ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1697/2010 )
5 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΦΟΙΒΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ,
Καθ΄ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ν. Θεοδώρου για Θ. Κορφιώτη, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ ου η
Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, εγείρεται προς εξέταση και απόφανση το θέμα του επιτρεπτού ή μη της άρνησης διοικητικού οργάνου να προβεί σε επανεξέταση του θέματος διορισμού προσώπου με το οποίο συμβλήθηκε για να προσφέρει υπηρεσίες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, επικαλούμενο το γεγονός ότι μεταξύ του διορισμού και της ακυρωτικής απόφασης, διέρρευσε το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής ισχύος της σύμβασης με αποτέλεσμα να παραμείνει ένα πολύ μικρό μέρος το οποίο, κατά το διοικητικό όργανο, δεν επέτρεπε τη διεξαγωγή επανεξέτασης και δεν ήταν πλέον πρακτικά δυνατό να κατακυρωθεί η προσφορά διορισμού είτε στον επιτυχόντα υποψήφιο, είτε σε άλλο πρόσωπο.
Τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής μπορούν να αποδοθούν συνοπτικά ως ακολούθως:
Κατόπιν δημοσίευσης προκήρυξης από τους καθ΄ ων η αίτηση στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 8.12.2006 αναφορικά με την υποβολή αιτήσεων από ενδιαφερόμενους για σύναψη συμφωνίας όπως ενεργούν ως ιατροί εξεταστές Αεροπορικής Ιατρικής, ο αιτητής υπέβαλε την αίτησή του. Κατά τον Δεκέμβριο του 2007, ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι διορίστηκε άλλο πρόσωπο ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Αεροπορικής Ιατρικής (Head of the AMS) οπότε και καταχώρησε την υπ΄ αρ. 63/2008 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της σχετικής απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση. Εν τω μεταξύ, υπογράφηκε στις 5.11.2007 συμφωνία μεταξύ των καθ΄ ων η αίτηση και του επιλεγέντος προσώπου για την παροχή των προαναφερθεισών υπηρεσιών, η οποία και θα έληγε μετά από 3 χρόνια, ήτοι κατά την 6.11.2010.
Η προσφυγή αρ. 63/2008 προχώρησε σε εκδίκαση και κατά την 3.5.2010 εκδόθηκε η απόφαση από τον δικαστή Μ. Φωτίου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η προσφυγή έγινε δεκτή και η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση για την ανάθεση των επίδικων υπηρεσιών σε άλλο ιατρό, ακυρώθηκε. Οι λόγοι της ακύρωσης της απόφασης ήσαν ότι:
α. Οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν αντιφατικά, με ασυνέπεια και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
β. Οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό νομική πλάνη και κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου με τον τρόπο δημοσίευσης της προκήρυξης.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι πριν από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, κατά δίκαιο τρόπο είχε δηλώσει στο Δικαστήριο ότι διαπίστωσε πως πράγματι έγιναν νομικά λάθη κατά τη διαδικασία λόγω απειρίας κάποιων εκ των μελών της αρμόδιας επιτροπής. Επομένως, πρόσθεσε, δεν μπορούσε να στηρίξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και δεδομένου ότι επρόκειτο για ένα συμβόλαιο το οποίο έληγε, θα εξεταζόταν το ενδεχόμενο καταβολής, κάποιας αποζημίωσης στον αιτητή.
Ακολούθως, οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 13.10.2010 προς τον αιτητή τον πληροφόρησαν ότι μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, η επανεξέταση του αντικειμένου της προσφοράς παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών, δεν ήταν εφικτή ενόψει του χρόνου που διέρρευσε μέχρι την ακυρωτική απόφαση. Δεν ήταν δυνατό, προσθέτουν οι καθ΄ ων η αίτηση, να επαναφερθούν τα πράγματα εις την προτέραν κατάστασιν δεδομένου ότι η υπογραφείσα συμφωνία με τον επιλεγέντα ιατρό θα έληγε στις 6.11.2010 και θα ήταν αδύνατο στο μεσοδιάστημα να γίνει επανεξέταση εφόσον δεν ήταν πλέον πρακτικά δυνατό να κατακυρωθεί η προσφορά είτε στον επιλεγέντα είτε σε άλλο ιατρό με την υπογραφή ενός νέου συμβολαίου για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα.
Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση και ζητεί την ακύρωσή της.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών υπέβαλαν εμπεριστατωμένα τις παραστάσεις τους με παραπομπή σε σχετική επί του θέματος νομολογία, υποστηρίζοντας αντικρουόμενες απόψεις.
Βασικό ζητούμενο στην υπό εξέταση περίπτωση είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο οι καθ΄ ων η αίτηση, αποφασίζοντας ότι δεν είναι εφικτή η επανεξέταση, ενήργησαν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και συνακόλουθα κατά πόσο η στάση τους αυτή παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Σε μια παρόμοια περίπτωση η οποία απασχόλησε στην Υπόθεση Αρ. 1448/2005 Tasni Enviro Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.9.2007 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε προηγουμένως ακυρώσει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία κατακύρωσαν προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος για προμήθεια και 5ετή συντήρηση μετεωρολογικού εξοπλισμού λόγω κακής σύνθεσης του αποφασίσαντος Συμβουλίου. Μετά την ακυρωτική απόφαση, οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν σε επανεξέταση του θέματος και κατακύρωσαν εκ νέου την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος. Σε νέα προσφυγή την οποία καταχώρησε η ίδια αιτήτρια εταιρεία, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν χωρούσε επανεξέταση στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον το έργο είχε ήδη εκτελεστεί όταν εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση. Το Δικαστήριο όμως, συμφωνώντας με τους καθ΄ ων η αίτηση, τόνισε ότι η διοίκηση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση και να εξετάσει το ζήτημα, έστω και αν το έργο είχε ήδη εκτελεσθεί. Όπως πρόσθεσε, η επίκληση από την αιτήτρια της εκ των πραγμάτων αδυναμίας αποκατάστασης σε περίπτωση που κατά την επανεξέταση κατακυρωνόταν η προσφορά προς την ίδια την αιτήτρια, δεν συνιστούσε βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στην παλαιότερη υπόθεση Mavronichis v. The Industrial Training Authority (1984) 3 CLR 1427 το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος κατά πόσο η προσφυγή του αιτητή εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Υπεύθυνου του Λογιστηρίου των καθ΄ ων η αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου, καθόσον το ενδιαφερόμενο μέρος παραιτήθηκε από την εν λόγω θέση ένα χρόνο μετά το διορισμό του, η δε ίδια η επίδικη θέση καταργήθηκε πριν από την εκδίκαση της προσφυγής. Ο Τριανταφυλλίδης Π. σε ενδιάμεση απόφασή του, αποφάνθηκε ότι η προσφυγή μπορούσε να προχωρήσει σε εκδίκαση καθότι εάν διαπιστώνετο ότι ο αιτητής εσφαλμένα δεν είχε επιλεγεί για διορισμό, τότε σαν αποτέλεσμα του μη διορισμού του, θα απεδείκνυε ότι υπέστη ζημιά για την οποία θα μπορούσε να αποζημιωθεί.
Στην απόφαση του Εφετείου σε έφεση από απόφαση σε αστική διαδικασία για αποζημιώσεις στην υπόθεση Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 ΑΑΔ 697, τονίστηκε ότι: «η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146.1.»
Η πιο πάνω αναφορά σε υποθέσεις οι οποίες ασχολούνται κυρίως με θέματα δυνατότητας διεκδίκησης αποζημιώσεων μετά από ακυρωτική απόφαση, γίνεται ακριβώς διότι και στην παρούσα υπόθεση ο προφανής στόχος του αιτητή δεν είναι άλλος παρά η επίτευξη της δυνατότητας να διεκδικήσει αποζημιώσεις, σε περίπτωση κατά την οποία διαφαίνεται, κατόπιν επανεξέτασης και/ή νέας ακυρωτικής απόφασης, ότι κακώς δεν επιλέγηκε ο ίδιος για την παροχή των επίδικων υπηρεσιών.
Ιδιαίτερη προς τούτο αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 983 όπου τονίστηκε ότι η παράλειψη της διοίκησης να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση «θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή ... Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα θα αποκαθίστατο η νομιμότητα ..».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εικόνα η οποία παρουσιάζεται, είναι ότι χωρίς οποιαδήποτε επανεξέταση του θέματος της σύμβασης για παροχή των επίδικων υπηρεσιών με την άρση του παρατηρηθεισών και παραδεδεγμένων παρατυπιών, ουδέποτε θα μπορεί να διακριβωθεί δικαστικά εάν και κατά πόσο κακώς ανατέθηκαν οι υπηρεσίες στο ενδιαφερόμενο μέρος και επίσης ουδέποτε θα μπορεί να διακριβωθεί κατά πόσο, εάν ακολουθείτο η ορθή διαδικασία ο αιτητής θα επιτύγχανε ή θα στοιχειοθετούσε υπόθεση για διεκδίκηση αποζημίωσης. Σημειώνεται ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η απλή ακύρωση της ανάθεσης των υπηρεσιών στο ενδιαφερόμενο μέρος, δεν σήμαινε ότι αυτές θα έπρεπε κατ΄ ανάγκη να ανατίθεντο στον αιτητή, εφόσον στη διαδικασία των προσφορών είχαν συμμετάσχει και άλλοι προσοντούχοι υποψήφιοι.
Αυτά δε τα στοιχεία, είναι και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αυτής της υπόθεσης και της υπόθεσης Lella Kentonis Investment Co Ltd κ.άλλοι ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 773/2010, ημερ. 4.4.2012. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση εκείνη, μετά τη διαπίστωση ότι ήταν αδύνατη η αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την ακυρωθείσα απόφαση, «Το βάθρο της απαίτησης των αιτητών για αποζημίωση είναι καθαρό αφού, αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη, η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους ίδιους ως οι μόνοι εντός των προδιαγραφών προσφοροδότες».
Επομένως, θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, στην παρούσα υπόθεση να διενεργηθεί επανεξέταση κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
ΣΦ.