ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 5944/2013
26 Σεπτεμβρίου, 2013
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΛΙΚΙΔΗΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
.........
Αίτηση ημερ. 5/9/13
Π. Ελευθερίου για Αλ. Αλεξάνδρου, για τον αιτητή
Καμιά εμφανιση, για τους καθ' ων η αίτηση
........
ΑΠΟΦΑΣΗ
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο αιτητής, με προσφυγή που καταχώρησε την 5/9/13 προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 16/8/13 με την οποία «λόγω καταδίκης του αιτητή σε φυλάκιση και επειδή κρίθηκε ότι εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας» εξεδόθησαν διατάγματα κράτησης/απέλασης του αιτητή στην Ελλάδα. Προσβάλλει την άνω απόφαση ως «άκυρη, παράνομη, καταχρηστική, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και ως ληφθείσα καθ' υπέρβαση και/ή καθόλου δικαιοδοσία και ως αποτέλεσμα πλάνης περί τα γεγονότα και κακής εφαρμογής του νόμου και/ή ερμηνείας και/ή ως πλήρως αναιτιολόγητης».
Παράλληλα την ίδια ημέρα καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:
Α. Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η κράτηση του στα Αστυνομικά κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών και/ή αλλού και/ή στην Μενόγια που κρατείται σήμερα.
Β. Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η απέλαση του μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωσης της με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγής.
Γ. Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 16.8.2013 ή προγενέστερα που εκδόθηκαν εναντίον του από τον Υπουργό Εσωτερικών και/ή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή άλλου εντεταλμένου οργάνου.
Δ. Προσωρινό διάταγμα το οποίο να διατάσσει τους καθ' ων η αίτηση να αφήσουν αμέσως ελεύθερο τον αιτητή.
Με οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε σ' αμφότερους των καθ' ων η αίτηση πλην όμως αυτοί επέλεξαν να μην εμφανισθούν κατά την ακρόαση της αίτησης.
Η θεραπεία υπό (Δ) απεσύρθη κατά το στάδιο της ακρόασης και συνεπώς δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το δικαστήριο.
Το πραγματικό υπόβαθρο επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση αποκαλύπτεται σε ένορκη δήλωση του πατέρα του αιτητή ημερ. 5/9/13.
Σε αυτή μεταξύ άλλων προβάλλεται ότι ο αιτητής είναι Έλληνας υπήκοος, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1999 μαζί με την οικογένεια του (γονείς του). Το 2006 καταδικάστηκε για διάρρηξη σε 18 μήνες φυλάκιση και ακολούθως απελάθη. Επανήλθε στην Κύπρο το 2008, λόγω του ότι δεν έχει συγγενείς στην Ελλάδα και το 2009 καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση ως απαγορευμένος μετανάστης. Μετά την αποφυλάκιση του, κατόπιν διαβημάτων του, αφαιρέθηκε το όνομα του από τον κατάλογο προσώπων που απαγορεύεται η είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανεκλήθη η απόφαση που κηρυσσόταν απαγορευμένος μετανάστης και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο αιτητής το 2011 καταδικάστηκε εκ νέου σε φυλάκιση δύο ετών για διάπραξη διαφόρων αδικημάτων. Μετά την αποφυλάκιση του, τέλος Απριλίου 2013, κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές καθ' ότι ως πληροφορήθηκε εκκρεμούσαν εναντίον του διατάγματα φυλάκισης για χρηματικές ποινές. Παρά τον διακανονισμό που επιτεύχθηκε με το Γενικό Εισαγγελέα γι' αναστολή των διαταγμάτων, η κράτηση του συνεχίστηκε. Στις 18/6/13 πληροφορήθηκε ο δικηγόρος του από τον Διευθυντή Φυλακών ότι ο αιτητής θ' απελαθεί στην Ελλάδα. Επιστολή του δικηγόρου στον Υπουργό Εσωτερικών με αίτημα την ανάκληση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης παρέμεινε χωρίς απάντηση. Νέα επιστολή του δικηγόρου του προς τον άνω Υπουργό την 28/6/13 είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 22/7/13 ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του προς το Διευθυντή Φυλακών ζητούσε να πληροφορηθεί το λόγο κράτησης του. Την ίδια ημέρα γνωστοποιήθηκε στον αιτητή διάταγμα απέλασης του ημερ 25/4/13 χωρίς οιανδήποτε σχετική έρευνα. Αμέσως στις 30/7/13 ο αιτητής καταχώρησε την υπ' αρ. 5823/13 προσφυγή με την οποία ζητούσε την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του και ταυτόχρονα καταχώρησε μονομερή αίτηση για αναστολή τους.
Με οδηγίες του δικαστηρίου επιδόθηκε η μονομερή αίτηση και στις 19/8/13 οι καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν το δικαστήριο ότι τα διατάγματα ημερ. 25/4/13 (άνω) ακυρώθηκαν και ότι στις 16/8/13 εξεδόθησαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του. Ως αποτέλεσμα η ως άνω μονομερή αίτηση απεσύρθη.
Σύμφωνα με τον ομνύοντα τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή ημερ. 16/8/13 εξεδόθησαν καταχρηστικά και χωρίς έρευνα προκειμένου να διορθώσουν το κείμενο των προηγούμενων διαταγμάτων και δώσουν σ' αυτά εγκυρότητα.
Προβάλλεται επίσης η καλή οικονομική κατάσταση των γονέων του αιτητή οι οποίοι δύνανται να καλύψουν τα έξοδα του και ότι εξευρέθη εργασία γιαυτόν σε «φιλική οικογενειακή επιχείρηση». Αντίθετα εάν ενεργοποιηθούν τα διατάγματα, ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά διότι στην Ελλάδα θ' αντιμετωπίσει πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης καθ' ότι δεν έχει κανένα δεσμό ή συγγενή στη χώρα αυτή. Η οικογένεια του και οι συγγενείς του ζουν μόνιμα στην Κύπρο. Περαιτέρω λόγω του ότι χρήζει συνεχούς ιατρικής παρακολούθησης και θεραπείας, έχει ηπατίτιδα Β, η τυχόν απέλαση του θα θέσει σε κίνδυνο την ζωή του και θα προκαλέσει σ' αυτόν ανεπανόρθωτη ψυχική και σωματική βλάβη.
Τέλος είναι η θέση του ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία καθ' ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα εξεδόθησαν κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, εξεδόθησαν καταχρηστικά κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, κατά παράβαση των δικαιωμάτων του πολίτη της Ένωσης και Μελών των Οικογενειών τους να διαμένουν και Κυκλοφορούν ελεύθερα στη Δημοκρατία (Ν. 7(1)/07), δεν πληροφορήθηκε ο αιτητής σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/72) ότι κηρύχθηκε σε απαγορευμένο μετανάστη, εξεδόθη κατά παράβαση του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου και άρθρο 7 αυτής, την Διακήρυξη της Βιέννης και Τελική Πράξη της Παγκόσμιας Διάσκεψης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και άλλα.
Οι αρχές που διέπουν την εξέταση προσωρινού διατάγματος στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχουν κατ' επανάληψη εξηγηθεί σε αποφάσεις της Ολομέλειας μεταξύ των οποίων είναι η Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, όπου λέχθηκαν τ' ακόλουθα:
« Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.»
Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, 36 λέχθηκαν:
«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»
Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα επί του οποίου δύναται να εδραιωθεί αίτημα της φύσεως υπό εξέταση και που είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση του διατάγματος, η πλούσια νομολογία υπαγορεύει ότι απαιτείται από τον αιτητή η απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η αναγκαία μαρτυρία προς τούτο θα πρέπει να εισηγείται και να αποδεικνύει ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν μπορεί να τύχει αποκατάστασης με τις θεραπείες που θα χορηγηθούν με την επιτυχία της προσφυγής του ή ακόμη με άλλο τρόπο. Η πρόκληση χρηματικής ζημιάς είναι κατά κανόνα μη υπολογίσιμος παράγοντας εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της είναι αδύνατος. Επίσης όπου η έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης, το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την έκδοση του (βλ. Μαρκουλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).
Σύμφωνα με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 16/8/13 ο αιτητής θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης από την Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης λόγω καταδικών του σε φυλάκιση και προηγούμενης απέλασης του αντίστοιχα και αποφασίστηκε η απέλαση του από τη Δημοκρατία ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης και περαιτέρω καθ' ότι κρίθηκε ότι η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ήτοι τη διατήρηση της δημόσιας και έννομης τάξης της Δημοκρατίας καθώς και γιατί διαπιστώθηκε ότι με βάση το άρθρο 27(2) του Ν. 7(1)/07 δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις παραμονής στη Δημοκρατία είτε ως εργαζόμενος είτε ως διαθέτων επαρκείς πόρους συντήρησης.
Η νομική εξουσιοδότηση των πιο πάνω σύμφωνα με το ίδιο το διάταγμα είναι το άρθρο 6(ι)(δ)(θ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε και άρθρα 27(2) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, Ν. 7(Ι)/2007.
Το άρθρο 35 του Ν. 7(Ι)/2007 αναφέρει:
«35(Ι) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29,30,31.»
Τα άρθρα 29 και 30 προβλέπουν:
«29(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.
(3) (α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:
Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.
(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δυο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:
Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.
30.(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών τυ με τη χώρα καταγωγής του.
(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολιτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.
(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά:
(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία, ή
(β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ης Νοεμβρίου 1989, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.»
Από το λιτό λεκτικό του διατάγματος ημερ. 16/8/13 φαίνεται ξεκάθαρα ότι αποφασίστηκε η απέλαση του αιτητή «ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης» και «καθότι κρίθηκε ότι η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ήτοι τη διατήρηση της δημόσιας και έννομης τάξης της Δημοκρατίας ..»
Σύμφωνα με το εδάφιο 3(β) του άρθρου 29 του Ν. 7(Ι)/2007, προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη μέτρων εναντίον ευρωπαίου πολίτη, όπως ο αιτητής. Περαιτέρω κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας (εδάφιο 3(α)) πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε με μαρτυρία ότι ο αιτητής είναι 28 ετών περίπου και από το 1999 διαμένει μόνιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία μαζί με την οικογένεια του εξαιρουμένων δυο ετών μεταξύ 2006-2008 ότε απελάθη και πάλιν. Είναι ασθενής με ηπατίτιδα Β. Η οικογένεια του τον συντηρεί οικονομικά και περαιτέρω εξευρέθη εργασία γι' αυτόν. Στην Ελλάδα όπου απελαύνεται δεν έχει κανένα συγγενή. Όλοι οι συγγενείς και οικογένεια του διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο για σειρά ετών. Οι καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με την άνω μαρτυρία, δεν προχώρησαν σ' έρευνα των πιο πάνω με τον αιτητή, οικογένεια και δικηγόρο του.
Όπως προαναφέρθηκε οι καθ' ων η αίτηση αν και τους επιδόθηκε η αίτηση επέλεξαν να μη παρουσιασθούν και συνεπώς δεν αμφισβήθησαν τα πιο πάνω τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 30(ι) του Ν. 7(Ι)/2007, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη υπό της αρμόδιας αρχής προτού λάβει απόφαση απέλασης του αιτητή.
Η μη τήρηση από τους καθ' ων η αίτηση των όσων αναφέρονται στο άρθρο 30 του Ν. 7(Ι)/2007 στέρησε απ' αυτούς τη δυνατότητα διαπίστωσης ότι αυτός είχε ανεύρει εργασία και συνεπώς θα μπορούσε βάσει των άρθρων 9(ι)(α) και 27(2) του άνω Νόμου να παραμείνει στη Δημοκρατία ως πολίτης της Ένωσης.
Το άρθρο 9(1(α) προβλέπει:
«9(1) Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εφόσον -
(α) Είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη Δημοκρατία.»
Το άρθρο 27(2) προβλέπει:
«27(1) ..........................
................................
................................
(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:
Νοείται ότι, ο έλεγχος αυτός δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.»
Η παρανομία είναι έκδηλη στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και συνεπώς η αίτηση θα πρέπει να επιτύχει.
Η αναστολή απέλασης του αιτητή αυτόματα συμπαρασύρει και το διάταγμα κράτησης του το οποίο στηρίζεται στο διάταγμα απέλασης του. Να σημειωθεί ότι το διάταγμα κράτησης, τεκμ. 1, στην ένορκη δήλωση ημερ. 5/9/13, φέρει ημερ. 26/4/13 και όχι 16/8/13 ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση παραγρ. 11.
Η αίτηση εγκρίνεται ως το αιτητικό (Α), (Β) και (Γ). Καμιά διαταγή για έξοδα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ