ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 493/2012)

 

25 Σεπτεμβρίου 2013  

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΝΑ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

1.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ

                 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------

Π. Παυλίδης, για την Αιτήτρια.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο Φώτης Προδρόμου, αποβιώσας σύζυγος της αιτήτριας, εκτοπισθείς από την Ομορφίτα, είχε εγκριθεί στις 11.10.1978 για την παροχή κυβερνητικού οικοπέδου στην Αγία Φύλα Λεμεσού, καθώς και για οικονομική βοήθεια προς ανέγερση κατοικίας.  Συνακόλουθα ο αποβιώσας σύζυγος υπέγραψε στις 18.11.1978 συμφωνία με την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού όπως του παραχωρηθεί οικονομική βοήθεια ύψους £2.720.  Μετά το θάνατο του Φώτη Προδρόμου συνέχιζε να κατοικεί στο χώρο η αιτήτρια, η οποία από έρευνες που διεξήγαγαν λειτουργοί της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων, αλλά και από επιστολές των δικηγόρων της, απουσιάζει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα πηγαινοέρχεται στην Αμερική όπου ζει μονίμως η μοναδική της θυγατέρα. 

 

         Οι δικηγόροι της αιτήτριας με επιστολές τους ημερ. 31.10.2011 και 30.12.2011, ζήτησαν την έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της όπως είχε γίνει με όλους τους πρόσφυγες που διαμένουν στον προσφυγικό συνοικισμό Αγίας Φύλας.  Στο οικόπεδο υπ΄ αρ. 174, που παραχωρήθηκε στο σύζυγο της αιτήτριας, ανεγέρθηκε οικία με δικά του έξοδα και η οποία χρήζει επιδιορθώσεων ώστε να μην χρειαστεί να κατεδαφιστεί.  Η αιτήτρια, καθώς αναφέρουν οι δικηγόροι της, επισκέπτεται τη θυγατέρα της στην Αμερική κατά διαστήματα για λόγους υγείας και η επιθεώρηση της οικίας για την έκδοση του τίτλου θα μπορούσε να γίνει σε χρονικό σημείο που θα ήταν και η ίδια παρούσα όταν η υγεία της θα επέτρεπε την επάνοδο της στη Δημοκρατία.

 

         Στις 4.1.2012, οι καθ΄ ων πληροφόρησαν τους συνηγόρους της αιτήτριας ότι η υπόθεση θα τύχει χειρισμού δυνάμει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας με ειδική αναφορά στις Κ.Δ.Π. 163/2006 και Κ.Δ.Π. 329/2007 και ότι «επί του παρόντος», έχοντας υπόψη παλαιότερες έρευνες και τις επιστολές των δικηγόρων ότι η αιτήτρια είναι στο εξωτερικό και «δεν χρησιμοποιεί την υπό αναφορά οικία για σκοπούς μόνιμης κατοίκησης», δεν ήταν δυνατή η έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της συμφώνως του άρθρου 3(2)(β) των σχετικών Κανονισμών.  Απεστάλη επιστολή ημερ. 19.1.2012 από τους συνηγόρους της αιτήτριας στην οποία κατέγραψαν ότι διαφωνούσαν ριζικά με τη διατυπωθείσα στην επιστολή των καθ΄ ων θέση ότι η αιτήτρια βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιεί την οικία, εφόσον αυτή διαμένει προσωρινά στην Αμερική για λόγους υγείας και ειδικών εξετάσεων, με πρόθεση να επιστρέψει στην Κύπρο μόλις η υγεία της το επιτρέψει.  Ζητήθηκε συναφώς η επανεξέταση της θέσης των καθ΄ ων θεωρώντας ότι ήταν άδικο γι΄ αυτήν να στερηθεί της εκδόσεως τίτλου επ΄  ονόματι της, προκαλώντας έτσι μεγάλες δυσκολίες στην ηλικία της, μη δυνάμενη να έχει τη δική της ιδιόκτητη κατοικία που απέκτησε με πολλές στερήσεις με τον αποβιώσαντα σύζυγο της.  Οι καθ΄ ων απάντησαν με επιστολή ημερ. 25.1.2012 ότι το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής τους ημερ. 4.1.2012 παραμένει σε ισχύ, με την υπόθεση να τυγχάνει χειρισμού συμφώνως του Νόμου και των Κανονισμών. 

 

         Βασικός ισχυρισμός της αιτήτριας για ακύρωση της διοικητικής πράξης είναι η μη πραγματοποίηση δέουσας έρευνας ή οποιασδήποτε έρευνας, πλην ενός ερωτηματολογίου στο οποίο αναφερόταν ότι ο δικαιούχος της οικίας απεβίωσε, η δε αιτήτρια πηγαινοέρχεται στην Αμερική χωρίς ποτέ να δηλωθεί ή να διερευνηθεί περαιτέρω κατά πόσον αυτή έχει και τη μόνιμη διαμονή της εκεί, ή, έστω πρόθεση να παραμείνει  μονίμως εκεί.  Κατά την αιτήτρια  δεν έγινε ουσιαστική έρευνα όπως επέβαλλε η περίπτωση σε ικανοποίηση της νομολογίας.  Περαιτέρω, έχει παραβιαστεί η αρχή της ισότητας με την εξής έννοια: ο σύζυγος της αιτήτριας απεβίωσε το 1989, ο δε Κανονισμός 8(1) της Κ.Δ.Π. 4212 ημερ. 27.7.2007, που εκδόθηκε  δυνάμει του άρθρου 18(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, προβλέπει, κατά ανεπίτρεπτο και αντίθετο με την αρχή της ισότητας τρόπο, ότι η οικιστική μονάδα αποτελεί αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής μόνο αν ο δικαιούχος σε τιτλοποίηση που κατείχε την οικιστική αυτή μονάδα, απεβίωσε κατά ή μετά την 7.4.2006.  Δημιουργούνται επομένως έτσι δύο άνισες τάξεις ανθρώπων, οι οποίοι τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ανάλογα με την τυχαία ημερομηνία θανάτου του δικαιούχου της οικίας.

         Πρόσθετα, η δοθείσα στην περίπτωση αιτιολογία είναι γενική και αόριστη, αποστερώντας από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της.  Στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης δεν φαίνεται πουθενά οποιαδήποτε αιτιολογία ή εξήγηση, πώς και γιατί οι καθ΄ ων κατέληξαν σ΄ αυτήν, ιδιαίτερα ότι η αιτήτρια δεν χρησιμοποιεί την οικία ως τη μόνιμη κατοικία της.  Το συμπέρασμα των καθ΄ ων είναι αυθαίρετο και οι επισκέψεις της αιτήτριας στην Αμερική για λόγους υγείας, δεν την καθιστούν μη μόνιμη κάτοικο Κύπρου.  Εξ αυτών των δεδομένων παρατηρείται και πλάνη περί τα πράγματα και τον Νόμο εφόσον δόθηκε υπέρμετρη  βαρύτητα στο προσωρινό γεγονός των επισκέψεων της αιτήτριας στο εξωτερικό, ενώ ερμήνευσαν και λανθασμένα τον Κανονισμό 3(1) και (2), εφόσον η παρ. (β) δίδει δικαίωμα τιτλοποίησης στο νόμιμο δικαιούχο που είναι εκείνος που υπέγραψε συμφωνία, συμβόλαιο ή άδεια χρήσης ή ο σύζυγος του και χρησιμοποιεί την οικιστική μονάδα ως τη «μόνιμη κατοικία του».

 

         Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων εστιάζει το ζήτημα στο εξής: υπήρξε επαρκής έρευνα σύμφωνα με τη νομολογία και τα δεδομένα της υπόθεσης έχοντας υπόψη το σκοπό του Νόμου από το σύνολο των διατάξεων του.  Η εκτίμηση των γεγονότων επαφίεται στην ίδια τη διοίκηση, το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η ληφθείσα απόφαση ήταν εύλογη και εντός του μέτρου της ορθής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.  Περαιτέρω, καμιά ανισότητα δεν υπάρχει, ούτε και διαπιστώνεται τόσο επί της νομικής και πραγματικής βάσης, όσο και λόγω του ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν αναφέρεται στην ίδια την προσφυγή, παρά μόνο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αγόρευση της αιτήτριας. 

 

         Τέλος, η αιτιολογία που δόθηκε είναι επαρκής υπό το φως των δεδομένων και γεγονότων που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ ων, τα οποία γεγονότα δεν φρόντισε η πλευρά της αιτήτριας να συμπληρώσει με κάποια λεπτομέρεια, ώστε να δείξει ότι αυτή πράγματι έχει τη μόνιμη κατοικία της στην Κύπρο, ιδιαιτέρως υπό το φως ότι οι ίδιοι οι δικηγόροι της λέγουν στις επιστολές τους ότι η οικία χρήζει μεγάλων επιδιορθώσεων για να μην κατεδαφιστεί.  Ούτε και νομική και πραγματική πλάνη υπάρχει, η οποία θα έπρεπε να ήταν ουσιώδης για να στοιχειοθετήσει λόγο ακύρωσης.

 

         Είναι πρόσφορο η εξέταση να αρχίσει από την κατ΄ ισχυρισμόν δημιουργηθείσα ανισότητα στην περίπτωση της αιτήτριας λόγω του δεδομένου ότι οι σχετικοί Κανονισμοί καθορίζουν ως δικαιούχο το άτομο εκείνο που είναι νόμιμος κάτοχος οικιστικής μονάδας και ταυτόχρονα τη χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία του μετά τον θάνατο του αρχικού δικαιούχου κατά ή μετά την 7.4.2006.  Κατ΄ αρχάς, ορθά η δικηγόρος της Δημοκρατίας εντοπίζει το σημείο στην αγόρευση της ότι δεν εγείρεται με τον ορθό δικονομικό τρόπο το θέμα της συνταγματικότητας του εν λόγω Κανονισμού στην αίτηση ακυρώσεως.  Η αιτήτρια απαντά ότι το θέμα εγείρεται στην παράγραφο 3 των νομικών της σημείων, και, προσθέτει το Δικαστήριο, και στην παράγραφο 7.  Και οι δύο παράγραφοι όμως με αοριστία και γενικότητα είναι που αναφέρουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης.

 

 Έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί στη νομολογία ότι ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, επιβάλλει την υποχρέωση σε κάθε διάδικο διά των εγγράφων προτάσεων του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.».  Όπως έχει εξηγηθεί και στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, στη σελ. 603, η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη, ενώ οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

 

 Ιδιαιτέρως, όσον αφορά συνταγματικά θέματα όπου η νομολογία έχει επιπρόσθετα διαχρονικά επιβάλει την αναγκαιότητα ζητήματα αντισυνταγματικότητας να εγείρονται ευκρινώς και λεπτομερώς στην αίτηση ακυρώσεως διαφορετικά δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).  Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση της ρητής επιταγής του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).

 

         Επομένως το εγερθέν σημείο συνταγματικότητας ότι ο Κανονισμός 8(1) είναι αντίθετος με το Άρθρο 28 του Συντάγματος (το οποίο ούτε καν μνημονεύεται στην αίτηση ακυρώσεως), που κατοχυρώνει την ισότητα, δεν μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας του.  Να λεχθεί όμως χάριν πληρότητας ότι παρόμοιο ζήτημα έχει εγερθεί στην υπόθεση Σταυράκης Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1824/2006, ημερ. 10.7.2008, του παρόντος Δικαστηρίου,  απόφαση η οποία εφεσιβλήθηκε με την Α.Ε. αρ. 129/2008, η οποία όμως απεσύρθη στις 15.6.2011.  Είχε τεθεί εκεί παρόμοιο ζήτημα και μπορούν απλώς να μεταφερθούν τα όσα λέχθηκαν επί του θέματος:

 

«Όσον αφορά τον προβαλλόμενο λόγο ως προς τη δημιουργία ανισότητας μεταξύ διαφόρων πολιτών λόγω της ύπαρξης των Κανονισμών, αυτός δεν προωθεί τη θέση των αιτητών σε οποιοδήποτε βαθμό, διότι οι Κανονισμοί δεν δημιουργούν ανισότητα κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, με δεδομένο ότι δεν τυγχάνουν ανόμοιου χειρισμού άτομα ή πολίτες που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.  Συναφώς, είναι ορθό να υπομνησθεί ο γενικότερος κανόνας που έχει τεθεί από τη νομολογία, ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν διαφανεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ενώ τα Δικαστήρια δεν επιλαμβάνονται ζητημάτων συνταγματικότητας εκτός αν είναι απολύτως αναγκαίο για την έκβαση της υπόθεσης, ούτε όμως ασχολούνται με την πολιτική ή τη φιλοσοφία πίσω από ένα νομοθέτημα πρωτογενούς ή δευτερογενούς φύσεως, ούτε βέβαια έχουν στόχο ή είναι ορθό να συμπληρώνουν ή να νομοθετούν, σε αντικατάσταση εκείνου του πολιτειακού οργάνου που έχει αυτή την ευθύνη.  Οι λόγοι που έχουν προβληθεί από τους αιτητές είναι γενικοί και αόριστοι και πέραν της καταγραφής της αρχής περί ισότητας μέσα από διάφορες αποφάσεις, δεν συγκεκριμενοποιούνται, όπως έχει ήδη λεχθεί πριν, περιπτώσεις με την  αναγκαία  επάρκεια  και  λεπτομέρεια  ως  προς  την, κατ΄ ισχυρισμόν, άνιση μεταχείριση των αιτητών ή των γονιών αυτών, έναντι άλλων εκτοπισθέντων προσφύγων.  Ο νομοθέτης ήθελε με την έναρξη των Κανονισμών να τυγχάνουν ορισμένων ευεργετημάτων όλοι εκείνοι οι οποίοι δικαιούνται να επικαλεσθούν τους Κανονισμούς, τόσο από χρονικής, όσο και από ουσιαστικής απόψεως.  Η έναρξη ισχύος των Κανονισμών σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, από τη δημοσίευση τους δηλαδή, είναι απόλυτα εύλογη και δεν μπορεί να εξάγεται συμπέρασμα ανισότητας εξ αυτού και μόνο.» 

 

         Επί της ουσίας να λεχθεί ότι οι σχετικοί περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και Άλλα Πρόσωπα) (Ειδικοί) Κανονισμοί του 2006, Κ.Δ.Π. 163/2006, όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 329/2007, καθόρισαν ως δικαιούχο τον εκτοπισθέντα, παθόντα ή τουρκόπληκτο ο οποίος κατά ή μετά την 7.4.2006 είναι νόμιμος κάτοχος οικιστικής μονάδας την οποία και χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία του.  Με την τροποποίηση που επήλθε στους αρχικούς Κανονισμούς με την Κ.Δ.Π. 329/2007, προστέθηκε ειδική διάταξη με τον νέο Κανονισμό 8, όπου ρητά αναφέρεται ότι αν ο δικαιούχος οικιστικής μονάδας απεβίωσε κατά ή μετά την 7.4.2006, τότε αν επ΄ αυτής είχε αποκτήσει δικαίωμα τιτλοποίησης, τότε η μονάδα αποτελεί μέρος της περιουσίας του και είναι αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής.  Η παράγραφος (2) του Κανονισμού 8, προσθέτει ότι αν στην οικιστική μονάδα που κατείχε ο αποβιώσας διαβιούσαν ή συγκατοικούσαν άλλα συγγενικά πρόσωπα εκδίδεται τίτλος ιδιοκτησίας επ΄ αυτών, εφόσον νόμιμα και μόνιμα διαμένουν στην οικιστική μονάδα.

 

         Είναι πρόδηλο από την ολότητα των Κανονισμών και παρά το γεγονός ότι με βάση τον Κανονισμό 3(2)(α), η οικιστική μονάδα που κατέχεται παραχωρήθηκε με βάση συμφωνία, συμβόλαιο ή άδεια χρήσης που ο ίδιος ο δικαιούχος ή ο σύζυγος ή η σύζυγος του υπέγραψε με τη Δημοκρατία, ότι καταλυτική είναι η ημερομηνία 7.4.2006, η οποία σηματοδοτεί το δικαίωμα σε κληρονόμους ή συγγενικά πρόσωπα να αποκτήσουν τίτλο ιδιοκτησίας εφόσον όμως ο δικαιούχος είχε αποβιώσει κατά ή μετά την ημερομηνία αυτή.

 

         Με δεδομένο ότι ο σύζυγος της αιτήτριας απεβίωσε το 1989, ουδέν δικαίωμα μπορούσε νόμιμα να αποκτήσει η αιτήτρια για τιτλοποίηση επ΄ ονόματι της της οικιστικής μονάδας που έλαβε ο Φώτης Προδρόμου, ως αδειούχος στις 18.11.1978, όταν υπέγραψε την Άδεια με τον Έπαρχο Λεμεσού εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Είναι λοιπόν αυταπόδεικτο ότι τα περί μόνιμης διαμονής της αιτήτριας στην οικιστική μονάδα που ο αποβιώσας σύζυγος της είχε λάβει άδεια χρήσης δεν έχουν στην ουσία σημασία εφόσον για να συζητούνταν θέματα μονιμότητας αλλά και νομιμότητας της εν τη οικιστική μονάδα διαβίωσης, θα έπρεπε, κατά τα άλλα, η αιτήτρια να ήταν δικαιούχος εν τη εννοία των πιο πάνω Κανονισμών. 

 

         Οι Κανονισμοί επί των οποίων λήφθηκε η σχετική προσβαλλόμενη απόφαση απλώς δεν ισχύουν στην περίπτωση της αιτήτριας.  Αλλά και εν πάση περιπτώσει με τα δεδομένα που είχε ενώπιον της η διοίκηση, αναμφίβολα η αιτήτρια παρουσιαζόταν να μην έχει της μόνιμη διαμονή της στην εν λόγω οικιστική μονάδα εφόσον απουσίαζε ουσιαστικά στην Αμερική για λόγους υγείας και, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενέπιπτε στον Κανονισμό 3(2)(β).  Με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση που προέρχονταν και από τους συνηγόρους της αιτήτριας και όχι από την ίδια την αιτήτρια, η διερεύνηση που έγινε από τη διοίκηση ήταν επαρκής, η δε αιτιολογία για τη ληφθείσα απόφαση ήταν πλήρης εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη ρητά αναφέρεται ότι η υπόθεση έτυχε χειρισμού στη βάση των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 163/2006 και Κ.Δ.Π. 329/2007, με την πρόσθετη επεξήγηση ότι η αιτήτρια βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιούσε την οικία για σκοπούς μόνιμης κατοίκησης. 

 

         Όπως έχει κατά κόρον νομολογηθεί, η έκταση, ο τρόπος και η διαπίστωση των ουσιωδών γεγονότων επαφίεται στη διοίκηση και ποικίλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, κατά τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, ασκούμενης, βεβαίως, ευλόγως.  Όπως λέχθηκε και στη Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, σελ. 366, «Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.».  Η διοίκηση οφείλει να συλλέγει και να διερευνά κάθε ουσιώδες και σχετικό γεγονός, (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).  Εφόσον η έρευνα επεκτείνεται σε κάθε γεγονός σχετιζόμενο με το υπό διερεύνηση θέμα, αυτή θεωρείται επαρκής, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

 

         Η διοίκηση απέρριψε την αίτηση για έκδοση τίτλου βασισμένη σε παλαιότερες έρευνες, αλλά και τις επιστολές των δικηγόρων της αιτήτριας ότι αυτή βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιεί το σπίτι για σκοπούς μόνιμης κατοίκησης.  Αυτό το συμπέρασμα ήταν εύλογο για τη διοίκηση.  Στο ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε (Παράρτημα 3 στην ένσταση), οι δύο λειτουργοί παρατήρησαν στις 2.5.2006, ότι ο δικαιούχος της οικίας απεβίωσε, η δε σύζυγος του «πηγαινοέρχεται στην Αμερική όπου ζει μόνιμα η μοναδική θυγατέρα της Μαρία Προδρόμου (έγγαμη)».  Αυτό έγινε το 2006.  Όταν οι δικηγόροι της αιτήτριας έγραψαν στη διοίκηση στις 31.10.2011, πέρασαν πέντε έτη και δεν διαφάνηκε οποιαδήποτε αλλαγή στην κατάσταση της αιτήτριας, εφόσον οι συνήγοροι της επιβεβαίωσαν ότι πηγαινοέρχεται στην Αμερική για λόγους υγείας.  Ανέφεραν επίσης ότι βρισκόταν εκεί και η περαιτέρω παραμονή της θα εξαρτάτο από την πορεία της υγείας της.  Στις 4.1.2012, οι καθ΄ ων ανέφεραν ότι η υπόθεση θα τύγχανε χειρισμού δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών και δεν διαφαινόταν να ήταν δυνατή η έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας λόγω της επιβεβαίωσης της θέσης ότι η αιτήτρια βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιούσε την κατοικία μόνιμα.  Οι συνήγοροι επανήλθαν στις 19.1.2012 διαφωνώντας, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι η αιτήτρια ήταν στο εξωτερικό για λόγους υγείας και θα επανερχόταν μόλις το επέτρεπε η υγεία της.

 

         Η έρευνα της διοίκησης στην περίπτωση, αλλά και η αιτιολογία ήταν επαρκής.  Με δεδομένο ότι ήταν στη γνώση της ίδιας της αιτήτριας η κατάσταση της υγείας της, αλλά και το πόσο συχνά χρησιμοποιούσε το σπίτι, ή, ήταν στην Κύπρο, η πληροφόρηση περί δεδομένων και γεγονότων που έδειχναν μόνιμη χρήση της κατοικίας κατά την επιταγή των σχετικών Κανονισμών, έπρεπε να προερχόταν από την ίδια.  Η διοίκηση είχε ως δεδομένο ενώπιον της, και μάλιστα δεδομένο που συνεχιζόταν για σειρά ετών, ότι η αιτήτρια έλειπε στην Αμερική.  Με αυτό ως βάση, η αιτήτρια όφειλε να συνδράμει την κατάσταση και να δώσει λεπτομέρειες που να έδειχναν τη μονιμότητα της χρήσης της κατοικίας, από την ίδια.  Η γενική τοποθέτηση ότι έχει τη μόνιμη διαμονή της στην Κύπρο υπό το φως των στοιχείων που είχε η διοίκηση, δεν ήταν αρκετή.  Δεν υπάρχει καμία αντιστροφή του βάρους που πίπτει επί των ώμων της διοίκησης να ερευνήσει επαρκώς τα όλα δεδομένα.  Τα δεδομένα έδειχναν προς μια κατεύθυνση.  Η έρευνα χρειάζεται να είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις.  Ήταν η ίδια η αιτήτρια που έχουσα πλήρη γνώση των δικών της δεδομένων, έπρεπε να προσφέρει στοιχεία που να πιστοποιούσαν τη μόνιμη παραμονή της στην οικία.  Ο ορισμός του «δικαιούχου» στην Κ.Δ.Π. 163/06, ως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 329/07, αλλά και το λεκτικό του Κανονισμού 8(2), καθιστούν σαφές ότι εναπόκειται στο πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος να τύχει τιτλοποίησης, να δώσει τα στοιχεία εκείνα που τον κατατάσσουν σε πρόσωπο συγγενικό που  «νόμιμα και  μόνιμα», διαμένει στην οικιστική μονάδα, (δέστε και Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, υπόθ. αρ. 107/2008, ημερ. 26.1.2009).

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το               Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                             Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο