ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                      (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.709/2012)

 

19 Σεπτεμβρίου, 2013

[Π. ΠΑΝΑΓΗ,Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΖΩΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Αιτήτρια

-ΚΑΙ-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

                                                  Καθ' ων η αίτηση

--------------------------

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.

Ευγενία Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η αιτήτρια η οποία είναι ράπτρια, στις 27.3.2003 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του θεράποντα ψυχίατρου της σύμφωνα με την οποία ήταν ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματος της λόγω υποτροπιάζουσας σχιζοθυμικής ψύχωσης. Στις 24.4.2003, η αιτήτρια εξετάστηκε από Ψυχιατρικό Ιατροσυμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ανίκανη για εργασία για ένα έτος.  Εξετάστηκε εκ νέου από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 9.3.2006 το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ανίκανη για εργασία για δύο χρόνια.  Σε μεταγενέστερη όμως εξέταση της αιτήτριας, στις 22.2.2012, το Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι είναι ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της, αφού δεν παρουσίαζε συμπτώματα οξείας μορφής, σημειώνοντας παράλληλα πως η αιτήτρια «ομολογεί ότι στο παρόν στάδιο είναι σταθερή η όλη  κατάσταση και ότι ήθελε να εργασθεί». Υιοθετώντας την γνωμάτευση αυτή, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισε τον τερματισμό της παροχής σύνταξης ανικανότητας στην αιτήτρια από 1.3.2012.  Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την εν λόγω απόφαση με επιστολή ημερομηνίας 29.3.2012. 

 

Με την παρούσα προσφυγή, την οποία η αιτήτρια καταχώρησε προσωπικά χειρογράφως, προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης  του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ισχυριζόμενη ότι αυτή έχει ληφθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Στην γραπτή της αγόρευση αποδίδει στους καθ' ων η αίτηση και αλλότρια κίνητρα προβάλλοντας πως η σύνταξη της τερματίστηκε στα πλαίσια προσπάθειας του Κράτους να εξοικονομήσει χρήματα.

 

Από την άλλη, οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, αντιτάσσοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Ιατρικό Συμβούλιο διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα, καταλήγοντας στα συμπεράσματα και ευρήματα που απορρέουν από τα περιστατικά της υπόθεσης και αιτιολογημένα έκρινε ότι η αιτήτρια είναι ικανή για εργασία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 40(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων 2010 (Ν.59(Ι)/2010  «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλισή του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η ιατρική έκθεση του Συμβουλίου ημερ. 22.2.2012 καταγράφει το ιατρικό, κοινωνικό και επαγγελματικό ιστορικό της αιτήτριας, την τελευταία της φαρμακευτική αγωγή και την τελευταία απασχόληση της. Στο μέρος της έκθεσης που καταγράφονται οι «Σημερινές πρωτεύουσες ενοχλήσεις» αναφέρεται  η ευερεθιστότητα, ενώ αναφορά στο σύμπτωμα αυτό γίνεται και στο μέρος της έκθεσης όπου καταγράφονται και τα υπόλοιπα ευρήματα των ιατρών ειδικότητας που απάρτιζαν το εν λόγω ιατροσυμβούλιο μαζί με τις ακόλουθες επισημάνσεις:  «Δεν παρουσιάζει συμπτώματα οξείας μορφής, ομολογεί ότι στο παρόν στάδιο είναι σταθερή η ψ. κατάσταση και ότι θα ήθελε να εργασθεί.»

 

Το Ιατροσυμβούλιο είχε ενώπιον του το διοικητικό φάκελο, εντός του οποίου υπήρχαν όλες οι προηγούμενες εξετάσεις της αιτήτριας.  Ανάμεσα σε αυτές είναι και η έκθεση της ψυχιάτρου Δρ. Λουίζας Βερεσιέ ημερομηνίας 17.11.2011, η οποία βεβαιώνει ότι η αιτήτρια είναι υπό την ιατρική παρακολούθηση της ως ασθενής των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας από το 2000, καταγράφει την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει και παρατηρεί, ιδιαίτερα σε σχέση με την δυνατότητα της αιτήτριας να ασχοληθεί έχοντας υπόψη την κατάσταση της υγείας της, ότι «λόγω της φύσης της κατάστασης της, την κρισιμότατα και την πορεία της πάθησης της δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε εργασιακά καθήκοντα στην παρούσα φάση».  Επίσης αναφέρει ότι η αιτήτρια είναι ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματος της ράπτριας και στο ερώτημα, στο έντυπο της έκθεσης «Μπορεί κατά τη γνώμη σας ο αιτητής να ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εκτός από το πιο πάνω;» απαντά αρνητικά.  Αρνητικά επίσης απαντά στο στερεότυπο ερώτημα «Προβλέπετε ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του;» με την επισήμανση ότι προβλέπει πως η αιτήτρια θα αναλάβει εργασία σε «1-2 χρόνια».  Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί πως η συγκεκριμένη έκθεση ήταν η πλέον πρόσφατη, αφού συντάχθηκε τρεις μόλις μήνες πριν από την έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου στη βάση της οποίας τερματίστηκε η σύνταξη ανικανότητας της αιτήτριας.

 

Έχει νομολογηθεί και κατ' επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί του ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου (Βλ. Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.220). Στην αξιολόγηση δε ιατρικών πιστοποιητικών/εκθέσεων σε υποθέσεις όπως την παρούσα, που οι ιατρικές εκθέσεις του θεράποντος ιατρού και του Ιατρικού Συμβουλίου βρίσκονται σε διάσταση ως προς τα συμπεράσματα τους, θα πρέπει να δίνεται ειδική αιτιολογία για παράκαμψη αντιφατικών στοιχείων του φακέλου (Βλ. Υπόθ. Αρ.688/2008 Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, ημερ.28.2.2011).  Απολύτως σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Υπόθεση Αρ. 415/2006 Κάτια Παπαδοπούλου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 7.5.2007:

«Από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν προκύπτει αν λήφθηκε υπόψη η έκθεση του θεράποντος γιατρού της αιτήτριας Α. Κυθραιώτη, ο οποίος διέγνωσε ότι η αιτήτρια δεν ήταν ικανή για πλήρη απασχόληση και ότι είχε μειωμένη αντοχή στην κόπωση, όπως επίσης και το πιστοποιητικό του Ορθοπεδικού - Χειρούργου Α. Τάνου, το οποίο κατέληγε στο πόρισμα ότι τα καρδιακά προβλήματα της αιτήτριας που δεν επέτρεπαν εντατική φυσικοθεραπεία και τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων επιδείνωναν τη συμπτωματολογία της αιτήτριας. Η λεπτομερής καταγραφή της καρδιολογικής κατάστασης της αιτήτριας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο, επίσης δεν σχολιάστηκε, παρόλο που η εξετάστρια απαιτήσεων καλώντας την αιτήτρια για εξέταση είχε ζητήσει να παρουσιαστούν στο Ιατρικό Συμβούλιο την προκαθορισμένη μέρα πρόσφατες ακτινογραφίες, εκθέσεις εργαστηριακών εξετάσεων και ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία δεν είχαν υποβληθεί ως τότε. Τα κενά και οι ασάφειες που έχουν επισημανθεί δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας και της ορθότητας της διαπίστωσης του Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αιτήτρια είναι ικανή για την άσκηση του επαγγέλματός της (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 805/97, ημερ. 16/7/1997)».

 

Το Ιατρικό Συμβούλιο στην προκείμενη περίπτωση κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αιτήτρια ήταν ικανή για εργασία σε πλήρη αντίθεση με τη γνώμη της θεράποντος ιατρού της, η οποία διαπίστωσε ακριβώς το αντίθετο, χωρίς όμως να δίδονται οι αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις που να αιτιολογούν την παράκαμψη της σύστασης της τελευταίας.  Περαιτέρω, από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου  δεν φαίνεται κατά πόσο η έκθεση της θεράποντος ιατρού λήφθηκε υπόψη αφού καμία αναφορά ή σχολιασμός δεν γίνεται σε σχέση με αυτή.  Η απλή δε αναφορά στις κλινικές εξετάσεις και διαπιστώσεις του Ιατρικού Συμβουλίου, δεν μπορούν να ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομολογίας για σαφή και επαρκή αιτιολογία.

 

 Με βάση τα πιο πάνω διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, γιατί δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η μη επαρκής αιτιολογία δημιουργεί και αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας.

 

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία να καταβάλει τα πραγματικά έξοδα της Αιτήτριας, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. 

 

 

 

 

                                                  Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο