ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1538/2011)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Δ. Στεφανίδης, για τον Αιτητή.

 

Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η

 αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατόπιν αιτήσεως που είχε υποβάλει ο αιτητής, ο οποίος είναι τραπεζοκόμος/σερβιτόρος και υιοθετώντας τη γνωμάτευση Ιατρικού Συμβουλίου Νευροχειρουργών, ενέκριναν την παροχή σ΄ αυτόν σύνταξης ανικανότητας από 1.11.2001 σε ποσοστό 75%.

 

Κατά το 2009, ο αιτητής επανεξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο και γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία μη χειρωνακτικής φύσεως, οπότε συνεχίστηκε η καταβολή σ΄ αυτόν σύνταξης στο ίδιο ποσοστό.

 

Ακολούθησε διερεύνηση από τις αρμόδιες αρχές, της απασχόλησης του αιτητή, η οποία συμπληρώθηκε κατά το Νοέμβριο 2010. Όπως διαπιστώθηκε, ο αιτητής διαχειριζόταν ξενύκτικο εστιατόριο το οποίο λειτουργούσε καθημερινά μεταξύ 4 μ.μ. - 5 π.μ. στο οποίο, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, εργαζόταν 2-4 ώρες κάθε βράδυ. Κατέβαλλε εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για μηνιαίο μισθό €700 ο οποίος αυξήθηκε σε €751 κατά το 2011. Κατά το 2000, προτού δηλαδή ο αιτητής υποβάλει την αίτησή του για σύνταξη ανικανότητας, ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν σε £400 (€683).

 

Με αυτό το δεδομένο και λαμβάνοντας υπόψη και ετήσιες αυξήσεις, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρουσίαζε την προνοούμενη από το Νόμο μείωση στα εισοδήματα του, ώστε να συνέχιζε να ήταν δικαιούχος σε σύνταξη. Γι΄ αυτή την κατάληξη λήφθηκαν επίσης από την αρμόδια υπηρεσία υπόψη, στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας ως προς τη μέση κανονική μηνιαία αντιμισθία για την επαγγελματική κατηγορία του σερβιτόρου για τα έτη 2008 και 2009 (€1237 κατά το 2008). Προέκυψε έτσι ότι ο αιτητής παρουσιαζόταν να κέρδιζε από την εργασία του πέραν του 1/3 του ποσού που κέρδιζε ένας υγιής εργαζόμενος στην ίδια επαγγελματική κατηγορία όπως προνοείται στο άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Όπως περαιτέρω προέκυψε από τις έρευνες των αρμοδίων υπηρεσιών, από τις φορολογικές δηλώσεις τις οποίες προσκόμισε ο αιτητής και από έλεγχο επιταγών της εταιρείας διαφάνηκε ότι κέρδιζε περί τα €700-800 επιπλέον των όσων δήλωνε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα οποία στις φορολογικές του δηλώσεις τα δήλωνε ως χορηγήματα και οφέλη.

 

Με τα πιο πάνω προκύψαντα στοιχεία οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων προχώρησαν στον τερματισμό της χορήγησης σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή με επιστολή ημερ. 15.12.2010, με την οποία ο αιτητής, πέραν του τερματισμού της καταβολής σ΄ αυτόν της σύνταξης ανικανότητας, του εζητείτο όπως επιστρέψει στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ποσό των €13.728,24 το οποίο αντιπροσωπεύει αντικανονική καταβολή ισόποσου για την περίοδο 1.5.2008 - 30.11.2010.

 

Κατόπιν τούτου, ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, προσέφυγε ιεραρχικά στην καθ΄ ης η αίτηση Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Η Υπουργός υιοθέτησε την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή της Υπουργού ημερ. 23.9.2011.

 

Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα και ζητά την ακύρωση της απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση Υπουργού. τόσο ως προς τον τερματισμό της καταβολής προς αυτόν σύνταξης ανικανότητας όσο και ως προς την απαίτηση για επιστροφή του προαναφερθέντος καταβληθέντος προς αυτόν ποσού.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τον μοναδικό αλλά πολύπτυχο λόγο ακύρωσης τον οποίο προβάλλει ο αιτητής.

 

Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

 

Προς υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού του, ο αιτητής παραπέμπει σε απόσπασμα από την επιστολή της Υπουργού η οποία περιείχε την προσβαλλόμενη απόφαση της, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Με βάση τα πιο πάνω, και σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το εισόδημα του κ. Κυριάκου υπερβαίνει το 1/3 του ποσού που κερδίζει υγιής εργαζόμενος στην ίδια επαγγελματική κατηγορία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξακολουθήσει να καθίσταται δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας.»

 

Σχολιάζοντας την πιο πάνω αναφορά στην απόφαση της Υπουργού, ο αιτητής υποβάλλει ότι σ΄ αυτήν δεν εξειδικεύεται ούτε η επαγγελματική κατηγορία του αιτητή, ούτε ποιο είναι το ποσό των 3/3 το οποίο κερδίζει υγιής εργαζόμενος στην ίδια κατηγορία, ενώ η αναφορά σε στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας γενικά και αόριστα καθιστούν το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.

 

Σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο - Νόμος αρ. 59(Ι)/2010, άρθρο 40(1) μόνιμα ανίκανος για εργασία, θεωρείται ασφαλισμένος ο οποίος λόγω ασθενείας δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί σύμφωνα με τις δυνάμεις, δεξιότητες και μόρφωση του, πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως υγιές άτομο στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση.

 

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται μια γενική αναφορά ότι «σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το εισόδημα του κ. Κυριάκου υπερβαίνει το 1/3 του ποσού που κερδίζει υγιής εργαζόμενος στην ίδια επαγγελματική κατηγορία .».

 

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να παρατηρήσω ότι ο ισχυρισμός του αιτητή σύμφωνα με τον οποίο δεν επεξηγείται στην απόφαση ποια είναι η επαγγελματική κατηγορία στην οποία θεωρήθηκε ότι εμπίπτει ο αιτητής, είναι αδικαιολόγητος. Αυτή η επαγγελματική κατηγορία η οποία δεν είναι άλλη παρά «διαχειριστής εστιατορίου» προκύπτει ξεκάθαρα τόσο από πολλά σημεία εγγράφων στο διοικητικό φάκελο, όσο και από το ίδιο το περιεχόμενο τόσο της προηγηθείσας απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όσο και από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση Υπουργού. Πιο συγκεκριμένα, στην επιστολή της Υπουργού με την οποία διαβιβάστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ρητά αναφερόταν ότι μετά από διερεύνηση της απασχόλησης του αιτητή,

 

«. διαφάνηκε ότι ο κ. Κυριάκου διαχειρίζεται εστιατόριο (ξενύκτικο) το οποίο λειτουργεί καθημερινά ..»

 

 

Ως προς τον άλλο ισχυρισμό του αιτητή περί αόριστης και αδιευκρίνιστης αναφοράς ως προς το ποσό που συνήθως κερδίζει υγιής εργαζόμενος στην ίδια με τον αιτητή επαγγελματική κατηγορία παρατηρώ τα εξής:     

 

Σε συμφωνία με την αντίθετη άποψη της συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση, θεωρώ ότι η αναφορά της Υπουργού σε στοιχεία από τη Στατιστική Υπηρεσία, σε συνδυασμό πάντα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, είναι επαρκής συγκεκριμενοποίηση αυτού του στοιχείου. Επισημαίνεται σχετικά, ότι με την ενημερωτική επιστολή ημερ. 9.8.2011 η οποία υπογράφεται εκ μέρους του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ερυθρό αρ. 26 στο Διοικητικό Φάκελο - τεκμήριο 1) γίνεται ειδική αναφορά στη συλλογή στοιχείων από τη Στατιστική Υπηρεσία, σύμφωνα με τα οποία η μέση κανονική μηνιαία αντιμισθία για την επαγγελματική κατηγορία του αιτητή ήταν €1237 κατά το 2008.

 

Με βάση εκείνα τα στοιχεία υπολογίστηκε ότι ο αιτητής κέρδιζε από την εργασία του πολύ πέραν του 1/3 του ποσού εκείνου.

 

Περαιτέρω, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι τα εισοδήματα του αιτητή προτού αυτός αποταθεί για σύνταξη ανικανότητας δεν ήσαν ψηλότερα από μετέπειτα, με αποτέλεσμα να μην είχε παρατηρηθεί μείωση απολαβών λόγω της κατάστασης της υγείας του.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αιτιολογία και συγκεκριμενοποίηση μιας διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 ΑΑΔ 438).

 

Ως προς το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αναφέρεται στην απαίτηση για επιστροφή από τον αιτητή του καταβληθέντος ποσού των €13.728.24, ο αιτητής υποβάλλει ότι «από κανένα απτό αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο αιτητής δεν ήταν καλόπιστος», έτσι ώστε θα έπρεπε να αποφευχθεί η προβολή αυτής της απαίτησης.

 

Το κείμενο του σχετικού άρθρου 68(1) του Νόμου έχει ως ακολούθως:

 

«68(1) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ένα πρόσωπο έλαβε οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή παροχής, χωρίς να το  δικαιούται, το πρόσωπο αυτό οφείλει να επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε, εάν αυτό του καταβλήθηκε λόγω αποσιώπησης, ή ψευδούς παράστασης ουσιώδους γεγονότος, είτε η αποσιώπηση ή η ψευδής παράταση ήταν δόλια ή όχι.

 

(2)..................................

 

Νοείται ότι, όταν πρόσωπο που έλαβε οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή παροχής χωρίς να το δικαιούται, αποδεικνύει ότι το έλαβε με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το δικαιούται, το ποσό επιστρέφεται αμέσως ή παρακρατείται από οποιαδήποτε παροχή που οφείλεται μεταγενέστερα εάν δεν παρήλθε εύλογος χρόνος.»

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο αιτητής τίποτε το ουσιαστικό δεν έχει προβάλει από το οποίο να μπορούσε να στοιχειοθετήσει τη θέση του περί μη υποχρέωσης του για επιστροφή του συνολικού ποσού που εισέπραξε χωρίς να το δικαιούται. Ο δε ισχυρισμός του ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι ο ίδιος δεν ήταν καλόπιστος, δεν συνιστά θέση η οποία βρίσκει στήριγμα στην προαναφερθείσα νομοθετική πρόνοια και ιδιαίτερα στο βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος έφερε και δεν παρουσιάζεται να απέσεισε.

 

Λόγω των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ακολουθώντας δε το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                        Κ. Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο