ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1737/2011)
11 Σεπτεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΛΑΠΑΛΙΚΗ ΣΤΕΛΛΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ),
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.
Νικόλ Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία χειρίζεται προσωπικά την προσφυγή της, αξιώνει τους τόκους των ενυπόθηκων δανείων που συνήψε και το αναπηρικό επίδομα του συζύγου της, που, κατ' ισχυρισμό, δεν της παραχωρήθηκαν από το Γραφείο Ευημερίας, κατά παράβαση του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006, (Ν. 95(Ι)/2006), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»).
΄Οπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, η αιτήτρια και ο σύζυγός της Γεώργιος Καλαπαλίκης, 59 και 56 ετών, αντίστοιχα, λαμβάνουν σύνταξη ανικανότητας - (ποσοστό 75%) - από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λόγω ορθοπεδικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, όπως και επίδομα σύνταξης χαμηλών εισοδημάτων. Το ζεύγος έχει δύο δίδυμα τέκνα, τη Χρυσοβαλάντω, φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, και τον Παναγιώτη, που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στην Εθνική Φρουρά.
Στις 25/6/2010, ο σύζυγος της αιτήτριας υπέβαλε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος, στην οποία ανέφερε ότι η οικογένειά του διέμενε σε ιδιόκτητο σπίτι στην Κοκκινοτριμιθιά και διέθετε ακίνητη περιουσία χωράφι στην Κυπερούντα, που απέφερε ετήσιο εισόδημα €80,00, ότι υπέφεραν, ο ίδιος, από σπόνδυλο και καρδιά και, η σύζυγός του, από σπόνδυλο και ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα πέραν των συντάξεων ανικανότητάς τους.
Το αίτημα διερευνήθηκε από τους αρμόδιους λειτουργούς, μέσω επισκέψεων και συναντήσεων στην οικία της αιτήτριας και, επίσης, μέσω του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, για το θέμα των ακινήτων στην Κυπερούντα. Διαπιστώθηκε ότι η οικία του ζεύγους είχε ανεγερθεί σε οικόπεδο που τους παραχωρήθηκε με ενοικιαγορά από τον ΄Επαρχο Λευκωσίας, κατόπιν σύναψης τριών δανείων σε διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα, ότι η σοφίτα της ενοικιαζόταν, για κάποιο χρονικό διάστημα, έναντι του ποσού των €300,00 μηνιαίως, αλλά, μετά την αποχώρηση του ενοικιαστή, χρησιμοποιείτο για σκοπούς μελέτης των παιδιών, ότι το ετήσιο ενοίκιο των χωραφιών στην Κυπερούντα ανερχόταν, καθ' υπολογισμό, στα €107,00 και ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα, εφόσον κάποια παιχνίδια και ψυγεία που εντοπίστηκαν στο χώρο κάτω από την κατοικία τους, ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως περίπτερο και σφαιριστήριο, απομακρύνθηκαν από την αιτήτρια, καθ' υπόδειξη του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση, ημερομηνίας 17/5/2011, η αιτήτρια, από το Φεβρουάριο του 2011, λόγω του ότι παρουσίαζε «συμπτωματολογία μείζονος κατάθλιψης», παρακολουθείτο στα Εξωτερικά Ιατρεία Στροβόλου και λάμβανε θεραπεία, ενώ, σύμφωνα με μεταγενέστερο πιστοποιητικό, ημερομηνίας 23/1/2012, παρουσίασε νευρογενούς μορφής υπέρταση. Ανάλογη βεβαίωση, ημερομηνίας 23/1/2012, πιστοποιούσε ότι ο σύζυγός της έπασχε από καρδιοπάθεια, υπέρταση και υπερλιπιδαιμία και ότι χρειαζόταν ειδική διατροφική δίαιτα, λόγω γαστροπροστασίας.
Ενόψει των πιο πάνω, στις 30/11/2011, εγκρίθηκε η παροχή προς την αιτήτρια δημοσίου βοηθήματος, ύψους €207,74, από 1/12/2011, το οποίο αυξήθηκε σε €238,87, από 1/2/2012, με τη συμπερίληψη ενός επιπρόσθετου ποσού για την ειδική δίαιτα του συζύγου της.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, εφόσον της παραχωρήθηκε, λαμβανομένων υπόψη όλων των εισοδημάτων και των συντάξεων της ιδίας και του συζύγου της, μεταξύ των οποίων και της σύνταξης ανικανότητας, συμπληρωματικό δημόσιο βοήθημα, καθ' υπέρβαση εξουσίας δε δόθηκε σ' αυτή και στο σύζυγό της το αναπηρικό επίδομα. Προσθέτει ότι κακώς δεν της παραχωρήθηκαν οι τόκοι των ενυπόθηκων δανείων της, γιατί, σύμφωνα με το Κτηματολόγιο, αυτή είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της κατοικίας της.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η αιτήτρια στερείται αμέσου, ιδίου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή της σε ό,τι αφορά την καταβολή αναπηρικού επιδόματος στο σύζυγό της.
Επί της ουσίας, η θέση των καθ' ων η αίτηση είναι ότι, με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν επισυναφθεί από το σύζυγο της αιτήτριας και τα προβλήματα υγείας που καταγράφηκαν από τον ίδιο στην αίτησή του ημερομηνίας 25/6/2010, δεν ήταν δυνατό αυτός να θεωρηθεί ανάπηρο άτομο, μέσα στην έννοια που αποδίδεται στον όρο από το ΄Αρθρο 2 του Νόμου.
Αναφορικά με τους τόκους των δανείων, που η αιτήτρια διεκδικεί, οι καθ' ων η αίτηση υποδεικνύουν ότι, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 8(γ) του Νόμου, για την καταβολή σε λήπτη δημοσίου βοηθήματος ποσού για κάλυψη ειδικών αναγκών σε σχέση με την εξόφληση δανείου και των τόκων του για ανέγερση υποστατικού στο οποίο διαμένει, θα πρέπει αυτό να είναι ιδιόκτητο, πράγμα που δε συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, αφού η αιτήτρια κατέχει όχι τίτλο αλλά ενοικιαγοραπωλητήριο έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται, ως ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ο Βοηθός ΄Επαρχος Λευκωσίας και, ως ενοικιαστές, η αιτήτρια και ο σύζυγός της.
Στο αιτητικό της προσφυγής της, η αιτήτρια αναφέρει τα εξής:-
«΄Εντιμε Πρόεδρε ζητώ τους τόκους του ενυπόθηκου μου δανείου συν το αναπηρικό επίδομα του συζύγου μου.
Πιστεύω ότι το Γραφείο Ευημερίας κατά παραβίαση του Νόμου 95(Ι) 2006 δεν μου έδωσε τα πιο πάνω επιδόματα.
Ζητώ έγκριση της προσφυγής μου.»
Στα γεγονότα του δικογράφου της, η αιτήτρια αναφέρει τα ακόλουθα:-
«΄Εντιμε Πρόεδρε αιτήθηκα δημόσιο βοήθημα στις 22/6/10. Τον μήνα Δεκέμβριο του 2011 το Γραφείο Ευημερίας μου έστειλε το επίδομα μου αλλά βάσει του Νόμου 95(Ι) 2006 Περί Κοινωνικών Παροχών και Επιδομάτων πρέπει να μου πληρώνει τους τόκους του ενυπόθηκου δανείου της κατοικίας μου και το αναπηρικό επίδομα του συζύγου μου.»
Η αίτηση ημερομηνίας 22/6/2010, που αναφέρει η αιτήτρια, είναι η αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος, που, όπως, ήδη, σημειώθηκε, υποβλήθηκε από το σύζυγό της, με ημερομηνία παραλαβής της από το Γραφείο Ευημερίας την 25/6/2010. Σε αυτή, γίνεται αναφορά όχι σε αναπηρία του αλλά σε προβλήματα σπονδύλου και καρδιάς. Στη μεταγενέστερη ιατρική βεβαίωση του συζύγου της, αναφέρθηκε ότι αυτός έπασχε από καρδιοπάθεια, υπέρταση και υπερλιπιδαιμία, ενώ, κατά τις επί τόπου επισκέψεις των αρμοδίων λειτουργών και στις συζητήσεις που ακολούθησαν, δεν τέθηκε, από τον ίδιο, ζήτημα αναπηρίας, στα πλαίσια της ερμηνείας που δίδεται στον όρο από το ΄Αρθρο 2 του Νόμου[1]. Στις 16/11/2011, διαπιστώθηκε ότι ο σύζυγος της αιτήτριας απασχολείτο σε ανοικτό χώρο, με δύο παλιά φορτηγά που αυτός κατείχε. Είναι προφανές ότι ούτε τέθηκε, ούτε προέκυπτε από τις ιατρικές γνωματεύσεις, αλλά ούτε και εξετάστηκε από το Γραφείο Ευημερίας ζήτημα αναπηρίας του συζύγου της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει απόφαση επί του θέματος. Συνεπώς, το αίτημα της αιτήτριας για καταβολή του αναπηρικού επιδόματος του συζύγου της δεν είναι παραδεκτό.
΄Οπως επισημάνθηκε στην Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, σελ. 533-534, οι θεραπείες που μπορούν να παρασχεθούν στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος και είναι συνυφασμένες με την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση ή ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, της απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία προσβάλλεται και στην αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης, με το διατακτικό να εκτελεστεί παν το παραλειφθέν. Τονίστηκε ότι ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης.
Στην παρούσα περίπτωση, με την προσφυγή, δεν καθορίζονται οι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που προσβάλλονται, ούτε επιζητείται θεραπεία γνωστή στο Σύνταγμα.
΄Οπως υποδείχθηκε στην Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί βάσει της παραγράφου 4(γ) του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται θετικά από το Νόμο.
Πρέπει, εδώ, να σημειωθεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που το υπόβαθρο των γεγονότων θεμελίωνε παραδεκτό αίτημα του συζύγου της αιτήτριας για καταβολή επιδόματος αναπηρίας, θα ετίθετο, όπως ορθά επισημάνθηκε από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.
Σε σχέση με το ζήτημα των τόκων των δανείων της αιτήτριας, παρατηρώ τα εξής:-
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 8 του Νόμου:-
«8. Τα ποσά που καταβάλλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ' αυτό δημόσιου βοηθήματος, περιλαμβάνουν ποσά για την κάλυψη ειδικών αναγκών του ατόμου αυτού ως εξής:
..............................................................................................................
(γ) αν ο ίδιος κατοικεί σε ιδιόκτητο υποστατικό, ο Διευθυντής καταβάλλει:
(ι) στο πρόσωπο ή στον οργανισμό που τυχόν έχει παραχωρήσει δάνειο για ανέγερση του εν λόγω υποστατικού, το ποσό που καταβάλλεται περιοδικά για εξόφληση του δανείου και των τόκων του, μέχρι όμως του ποσού που θα μπορούσε να καταβληθεί με βάση την παράγραφο (β) ανωτέρω και υπό την προϋπόθεση ότι, το δάνειο είχε συναφθεί ένα τουλάχιστο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης για δημόσιο βοήθημα, εκτός αν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι το δάνειο είχε συναφθεί καλόπιστα· ...»
Από το διοικητικό φάκελο, προκύπτει η ύπαρξη βεβαιώσεων τριών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων - (Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοκκινοτριμιθιάς, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης και Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα) - για παραχώρηση στεγαστικών δανείων στην αιτήτρια και στο σύζυγό της και συναφών καταστάσεων λογαριασμών, από τις οποίες φαίνεται το ύψος των καταβαλλομένων για την εξόφλησή τους δόσεων και των τόκων, ως και το υπόλοιπο.
Παρόλο που στην αίτηση του συζύγου της αιτήτριας για παροχή δημοσίου βοηθήματος ημερομηνίας 25/6/2010 η σχετική στήλη του Μέρους VII, αναφορικά με τα μηνιαία έξοδα του αιτητή και των εξαρτωμένων του, στα οποία περιλαμβάνονται και οι τόκοι ενυπόθηκου δανείου (για ιδιόκτητη κατοικία), δεν είχε συμπληρωθεί, ούτε είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα, φαίνεται ότι το θέμα απασχόλησε, αφού, στην Αναθεωρητική ΄Εκθεση Δημοσίου Βοηθήματος - (έγγραφο με αρ. 21 στο διοικητικό φάκελο) - υπάρχει χειρόγραφη σημείωση, προφανώς από προϊστάμενο λειτουργό, με υπογραφή και ημερομηνία 10/2/2011, ότι «Η οικογένεια έχει δικαιώματα για δόση δανείου. Παρακαλώ να μελετηθεί ξανά η περίπτωση». Συνέχεια στα πιο πάνω δεν υπάρχει. Θεωρώ ότι εναπόκειται στην αιτήτρια να προβεί στα κατάλληλα διαβήματα προς τη διοίκηση, ώστε αρμοδίως να εξεταστεί αυτή η πτυχή, δηλαδή κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει το ΄Αρθρο 8 του Νόμου.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «'ανάπηρος' σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·»