ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 158/2010)

 

5 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΙΧΑΗΛ  ΚΟΥΜΑΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΑΜΥΝΑΣ,

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ  ΛΟΓΙΣΤΗ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Χριστάκης Χριστάκη και Παύλος Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή.

Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αξιώνει τις πιο κάτω θεραπείες:-

 

«Α.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.12.09 και με την οποία αποφασίσθηκε όπως, για την περίοδο 24.1.06, ημερομηνία έναρξης του ευδόκιμου τερματισμού της υπηρεσίας του αιτητή, έως και την 3.3.09 που ο αιτητής επανήλθε στην υπηρεσία του συνεπεία ανάκλησης της απόφασης για ευδόκιμο τερματισμό της, καταβληθούν στον αιτητή, ως απολαβές, η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιανδήποτε απασχόληση κατά την πιο πάνω περίοδο και του μισθού της θέσης του, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος,

 

Β.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να καταβάλουν στον αιτητή πλήρεις απολαβές ή ολόκληρο το μισθό του για την περίοδο από 24.1.06, ημερομηνία έναρξης του ευδόκιμου τερματισμού της υπηρεσίας του αιτητή, έως την 3.3.09 που ο αιτητής επανήλθε στην υπηρεσία συνεπεία ανάκλησης της απόφασης για ευδόκιμο τερματισμό της, είναι άκυρη, παράνομη και πως παν παραλειφθέν θα πρέπει να διενεργηθεί.

 

Γ.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να συμμορφωθούν με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου μετά την ανάκληση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση αρ. 2 για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή και να αποκαταστήσουν πλήρως τον αιτητή με την καταβολή σ' αυτόν ολόκληρου του συνολικού ποσού του μισθού του για την περίοδο 24.1.06 - 3.3.09 χωρίς αποκοπή του οποιουδήποτε ποσού απολαβών τυχόν εξασφάλισε από άλλη απασχόληση κατά την εν λόγω περίοδο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ό,τι παραλείφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί.»

 

 

 

Ο αιτητής, πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στις 2/5/1981, διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Υπολοχαγού του Κυπριακού Στρατού και αποσπάστηκε στην Εθνική Φρουρά.  Υπηρέτησε στο Υγειονομικό Σώμα, όπου και ανελίχθηκε μέχρι το βαθμό του Συνταγματάρχη.  Αφυπηρέτησε στις 24/1/2006, όταν το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, (το «Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων»), με απόφασή του ημερομηνίας 1/11/2005, έκρινε αριθμό Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους.  Ο αιτητής και άλλοι επηρεαζόμενοι αμφισβήτησαν την πιο πάνω απόφαση με προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο την ακύρωσε, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας - (βλ. Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44 - (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας)).

 

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 20/2/2009, ανακάλεσε την απόφασή του για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή, ο οποίος κλήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντά του από τις 3/3/2009.  Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αφυπηρέτησης και της επανόδου του στην Υπηρεσία, ο αιτητής εργοδοτήθηκε στο Αρεταίειον Ιατρικό Κέντρο.

 

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του αιτητή, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ΄Αμυνας, με επιστολή του ημερομηνίας 6/3/2009, έθεσε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα διάφορα θέματα, που προέκυπταν από την επάνοδο στην Υπηρεσία τριών Αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή, σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση, τη δικαιούμενη άδεια, το μισθολόγιο και τα επιδόματά τους.  Μεταξύ των θεμάτων, για τα οποία ζητήθηκε η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν και το κατά πόσο αυτοί «..., για το χρονικό διάστημα που βρίσκονταν εκτός Υπηρεσίας, δικαιούνται τους μισθούς τους και εάν ναι, κατά πόσο θα πρέπει να γίνει συμψηφισμός με τα εισοδήματα που τυχόν είχαν από την άσκηση άλλης εργασίας κατά το χρονικό αυτό διάστημα».

 

Η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, (η «Νομική Υπηρεσία»), με επιστολή της ημερομηνίας 16/4/2009, παρέπεμψε σε Γνωμάτευσή της ημερομηνίας 25/11/2004, στην οποία, όμως, δεν απαντήθηκε το πιο πάνω ερώτημα.

 

Στη συνέχεια, το Υπουργείο ΄Αμυνας, ζήτησε από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, (ο «Γενικός Λογιστής»), σε σχέση με τον αιτητή, «... όπως γίνει επανυπολογισμός μισθοδοσίας, φιλοδωρήματος, σύνταξης και αφαιρεθούν τα καταβληθέντα συνταξιοδοτικά ωφελήματα, το επίδομα ανεργίας, ασθενείας, καθώς και το ποσό των €21.000 που του χορηγήθηκε από το Υπουργείο ΄Αμυνας, έναντι μισθοδοσίας του για την περίοδο Μαρτίου - Ιουλίου 2009 ...».

 

Ο Γενικός Λογιστής απάντησε στο Υπουργείο ΄Αμυνας με επιστολή του ημερομηνίας 18/8/2009, υποδεικνύοντας, κατ' επίκληση παλαιότερης Γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας - (Αρ. Φακ. Γ.Ε. 19(Β)64/6, ημερομηνίας 2/7/1997) - ότι, σε περίπτωση επανόδου υπαλλήλου στην Υπηρεσία, συνεπεία ακυρωτικής απόφασης, «... ο υπάλληλος δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά (αν υπάρχει) μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε απασχόληση και του μισθού της θέσης».

 

Με βάση τα πιο πάνω, το Υπουργείο ΄Αμυνας ζήτησε από τον αιτητή να υποβάλει, όπως απαιτήθηκε από το Γενικό Λογιστή, για σκοπούς επαναϋπολογισμού της μισθοδοσίας του, πρόσθετα στοιχεία σε σχέση με τις απολαβές που αυτός, τυχόν, λάμβανε κατά την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2006 και Αυγούστου 2009, όπως καταστάσεις μισθοδοσίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και φορολογικές δηλώσεις, είτε ένορκη δήλωση ότι δεν είχε οποιαδήποτε εισοδήματα από άλλη απασχόληση κατά την πιο πάνω περίοδο, τα οποία υποβλήθηκαν στο Γενικό Λογιστή, μέσω του Υπουργείου ΄Αμυνας.

 

Στις 10/9/2009, ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του προς το Υπουργείο ΄Αμυνας, εξέφρασε τη διαφωνία του «... τόσο με τις δρομολογούμενες ενέργειες, όσο και με την επικαλούμενη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας» και ζήτησε την καταβολή του συνόλου των αναδρομικών μισθών του και του δικαιούμενου εφάπαξ ποσού, πλέον τόκο.  Ακολούθησε, στις 20/11/2009, νέα επιστολή του δικηγόρου του προς το Γενικό Λογιστή, με αίτημα την «... άμεση καταβολή όλων των οφειλομένων δικαιωμάτων του», σημειώνοντας ότι ο αιτητής παρέλαβε επιταγή ύψους €17.968,72, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

 

Ο Γενικός Λογιστής, στις 21/12/2009, απάντησε ως εξής:-

 

«Θέμα:  Κούμας Μιχαήλ ΑΜ 2934 - Καταβολή Αναδρομικών                 Ωφελημάτων

 

Επιθυμώ ν' αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 20/11/2009 για το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι έχουν καταβληθεί στον πελάτη σας, κ. Κούμα Μιχαήλ, οι δικαιούμενες μισθοδοτικές απολαβές του για την περίοδο από 23/1/2006 μέχρι 31/8/2009, σύμφωνα με τα εξουσιοδοτημένα έντυπα που αποστάληκαν από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ΄Αμυνας ως εργοδότη του.

 

2.   Σχετικά με τις αποκοπές, όπως αναφέρεται ήδη στην επιστολή μου με τον ίδιο αριθμό φακ. και ημερ. 18/8/2009, η οποία γνωστοποιήθηκε στο πελάτη σας από τον εργοδότη του, στις περιπτώσεις αναδρομικών διορισμών ή επανόδου του υπαλλήλου στην Υπηρεσία, συνεπεία ακυρωτικού αποτελέσματος Απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας με αρ. φακ. Γ.Ε. 19(Β)64/6 και ημερ. 2/7/1997, ο υπάλληλος δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά (αν υπάρχει) μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε απασχόληση και του μισθού της θέσης.

 

3.   ΄Οσον αφορά στη διαφορά του εφάπαξ ποσού το οποίο δικαιούται ο πελάτης σας και η οποία υπολογίστηκε στο ποσό των €5.755,21 επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου Ν.97(Ι)/97, το ποσό αυτό θα κρατηθεί έναντι χρέους του προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για τα έτη 2007 και 2008 που σύμφωνα με επιστολή που αποστάληκε στο Γενικό Λογιστή ημερ. 27/8/2009 ανέρχεται στο ποσό των €6.121,06.

 

4.   Πληροφοριακά, αναφέρεται ότι η εν λόγω διαδικασία ακολουθήθηκε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις και, όπως προαναφέρθηκε, στηρίζεται στην πιο πάνω γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.»

 

 

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση καταβολής σε αυτόν της διαφοράς μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε απασχόλησή του κατά την περίοδο που αυτός βρισκόταν εκτός Υπηρεσίας και του μισθού της θέσης θα πρέπει να ακυρωθεί, ως αποτέλεσμα:-

 

  (ι)  ΄Ελλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και παραβίασης των ΄Αρθρων 45 (επαρκής έρευνα) και 46 (πλάνη) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και των αρχών της νομολογίας.

 

 (ιι)    ΄Ελλειψης αιτιολογίας· και

 

(ιιι)    Πλάνης περί το νόμο, παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και/ή κατάχρησης εξουσίας.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι οι Γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας, επί των οποίων στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν αντιφατικές και ότι ο Γενικός Λογιστής ενήργησε υπό συνθήκες πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας.  Υπήρχαν, υποδεικνύει, ενώπιόν του δύο αντίθετες Γνωματεύσεις, που επέβαλλαν περαιτέρω έρευνα, η οποία δεν έγινε, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι αναιτιολόγητη, καθότι αυτός, κατά τη λήψη της, βασίστηκε στην αναιτιολόγητη Γνωμάτευση της 2/7/1997 και παραγνώρισε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70).

 

Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η Γνωμάτευση της 2/7/1997, που αφορούσε περίπτωση αναδρομικού διορισμού μετά από ακυρωτική απόφαση, είναι ορθή και δε βρίσκεται σε αντίθεση με τη Γνωμάτευση της 25/11/2004, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν απέκλειε το συμψηφισμό των μισθών που θα έπρεπε να καταβληθούν στον αιτητή και των ωφελημάτων που αυτός αποκόμισε κατά τη διάρκεια που βρισκόταν εκτός Υπηρεσίας. 

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν.  Το κρίσιμο ερώτημα είναι το κατά πόσο θα έπρεπε να γίνει συμψηφισμός των μισθών του και των τυχόν εισοδημάτων του από άλλη εργασία κατά το χρονικό διάστημα που αυτός βρισκόταν εκτός Υπηρεσίας.

 

Είναι γεγονός ότι, στη Γνωμάτευση της 25/11/2004, στην οποία αρχικά η Νομική Υπηρεσία παρέπεμψε το Υπουργείο ΄Αμυνας, δεν απαντήθηκε το πιο πάνω ζήτημα.  Υποδείχθηκε, σ' εκείνη την περίπτωση, μεταξύ άλλων, ότι οι αιτητές, εφόσον επέστρεψαν στην Υπηρεσία, δεν μπορούσαν να κρατήσουν και τα ευεργετήματα που τους παραχωρήθηκαν λόγω της αφυπηρέτησής τους και ότι ήταν υπόχρεοι να επιστρέψουν τα εις αυτούς καταβληθέντα ποσά.  Παρόμοιο, όμως, θέμα είχε απασχολήσει παλαιότερα τη Νομική Υπηρεσία, η οποία, στη Γνωμάτευσή της ημερομηνίας 2/7/1997, που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είχε υποδείξει ότι, ένεκα του ακυρωτικού αποτελέσματος απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της επανόδου του επηρεαζομένου - (εκεί ήταν πυροσβέστης) - στην Υπηρεσία του, αυτός εδικαιούτο να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά (αν υπήρχε) μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε άλλη απασχόληση για την περίοδο που βρισκόταν εκτός Υπηρεσίας και του μισθού της θέσης του.

 

Τα πιο πάνω είναι σύμφωνα με την ελληνική επί του θέματος νομολογία.  ΄Οπως υποδεικνύεται από τη Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, στο σύγγραμμά της «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», 1988, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, σελ. 280-281:-

 

«Τοιουτοτρόπως, επί ακυρώσεως υπό του ΣτΕ διοικητικής πράξεως, π.χ. απολύσεως δημοσίου υπαλλήλου ή περί αποδοχής της παραιτήσεως υπαλλήλου μετά την εμπρόθεσμον όμως υπ' αυτού υποβολήν της αιτήσεως ανακλήσεως της δηλώσεως περί παραιτήσεώς του, η ακύρωσις ενεργεί αναδρομικώς ανατρέχουσα εις τον χρόνον εκδόσεως της ακυρουμένης πράξεως και επαναφέρουσα τα πράγματα εις το χρονικόν σημείον εις το οποίον ευρίσκοντο πριν η Διοίκησις επιληφθή του θέματος και υπό το τότε υφιστάμενον νομικόν και πραγματικόν καθεστώς.  Κατά συνέπειαν, ο υπάλληλος θεωρείται ως μηδέποτε παραιτηθείς και ως εκ τούτου δικαιούται των αποδοχών των οποίων εστερήθη, συνεπεία της ακυρωθείσης ως παρανόμου ενεργείας της Διοικήσεως, καθ' όλον το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον παρέμεινεν εκτός υπηρεσίας.  Εις τας αποδοχάς αυτάς όμως θα συμψηφισθή παν ό,τι ο εν λόγω υπάλληλος έλαβεν εκ του δημοσίου ταμείου υπό την μορφήν αποδοχών ή συντάξεως, ως και αι καταβληθείσαι εις αυτόν αποδοχαί τριμήνου, καθώς επίσης και παν ό,τι αυτός ωφελήθη εκμισθώσας, τυχόν, την εργασίαν του εις τρίτον καθ' ον χρόνον ετέλει εκτός υπηρεσίας.»

 

 

 

Η υπόθεση Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής, δε σχετίζεται με την παρούσα.  Αφορούσε αίτημα για καταβολή αναδρομικής επιχορήγησης που καταβαλλόταν στα μέλη της Υπηρεσίας Εξωτερικού και για την οποία αποφασίστηκε ότι αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού της αιτήτριας σ' αυτή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης του αιτητή, αποφασίστηκε η αφαίρεση των απολαβών του από την εργασία του σε ιδιώτη εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα της ισχύος της αφυπηρέτησής του, είναι εύλογα επιτρεπτή, επαρκώς αιτιολογημένη και η έρευνα που προηγήθηκε της λήψης της, με την αλληλογραφία των εμπλεκομένων τμημάτων και τη συνδρομή της Νομικής Υπηρεσίας, ικανοποιητική.

 

Ισχυρίζεται, επιπρόσθετα, ο αιτητής, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα νομικής πλάνης, γιατί, με βάση την απόφαση στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, αυτός εδικαιούτο πλήρεις απολαβές ή ολόκληρο το μισθό του για την περίοδο από 24/1/2006 μέχρι 3/3/2009, που επανήλθε στην Υπηρεσία.  Περαιτέρω, προβάλλει ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της συνεπούς συμπεριφοράς της, με αποτέλεσμα να προκύπτει κατάχρηση εξουσίας - (΄Αρθρα 48, 50 και 51 του Ν. 158(Ι)/99) - γιατί ο ίδιος, ενώ, χωρίς δική του ευθύνη, υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την Υπηρεσία, με απόφαση που κρίθηκε, στη συνέχεια, από το Ανώτατο Δικαστήριο ως εσφαλμένη, κλήθηκε, αργότερα, επανερχόμενος στην ενεργό Υπηρεσία, να επιστρέψει όχι μόνο τα όσα του είχαν παραχωρηθεί ένεκα της αφυπηρέτησής του - (φιλοδώρημα, επίδομα αφυπηρέτησης, σύνταξη) - αλλά και όσα κέρδισε από την προσωπική του εργασία, τα οποία δεν αφορούν, κατά την άποψή του, τη σχέση του με τη διοίκηση και εκφεύγουν των προνοιών του ΄Αρθρου 57 του Ν. 158(Ι)/99, που προβλέπει την υποχρέωση επαναφοράς των πραγμάτων στη θέση που αυτά βρίσκονταν πριν από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης.

 

Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Η υπόθεση Λεοντίου ν. Δημοκρατίας διαφοροποιείται.  ΄Οπως, ήδη, αναφέρθηκε, η περίπτωση εκεί αφορούσε διεκδίκηση επιχορήγησης, που κρίθηκε ότι συνιστούσε μέρος των απολαβών της θέσης, την οποία η αιτήτρια κατέλαβε αναδρομικά.

 

Η δυνάμει του ΄Αρθρου 57 του Ν. 158(Ι)/99 υποχρέωση της διοίκησης επέβαλλε, μετά την ακυρωτική απόφαση και την ανάκληση του ευδόκιμου τερματισμού της υπηρεσίας του αιτητή, τη λήψη των αναγκαίων ενεργειών, ώστε αυτός, επανερχόμενος στην Υπηρεσία, να ανακτήσει όλα τα, εκ της υπαλληλικής του ιδιότητας, απορρέοντα δικαιώματα, ως εάν να μην είχε ποτέ διακοπεί ο υπαλληλικός δεσμός του με την Υπηρεσία - (βλ. Συμπλήρωμα Νομολογίας 1935-1952, Τόμος 1ος (Συμβούλιον Επικρατείας) Εκδοτ. Οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι - Μάρτιος 1953, σελ. 738).  Κατά την πιο πάνω αποκατάσταση του αιτητή, συμψηφίστηκαν, από τη μια, όλες οι αποδοχές τις οποίες αυτός στερήθηκε και, από την άλλη, όλα τα ποσά που του παραχωρήθηκαν ως συνταξιοδοτικά ωφελήματα - (φιλοδώρημα, επίδομα αφυπηρέτησης, σύνταξη) - και, επιπλέον, «παν ό,τι αυτός ωφελήθη εκμισθώσας, τυχόν, την εργασίαν του εις τρίτον καθ' ον χρόνον ετέλει εκτός υπηρεσίας» - (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 155/1958, 2178/1958).  Επομένως, η απόφαση του Γενικού Λογιστή για τον περιορισμό της αποζημίωσης του αιτητή στη διαφορά (αν υπήρχε) μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε απασχόληση και του μισθού της θέσης την οποία αυτός κατείχε ήταν ορθή.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                        Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο