ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.627/11)
25 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 23 και 146 του Συντάγματος
ROSA RAHMANI
Αιτήτρια,
-και -
Γενικού Εισαγγελέα και/ή μέσω
Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Γ.Καλλή, (κα.), για την αιτήτρια
Β.Καρλεττίδου, (κα.), για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με την οποία απερρίφθη το αίτημα της για παραχώρηση ασύλου.
Η αιτήτρια καταγόμενη από το Ιράν, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 30 Ιουλίου 2003.
Στις 23 Νοεμβρίου 2009 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση ασύλου. Κλήθηκε, για σκοπούς συνέντευξης, στις 15 Μαρτίου 2010 και ο Λειτουργός που είχε διενεργήσει τη συνέντευξη, εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως, λαμβανομένου υπόψη, ότι, κατά την εισήγηση του, η περίπτωση της αιτήτριας δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000), («ο Νόμος»). Η εισήγηση ήταν, περαιτέρω ότι, η αιτήτρια δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως ικανή για συμπληρωματική προστασία, ούτε επίσης συνέτρεχαν ανθρωπιστικοί λόγοι για την παραχώρηση αδείας παραμονής. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή και ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την αίτηση στις 13 Σεπτεμβρίου 2010.
Μετά τη γνωστοποίηση της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρισε στις 6 Οκτωβρίου 2010 διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Υποβλήθηκε προς τούτο σχετική έκθεση και τελικώς η Αρχή, με απόφαση της ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2011, απέρριψε τη σχετική διοικητική προσφυγή επικυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας ότι, η απόφαση πάσχει, λόγω του ότι λήφθηκε από ένα μόνο μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Δυνάμει των προνοιών του άρθρου 28Ε(3) του Νόμου κάθε μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής δικαιούται να ασκεί τις αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής, από μόνο του. Η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στις κατηγορίες των υποθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 28Ε(3) σε συνδυασμό με τις παραγράφους (4) και (5) του ιδίου άρθρου, όπου η διοικητική προσφυγή θα πρέπει να εξεταστεί σε Ολομέλεια.
Στην υπόθεση Αydin v. Δημοκρατίας 2006 3 Α.Α.Δ. 578, στην οποία εξετάστηκε ανάλογο θέμα αναφέρονται τα εξής:
«Το παράπονο του αιτητή ότι η ιεραρχική του προσφυγή εξετάστηκε από ένα μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αντί από την Ολομέλεια, δεν είναι βάσιμο. Η ιεραρχική προσφυγή εξετάζεται από ένα μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 28Ε(3) του νόμου εφόσον δεν συντρέχουν, όπως δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση του αιτητή, οι προϋποθέσεις του άρθρου 28Ε(4) για εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής από την Ολομέλεια.»
Προβλήθηκε επίσης από την αιτήτρια ότι, το συγκεκριμένο μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής, που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα προσόντα για το σκοπό αυτό. Η ίδρυση και ο διορισμός των μελών της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων διέπονται από το άρθρο 28 και 28Α του Νόμου. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής πρέπει να είναι πρόσωπα ανωτάτου ηθικού και επαγγελματικού επιπέδου με πείρα στα θέματα διεθνούς προστασίας προσφύγων και ασύλου, προσδιορίζοντας περαιτέρω ότι ο Πρόεδρος και ένα Μέλος θα πρέπει να είναι νομομαθείς. Τα όσα προβλήθηκαν από την αιτήτρια θεωρώ ότι δεν ευσταθούν, πέραν από τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται το παράπονο, από τα παραρτήματα που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο στης αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση, το Μέλος που εξέδωσε την απόφαση είναι δικηγόρος, συνεπώς πληρούσε τις προϋποθέσεις που τίθενται στη συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου.
Οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως επικεντρώνονται στην απουσία δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας. Είμαι της γνώμης ότι ούτε αυτοί οι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι. Καταδεικνύεται από την έκθεση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και του Λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής ότι προέβηκαν σε ενδελεχή έρευνα.
Η αιτήτρια θεωρήθηκε αναξιόπιστη και ως εκ τούτου κρίθηκε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή της, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της. Τούτο, συνάδει με το σύνολο των στοιχείων τα οποία παρατίθενται στη συγκεκριμένη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, συνεπώς, ορθώς, κατά την άποψη μου, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε την ύπαρξη φόβου.
Υπήρχε αναφορά από την ευπαίδευτη συνήγορο ότι η αιτήτρια έφυγε από τη χώρα της γιατί είχε σκοπό να ασπαστεί το χριστιανισμό και να βαφτιστεί, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να πράξει, ζώντας στο Ιράν. Οι δε συνέπειες που θα υποστεί η αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της, επικεντρώνονται στο γεγονός ότι θα απολέσει το παιδί της και θα συλληφθεί γιατί ζήτησε και πήρε διαζύγιο από το σύζυγο της σε άλλη χώρα. Οι καθ΄ων η αίτηση εξέτασαν, όπως φαίνεται στο παράρτημα 7 της ενστάσεως, το θέμα των μουσουλμάνων που ασπάστηκαν το χριστιανισμό και έκριναν ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Εξετάστηκαν επίσης ο ισχυρισμός ότι θα της έπαιρναν το παιδί, αφού ο σύζυγος δεν υπέγραψε για το διαζύγιο και κρίθηκε ότι αυτό δεν ευσταθούσε, από τη στιγμή που, ο εν λόγω σύζυγος της αιτήτριας συναίνεσε στην έκδοση διαζυγίου στην Κύπρο και υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες ότι δεν θα συναινούσε για την έκδοση διαζυγίου και στη χώρα του.
Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι η νομιμότητα της, και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 376, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου ούτε προχωρά σε επανεκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. (Βλ. επίσης Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).
Με γνώμονα την εκτενή παράθεση του σκεπτικού, που οδήγησαν τον αρμόδιο Λειτουργό Ασύλου να καταγράψει τους λόγους που κλόνισαν την αξιοπιστία της αιτήτριας και υιοθετήθηκαν από την Αναθεωρητική Αρχή, είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιητικοί έτσι ώστε να μη τεκμηριώνεται ο λόγος που πρόβαλε η αιτήτρια ότι υπήρξε πλημμελής έρευνα
Το τελευταίο θέμα που ηγέρθη από την αιτήτρια σχετιζόταν με την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, όπως το πρόβαλε η ευπαίδευτη συνήγορος, και έχει σχέση με τη μη κλήτευση της αιτήτριας, κατά το στάδιο της ακρόασης της προσφυγής, ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ούτε αυτό το επιχείρημα έχει έρεισμα και υιοθετώ το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Aydin, που δίδει την απάντηση.
«Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν είχε υποχρέωση να καλέσει τον αιτητή να εμφανιστεί και ακουστεί κατά την εξέταση της διοικητικής του προσφυγής. Η διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων διέπεται από το άρθρο 28Ζ των περί Προσφύγων Νόμων. Το άρθρο αυτό παρέχει στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διακριτική ευχέρεια να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία σε περίπτωση που το κρίνει σκόπιμο. Στην περίπτωση του αιτητή δεν υπάρχει ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας οτιδήποτε που να δείχνει ότι υπήρξε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Η επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου από πλευράς του αιτητή, δεν ενισχύει τη θέση του γιατί οι γενικές αρχές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα.»
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή θεωρείται αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.