάστηκε σε καθορισμένη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου και συνεπώς ο φάκελός του θεωρήθηκε κλειστός. Υπέβαλε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και αιτήθηκε εκ νέου άδειας προσωρινής παραμονής η οποία του παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι τις 27.5.2009. Στις 16.1.2009 τέλεσε πολιτικό γάμο με την Christina-Laura Toth, από τη Ρουμανία, η οποία στις 13.5.2009 εξασφάλισε Βεβαίωση Εγγραφής. Στις 18.5.2009 ο αιτητής απέσυρε τη διοικητική προσφυγή του και στις 19.5.2009 αιτήθηκε για Δελτίο Διαμονής ως μέλος οικογένειας ευρωπαίας πολίτη.
Στις 17.3.2010 ο αιτητής και η σύζυγός του κλήθηκαν σε ξεχωριστές συνεντεύξεις ενώπιον της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας (ΥΑΜ). Σύμφωνα με το σημείωμα της ΥΑΜ το ζεύγος υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσής τους, προσωπικά στοιχεία και τον τόπο και τρόπο γνωριμίας τους. Η σύζυγος ανέφερε πως διαμένει στη Λεμεσό με τα αδέλφια της όπου εργάζεται ενώ μεταβαίνει στη Λευκωσία 2-3 φορές τη βδομάδα. Ενώ ο αιτητής ανέφερε ότι η σύζυγός του διαμένει καθημερινά μαζί του, αλλά τη μεταφέρει καθημερινά στη Λεμεσό. Το ζεύγος υπέπεσε σε αντιφάσεις και αναφορικά με προσωπικά στοιχεία όπως ημερομηνίες γέννησης, τις οικογένειές τους αλλά και τον τόπο και τρόπο πρώτης γνωριμίας τους.
Όπως η ΥΑΜ καταγράφει στο πέμπτο δαχτυλογραφημένο Ενημερωτικό Σημείωμα, ημερομηνίας 13.2.20012, διενεργήθηκε έλεγχος στις 9.2.2012 στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους χωρίς όμως να εντοπιστούν. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αιτητή αυτός ανέφερε ότι τους τελευταίους πέντε μήνες διαμένει σε διαφορετική διεύθυνση, η δε σύζυγός του αναχώρησε από τη Δημοκρατία καθώς η γιαγιά της είναι άρρωστη. Όταν στις 13.2.2013 κλήθηκε και προσήλθε στην ΥΑΜ, ο αιτητής δήλωσε πως αδυνατούσε να προσκομίσει αντίγραφο εισιτηρίου της συζύγου του και ότι δεν γνώριζε πότε θα επιστρέψει. Ο αιτητής ανέφερε τηλεφωνικό αριθμό στον οποίο, όπως δήλωσε, επικοινωνούσε με τη σύζυγό του αλλά δεν ανταποκρινόταν σε κλήση της ΥΑΜ. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος της δηλωθείσας διεύθυνσης του ζεύγους ανέφερε σε τηλεφωνική επικοινωνία με την ΥΑΜ ότι η σύζυγος δεν διέμενε ποτέ στο διαμέρισμά της. Ο δε ιδιοκτήτης του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε ο αιτητής ανέφερε τηλεφωνικώς πως το ζεύγος μετακόμισε εκεί το Σεπτέμβριο του 2011 και η σύζυγος του αιτητή επέστρεψε στην πατρίδα της αρχές του Γενάρη του 2012.
Ακολούθως το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή ημερ. 20.3.2012 ενημέρωσε τον αιτητή πως η αίτησή του για Δελτίο Διαμονής απορρίφθηκε και πως πρέπει να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία σε ένα μήνα επειδή δεν συμβιώνει με τη σύζυγό του όπως προνοεί η σχετική νομοθεσία.
Ως αποτέλεσμα της διαφωνίας του με την απόφαση της Διευθύντριας, καταχώρησε την 1.6.2012 την παρούσα προσφυγή. Μετά την επίδοσή της στους Καθ' ων η αίτηση, έτυχε να επισκεφθεί στις 2.8.2012 τον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας για να διαλευκάνει κάποιο πρόβλημα σχετικά με το αυτοκίνητό του και συνελήφθηκε. Εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης και καταχωρήθηκε ενδιάμεση αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων για την αναστολή της κράτησης και απέλασής του. Την 1.11.2012 εξέδωσα ενδιάμεση απόφαση με την οποία απέρριψα την εν λόγω αίτηση καθότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης των οποίων ζητείτο η αναστολή, δεν προσβάλλονταν με την προσφυγή.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.3.2012 «για τη μη παραχώρηση περαιτέρω άδειας παραμονής και απόρριψης της αίτησης του (αιτητή) για παραχώρηση άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία».
Οι λόγοι ακύρωσης
Είναι η κύρια θέση της δικηγόρου του αιτητή πως ο γάμος του ζεύγους δεν έχει κριθεί εικονικός από αρμόδια συμβουλευτική επιτροπή, η δε δοθείσα αιτιολογία, πως ο αιτητής δεν διαμένει με τη σύζυγό του, δεν προβλέπεται ως αιτιολογία από τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο 7(Ι)/2007 (στο εξής «ο Νόμος»), ώστε η πράξη να είναι νόμιμη.
Στην αγόρευσή της η δικηγόρος του αιτητή επισυνάπτει ιατρική βεβαίωση από τη Ρουμανία, χωρίς ημερομηνία, για τη μητέρα της συζύγου ότι διαγνώστηκε με καρκίνο στις 2.2.2012 και ότι από τότε βρίσκεται στην κλινική με την κόρη της κοντά της. Περαιτέρω, επισυνάπτει ένορκη δήλωση της συζύγου από τη Ρουμανία πως διαμένει με το σύζυγό της με εξαίρεση την περίοδο από το Μάρτη του 2012 μέχρι και την ημέρα της ένορκης δήλωσης (Σεπτέμβρης 2012) λόγω ασθένειας της μητέρας της και ενόψει του ότι είναι η μόνη οικογένεια την οποία η μητέρα της διαθέτει.
Επιχειρεί επίσης με ένορκη δήλωση του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στο οποίο διαμένει ο αιτητής να ισχυριστεί ότι λανθασμένα καταγράφεται στο σημείωμα της ΥΑΜ ότι ο εν λόγω ιδιοκτήτης ανέφερε πως η σύζυγος αναχώρησε για τη χώρα της τις αρχές του Γενάρη 2012. Αντιθέτως, η σύζυγος αναχώρησε τέλος Φεβρουαρίου ή και αρχές με μέσα Μαρτίου 2012.
Αυτή η θέση δικαίως συναντά την αντίδραση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση η οποία επισύρει την προσοχή στην ημερομηνία σύνταξης του πέμπτου Σημειώματος της ΥΑΜ (13.2.2012) για να παρατηρήσει πως στην επικοινωνία της ΥΑΜ με τον εν λόγω ιδιοκτήτη το Φεβρουάριο δεν ήταν δυνατό να γινόταν αναφορά σε ήδη αναχώρηση της συζύγου αλλά σε χρόνο ο οποίος ακόμη δεν παρήλθε, δηλαδή κατά το τέλος Φεβρουαρίου ή αρχές με μέσα Μαρτίου. Η αναφορά της δικηγόρου του αιτητή σε παραποίηση από τη διοίκηση του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο αποχώρησε η σύζυγος του αιτητή ώστε να συνάδει με την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η επικοινωνία, δεν στοιχειοθετείται. Περαιτέρω, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ορθά διαμαρτύρεται και γενικότερα ότι δεν είναι επιτρεπτό για τους δικηγόρους να χρησιμοποιούν τις γραπτές αγορεύσεις ως μέσο προσκόμισης μαρτυρίας για γεγονότα τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης και τα οποία δεν αποτελούν μέρος της διοικητικής κρίσης η οποία ελέγχεται από το Δικαστήριο. Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 20.3.2012 πως η αίτησή του για Δελτίο Διαμονής απορρίφθηκε και πως έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία σε ένα μήνα «επειδή δεν συμβιώνει με τη σύζυγό του». Εναπόκειτο στον αιτητή ή/και στη σύζυγό του να παρουσιάσουν ενώπιον της διοίκησης τα όσα προσκόμισαν στο Δικαστήριο εφόσον πίστευαν πως μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τη θέση τους ώστε κι αυτά να αποτελούσαν μέρος της έρευνας των καθ' ων η αίτηση. Ο αιτητής ενώ μπορούσε να προσκομίσει στοιχεία τα οποία ενδεχομένως να ήταν σημαντικά για την εξέταση της υπόθεσής του, παρέλειψε να τα παρουσιάσει ενώπιον της διοίκησης. Και βεβαίως, το έχουμε πως το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 549, στην οποία παραπέμπει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση). Συνεπώς η κατ' αυτόν τον τρόπο επιχειρούμενη προσαγωγή μαρτυρίας δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη.
Περαιτέρω, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επισημαίνει πως από τα στοιχεία των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Αστυνομίας δεν τεκμηριώνεται η επικαλούμενη μετάβαση του αιτητή στη Ρουμανία προς επίσκεψη της συζύγου του ούτε και προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ότι συντηρεί την ευρωπαία πολίτιδα. Συμφωνώ με τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση πως τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν φανερώνουν ούτε τη μετάβαση του αιτητή στη χώρα της συζύγου του αλλ' ούτε και τη συντήρηση της συζύγου από τον αιτητή.
Αναφορικά με τις αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε το ζεύγος κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της ΥΑΜ, η δικηγόρος του αιτητή εισηγείται πως αυτές δεν είναι σημαντικές, αφορούσαν δε αντιφάσεις στις οποίες μπορεί να περιπέσουν όλα τα ζευγάρια, ενώ θα έπρεπε να εξεταστούν ενδελεχώς από αρμόδια συμβουλευτική επιτροπή. Περαιτέρω, ο γάμος δεν έχει κηρυχθεί άκυρος ούτε έχει λυθεί και εφόσον διάρκεσε τουλάχιστον μέχρι τέλος Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου 2012, δηλαδή επί τριετίας, στη βάση του άρθρου 26(2)(α) του Νόμου, ο αιτητής έχει όλα τα δικαιώματα ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται πως το άρθρο 26 αφορά σε μέλη των οικογενειών τα οποία συμβιώνουν μέχρι το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου, πράγμα που δεν συμβαίνει εδώ εφόσον οι έρευνες απέδειξαν ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με την ευρωπαία σύζυγο από το 2010.
Περαιτέρω, είναι η θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως δεν πληρούνται οι όροι των άρθρων 9 και 12 του Νόμου ώστε ο αιτητής να δικαιούται να διαμένει στη Δημοκρατία και παραπέμπει στο λόγο απόρριψης της αίτησής του, δηλαδή στο άρθρο 27(2) στο οποίο γίνεται αναφορά στο άρθρο 9 του Νόμου. Ειδικότερα, το άρθρο 9(δ) προβλέπει ότι δικαίωμα διαμονής χορηγείται όπου τα μέλη της οικογένειας συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης. Συνεπώς, κατά την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, λόγω της μη συμβίωσης του ζεύγους, ο αιτητής θεωρείται ότι δεν συνοδεύει τον πολίτη της Ένωσης και άρα σύμφωνα με το άρθρο 27(2) δεν έχει δικαίωμα διαμονής. Παραπέμπει στην απόφαση του ΔΕΕ Blaise Baheten Metock κ.α. ν. Minister for Justice, Equality and Law Reform, Υπόθεση C-127/08, 25.7.2008 στην οποία ο όρος «συνοδεύει» ερμηνεύθηκε ως έχων την έννοια της διαμονής με τον ευρωπαίο πολίτη. Συνεπώς, δεν θεμελιώθηκε δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.
Η κατάληξη
Είναι γεγονός ότι δεν υπήρξε κατάληξη ως προς το κατά πόσο ο γάμος ήταν εικονικός, παρόλο ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβληματιστεί σχετικά ως αποτέλεσμα των κατ' ισχυρισμό αντιφάσεων που προέκυψαν από τις ξεχωριστές συνεντεύξεις των δύο συζύγων. Σημειώνω ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά σε ποια γλώσσα έγιναν οι συνεντεύξεις, ούτε βέβαια σημειώνεται η γνώση των αιτητών της ελληνικής ή αγγλικής γλώσσας ή κατά πόσον χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής. Εν πάση περιπτώσει, ο έλεγχος αποσκοπούσε στο να διακριβώσει κατά πόσον ο γάμος ήταν ή όχι εικονικός. Προεξάρχον στοιχείο βέβαια ήταν το θέμα της συμβίωσης. Στο τρίτο χειρόγραφο Σημείωμα ημερ. 19.3.2010 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών του Κλιμακίου Λευκωσίας προς το Διευθυντή του ΥΑΜ, ο Υπαστυνόμος που την ετοίμασε αναφέρει τα εξής:-
«Εν όψει των πιο πάνω και παρόλο που το ζεύγος καθόλη την διάρκεια της συνέντευξης ισχυρίζοντο και επέμεναν ότι ο γάμος τους είναι γνήσιος και δεν εξυπηρετεί σκοπιμότητα, γνώμη μας είναι ότι δεν υπάρχει συμβίωση του ζεύγους και ότι ο γάμος αυτός τελέστηκε για να εξασφαλίσει νόμιμη παραμονή στην Δημοκρατία ο αλλοδαπός σύζυγος.
Εισήγηση μας είναι όπως ο παρόν φάκελος να τεθεί ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς γάμους.»
Την εισήγηση υιοθέτησε ο Προϊστάμενος της ΥΑΜ ο οποίος με τέταρτο Σημείωμα τη διαβίβασε στη Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών, δηλώνοντας ότι συμφωνούσε πλήρως με την εισήγηση. Αν και πέρασαν δύο περίπου χρόνια χωρίς να γίνει οτιδήποτε το ουσιαστικό προς την κατεύθυνση παραπομπής του γάμου του Αιτητή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, στις αρχές του 2012 διενεργήθηκαν νέες εξετάσεις. Στο πέμπτο Ενημερωτικό Σημείωμα ημερ. 13.2.2012, το οποίο ετοιμάστηκε από τον Υπεύθυνο Κλιμακίου ΥΑΜ Λευκωσίας, περιγράφονται οι τελευταίες εξετάσεις που έγιναν επί του θέματος, για να παραπέμψει τελικά στην αρχική εισήγηση που περιεχόταν στο προηγούμενο Ενημερωτικό Σημείωμα (αρ. 3), για παραπομπή του γάμου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι καθ' ων η αίτηση αγνοώντας την εκ δευτέρου υποβληθείσα εισήγηση για έλεγχο της γνησιότητας του γάμου, ενόψει των υποψιών που υπήρχαν για τη μη συμβίωση του ζεύγους, αποφάσισαν στις 20.3.2012 όπως απορρίψουν την αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής, για το λόγο ότι μετά από ενδελεχή έρευνα διαπιστώθηκε ότι (ο Αιτητής) δεν διαμένει με την Christina-Laura Toth, υπήκοο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 27(2) του Νόμου 7(Ι)/2007.
Κατά την κρίση μου η απόφαση των καθ' ων η αίτηση είναι παράνομη, για δύο βασικά λόγους:- (α) ότι ενώ οι υποψίες των καθ' ων η αίτηση ότι ο γάμος δεν ήταν γνήσιος, εντούτοις παρέλειψαν να ακολουθήσουν τη διαδικασία που δημιουργήθηκε από το άρθρο 7Α-Γ του Κεφ. 105 για έλεγχο εικονικών γάμων και (β) δεδομένης της προηγηθείσας εισήγησης για παραπομπή της περίπτωσης στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(β) και (γ) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Ούτε στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ούτε στο διοικητικό φάκελο παρέχεται οποιαδήποτε σαφής και πειστική αιτιολογία για την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να διαφοροποιηθούν από την εισήγηση η οποία υποβλήθηκε δύο φορές μέσα σε δύο χρόνια.
Οι καθ' ων η αίτηση στηρίζουν την απόφασή τους στο άρθρο 27(2) του Νόμου 7(Ι)/2007. Οι όροι που θέτει το συγκεκριμένο άρθρο συνδέονται με τους όρους που τίθενται στα άρθρα 9, 25 και 26 του Νόμου. Στην ίδια την απόφαση δεν προσδιορίζεται σε ποιο από τα τρία άρθρα στηρίζεται η διοίκηση, γεγονός που προσθέτει στην ανεπάρκεια της αιτιολογίας. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 9, μεταξύ άλλων προβλέπει ότι τα μέλη της οικογένειας ευρωπαίου πολίτη έχουν δικαίωμα διαμονής εφόσον «συνοδεύουν» πολίτη της Ένωσης. Το άρθρο 25 προβλέπει εκτός από την περίπτωση θανάτου πολίτη της Ένωσης (που δεν μας αφορά εδώ) και για την περίπτωση αναχώρησης του από τη Δημοκρατία, ενώ το άρθρο 26 προβλέπει για τις περιπτώσεις διατήρησης του δικαιώματος διαμονής σε περίπτωση διαζυγίων ή ακύρωσης του γάμου. Από το λεκτικό της επίδικης απόφασης, φαίνεται ότι η διοίκηση στηριζόμενη στη μη ικανοποίηση του όρου 9(1)(δ), συμπεραίνουν ότι εφόσον ο Αιτητής δεν συζούσε με τη σύζυγο του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τη συνόδευε. Πρόκειται για παρατραβηγμένο συλλογισμό, με τον οποίο διαφωνώ, εφόσον είναι εκτός του πλαισίου και του πνεύματος του Νόμου. Οι καθ' ων η αίτηση από τη στιγμή που είχαν υποψίες ότι το ζεύγος δεν συζούσε και ότι ο γάμος τους ενδεχομένως να μην ήταν γνήσιος, όφειλαν δυνάμει του άρθρου 7Α και 7Β του Κεφ. 105, να παραπέμψουν την περίπτωση του Αιτητή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους. Χωρίς ο γάμος να κηρυχθεί εικονικός, ήταν πολύ δύσκολο για τη διοίκηση να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης Βεβαίωσης Εγγραφής, ιδιαίτερα όταν τόσο ο Αιτητής όσο και η σύζυγος του επέμεναν ότι ο γάμος τους ήταν γνήσιος. Όπου υπάρχει σύγκρουση απόψεων και η περίπτωση δεν είναι καθαρή π.χ. όπου ο ένας εκ των δύο συζύγων καταθέτει ρητά ότι ο γάμος ήταν εικονικός ή όπου υπάρχουν άλλα αδιάσειστα στοιχεία, η διοίκηση οφείλει να παραπέμπει όλα τα στοιχεία που έχει συλλέξει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ώστε ως αρμόδιο δια Νόμου όργανο, να αποφασίσει για την εικονικότητα του γάμου. Σε διαφορετική περίπτωση αν αφεθούν οι καθ' ων η αίτηση να αποφασίζουν το θέμα, τότε εξουδετερώνεται όχι μόνο ο εναρμονιστικός μηχανισμός που δημιουργήθηκε από την Πολιτεία για διερεύνηση του θέματος των εικονικών γάμων, αλλά και η ίδια η Οδηγία 2004/38/ΕΚ.
Το ότι στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για έκδοση Βεβαίωσης Διαμονής και όχι για ακύρωση υφιστάμενης, δεν διαφοροποιεί την κατάληξη μου. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσον ο γάμος ήταν εικονικός ή όχι. Ένα από τα κύρια στοιχεία που είχε η διοίκηση στα χέρια της ήταν ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη (άρθρο 7Α(3)(α)) του Κεφ. 105 και ότι υπήρχαν αντικρουόμενες δηλώσεις των συζύγων ως προς διάφορες περιστάσεις που τους αφορούσαν (άρθρο 7Α(3)(δ)). Τα στοιχεία αυτά συνελέγησαν μετά από έρευνες που έγιναν δυνάμει του άρθρου 27(2) του Νόμου 7(Ι)/2007. Το άρθρο αυτό, κατά την άποψή μου, δεν δίδει στη διοίκηση το δικαίωμα να αρνηθεί να παραχωρήσει το Δελτίο Διαμονής, εκτός εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 9, 26 και 27 του Νόμου. Όμως αν ο ισχυρισμός είναι ότι ο γάμος είναι εικονικός ως εκ της μη συμβίωσης του ζεύγους, τότε η διοίκηση οφείλει να ανατρέξει στους μηχανισμούς περί εικονικών γάμων.
Υπάρχει και κάτι άλλο που εκ του περισσού θα πρέπει να αναφέρω. Το άρθρο 12(1) του Νόμου 7(Ι)/2007 προβλέπει για τη χορήγηση του Δελτίου Διαμονής «το αργότερο εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης». Στην προκειμένη περίπτωση πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια από την ημέρα υποβολής της αίτησης μέχρι αυτή να απορριφθεί, γεγονός που καθιστά την απόφαση παράνομη και γι' αυτό το λόγο, ο οποίος όμως δεν εγείρεται στα δικόγραφα.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Λαμβάνοντας υπόψη τα έξοδα της αίτησης ημερ. 1.11.2012 τα οποία επιφυλάχθηκαν, επιδικάζω υπέρ του Αιτητή το ποσό των €1.000. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ