ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 532/2013)
2 Σεπτεμβρίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΟΜΗΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
Αιτητής προσωπικά.
Τζένη Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η σύζυγος του αιτητή, ως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του, με επιστολή της ημερ. 21.8.2012 ζήτησε από τους καθ' ων η αίτηση την αναδρομική απόδοση στον αιτητή, από το 2001, αναπηρικού επιδόματος. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν απαντήσει μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 22.3.2013.
Η παρούσα προσφυγή, την οποία χειρίστηκε προσωπικά η σύζυγος του αιτητή, στρέφεται εναντίον της άρνησης/παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στην πιο πάνω επιστολή, την οποία ο αιτητής θεωρεί ως απορριπτική απόφαση βάσει του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999.
Οι καθ' ων η αίτηση τελικά απάντησαν, αρνητικά, στις 27.9.2013 ένα και πλέον χρόνο μετά την υποβολή του αιτήματος, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία προσκομίσατε, με την υποβολή της αρχική σας αίτησης αλλά και μετέπειτα, στις Υπηρεσίες μας, φαίνεται ότι ο σύζυγος σας έπασχε από διάφορες ασθένειες οι οποίες τον καθιστούσαν ανίκανο για εργασία, όμως, η κατάσταση της υγείας του κρίθηκε ότι δεν επηρέαζε ουσιωδώς τη λειτουργικότητα και τη φυσιολογική καθημερινή δραστηριοποίησή του, γεγονός που του επέτρεπε να έχει μια φυσιολογική ζωή, ως προς την κινητικότητα και ικανότητα για αυτοεξυπηρέτηση.
Παρά το γεγονός ότι κρίθηκε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ανίκανος για εργασία με ποσοστό αναπηρίας 85%, κατά την επίμαχη περίοδο, κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τις πρόνοιες του όρου ανάπηρος όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 2 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013.
Πληροφοριακά σας ενημερώνω ότι η έννοια της «αναπηρίας», όπως αξιολογείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σκοπούς καθορισμού της «ανικανότητας για εργασία», δεν ταυτίζεται με την ίδια έννοια για σκοπούς εφαρμογής των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων. Για να θεωρηθεί ένας αιτητής ή/και λήπτης δημόσιου βοηθήματος ως ανάπηρος, με βάση τους περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμους, δεν αρκεί αυτός να είναι ανίκανος για εργασία, αλλά απαιτείται τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει να «μειώνουν ουσιωδώς ή αποκλείουν τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσότερων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία».
Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι μετά την πιο πάνω επιστολή, την οποία ο αιτητής δεν προσέβαλε αυτοτελώς, η παρούσα έχασε το αντικείμενο της. Είναι η θέση τους ότι η προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 36 του Νόμου 158(Ι)/1999 είναι ενδεικτική. Υποστηρίζουν συναφώς ότι κάτω από το πρίσμα των σημερινών οικονομικών συνθηκών και της υποστελέχωσης του Γραφείου Ευημερίας, ο αιτητής θα έπρεπε να αναμένει την απάντηση και πως η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής ήταν βεβιασμένη.
Η θέση των καθ' ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνη. Ο ένας περίπου χρόνος που παρέλευσε από την αποστολή της επιστολής της συζύγου του αιτητή μέχρι την απάντηση των καθ' ων η αίτηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύλογος. Φαίνεται δε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι η πιο πάνω απάντηση δόθηκε τελικά μετά από σχετική αναβολή της παρούσας υπόθεσης και εισήγηση της Νομικής Υπηρεσίας.
Όταν πολίτης υποβάλλει έγγραφη αίτηση ή παράπονο προς οιανδήποτε αρμόδια αρχή και η τελευταία δεν ανταποκρίνεται εντός της καθορισμένης από το νόμο προθεσμίας (τριάντα ημέρες σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος και τρεις μήνες σύμφωνα με το άρθρο 36 του Ν.158(Ι)/1999), αυτός μπορεί να καταχωρήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία αξιώνεται όπως ο καθ΄ ου η αίτηση απαντήσει (Άρθρο 29 του Συντάγματος) ή μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημέρα της υποβολής της αναφοράς, να θεωρήσει την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να του απαντήσει, άρνηση της να ικανοποιήσει την αναφορά του και να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παράλειψη αυτή ως άρνηση ικανοποίησης της αναφοράς του (άρθρο 36 του Ν.158(Ι)/99). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του αιτητή.
Η προσφυγή δεν καταχωρήθηκε στην βάση του άρθρου 29 του Συντάγματος για παράλειψη απάντησης με την έννοια της γραπτής επιστολής, αλλά στοχεύει στην ακύρωση της εκλαμβανόμενης ως άρνησης ικανοποίησης του αιτήματος για αναδρομική παροχή του επιδόματος ενόψει του πραγματικού γεγονότος της μη καταβολής του πριν τις 12.2.2010. Επομένως, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση του αιτητή έχουν σε συντομία ως εξής. Ο αιτητής ήταν λήπτης δημοσίου βοηθήματος από 9.9.1994, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και τα οποία προκλήθηκαν από ατύχημα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, καθιστώντας τον ανίκανο για εργασία. Ούτε η σύζυγος του εργαζόταν λόγω άδειας μητρότητας και φροντίδας ενώ τα εισοδήματα και/ή πόροι του αντρογύνου δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών και της πενταμελούς, τότε, οικογένειας τους. Από το 1994 ο αιτητής λάμβανε επίσης σύνταξη ανικανότητας. Το δε βοήθημα αναθεωρείτο κάθε χρόνο ανάλογα με τις ανάγκες και τα δεδομένα της οικογένειας.
Τον Φεβρουάριο του 2010 η λειτουργός των υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας μελετώντας τις προσκομισθείσες από την σύζυγο του αιτητή ιατρικές βεβαιώσεις, εισηγήθηκε την έγκριση του ως ανάπηρο άτομο για το λόγο ότι ο αιτητής, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό υγείας του, «φαίνεται να παρουσιάζει μειονεξία η οποία προκαλεί μόνιμο σωματικό περιορισμό και κατ' επέκταση αποκλείει την εκτέλεση δραστηριοτήτων που θεωρούνται φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής». Η εισήγηση απορρίφθηκε.
Με επιστολή της ημερομηνίας 13.4.2010, η σύζυγος του αιτητή ζήτησε από τον Επαρχιακό Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας να επανεξεταστεί η περίπτωση, ώστε να απολαμβάνει τα δικαιώματα του ως ανάπηρο άτομο και να του χορηγηθούν αναδρομικά από 1.6.2001, βασιζόμενη στο γεγονός ότι ο σύζυγος της λάμβανε σύνταξη ανικανότητας προς εργασία με ποσοστό 85% από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων από το 2001. Επισύναψε ιατρικά πιστοποιητικά διαφόρων ημερομηνιών από το 1997-2010 καθώς και την επιστολή αναθεώρησης/έγκρισης της σύνταξης ανικανότητας ( με ποσοστό 85%) του αιτητή από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 5.6.2001.
Κατόπιν επίσκεψης στο σπίτι του αιτητή στις 28.4.2010, η αρμόδια λειτουργός των καθ' ων η αίτηση μαζί με τη συντονίστρια της, εισηγήθηκαν εκ νέου την έγκριση του ως ανάπηρο άτομο. Η εισήγηση απορρίφθηκε καθότι κρίθηκε με βάση την περιγραφή που έγινε πως δεν προέκυπτε ουσιαστική μειονεξία ή ανεπάρκεια του αιτητή.
Παράλληλα υποβλήθηκε παράπονο από την σύζυγο του αιτητή στην Επίτροπο Διοίκησης η οποία, αφού έλαβε τις απόψεις των καθ' ων η αίτηση, έκρινε ότι οι ενέργειες τους ήταν εντός των ορίων της νομοθεσίας. Μετά από παρέμβαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων δόθηκαν οδηγίες όπως η περίπτωση του αιτητή σταλεί σε Ιατροσυμβούλιο, ώστε να γνωματεύσει κατά πόσο η κατάσταση της υγείας του εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος» στον περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, Ν.95(Ι)/2006 (στο εξής «ο Νόμος»).
Λόγω έλλειψης αρμοδιότητας του Ιατροσυμβουλίου να αποφανθεί για σκοπούς του Νόμου κατά πόσο ένα άτομο θεωρείται ανάπηρο και λόγω υποβολής ένστασης στις 29.6.2011, ο αιτητής τελικά παραπέμφθηκε στις 18.8.2011 στη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα βάσει του άρθρου 3(13) του Νόμου. Η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας ημερ. 3.5.2012, αποφάσισε ότι η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος» στο άρθρο 2 του Νόμου, αφού η κατάσταση υγείας του, μειώνει ουσιωδώς τη λειτουργικότητα του. Το παρεχόμενο δημόσιο βοήθημα αυξήθηκε από την 1.7.2012 αφού προστέθηκε το αναπηρικό επίδομα και επιπλέον καταβλήθηκε στον αιτητή το ποσό των €10.472,51 που αφορούσε στο αναπηρικό επίδομα και τα μέτρα κοινωνικής συνοχής, αναδρομικά από 12.2.2010 - όταν είχε γίνει η πρώτη εισήγηση από τη λειτουργό για έγκριση αναπηρικού επιδόματος - μέχρι τις 30.6.2012.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ' ών η αίτηση καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και παρά τις σχετικές κατά καιρούς εγκρίσεις/εκθέσεις της λειτουργού για να εγκριθεί ως ανάπηρο άτομο λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας (εισήγηση ημερ. 12.2.2010 και 28.4.2010) και παρά την σωρεία ιατρικών πιστοποιητικών (ενδεικτικά επισυνάπτει παραρτήματα 1-9 στην γραπτή της αγόρευση), αρνήθηκαν να του καταβάλουν αναδρομικά τα δικαιώματα του, χωρίς να προβούν στην δέουσα έρευνα. Επίσης θεωρεί ότι αφού εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα και εγκρίθηκε ως ανάπηρος από το 2010 ενώ υπέβαλε αρχικά αίτημα από το 1994, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του.
Οι καθ' ων, από την άλλη, θεωρούν ότι τυχόν αναδρομικά δικαιώματα του αιτητή από το 2001 θα αποτελούσαν παράβαση των προνοιών της οικείας νομοθεσίας. Ισχυρίζονται ότι η αναδρομική απόδοση αναπηρικού επιδόματος από 12.2.2010 ήταν εύλογη επειδή από τότε υπήρξε σχετική εισήγηση από την αρμόδια λειτουργό και σε καμία περίπτωση στο παρελθόν δεν είχε υποβληθεί από τον αιτητή αίτημα να θεωρηθεί ως ανάπηρο άτομο. Παραπέμπουν στο άρθρο 7(στ) του Ν.158(Ι)/1999[1] με το επιχείρημα ότι η απόφαση τους για αναδρομική ισχύ από 12.2.2010 είναι μέσα στο πνεύμα της εν λόγω πρόνοιας η οποία έχει ικανοποιηθεί πλήρως.
Ο ορισμός του όρου «ανάπηρος», όπως απαντάται στο Ν.95(Ι)/2006 (ως τροποποιήθηκε με το Ν.67(Ι)/2012), έχει ως εξής:
«. σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·»
Σύμφωνα με το άρθρο 3(9) του Νόμου :
«Το δημόσιο βοήθημα παρέχεται σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει προσωπικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, εάν κωλύεται προς τούτο λόγω της πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, δι' αντιπροσώπου».
Στην προκειμένη περίπτωση υποβλήθηκαν αρχικά, το 1992 και 1993, αιτήσεις παροχής δημοσίου βοηθήματος, που δεν αξιολογήθηκαν στην βάση αναπηρικού δικαιώματος. Τίποτα στο Νόμο δεν εμποδίζει την αναθεώρηση του χορηγούμενου βοηθήματος ανάλογα με τις ανάγκες και την κατάσταση υγείας του αιτητή, πράγμα εξάλλου που, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, γινόταν. Επομένως, το επιχείρημα των καθ' ών η αίτηση ότι ο αιτητής δεν είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα στο παρελθόν για να δικαιούται αναδρομικού αναπηρικού επιδόματος, δεν ευσταθεί.
Κρίνω σκόπιμο εδώ να κάνω αναδρομή στην πορεία παροχής δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Την περίοδο 1997/1999, η κατάσταση υγείας του αιτητή επιδεινώθηκε και υποβλήθηκε σε χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό ως επιχορηγούμενος ασθενής εξωτερικού (Κυανούν 51-60). Το 2001 λόγω αύξησης της σύνταξης ανικανότητας του από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενόψει των ιατρικών γνωματεύσεων και του ιστορικού του (Κυανούν 127-139), φαίνεται να μειώθηκε το δημόσιο βοήθημα, παρόλο που ιατρική γνωμάτευση ημερ. 10.05.2001 από κλινική της Θεσσαλονίκης όπου νοσηλεύθηκε λόγω διαταραχών, αναφέρεται στην γενική κατάσταση υγείας του αιτητή με την διαπίστωση ότι «τον καθιστούν ανίκανο για εργασία». Για πρώτη φορά τέθηκε θέμα διερεύνησης της κατάστασης του αιτητή ώστε να θεωρηθεί ανάπηρο άτομο (και πιθανότητα έγκρισης της συζύγου ως φροντίστριας με βάση το Σχέδιο Επιχορήγησης Συγγενών) με απόφαση του Επόπτη στις 6.10.2005, χωρίς όμως να εξεταστεί περαιτέρω.
Το θέμα επανήλθε με την επιστολή της συζύγου του αιτητή στις 13.4.2010 με την οποία ζητούσε την απόδοση στον αιτητή των δικαιωμάτων του ως ανάπηρο άτομο αναδρομικά από 1.6.2001 και την επίσκεψη στην οικία του αιτητή από τη συντονίστρια η οποία μαζί με την αρμόδια κοινωνική λειτουργό εισηγήθηκαν στην έκθεση τους όπως ο αιτητής εγκριθεί ως ανάπηρο άτομο. (Παράρτημα 5 στην ένσταση). Πρόκειται για την πρώτη αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή και των ιατρικών βεβαιώσεων από τους καθών η αίτηση εντός της έννοιας του όρου «ανάπηρος» στο άρθρο 2 του Νόμου.
Οι λόγοι που απορρίφθηκε η εισήγηση φαίνονται στην επιστολή ημερομηνίας 3.5.2010 του Προϊσταμένου του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών στη Λάρνακα προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων:
«10. Απορρίφθηκε για τους ακόλουθους λόγους: Ο κος Αναστασίου βάση ιατρικών πιστοποιητικών που προσκόμισε φαίνεται καθαρά ότι είναι άτομο με πολλαπλές προϊούσες ασθένειες, οι οποίες σύμφωνα με τις ιατρικές γνωματεύσεις τον καθιστούν ανίκανο για εργασία. Όμως η κατάσταση του σήμερα του επιτρέπει να έχει μια φυσιολογική ζωή όπως πνευματική διαύγεια που τον εντάσσει ομαλά στο κοινωνικό σύνολο, κινητικότητα που του επιτρέπει να κινείται και να οδηγά αυτοκίνητο και ικανότητα για αυτομέριμνα και αυτοεξυπηρέτηση. Δεν μπορούμε με τα δεδομένα αυτά να τον θεωρήσουμε ανάπηρο άτομο.»
Παράλληλα όμως, ο αιτητής παραπέμφθηκε αμέσως σε Ιατροσυμβούλιο από την Υπουργό ώστε να γνωματεύσει κατά πόσο η κατάσταση της υγείας του εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος», με τελική κατάληξη την γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας στην βάση της οποίας εγκρίθηκε ως ανάπηρο άτομο από το 2010. Σημειώνεται ότι η γνωμάτευση αυτή που θα συνέβαλλε καταλυτικά στην άσκηση δικαστικού ελέγχου, δεν εντοπίστηκε στο διοικητικό φάκελο .
Από την πιο πάνω πορεία, δεν έχω ικανοποιηθεί για την επάρκεια της έρευνας των καθ' ων η αίτηση και της αιτιολογίας για την άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος. Αφ' ης στιγμής που η κατάσταση της υγείας του αιτητή, όπως αναδεικνύεται από τα ιατρικά στοιχεία του φακέλου τα οποία ήταν κατατεθειμένα ενώπιον των καθ'ών η αίτηση και ιδιαίτερα από τα νεότερα της περιόδου του 1997, 1999 και 2001, εκτιμήθηκε από την Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα ως τέτοια που να εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος» και δεν έχει διαφοροποιηθεί από το 2001, οι καθ' ων θα έπρεπε να αιτιολογήσουν την απόφαση τους να δώσουν αναδρομική ισχύ από το 2010 και όχι από το προγενέστερο χρονικό σημείο κατά το οποίο επίσης πληρείται το ίδιο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο του αιτήματος.
Το ότι η έγκριση του αιτητή ως ανάπηρου ατόμου προτάθηκε για πρώτη φορά το 2010 από τη λειτουργό, δεν ευσταθεί ως αιτιολογία, τόσο γιατί η αναθεώρηση του βοηθήματος ως αναπηρικού δεν προϋποθέτει απαραίτητα την υποβολή σχετικού προηγούμενου αιτήματος από τον αιτητή όσο και επειδή τέτοια πρόταση από τους καθ' ών η αίτηση είχε ήδη γίνει και κατά την αναθεώρηση του 2005 και όφειλε να είχε διερευνηθεί.
Το γεγονός της αναθεώρησης της σύνταξης ανικανότητας του το 2001 σε συνδυασμό με την πληθώρα σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών (ιδιαίτερα τα Παραρτηματα 1-3 που αναφέρονται σε μόνιμη ανικανότητα προς εργασία λόγω χρόνιων προβλημάτων υγείας) που δεν αναθεωρήθηκαν από το 2001, καθιστά το συγκεκριμένο έτος και σε κάθε περίπτωση το 2005 που τέθηκε για πρώτη φορά θέμα αναπηρικού επιδόματος, ορόσημο για τη δίκαιη αποκατάσταση των δικαιωμάτων του αιτητή και την αναδρομική έναρξη της καταβολής του.
Το κενό στην αιτιολογία και την έρευνα, ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι παρά τις θετικές εισηγήσεις των λειτουργών που εξέτασαν την περίπτωση του αιτητή τόσο το 2005 όσο και το 2010 και τη λειτουργία της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας από το 2006 (βλ. άρθρο 3(13) του Νόμου και ΚΔΠ 319/2006), οι καθ' ων η αίτηση παρέπεμψαν την περίπτωση του αιτητή μόλις τον Μάιο του 2010 αποστερώντας έτσι την δυνατότητα από τον αιτητή να διαγνωστεί η περίπτωση του ως ανάπηρου νωρίτερα.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα (τα πραγματικά) υπέρ του αιτητή.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «7. Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
.
(στ) όταν η αναδρομική ισχύς επιβάλλεται για να αποκατασταθεί αδικία που έγινε σε βάρος διοικουμένου από παράλειψη οφειλομένης ενέργειας της διοίκησης.»