ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 483/2011, 514/2011,

522/2011, 705/2011 και 706/2011)

 

5 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

(Υπόθεση Αρ. 483/2011)

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA),

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

(Υπόθεση Αρ. 514/2011)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΣΜΑ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ CYTA,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

(Υπόθεση Αρ. 522/2011)

ΜΙΚΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

CYTA,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

(Υπόθεση Αρ. 705/2011)

ΣΤΑΥΡΟΣ Φ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

(Υπόθεση Αρ. 706/2011)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA),

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Χρ. Μιχαηλίδου για Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην 483/2011.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην 514/2011.

Α. Χρίστου για Π. Ιωαννίδη, για τον Αιτητή στην 522/2011.

Λ. Χριστοδούλου για Κ. Τσιρίδη, για τον Αιτητή στην 705/2011.

Λ. Χριστοδούλου για Κ. Τσιρίδη, για τον Αιτητή στην 706/2011.

Ν. Χατζηιωάννου, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.:  Κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 22.3.2011, το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση CYTA αποφάσισε την πλήρωση δύο κενών θέσεων Τεχνικού Επόπτη Β΄ με προαγωγή των Παναγιώτη Παντελή και Άθου Χριστοφή, αφού έκρινε ότι οι υπάλληλοι αυτοί υπερτερούν των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα.

 

Σύμφωνα με ό,τι καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της ημερομηνίας εκείνης, καταλήγοντας στην επιλογή του, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα:

 

α. Την ομόφωνη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού για προαγωγή των δύο αυτών υπαλλήλων.

 

β.   Την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε την προαγωγή δύο εκ τεσσάρων υποψηφίων, οι δύο πρώτοι από τους οποίους είναι εκείνοι που σύστησε και το Συμβούλιο Προσωπικού.

 

γ. Τη βαθμολογία των δύο αυτών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν υστερούσαν κατά την τελευταία τριετία, από κανένα άλλο υπάλληλο.

 

δ. Το στοιχείο της αρχαιότητας κατά το οποίο, αν και οι επιλεγέντες δύο υπάλληλοι υστερούσαν από τους άλλους υποψηφίους, εν τούτοις, οι επιλεγέντες είχαν τη σύσταση τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Στο προκαταρκτικό τούτο στάδιο είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι τα κριτήρια για προαγωγή υπαλλήλων στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου δεν είναι τα ίδια με εκείνα της Δημόσιας Υπηρεσίας, ήτοι αξία, προσόντα, αρχαιότητα, αφού με τον Κανονισμό 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Γενικοί Κανονισμοί Προσωπικού) Κανονισμών, ΚΔΠ 220/1982, όπως τροποποιήθηκαν, προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή, διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»

 

 

Έξι από τους μη προαχθέντες υπαλλήλους καταχώρησαν ξεχωριστές προσφυγές με τις οποίες προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση. Λόγω της κοινότητας νομικών σημείων που εγείρονται και ουσιωδών γεγονότων, οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν.

 

Η μελέτη των επιμέρους λόγων ακύρωσης τους οποίους ένας έκαστος των αιτητών προβάλλει στην προσφυγή του, επιζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αποκαλύπτει ότι κάποιοι από αυτούς τους λόγους είναι κοινοί σε όλες τις προσφυγές, ενώ άλλοι εγείρονται σε πέραν της μιας προσφυγής. Έχοντας τούτο υπόψη, θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τους λόγους εκείνους οι οποίοι είναι κοινοί σε προσφυγές.

 

Λόγος ακύρωσης περί της κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσας σύστασης/συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού (Σ.Π.)

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης εγείρεται στις προσφυγές αρ. 483/2011, 514/2011 και 522/2011.

 

Το σχετικό απόσπασμα από τη "Συμβουλή" του Σ.Π., όπως αυτό εξάγεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας του ημερομηνίας 10.3.2011, έχει ως ακολούθως:

 

«Ύστερα από την πιο πάνω αξιολόγηση και σύγκριση των 180 υποψηφίων μεταξύ τους, ο Πρόεδρος κ. Μ. Καρατζιάς και όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού έχοντας και πάλιν υπόψη στο σύνολο τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την ΚΔΠ.163/90-13.7.90), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας (Εκθέσεις Προόδου/Προαγωγής) (ΦΠ/Π), τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και τα Έντυπα Αξιολογήσεως στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και όλα τα ενώπιον τους στοιχεία καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου, αποφάσισαν ομόφωνα να συμβουλεύσουν την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των δύο (2) κενών θέσεων Τεχνικού Επόπτη Β΄ προάγοντας τους πιο κάτω υποψηφίους τους οποίους θεωρούν ουσιαστικά καταλληλότερους και οι οποίοι παρατίθενται ως παρουσιάζονται στην επετηρίδα της Αρχής:

 

 

 

Α/Α

   Όνομα

 Αρ. Υπ.

  Αύξ. Αρ.

  στο Συνημμένο 2 & 3

1

Παναγιώτης Παντελή

2149

Β33

2

Αθως Χριστοφή

7834

Β41»

 

 

 

Όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, η πιο πάνω συμβουλή του Σ.Π. ορώμενη βέβαια όχι μεμονωμένα και μη περιοριζόμενη στην πιο πάνω καταληκτική περικοπή, πάσχει ως εντελώς αναιτιολόγητη και/ή πεπλανημένη και/ή αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.

 

Έχοντας διεξέλθει το όλο περιεχόμενο της σύστασης του Σ.Π. δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τους αιτητές.

 

Υπάρχει μάλιστα και νομολογία επί του ίδιου θέματος από άλλους αδελφούς δικαστές οι οποίοι επιλήφθηκαν του ίδιου θέματος σε εξέταση συμβουλής του Σ.Π. της ίδιας καθ΄ης η αίτηση, με το ίδιο κείμενο. Στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. Μ. Αγγελίδης ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 23.3.2010, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ ανέφερε και τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ και μεταφέρω εδώ αυτούσια:

 

«Ο σχετικός Καν. 10(7), καθιστά την κρίση για προαγωγή συναρτώμενη προς την «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Όλη η κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού, σε σαφή απόκλιση από τα κριτήρια που καταγράφονται στον εν λόγω Κανονισμό, έδωσε μόνο λεκτική έκφραση σ΄ αυτά, τα οποία απλώς επανέλαβε για να καταγράψει το κάθε μέλος, καθώς και ο πρόεδρος, τη δική του ουσιαστικά προτίμηση ή άποψη ως προς το κατάλληλο ενός εκάστου των υποψηφίων. Η αναφορά από ένα έκαστο των μελών, περιλαμβανομένου και του προέδρου, στη στάθμιση των κριτηρίων του Καν. 10(7), τα οποία και απλώς αναπαράγει, δεν είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό αντίκρυσμα εφόσον καμία επεξήγηση δεν έγινε ως προς το λόγο της προτίμησης ενός εκάστου των μελών για τους υποψηφίους που το ίδιο επέλεξε. Γι΄ αυτό το λόγο είναι που παρατηρείται τόσο μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών ως προς τα συστηθέντα άτομα και είναι φανερό ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια του Κανονισμού στην πράξη, ούτε και αποτέλεσαν στην ουσία οδηγό για την κρίση τους. Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ζήνων Ζήνωνος έλαβε μόνο μια ψήφο με την προτίμηση του μέλους του Συμβουλίου Προσωπικού Ι. Πετέλη, και καμία άλλη σύσταση από τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη και όμως χωρίς, ιδιαίτερη εξήγηση, προήχθη από τους ίδιους τους καθ΄ ων.

 

 Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι η σύσταση ορισμένων προσώπων ως των καταλληλοτέρων σε διαδικασία προαγωγής προϋποθέτει πειστική αιτιολογία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (όχι κατ΄ ανάγκη όλους), ώστε να είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αρχή έχει αποτυπωθεί και στη Μιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ., (1993) 3 Α.Α.Δ. 764, (απόφαση Πική, Δ.), όπου λέχθηκε ότι η καταγραφή και μόνο των προτιμήσεων των μελών ενός συλλογικού οργάνου, είτε η προτίμηση αυτή εκδηλώνεται λεκτικά ή διά της ψήφου τους, δεν αποτελεί αιτιολόγηση. Αιτιολόγηση σημαίνει την αποκάλυψη των λόγων για τις επιλογές που γίνονται, ο προσδιορισμός δε των λόγων αυτών είναι απαραίτητος για τη σύννομη εκπλήρωση του διοικητικού έργου.

 

 Τα ίδια λέχθηκαν και στην απόφαση της Ολομέλειας ΑΤΗΚ ν. Στασοπούλου (2005) 3 Α.Α.Δ. 157, όπου είχαν χρησιμοποιηθεί γενικές φραστικές δηλώσεις εκ μέρους του Συμβουλίου Προσωπικού ως προς την αξία των υποψηφίων και την εν γένει εικόνα που μεταδόθηκε από την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού. Και εκεί είχε παρουσιαστεί παρόμοιο πρόβλημα δηλαδή ισοδυναμία στη βαθμολογημένη αξία όλων των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να δοθεί μέσα από «φραστικές αναπτύξεις» υπεροχή υπό τύπο προτίμησης σε ορισμένους εκ των υποψηφίων. Κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση και με την απόφαση στη Μοδίτης ν. Δημοκρτίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η δε Ολομέλεια μέσα από αναφορά στη σχετική νομολογία με εξέταση και των όσων είχαν διαφορετικά λεχθεί στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, επέλεξε να ακολουθήσει ως ορθά τα όσα νομολογήθηκαν στη Μοδίτης - ανωτέρω - ότι δηλαδή δεν μπορεί η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή η εισήγηση στη μεταγενέστερη φάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, να προσθέτει ή να αφαιρεί ως ξεχωριστό μέτρο κρίσης από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Τα ίδια λέχθηκαν και στη Λεωνίδου ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 843/03, ημερ. 2.12.04, (Αρτέμης, Δ.), απόφαση που εφεσιβλήθηκε μεν, αποσύρθηκε δε στην πορεία.»

 

Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε αργότερα και ο Χατζηχαμπής Δ. στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. Χ. Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 19.2.2013. Στην απόφασή του, με την οποία και συμφωνώ, ο αδελφός Δικαστής τόνισε ότι η εν λόγω συμβουλή του Σ.Π., της οποίας το κείμενο ήταν ως προς την κατάληξη το ίδιο με το εδώ εξεταζόμενο, όχι μόνο δεν αποκαλύπτει την αιτιολογία του για υπεροχή σε ουσιαστική καταλληλότητα των συστηνομένων ενδιαφερόμενων μερών στην οποία βασίζεται, αλλά και δεν είχε έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων. Όπως πρόσθεσε:

 

«Οι συστάσεις δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να αναπαραγάγουν τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) ως προς την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και ουσιαστική καταλληλότητα, που περιλάμβαναν τα παρατιθέμενα. Ουδόλως εξηγούν γιατί θεωρείται ότι προκύπτει ουσιαστική καταλληλότητα των ενδιαφερόμενων μερών που συστήνονται. Πρωτίστως δε, τέτοια υπεροχή σε ουσιαστική καταλληλότητα δεν προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων..»

 

 

Ούτε βέβαια, θα πρόσθετα εδώ, εξηγείται το γιατί εφόσον τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων ήσαν ισοδύναμα, δε λήφθηκε υπόψη το στοιχείο υπεροχής των αιτητών σε αρχαιότητα.

 

Επομένως, για τους πιο πάνω λόγους, αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.

 

Λόγος ακύρωσης περί της κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσας εισήγησης ή σύστασης του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή (Α.Ε.Δ.)

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης εγείρεται σε όλες ανεξαίρετα τις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές. Η νομιμότητα της εισήγησης την οποία είχε υποβάλει προς το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση ο Α.Ε.Δ. προσβάλλεται από τους αιτητές για δύο κύριους λόγους:

 

α. Ότι είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.

 

β. Ότι είναι παράνομη επειδή με αυτή συστήθηκαν τέσσερις υποψήφιοι αντί δύο, που ήταν ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων.

 

Ως προς το πρώτο από τα ανωτέρω δύο θέματα που εγείρονται κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Το καταληκτικό συμπέρασμα της εισήγησης του Α.Ε.Δ. προς το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ως εξής:

 

«Αφού συμφώνησα με τον πίνακα των υποψηφίων όπως περιγράφονται στο πρακτικό του Συμβουλίου Προσωπικού, μελέτησα τόσο τα πρακτικά αυτά, όσο και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους ή/και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή/και τα Έντυπα Αξιολόγησής τους.

 

Στη συνέχεια προχώρησα σε διεξοδική μελέτη και σύγκριση των 180 υποψηφίων μεταξύ τους λαμβάνοντας υπ΄ όψιν στο σύνολό τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνεται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική  υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους, τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και τα Έντυπα Αξιολογήσεως και όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου.

 

Από την πιο πάνω μελέτη κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιοι Παναγιώτης Παντελή (2149) και Άθως Χριστοφή (7834), τους οποίους συστήνει το Συμβούλιο Προσωπικού, μαζί με τους υποψήφιους Χαράλαμπο Μιχαηλίδη (1432) και Μάριο Αγγελίδη (135 υπερέχουν από τους υπόλοιπους σε ουσιαστική καταλληλότητα, γι΄ αυτό εισηγούμαι την προαγωγή δύο εκ των τεσσάρων.»

 

 

Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω ότι εισήγηση του Α.Ε.Δ. με πανομοιότυπο σχεδόν κείμενο είχε υποστεί το δικαστικό έλεγχο και στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. και Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. (ανωτέρω). Και στις δύο περιπτώσεις, η εισήγηση του Α.Ε.Δ. κρίθηκε νομικά ανεπαρκής και πάσχουσα. Το σκεπτικό στην απόφαση στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. έχει ως ακολούθως:

 

«Τα ανωτέρω ισχύουν με την ίδια δύναμη και για τη συμβουλή του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή που ναι μεν με βάση τον Καν. 10(5), δεν είναι αναγκαίο να είναι αιτιολογημένη, αυτό όμως δεν αποτελεί και ασπίδα για εντελώς ανέλεγκτη σύσταση ή συμβουλή. Όπως λέχθηκε στη Μιχαήλ ν. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 1081/01, ημερ. 14.2.03, (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), η σύσταση είναι δυνατό να εξεταστεί από την άποψη της συμφωνίας ή της σύγκρουσης των στοιχείων της με το περιεχόμενο των φακέλων. Η απλή ανάπλαση στοιχείων και οι κατά παρόμοιο τρόπο γενικές παρατηρήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού περί εξαίρετων και ικανότατων υπαλλήλων, δεν αποτελούν παρά επανάληψη των αξιολογηθέντων στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και εφόσον ελλείπει σύγκριση δεν είναι δυνατό να προκύπτουν δεδομένα από τα οποία να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος εφόσον όπως λέχθηκε στη Μοδίτης (ανωτέρω), αλλά και στη Στασοπούλου (ανωτέρω), δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουν υποψήφιοι με το ίδιο σκεπτικό και την ίδια φρασεολογία που στην ουσία ισχύει και για τους μη συστηνόμενους.

 

 Είναι εμφανέστατο από την καταγραφή από το Συμβούλιο Προσωπικού ότι για τους συστηθέντες από ένα έκαστο των μελών, χρησιμοποιήθηκε στερεότυπη φρασεολογία θεωρούμενη ως επαρκής αιτιολογία που αναφέρεται απλώς στο ότι σταθμίστηκαν τα κριτήρια του Καν. 10(7), δηλαδή η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας κλπ. Τέτοια ακριβώς στάθμιση και κατ΄ επίφαση αξιολόγηση απορρίφθηκε επίσης ως αναιτιολόγητη στη Ρένα Κοσμά κ.α. ν. ΑΤΗΚ, συνεκδ. υποθ. αρ. 372/96, 403/96, 405/96 και 993/96 ημερ. 9.6.99, (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.). Το δε λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή για την επιλογή των 11 υποψηφίων, δεν προσφέρει οποιοδήποτε συγκριτικό στοιχείο σε σχέση με τους υπόλοιπους που δεν συστήθηκαν και παραμένει απλώς στη γενική φρασεολογία ότι η αξιολόγηση έγινε μετά από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων των προσωπικών φακέλων κλπ. Εν τέλει και η κρίση των ίδιων των καθ΄ ων είναι απλώς επαναληπτική των όσων αναφέρονται ή εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους και απλή αναδρομή στην κρίση ενός εκάστου των 144 υποψηφίων στις 12 σελίδες που καταλαμβάνει αυτή η κρίση, καθιστά σαφές ότι παρόμοια και εξίσου εγκωμιαστικά ή ευνοϊκά σχόλια γίνονται για κάθε ένα από αυτούς. Από αυτή την ταυτόσημη, στην ουσία, κρίση δεν ξεχωρίζουν ως υπέρτερα τα 11 ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και καταγράφονται οποιαδήποτε στοιχεία προς τούτο. Είναι γι΄ αυτό το λόγο, που όπως καταγράφηκε στην αρχή του σκεπτικού, διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο αντικειμενική αδυναμία στην ορθή αξιολογική κρίση των καταλληλότερων υποψηφίων. Παρόμοια ακριβώς κρίση απορρίφθηκε ως μη ικανοποιητική και ως ουσιαστικά αναιτιολόγητη στη Στασοπούλου - ανωτέρω.»

 

Αυτό το σκεπτικό υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. Το έχω μελετήσει υπό το φως των παραστάσεων στις οποίες έχουν ασφαλώς προβεί και οι συνήγοροι της καθ΄ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών και πρέπει να πω ότι, χωρίς ενδοιασμό, συμφωνώ τόσο με το σκεπτικό όσο και με την κατάληξη επί του θέματος τούτου, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

Ως προς το δεύτερο θέμα το οποίο εγείρεται κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, παρατηρώ τα εξής:

 

Ο Κανονισμός 10(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών της καθ΄ης η αίτηση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή ή του Αναπληρωτού του.»

 

Όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της εισήγησης του Α.Ε.Δ., ο ίδιος δεν σύστησε για προαγωγή δύο υποψηφίους προς πλήρωση των δύο κενών θέσεων, αλλά σύστησε τέσσερεις, ως υπερέχοντες των άλλων, εισηγούμενος προς το Διοικητικό  Συμβούλιο την προαγωγή δύο εκ των τεσσάρων.

 

Στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 124/2006 κ.ά. Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερομηνίας 5.8.2008, ηγέρθηκε παρόμοιο θέμα σε περίπτωση κατά την οποία υπό πλήρωση τελούσαν πέντε κενές θέσεις και ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος του οποίου τις αιτιολογημένες συστάσεις λαμβάνει υπόψη η Αρχή Λιμένων, προέβηκε στη σύσταση όχι πέντε, αλλά οκτώ συνολικά υποψηφίων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης έγινε δεκτός από τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε. Στην απόφαση εκείνη τονίστηκαν και τα ακόλουθα:

 

«Η φύση της σύστασης προσδιορίστηκε μέσα από τη Νομολογία ως γνώμη αναφορικά με το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για τη συγκεκριμένη θέση.

 

Όπως κρίθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ., 695, η σύσταση περιέχει «τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτύπωναν οι φάκελοι».

 

Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Προϊσταμένου είναι «Να επισημαίνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.»

 

Για το λόγο αυτό το διοικητικό όργανο υποχρεούται να δώσει ειδική αιτιολογία όταν αποφασίζει να αποκλίνει από τη σύσταση.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο Διευθυντής Εκμετάλλευσης δεν είχε τη δυνατότητα να συστήσει περισσότερους υποψηφίους από όσους οι κενές θέσεις, παρά μόνο τους πέντε καταλληλότερους για τις πέντε κενές θέσεις.»

 

Θα πρέπει να συμφωνήσω με την πιο πάνω κατάληξη. Αφ΄ ης στιγμής Νόμος ή Κανονισμός εναποθέτει σε προϊστάμενο τμήματος την ευθύνη να διερευνήσει κάθε σχετικό στοιχείο και να συστήσει, προτείνει, συμβουλεύσει ή εισηγηθεί ποιος ή ποιοι είναι ο καταλληλότερος ή οι καταλληλότεροι για να διοριστούν ή προαχθούν σε κάποια θέση, ο Προϊστάμενος οφείλει να περιοριστεί σε ένα ή περισσότερους υποψηφίους όσος είναι ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων, απλά διότι οφείλει να εκφέρει άποψη ως προς το ποιος ή ποιοι είναι ο πλέον κατάλληλος ή οι πλέον κατάλληλοι για τη θέση ή τις θέσεις. Κατάλληλοι υποψήφιοι μπορεί να είναι πολλοί, μπορεί ακόμα να είναι και όλοι οι υποψήφιοι κατάλληλοι. Κάποιοι δε από αυτούς μπορεί να κριθούν ως πλέον κατάλληλοι από άλλους. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι το ποιος ή ποιοι είναι πλέον κατάλληλοι για τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης ή των συγκεκριμένων θέσεων, όσες είναι αυτές.

 

Επομένως, πεπλανημένα ο Α.Ε.Δ. προέβηκε σε σύσταση τεσσάρων αντί δύο υποψηφίων και γίνεται δεκτή και αυτή η πτυχή του λόγου τούτου ακύρωσης.

 

Το θέμα της υπεροχής των αιτητών σε αρχαιότητα.

 

Ένα άλλο θέμα και λόγος ακύρωσης, ο οποίος εγείρεται από όλους τους αιτητές, είναι το γεγονός ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση παραγνώρισε την υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα.

 

Όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, πράγματι παραγνωρίστηκε αυτό το στοιχείο.

 

Από απόψεως βαθμολογίας διαπιστώθηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι. Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση, όπως το ίδιο αναφέρει, έλαβε υπόψη του:

 

α.   Τη συμβουλή του Σ.Π. για προαγωγή των δύο ενδιαφερόμενων μερών.

 

β.   Την εισήγηση του Α.Ε.Δ. για προαγωγή δύο εκ τεσσάρων συστηνομένων μεταξύ των οποίων ήσαν και τα ενδιαφερόμενα μέρη, και

 

γ. Τη βαθμολογία των ενδιαφερόμενων μερών στην οποία δεν υστερούσαν κανενός υπαλλήλου.

 

Ως προς το θέμα της αρχαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι και οι δύο επιλεγέντες, τα ενδιαφερόμενα μέρη δηλαδή, υστερούσαν σε αρχαιότητα, τόσο των εδώ αιτητών όσο και άλλων υποψηφίων, από κάποιους περισσότερο, από κάποιους λιγότερο, πλην όμως, φαίνεται να εξουδετέρωσε πλήρως αυτό τον παράγοντα, της υπεροχής δηλαδή των αιτητών σε αρχαιότητα, με τη δικαιολογία ότι οι επιλεγέντες έχουν υπέρ τους τη συμβουλή του Σ.Π. και την εισήγηση του Α.Ε.Δ.

 

Πέραν του ότι το όλο οικοδόμημα της τελικής επιλογής και αιτιολογίας της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση καταρρέει εδώ, λόγω του ότι αυτή βασίστηκε σε πάσχουσα συμβουλή του Σ.Π. και σε πάσχουσα εισήγηση του Α.Ε.Δ., εγείρεται και θέμα κακού χειρισμού ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας. Παρόλον ότι πράγματι τα λαμβανόμενα υπόψη κριτήρια στις επίδικες προαγωγές στην καθ΄ης η αίτηση δεν είναι τα καθιερωμένα στη Δημόσια Υπηρεσία, αλλά περιστρέφονται γύρω από το κριτήριο της "εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας" προς προαγωγή, επανειλημμένα τονίστηκε στη νομολογία ότι και το στοιχείο της αρχαιότητας έχει τη δική του σημασία, ως εντασσόμενο και συμπεριλαμβανόμενο στο γενικότερο κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλότητας. [Στασοπούλου (ανωτέρω) και Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, Υπόθεση Αρ. 152/2003, ημερομηνίας 20.10.2014].

 

Διαπιστώνεται όμως η απουσία οποιουδήποτε σκεπτικού από την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εξουδετέρωση του στοιχείου της αρχαιότητας, ισοπεδωτικά για όλους τους υποψηφίους, ανεξάρτητα αν κάποιος υπερείχε σε αρχαιότητα των ενδιαφερόμενων μερών σε 78 μήνες ή σε 3 μήνες. Χωρίς δηλαδή καμιά ουσιαστική στάθμιση.

 

Επομένως, και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Η διαπίστωση ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη του την πάσχουσα συμβουλή του Σ.Π. και την πάσχουσα εισήγηση του Α.Ε.Δ., παρασύρει σε ακυρότητα και τη δική του απόφαση.

 

Η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και δεν υπάρχει λόγος ενασχόλησης με άλλα επί μέρους θέματα που ηγέρθηκαν στο πλαίσιο των προσφυγών τούτων.

 

Όλες οι συνεκδικασθείσες προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.

 

Επιδικάζονται τα έξοδα μιας εκάστης προσφυγής υπέρ του αντίστοιχου αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                            Κ. Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο