ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 8/2009)
26 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FONTANA AMOROZA COAST LTD.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
Κυρ. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: H αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια μεγάλης έκτασης γης και συγκεκριμένα του τεμαχίου αρ. 1 του Φ./Σχ. 2-137-382, συνολικής έκτασης 1,304.569 τ.μ., που βρίσκεται στο Νέο Χωριό Πάφου. Η περιοχή στην οποία εμπίπτει το ακίνητο, στη Χερσόνησο του Ακάμα, είναι ειδικού ενδιαφέροντος, χαρακτήρα και φυσικής καλλονής, για την οποία έχει δημοσιευθεί το Διάταγμα Διατήρησης, με αρ. 114/89, ημερομηνίας 27/5/1989, σύμφωνα με το άρθρο 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου Ν. 90/72 (όπως τροποποιήθηκε). Με βάση το εν λόγω διάταγμα δεν επιτρέπεται μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος ή οικοδομική εργασία, χωρίς τη συναίνεση του Υπουργού Εσωτερικών.
Η αιτήτρια προσέβαλε ανεπιτυχώς το εν λόγω διάταγμα στο Ανώτατο Δικαστήριο (Υπόθεση Αρ. 698/90, Fontana Amoroza Coast Ltd. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14/7/99). Επίσης απορρίφθηκε προδικαστικά η προσφυγή της εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 56.015, ημερομηνίας 3/7/2002, σχετικά με το γενικό θέμα της διαχείρισης του Ακάμα, απόφαση που επικυρώθηκε κατ' έφεση (Fontana Amoroza Coast Ltd. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 209).
Στις 10/6/2005 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (εφεξής «Πολεοδομική Αρχή»), για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας στο πιο πάνω ακίνητο, εμβαδού 400 τ.μ. περίπου, κατά παρέκκλιση των προνοιών του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής), με βάση τον Κανoνισμό 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 309/99) (ΠΑΦ/0982/2005). Σύμφωνα με την αίτηση, η κατοικία προοριζόταν για ιδιοκατοίκηση από τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου.
Η αίτηση εξετάστηκε κατά παρέκκλιση των προνοιών της Πολιτικής 7Δ και 9(Γ)(3)(β) της Δήλωσης, εφόσον η ανάπτυξη αφορούσε περιοχή που καθοριζόταν ως «ακτή και περιοχή προστασίας της Φύσης», καθώς και κατά παρέκκλιση των προνοιών της Πολεοδομικής Ζώνης Δα1, στην οποία ενέπιπτε το τεμάχιο, διότι η προτεινόμενη οικοδομή ήταν μερικώς διώροφη και το ύψος της ανερχόταν στα 6μ, καθ' υπέρβαση του επιτρεπόμενου αντίστοιχα για τη συγκεκριμένη ζώνη ενός ορόφου και συνολικού ύψους 5μ.
Η Πολεοδομική Αρχή υπέβαλε έκθεση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων εισηγούμενη την απόρριψη της αίτησης για τους ακόλουθους λόγους:
"2. Το υπό ανάπτυξη τεμάχιο (Παράρτημα 1) περιλαμβάνεται στη ζώνη Δα1 η οποία προνοεί συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0.05:1, αριθμό ορόφων 1 και ανώτατο ύψος οικοδομής 5.00 μ. Βρίσκεται σε περιοχή που καθορίζεται ως ακτή και περιοχή προστασίας της φύσης όπου έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της Πολιτικής 7(Δ) (Παράρτημα 2) της Δήλωσης Πολιτικής με βάση τις οποίες «Στις ακτές και περιοχές προστασίας της φύσης απαιτείται απόλυτη προστασία και δεν επιτρέπεται ανάπτυξη. Ακόμα και παραδοσιακές εργασίες ....».
3. Στο Έντυπο της αίτησης δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο ζητείται η ανέγερση κατοικίας.
.......................................................................................
5. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο περιλαμβάνεται σε ακτή και περιοχή προστασίας της φύσης όπου ισχύουν πολύ αυστηρά και περιοριστικά κριτήρια για κάθε είδους ανάπτυξη, η Πολεοδομική Αρχή κρίνει ότι τυχόν χορήγηση της ζητούμενης άδειας θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προηγούμενου με απρόβλεπτες συνέπειες όσον αφορά την άμεση ανάπτυξη της περιοχής και θα ενθαρρύνει ιδιοκτήτες τεμαχίων με τα ίδια χαρακτηριστικά στην ευρύτερη περιοχή να αιτηθούν παρομοίων αναπτύξεων (ακριβοδίκαιος χειρισμός παρόμοιων αναπτύξεων όσον αφορά τις πρόνοιες της Πολιτικής 7(Δ) της Δήλωσης Πολιτικής) με αποτέλεσμα να επηρεαστεί ουσιωδώς η γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Κανονισμός 19(2) των Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999).
6. Η παρούσα αίτηση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 19 των Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 ........)"
Ζητήθηκαν επίσης οι απόψεις των αρμοδίων τμημάτων, ήτοι του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Έπαρχου Πάφου και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος καθώς και της Τοπικής Αρχής (Κοινοτικό Συμβούλιο Νέου Χωριού). Με εξαίρεση τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου, που τάχθηκε υπέρ της έγκρισης της αιτούμενης παρέκκλισης, όλοι οι άλλοι συνέστησαν την απόρριψη της.
Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων στη συνεδρία του ημερομηνίας 17/7/2008 αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο απόρριψη της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των Κανονισμών.
Επίσης συμφώνησε πως η αιτούμενη ανάπτυξη, σε σχέση και με τις προεκτάσεις που τυχόν έγκριση της θα επιφέρει, καταστρατηγεί τις πρόνοιες που άπτονται της προστασίας του περιβάλλοντος και προστασίας περιοχής ειδικής αξίας ή ειδικού οικολογικού ενδιαφέροντος με αποτέλεσμα να επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής).
Το Υπουργικό Συμβούλιο έχοντας ενώπιον του την πρόταση και τα πρακτικά του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων και την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, αποφάσισε, δυνάμει της εξουσίας που του παρέχεται από το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Nόμου, να απορρίψει την αίτηση. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 7/11/2008 και η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με την επιστολή ημερομηνίας 22/10/2008.
Επιδιώκοντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων και καλύτερης κατανόησης των επίδικων θεμάτων θα πρέπει επιπρόσθετα να σημειωθεί ότι στη Δήλωση Πολιτικής για την Ύπαιθρο (Πολιτική για την Ρύθμιση και τον Έλεγχο της Ανάπτυξης και την Προστασία του Περιβάλλοντος στην Ύπαιθρο και τα Χωριά), που εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, περιέχεται πρόνοια, σύμφωνα με την οποία, για συγκεκριμένες περιοχές της Χερσονήσου, απαιτείται απόλυτη προστασία. Προβλέπεται ότι σ' αυτές τις περιοχές δεν θα επιτρέπεται καμιά ανάπτυξη εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που αποκλειστικά αφορούν στην προστασία της φύσης, την κατασκευή/συντήρηση μονοπατιών της φύσης σε μικρή κλίμακα, καθώς και στην κατασκευή αναγκαίων έργων υποδομής.
Όπως προκύπτει από τους φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου, εξάλλου αυτό δεν αμφισβητείται από οποιαδήποτε πλευρά, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής έχει αναχθεί εδώ και χρόνια σε μείζον θέμα το οποίο απασχολεί συνεχώς το κράτος σε διάφορα επίπεδα και σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς και ενδιαφερομένους. Σκοπός και στόχος της προσπάθειας είναι η καθιέρωση ενός ισοζυγισμένου θεσμικού πλαισίου, που ονομάστηκε Διαχειριστικό Σχέδιο της Χερσονήσου του Ακάμα το οποίο θα διέπει κάθε προτεινόμενη διαχείριση της περιοχής έτσι ώστε, μέσω ρυθμίσεων και ασφαλιστικών δικλείδων να προστατεύεται και να διατηρείται αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον της περιοχής.
Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα το Υπουργικό Συμβούλιο και τις Υπουργικές Επιτροπές που συστάθηκαν για να το μελετήσουν, με τελευταία την απόφαση υπ' αριθμό 68.730, ημερομηνίας 28/4/2009, στην οποία αναφέρθηκαν οι διάδικοι. Παρενθετικά σημειώνω ότι αυτή καταλήγει ως προς την ιδιοκτησία της αιτήτριας ότι θα πρέπει να προωθηθεί η απόκτηση της στο σύνολο της από το κράτος και ακυρώνει την προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία θα προωθείτο η ανταλλαγή/απαλλοτρίωση, ολόκληρης της γης της αιτήτριας και θα εξουσιοδοτείτο αρμόδια Υπουργική Επιτροπή να διαβουλευθεί με την αιτήτρια σχετικά με υποβληθέν αίτημα της για διατήρηση 70 σκαλών στην ιδιοκτησία της για την ανοικοδόμηση έξι κατοικιών. Τίποτα μέχρι σήμερα, από τα πιο πάνω δεν φαίνεται να έχει γίνει προς την κατεύθυνση υλοποίησης της εν λόγω απόφασης.
Παρόλο που οι λόγοι ακύρωσης δεν παρατίθενται συστηματικά στις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας, ως κεντρικό επιχείρημα διακρίνεται η παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η αιτήτρια θεωρεί ότι τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση όσο και οι σχετικές με το εκάστοτε αίτημα της προς αξιοποίηση του κτήματος της απορριπτικές αποφάσεις της Διοίκησης (π.χ. τουριστική αξιοποίηση με τη δημιουργία θεματικού αρχαιοελληνικού πάρκου), χωρίς να έχει μεσολαβήσει απαλλοτρίωση και/ή αποζημίωση, συνιστούν ολική αποστέρηση της ιδιοκτησίας της. Παράλληλα, η αιτήτρια, με τη γραπτή αγόρευση της, επαναφέρει προηγούμενο αίτημα της για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Δ.Ε.Ε.). Πρόκειται για τα πρώτα τρία από τα πέντε ερωτήματα που η αιτήτρια είχε σε προηγούμενο στάδιο ζητήσει να παραπεμφθούν και το σχετικό αίτημα της απορρίφθηκε με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 13/1/2011. Τα τρία εν λόγω ερωτήματα θα παραθέσω σε κατοπινό στάδιο. Στο παρόν στάδιο περιορίζομαι να επισημάνω ότι το σχετικό αίτημα υποβάλλεται κατά τρόπο αόριστο και γενικό.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επικαλείται τους νόμιμους περιορισμούς και/ή δεσμεύσεις που μπορεί να υφίσταται η ιδιωτική ιδιοκτησία για τους σκοπούς που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 23.3[1] του Συντάγματος, μεταξύ των οποίων είναι το συμφέρον της πολεοδομίας ή της ανάπτυξης και η χρησιμοποίηση της για προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων. Επικαλείται επίσης, την απόφαση οδηγό σε τέτοιες υποθέσεις Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία η Ολομέλεια εύστοχα θεώρησε ότι η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης για οικοδομικούς σκοπούς, παρά μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι πολεοδομικές ζώνες που ρυθμίζουν την οικοδομική ανάπτυξη και αποσκοπούν στην εναρμόνιση της με το περιβάλλον, δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται. Αναφορικά με το αίτημα της αιτήτριας για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, απορρίπτοντας το αίτημα, ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες για παραπομπή προϋποθέσεις.
Προτού ασχοληθώ με την ουσία της προσφυγής και τους λόγους ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με το αίτημα της αιτήτριας για παραπομπή στο Δ.Ε.Ε. τριών προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία και παραθέτω:
"(1) Η απόφασις της Κυπριακής Δημοκρατίας να εφαρμόση το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, Κ.Δ.Π.114/89 και την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αρ. 56015 της 3.7.2002 αυστηρά και ν' απαγορεύη πλήρως κάθε οικοδομικήν εργασίαν εις το κτήμα της Αιτητρίας χωρίς να εξεταστεί αν το προτεινόμενον έργον επηρεάζη δυσμενώς τον οικότοπον ή την ειδικήν ζώνην διατήρησης εις την περιοχήν του κτήματος της Αιτητρίας αποτελεί παράβασιν της Οδηγίας του Συμβουλίου 92/43/ΕΟΚ της 31.5.1992 και ιδιαιτέρως του άρ.6 ταύτης;
(2) Εδικαιούτο η Κυπριακή Δημοκρατία ν' απαγορεύη οιανδήποτε δραστηριότητα οιασδήποτε φύσεως χωρίς να προσφέρη εύλογον και δικαίαν αποζημίωσιν;
(3) Είχεν η Κυπριακή Δημοκρατία την υποχρέωσιν να αναπροσαρμόση τις Κανονιστικές και Διοικητικές Διατάξεις που επηρεάζουν το κτήμα της Αιτητρίας ώστε να υπάρξη συμμόρφωσις προς την πιο πάνω οδηγίαν;"
Όπως έχω ήδη αναφέρει, η αιτήτρια είχε και σε προηγούμενο στάδιο επιδιώξει, την παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων, στο Δ.Ε.Ε., το αίτημα της όμως είχε απορριφθεί. Μεταξύ αυτών, ήταν και τα πιο πάνω τρία ερωτήματα. Μεταξύ άλλων, το αίτημα είχε απορριφθεί και για τους εξής λόγους:
Η ερμηνεία, σε συνδυασμό με τα κριτήρια εφαρμογής των όρων «plan or project» (σχέδιο ή έργο), «appropriate steps» (δέοντα διαβήματα) και «appropriate assessment» (δέουσα εκτίμηση), με την έννοια που οι εν λόγω όροι χρησιμοποιούνται στις πρόνοιες της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και ιδιαίτερα στις πρόνοιες των άρθρων 6(2) και 6(3) της εν λόγω Οδηγίας, απασχόλησε το Δ.Ε.Ε. στην Υπόθεση C-127/02 L.V.B.W. & N.V.B.V. v. S.L.N.V., European Court Reports 2004, pages 1-07405, ημερομηνίας 7/9/2004, στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε και έδωσε απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, με τις οποίες καλύπτεται το πεδίο που με τα προτεινόμενα για παραπομπή ερωτήματα η αιτήτρια επιδιώκει να καλύψει. Επομένως, ζήτημα ερμηνείας των συγκεκριμένων προνοιών της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, έτσι ώστε να επιβάλλεται η παραπομπή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος για γνωμοδότηση, έχει παύσει να υφίσταται, γεγονός που σφραγίζει και τη μοίρα του αιτήματος, το οποίο και θα πρέπει να απορριφθεί.
Επίσης τα ερωτήματα των οποίων επιδιώκεται η παραπομπή στο Δ.Ε.Ε., αφορούν ουσιαστικά, τη συμβατότητα των προνοιών της ΚΔΠ 114/89, της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου 56.015 της 3/7/2002, όπως και της Κυπριακής Νομολογίας, με τις πρόνοιες της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ως τέτοια δεν αφορούν σε θέματα ερμηνείας Κοινοτικού Δικαίου έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η παραπομπή τους στο Δ.Ε.Ε. Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει θεσπίσει Νόμο και συγκεκριμένα το Νόμο 153(Ι)/2003 (ο περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής), οι πρόνοιες του οποίου (βλ. άρθρο 16(1)), αναπαράγουν ουσιαστικά τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και διέπουν εθνικά το θέμα. Τις παραθέτω:
"16.-(1) Κάθε σχέδιο ή έργο το οποίο δεν υπόκειται σε πολεοδομική άδεια και το οποίο δεν είναι άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση περιοχής που εμπίπτει σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά δύναται να την επηρεάζει, καθεαυτό ή από κοινού με άλλο σχέδιο ή έργο, υπόκειται από την περιβαλλοντική αρχή σε περιβαλλοντική εκτίμηση, αν είναι σχέδιο, και περιβαλλοντική έγκριση, αν είναι έργο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2001."
Επίσης, εκείνο που στην ουσία επιδιώκεται με την παραπομπή των προτεινόμενων ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., είναι η διάγνωση ότι επί της συγκεκριμένης περιουσίας των αιτητών έχει επιβληθεί ολοκληρωτικός περιορισμός ανάπτυξης, θέση η οποία όμως αμφισβητείται από την άλλη πλευρά και η οποία αν γίνει τελικά δεκτή, ενδεχομένως να ανοίξει για τους αιτητές το δρόμο για αποζημιώσεις, κάτι που είναι εντελώς έξω από την εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 267, πρώην 234.
Επανερχόμενος στο υποβληθέν για δεύτερη φορά αίτημα της αιτήτριας για παραπομπή των πιο πάνω προδικαστικών ερωτημάτων, υπενθυμίζω την επισήμανση μου ότι το συγκεκριμένο αίτημα υποβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο, γεγονός που δικαιολογεί την απόρριψη του χωρίς να εξεταστεί η ουσία του. Το αίτημα όμως θα το απέρριπτα και γιατί όλοι οι πιο πάνω λόγοι για τους οποίους το προηγούμενο παρόμοιο αίτημα της αιτήτριας είχε με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 13/1/2011 απορριφθεί, εξακολουθούν να υφίστανται.
Ως εκ των πιο πάνω, το παρόν αίτημα για παραπομπή των πιο πάνω προδικαστικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε. για σκοπούς γνωμοδότησης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Στρέφομαι τώρα στην ουσία της προσφυγής και στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Κατ' αρχάς μελετώντας τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και εφόσον στην περίπτωση της προτεινόμενης ανάπτυξης εύλογα προκύπτει θέμα ειδικού περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος της περιοχής, τίθεται θέμα εφαρμογής της υποπαραγράφου 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος. Ωστόσο, προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο για το αν η επίδικη απόφαση, που αφορούσε μια μεμονωμένη κατοικία σε ένα τεμάχιο έκτασης 1.304.569 τ.μ., επέβαλλε τον αναγκαίο και/ή εύλογο περιορισμό στην περιουσία της αιτήτριας προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και κατά συνέπεια αν δικαιολογείται ως νόμιμος περιορισμός ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 23.3 του Συντάγματος, θα πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω τα εγειρόμενα θέματα της αναλογικότητας, της δέουσας έρευνας και της αιτιολογίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το τεμάχιο της αιτήτριας εμπίπτει στην Πολεοδομική Ζώνη Δα1, σύμφωνα με την οποία ο οικοδομικός συντελεστής είναι 0.005:1 και τα κτίρια μονώροφα μέχρι ύψος 5μ. Η αιτούμενη ανάπτυξη απέκλινε μόνο ως προς τους ορόφους, εφόσον ήταν μερικώς διώροφη (6μ.) παρόλο που ήταν εντός των ορίων του δομήσιμου εμβαδού (400 τ.μ.). Όμως αυτή η πτυχή της κατά παρέκκλιση αιτούμενης ανάπτυξης, αν και εξετάστηκε ως λόγος απόρριψης της αίτησης για παρέκκλιση, δεν αποτέλεσε τελικά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε από το Συμβούλιο Παρεκκλίσεων, ούτε από το Υπουργικό Συμβούλιο και γι' αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.
Ο λόγος της κατά παρέκκλιση εξέτασης της αίτησης και της τελικής απόρριψης της έγκειται αποκλειστικά στο ιδιαίτερου οικολογικού και ευαίσθητου περιβαλλοντικού χαρακτήρα καθεστώτος του τεμαχίου, όπως διέπεται νομικά από:
· Το Διάταγμα Διατήρησης (Κ.Δ.Π. 114/89) που δεν επέτρεπε καμία μετατροπή ή εκτέλεση οικοδομικής εργασίας, εκτός μόνο ύστερα από συναίνεση του Υπουργού Εσωτερικών. Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων κατέθεσε εκ μέρους του Υπουργείου Εσωτερικών αρνητική εισήγηση αναφορικά με την επίδικη αίτηση.
· Τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης την οποία η αιτούμενη οικία κρίθηκε ότι επηρεάζει ουσιωδώς (Κανονισμός 19(2) Κ.Δ.Π. 309/99)[2].
· Την Πολιτική 7(Δ) της Δήλωσης Πολιτικής που εφαρμόζεται σε «Ακτή ή Περιοχή Προστασίας της Φύσης» βάσει των προνοιών της οποίας «.. απαιτείται απόλυτη προστασία και δεν επιτρέπεται ανάπτυξη. Ακόμα και παραδοσιακές εργασίες..»
· Τις επικαλούμενες από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων πρόνοιες της παρ. 1.8.(γ)[3] του Κεφ. 1 και του 2.1(ζ)[4] του Κεφ. 2 και 9(Γ)(3)(β)[5] της πιο πάνω Δήλωσης.
Το προαναφερόμενο νομικό υπόβαθρο ήταν πολύ περιοριστικό για οποιαδήποτε οικοδομική ανάπτυξη στο κτήμα της αιτήτριας, παρέχοντας ικανοποιητικό έρεισμα στην απόρριψη κάθε πολεοδομικής αίτησης, έστω και αν αυτή αφορούσε σε μια μεμονωμένη κατοικία. Η αιτιολογία που δόθηκε στην αιτήτρια όπως συμπληρώνεται από την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής ως γνωμοδοτικού οργάνου και την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, κρίνεται επαρκής.
Η αιτήτρια εγείρει επίσης ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, εφόσον από τη μια το κτήμα της βάσει της πολεοδομικής ζώνης στην οποία ανήκει έχει κάποιο δομήσιμο εμβαδόν, από την άλλη, διέπεται από το Διάταγμα Διατήρησης που απαγορεύει οποιαδήποτε οικοδομική εργασία. Στην προκείμενη περίπτωση η πολεοδομική Ζώνη δεν προεξοφλούσε την έγκριση οποιασδήποτε ανάπτυξης που θα εναρμονιζόταν με τις προϋποθέσεις της, αλλά παραλλήλως και πρωταρχικώς εφαρμοζόταν το Διάταγμα Διατήρησης και οι συναφείς γενικές πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης, που δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε οικοδομική ανάπτυξη χωρίς την υπό όρους συναίνεση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία στην παρούσα περίπτωση δεν δόθηκε. Συνεπώς, θεωρώ τη θέση της αιτήτριας περί νομοθετικής σύγκρουσης ή αντίφασης, ανεδαφική και ως τέτοια την απορρίπτω.
Η αιτήτρια επίσης, με αναφορά στην τελευταία απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία επιτρέπει την ανέγερση μονοκατοικιών σε όλα τα χωριά του Aκάμα ακόμα και στην προστατευόμενη περιοχή Natura 2000, κάνει λόγο για άνιση μεταχείριση. Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση, προβάλλει το επιχείρημα ότι πρόκειται για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28/4/2009, δηλαδή μεταγενέστερης του ουσιώδους χρόνου λήψης της επίδικης και συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Ανεξάρτητα τούτου, έχω την άποψη ότι το περιεχόμενο της συγκεκριμένης υπουργικής απόφασης, δεν υποστηρίζει τη θέση της αιτήτριας περί άνισης μεταχείρισης, αφού ρητά διαχωρίζει το κτήμα της αιτήτριας από τα «ακίνητα δυτικά των οικισμών των κοινοτήτων του Ακάμα, εκτός του δικτύου Natura 2000», στα οποία επεκτείνει αποκλειστικά την πολιτική για την ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας.
Επίσης, η αιτήτρια θεωρεί ότι η αιτιολογία που διατυπώθηκε ως προς τη δημιουργία κακού προηγούμενου, με απρόβλεπτες συνέπειες σε περίπτωση χορήγησης άδειας στην ίδια, πάσχει και είναι καταχρηστική, διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο ιδιωτικό κτήμα στην περιοχή με τα χαρακτηριστικά του επίδικου. Η αναφορά σε μια ενιαία διοικητική πρακτική που να μην επιτρέπει οικιστικές αναπτύξεις σε περιοχές που εμπίπτουν σε ειδικές Ζώνες διατήρησης, δεν είναι άστοχη ούτε έξω από το Νόμο, αφού η ίδια η υπερκείμενη νομοθεσία (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ) και ο αντίστοιχος περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της ΄Αγριας Ζωής Νόμος του 2003, Ν.153(Ι)/2003, κάνει λόγο για «κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεδεμένο ή αναγκαίο για την διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθ' εαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια». Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική είναι ενιαία με στόχο την προστασία της συνολικής συνοχής του περιβάλλοντος. Συνεπώς εύλογα οι καθ' ων η αίτηση, προβληματίστηκαν για ενδεχόμενες μελλοντικές αιτήσεις ανάπτυξης που αφορούν σε κτήματα της περιοχής που εμπίπτουν σε ειδικές ζώνες, ανεξάρτητα από το αν έχουν τα χαρακτηριστικά του κτήματος της αιτήτριας ή όχι και ανεξάρτητα από το αν επίσης συμμετέχουν στο Σχέδιο Natura 2000.
Στα πλαίσια προώθησης του λόγου ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ελλείπει οποιαδήποτε επιστημονική μελέτη που να καταδεικνύει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα οικολογικά χαρακτηριστικά του κτήματος της, που καθιστούσαν απαραίτητη τη συμπερίληψη του στο Διάταγμα Διατήρησης. Δεν έγκειται στο Δικαστήριο να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του Διατάγματος Διατήρησης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, αφού αυτή έχει άλλο αντικείμενο, ήτοι στρέφεται εναντίον της απόρριψης αίτησης για συγκεκριμένη πολεοδομική ανάπτυξη. Τοσούτο μάλλον όταν η νομιμότητα αυτού του διατάγματος έχει κριθεί τελεσίδικα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ούτε μπορεί ο ακυρωτικός έλεγχος να επεκταθεί σε θέματα σκοπιμότητας ένταξης της ιδιοκτησίας της αιτήτριας στην «Ακτή και περιοχή προστασίας της φύσης» κατά την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής και να αναθεωρήσει τα ευρήματα της Διοίκησης ως προς τον οικολογικό χαρακτήρα της περιοχής, που έχουν ήδη παγιωθεί με την Κ.Δ.Π. 114/89, εφόσον πρόκειται για ζητήματα τεχνικής κρίσης και εμπειρογνωμοσύνης. (Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 A.A.Δ. 113, Podium Engineering Ltd. v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 430 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79).
Επίσης, ούτε το επιχείρημα της αιτήτριας ότι, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας όφειλε να εξεταστεί, αν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ενέτασσαν κατά τη Δήλωση Πολιτικής το κτήμα της σε Περιοχή Προστασίας της Φύσης ίσχυαν για όλη την έκταση του. Στόχος, σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάπτυξης, ήταν η διατήρηση του περιβάλλοντος της περιοχής ως ενιαίου αδιάσπαστου συνόλου, συνεπώς τέτοια εξειδικευμένη έρευνα ήταν αχρείαστη.
Επίσης η αιτήτρια θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση ισοδυναμεί με αποστέρηση και όχι απλό περιορισμό της ιδιοκτησίας της, χωρίς να διερευνηθεί προηγουμένως αν η προτεινόμενη κατοικία μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τον οικότοπο ή την ειδική Ζώνη Διατήρησης ή αν αποτελεί ήπια χρήση. Γι' αυτούς τους λόγους υποστηρίζει πως δεν συνάδει με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ειδικότερα το άρθρο 6. Η συγκεκριμένη Οδηγία, παρέχει περιθώριο στα κράτη μέλη να ρυθμίσουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, νομοθετικά ή διοικητικά προς υλοποίηση των στόχων της. Τέτοιο δείγμα μερικής εναρμόνισης είναι και ο περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμος, Ν. 153(Ι)/2003, που εφαρμόζεται σε ειδικές ζώνες Διατήρησης και προνοεί στο άρθρο 16(3) τα εξής:
"Κάθε έργο που υπόκειται σε πολεοδομική άδεια, κάθε δημόσιο έργο και κάθε σχέδιο που καθορίζει το πλαίσιο έγκρισής τους, όταν το εν λόγω έργο, δημόσιο έργο ή σχέδιο δεν είναι άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση περιοχής η οποία εμπίπτει σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά δύναται να την επηρεάζει, καθεαυτό ή από κοινού με άλλο έργο, δημόσιο έργο ή σχέδιο, υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2001."
Αξιοσημείωτα είναι επίσης τα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 16, που ορίζουν ότι τέτοιο έργο εγκρίνεται ή σχέδιο υιοθετείται, σε περίπτωση αρνητικής περιβαλλοντικής γνωμάτευσης για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι έχουν σχέση μόνο με την υγεία, τη δημόσια ασφάλεια, τις θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ή για επιτακτικούς λόγους, που σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής, συνιστούν λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος.
Στην προκείμενη περίπτωση, από το ενώπιον μου υλικό δεν δικαιολογείται, κατά την άποψη μου, συμπέρασμα διεξαγωγής ιδιαίτερης μελέτης των περιβαλλοντικών συνεπειών μιας οικίας στην περιοχή. Ωστόσο ζητήθηκε η άποψη του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος η οποία ήταν αρνητική, συνταυτισμένη με την πολεοδομική έκθεση, λαμβάνοντας καθοριστικά υπόψη τους στόχους της οικείας ζώνης διατήρησης.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί από την αιτήτρια κανένας συγκεκριμένος λόγος παραβίασης της Οδηγίας από την επίδικη πολεοδομική απόφαση, ούτε από το προηγηθέν Διάταγμα Διατήρησης που αποτέλεσε το έρεισμα της.
Εξάλλου, η προστασία του περιβάλλοντος συνιστά, σύμφωνα με πάγιες αρχές της νομολογίας μας, δικαίωμα το οποίο, αν και δεν εκπηγάζει αυτοτελώς από το Σύνταγμα, εντούτοις τυγχάνει νομικής προστασίας και κατοχύρωσης. Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητα Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, λέχθηκαν τα εξής:
''Πρέπει να λεχθεί ότι η θέση που ανέπτυξε η πρωτόδικη απόφαση πως το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή, που διακηρύσσει και διασφαλίζει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και που έχει ως πρότυπο το Άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν αμφισβητείται. Επίσης, ότι το δικαίωμα δημιουργεί και το απαραίτητο έννομο συμφέρον για την προσβολή απόφασης που καταπονεί το περιβάλλον που συναρτάται στο προκείμενο με την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Υπό τον όρο φυσικά πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος. Βρίσκεται επίσης έξω από κάθε αμφισβήτηση η κρίση ότι το δικαίωμα δεν είναι μόνο ατομικό αλλά και συλλογικό.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει εδώ ευρύτερα, πως το περιβάλλον θεωρείται πια και αντιμετωπίζεται σαν παγκόσμιο κοινωνικό αγαθό που χρήζει νομικής προστασίας. Σε διεθνές επίπεδο δεν είναι λίγες οι διακρατικές συμφωνίες που ρυθμίζουν περιβαλλοντικά προβλήματα ιδιαίτερα μεταξύ γειτονικών χωρών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα από τα κύρια λίκνα του δικαίου του περιβάλλοντος. Με πολλές οδηγίες της έχει εισάξει σε διάφορους τομείς ανάπτυξης όχι μόνο οικονομικά αλλά και περιβαλλοντικά κριτήρια.''
Επίσης, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημήτρη Δημητριάδη (πιο πάνω), λέχθηκαν και τα εξής σχετικά με την ανάπτυξη και διατήρηση του περιβάλλοντος και την ανάγκη για ενδελεχή διερεύνηση των γεγονότων στα πλαίσια των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις που θίγουν το περιβάλλον:
"Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο."
Χρήσιμη επίσης αναφορά μπορεί να γίνει και στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 και Κυνηγού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 472.
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν έχει αποστερηθεί της περιουσίας της. Η πολεοδομική ζώνη η οποία καλύπτει το συγκεκριμένο κτήμα παρέμεινε αναλλοίωτη και η αιτήτρια διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία της για κάθε σκοπό, που με βάση την υφιστάμενη μετά το Διάταγμα Διατήρησης κατάσταση έχει διαμορφωθεί . Η όποια προτεινόμενη ανάπτυξη η οποία θα συνεπάγεται την τέλεση απαγορευμένης πράξης που αφορά στο προστατευόμενο περιβάλλον είναι ζήτημα που τυγχάνει εξέτασης, όταν και εφόσον ζητηθεί η παροχή συναίνεσης του Υπουργού.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
[1] Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.
[2](2) Δε χορηγείται πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για ανάπτυξη, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που η ανάπτυξη επηρεάζει, κατά την κρίση του Συμβουλίου, τη γενική στρατηγική ανάπτυξης του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης ουσιωδώς, το Συμβούλιο εισηγείται την απόρριψη της αίτησης και ενημερώνει το Πολεοδομικό Συμβούλιο με τα πορίσματα της μελέτης της αίτησης. Το Πολεοδομικό Συμβούλιο κρίνει αναφορικά με την ανάγκη τροποποίησης του Σχεδίου, σύμφωνα με τις καθορισμένες διαδικασίες.
[3] «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ»
1.8 Η Δήλωση Πολιτικής έχει, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους στρατηγικούς στόχους.
(γ) Την προστασία, διατήρηση, αναβάθμιση και προβολή του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος ως ενιαίου συνόλου.
[4] «ΣΤΟΧΟΙ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ»
2.1 Η πολιτική για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου, όπως αυτή διαγράφεται στην παρούσα Δήλωση Πολιτικής, διαμορφώθηκε με βάση τους ακόλουθους στόχους.
(ζ) Την προστασία περιοχών ειδικού φυσικού, πολιτιστικού, επιστημονικού ή οικολογικού ενδιαφέροντος ή ειδικής αξίας, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας και ελκυστικότητας του τοπίου τους.
[5] 9(Γ)(3)(β) Σε περιοχή που καθορίσθηκε ως «Ακτή ή Περιοχή Προστασίας της Φύσης» ή ως «Προστατευόμενο Τοπίο δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας.