ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1463/2012)

 

25 Σεπτεμβρίου 2013 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

-------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής είχε επιτύχει ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 1294/2010, ημερ. 11.1.2012, υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε άκυρη η επιλογή των καθ΄ ων να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος, Ανδρέα Ζωρζή, αντί του ιδίου στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού-Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία), Επιθεώρηση Εγκαταστάσεων. 

 

         Στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος, οι καθ΄ ων επανεξέτασαν την όλη διαδικασία προαγωγής καταλήγοντας με την απόφαση τους ημερ. 12.9.2012 να προάξουν και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια θέση και μάλιστα αναδρομικά από 1.9.2010.  Η διαδικασία επανεξέτασης έγινε με την παραπομπή του θέματος από τους καθ΄ ων στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για θέματα προσωπικού, η οποία στη συνεδρία της ημερ. 10.7.2012, αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στους καθ΄ ων την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.  Οι ίδιοι οι καθ΄ ων στη συνεδρία τους 11.9.2012, υιοθέτησαν τη θέση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και αφού εξέτασαν και οι ίδιοι την υπόθεση και μελέτησαν τα όσα η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέγραψε, τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και τις εμπιστευτικές εκθέσεις-φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων, προχώρησαν στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους για προαγωγή με τη διαφωνία μιας των μελών και δύο αποχές, εκείνες του Προέδρου και ενός άλλου μέλους.

 

         Ο αιτητής προσβάλλει τη νέα αυτή απόφαση θεωρώντας ότι παραβιάστηκε κατάφωρα το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική απόφαση στην οποία κρίθηκε ότι ο αιτητής υπερείχε σε όλα τα αντικειμενικά κριτήρια κρίσης, ενώ η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε από τους καθ΄ ων.  Υπέρ του αιτητή λογίζεται η υπεροχή του σε αρχαιότητα, σε αξία κατά τα τελευταία  ουσιώδη έτη, 2004-2008, όπου υπάρχει υπεροχή κατά ένα τετραγωνάκι κατά το έτος 2007 στο σημείο «Κρίση και Αντίληψη», ενώ και για το έτος 2003 στο στοιχείο «Αξιοπιστία» ο αιτητής βαθμολογήθηκε με Β+ και το ενδιαφερόμενο μέρος με Β, αλλά και σε πρόσθετα προσόντα, ενώ έχει και πρόσθετη πείρα λόγω της αρχαιότητας του. 

 

         Ο αιτητής εισηγείται ότι τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και οι ίδιοι οι καθ΄ ων, παραγνώρισαν χωρίς αιτιολογία και χωρίς ουσιαστική στάθμιση κρίσης όλα τα υπέρ του αιτητή δεδομένα, προβαίνοντας σε μια εκτεταμένη μεν αλλά άνευ ουσίας καταγραφή των δεδομένων εκάστου υποψηφίου για να καταλήξουν στην χωρίς έρεισμα προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. 

 

         Οι καθ΄ ων λαμβάνουν τη θέση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου διότι έγινε ορθά επανεξέταση στη βάση των στοιχείων κρίσης και της ακυρωτικής απόφασης, ενώ δεν μπορεί ο αιτητής από τη μια να επικαλείται παράβαση του δεδικασμένου και από την άλλη να υποστηρίζει, κατά παράβαση του δεδικασμένου, ότι υπερέχει σε αξία και ικανότητα όταν κάτι τέτοιο δεν απορρέει από την ακυρωτική απόφαση.  Η εισήγηση των καθ΄ ων είναι ότι οι θέσεις του αιτητή αναπτύσσονται επί μιας λανθασμένης προσέγγισης του δεδικασμένου. 

 

         Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο αιτητής διορίστηκε ως Εξεταστής Εγκαταστάσεων 2ας Τάξεως την 1.4.1989 και προήχθη σε Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων Γραφείου Περιφερείας Λεμεσού την 1.1.2002 στις συνδυασμένες κλίμακες Α2-Α5-Α7-Α8.  Με την αναδιοργάνωση που έγινε στους καθ΄ ων, ο αιτητής κατέχει από 30.3.2007 τη θέση του Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών.  Είναι απόφοιτος του Λανιτείου Γυμνασίου Λεμεσού με κλασσική κατεύθυνση και έχει πτυχίο ΚΑΤΕΕ, Τμήμα Ηλεκτρολόγων, καθώς και το Anglia Certificate of English as a Foreign Language - Advanced.  Γεννήθηκε στις 23.2.1957.

 

         Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 20.11.1960 και διορίστηκε στους καθ΄ ων ως Εξεταστής Εγκαταστάσεων 2ας Τάξεως την 1.10.1991.  Έγινε Επιθεωρητής Εγκαταστάσεων στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών την 1.2.2003, ενώ κατέχει, μετά την αναδιοργάνωση, τη θέση Τεχνικός (Ηλεκτρολογία) από τις 30.3.2007.  Είναι απόφοιτος Τεχνικής Σχολής Λεμεσού με ειδίκευση στις Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις και είναι Associate in Occupational Studies Consumer Electronics (Technical Career Institutes) και μέλος του Institute of Electrical and Electronic Engineers.

 

         Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 10.7.2012, (Παράρτημα Ε στην ένσταση), επανεξέτασε στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος την πλήρωση της θέσης αξιολογώντας όλους τους υποψήφιους εκ νέου λαμβάνοντας υπόψη:

 

 «.. τα υπηρεσιακά στοιχεία, το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα κάθε υποψηφίου στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, ως αναφέρεται στον ουσιώδη χρόνο, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.»

 

         Στη συνέχεια κατέγραψε με μεγάλη λεπτομέρεια το ιστορικό κάθε υποψηφίου ως προς την ανέλιξη του και τη βαθμολογία του κατά τα ουσιώδη έτη.  Κατέγραψε επίσης τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος κλήθηκε να δώσει νέα σύσταση υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος και ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος λέγοντας ότι δεν παρέλειψε για σκοπούς σύστασης να λάβει υπόψη την υπεροχή σε αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, και του αιτητή, καθώς και το πρόσθετο προσόν του τελευταίου και το πιστοποιητικό αυτού στην Αγγλική γλώσσα.  Παρατήρησε επίσης ότι σε σύγκριση με τον αιτητή υπήρχε ισοδυναμία εφόσον ο αιτητής συγκέντρωσε ένα «Α» περισσότερο, που θεωρείται όμως οριακή διαφορά. Και στην ικανότητα, συγκρίνοντας τα δύο πρόσωπα, λόγω ουσιαστικής ισοδυναμίας στη βαθμολογημένη αξία και στην αξιολόγηση των άμεσα προϊσταμένων τους, επίσης δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε διαφορά.  Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος επίσης ανέφερε ότι έλαβε υπόψη τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, του ενδιαφερομένου μέρους, καθώς και των άλλων υποψηφίων στα οποία απέδωσε «τη δέουσα σημασία», ενώ παρατήρησε ισοδυναμία και ως προς τη βαθμολογημένη αξία θεωρώντας οριακή τη διαφορά του ένα «Α» περισσότερο, όπως ισοδυναμία επίσης παρατήρησε και για το κριτήριο της ικανότητας. 

 

         Τον ίδιο τρόπο καταγραφής των πρακτικών, όσον αφορά τη σύσταση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, τήρησαν και οι ίδιοι οι καθ΄ ων.  Και αυτοί παρατήρησαν την υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, θεώρησαν ότι υπήρχε ισοδυναμία μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους για τους ίδιους λόγους που κατέγραψε και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, δίνοντας  επίσης τη «δέουσα σημασία» στα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων.

 

         Οι προαγωγές των υπαλλήλων στους καθ΄ ων γίνονται στη βάση των κριτηρίων που καθορίζει ο Κανονισμός 23 της         Κ.Δ.Π. 291/86, όπως τροποποιήθηκε. Οι προαγωγές διενεργούνται συμφώνως του εδαφίου (2), βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητας, της αρχαιότητας, των προσόντων συναρτώμενα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και την υπηρεσία κάθε υποψηφίου.  Τα κριτήρια αυτά τα οποία καλούνται στους Κανονισμούς «τα παραδεδεγμένα κριτήρια», δεν ιεραρχούνται μεταξύ τους κατά την επιφύλαξη του Κανονισμού 23(2), ούτε και κάποιο από αυτά θεωρείται ως υπέρτερης βαρύτητας από τα άλλα.  Περαιτέρω, στη βάση του εδαφίου (4), οι καθ΄ ων λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις συστάσεις της αρμόδιας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντή και οποιουδήποτε Διευθυντή Υπηρεσίας, Περιφέρειας κλπ, που οι καθ΄ ων ήθελαν να συμβουλευθούν. Λαμβάνονται επίσης υπόψη και οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων. 

 

         Είναι σαφές από την όλη επανεξέταση και τα πρακτικά που τηρήθηκαν από τους καθ΄ ων, αλλά και από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, ότι υπάρχει εμφανής παραβίαση του δεδικασμένου, το οποίο δεδικασμένο οι καθ΄ ων επέλεξαν να παραβιάσουν κατάφωρα χωρίς να δώσουν  ευκρινή εικόνα για τους λόγους που οδηγήθηκαν και πάλι στην προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους υπό το φως των υπέρτερων δεδομένων του αιτητή.  Η απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη διότι στην ουσία έγινε απλή καταγραφή, κατά πλέον εκτεταμένο τρόπο αυτή τη φορά, του ιστορικού της πρόσληψης και ανέλιξης εκάστου υποψηφίου, των προσόντων αυτών και των εμπιστευτικών εκθέσεων, χωρίς όμως ουσιαστική στάθμιση δεδομένων και σε σαφή αναντιστοιχία με το δεδικασμένο.

 

         Η ακυρωτική απόφαση κατέγραψε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα αφού προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης την 1.1.2002, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος τοποθετήθηκε στην ίδια θέση κατόπιν αναδιοργάνωσης ένα χρόνο και πλέον μετά, την 1.2.2003. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δυνάμει του κανονιστικού πλαισίου των προαγωγών στους καθ΄ ων, η αρχαιότητα έχει την ίδια βαρύτητα με όλα τα υπόλοιπα κριτήρια, αλλά το γενικό νομολογιακό αξίωμα σε προαγωγές  παραμένει ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο, στη βάση σαφούς νομολογίας, θεώρησε ότι υπήρχε και πείρα υπέρ του αιτητή προερχόμενη από αυτή την αρχαιότητα, σημειώνοντας στη σελ. 8 της απόφασης του ότι η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, πείρα, μαζί με την ισοδυναμία στα υπόλοιπα κριτήρια και του πρόσθετου ακαδημαϊκού του προσόντος, καταστούσε σαφές ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά και η εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής συγκρούονταν με τα στοιχεία των φακέλων και ήσαν αναιτιολόγητες.  Το Δικαστήριο καταλήγοντας στην ακύρωση σημείωσε τα εξής:

 

«Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό τι βάρυνε την πλάστιγγα υπέρ του ενδ. μέρους ούτε επισημάνθηκε οτιδήποτε πέραν των πιο πάνω κριτηρίων που θα μπορούσε εφόσον έβρισκε έρεισμα στους φακέλους να δικαιολογήσει την επιλογή του ενδ. μέρους.  Υπό τις περιστάσεις η σύσταση και η προαγωγή του ενδ. μέρους κρίνεται αναιτιολόγητη.»

 

Κατά παρόμοιο τρόπο και στην υπό κρίση προσφυγή διαφεύγει ο λόγος επιλογής κατά νόμιμο τρόπο και πάλι του ενδιαφερομένου μέρους προς προαγωγή.  Ουδέν είχε διαφοροποιηθεί στα όλα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1294/2010, και επομένως οι καθ΄ ων κατά τη διαδικασία επανεξέτασης όφειλαν να ενεργήσουν αυστηρά στη βάση του δημιουργηθέντος δεδικασμένου και να αποφύγουν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη και μάλιστα απροκάλυπτα.

 

Ο αιτητής σαφώς υπερέχει σε αρχαιότητα  κατά  τον τρόπο που ήδη υποδείχθηκε πιο πάνω.  Όχι μόνο προήχθηκε  στη  θέση  Επιθεωρητή  Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης από 1.1.2002, που σημαίνει ότι κρίθηκε μετά από σχετική αξιολόγηση ως άξιος προαγωγής στην πιο πάνω θέση, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος έτυχε προαγωγής στην πιο πάνω θέση ένα χρόνο και πλέον μετέπειτα από 1.2.2003, προαγωγή που επετεύχθη λόγω αναδιοργάνωσης, δηλαδή, μηχανικά, χωρίς στάθμιση και σύγκριση με άλλους υποψήφιους. 

 

Η νομολογία αποκαλύπτει επίσης ότι λόγω υπεροχής σε αρχαιότητα προσμετρά και αυξημένη πείρα, η οποία σταθμίζεται προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για ανέλιξη, (Χαρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 644/04, ημερ. 17.10.2005, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1001/01, ημερ. 21.3.2003Ψωμά ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 702, Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Λοΐζου Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, σελ. 649).

 

Η αντιμετώπιση των  καθ΄ ων ως προς την αρχαιότητα ενόψει μάλιστα και του δεδικασμένου που την αναγνώρισε, ήταν ουσιαστικά να παρακαμφθεί αγνοώντας την και εν πάση περιπτώσει μη σταθμίζοντας την σφαιρικά μεταξύ των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι κατά τον Καν. 23(2) έχει τουλάχιστον την ίδια βαρύτητα με τα υπόλοιπα παραδεδεγμένα κριτήρια.  Οι καθ΄ ων απλώς, «δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους την υπεροχή σε αρχαιότητα στην Αρχή του Σωτήρη Ι. Αντωνίου ... έναντι του Ανδρέα Ν. Ζωρζή όπως επίσης και την υπεροχή του(ς) στο κριτήριο πείρα.».  Εκτός του ότι η πιο πάνω διατύπωση των θέσεων των καθ΄ ων είναι απλώς περιγραφική της εικόνας των δύο συνυποψηφίων, οι καθ΄ ων παρέλειψαν να εφαρμόσουν το δεδικασμένο το οποίο δημιουργήθηκε με την ακυρωτική απόφαση ότι η αρχαιότητα κατά τη νομολογία λαμβάνεται υπόψη κατά τις προαγωγές όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (σελ. 6 της απόφασης).

 

Ποια είναι λοιπόν τα δεδομένα επί των υπόλοιπων  κριτηρίων;  Από πλευράς προσόντων ο αιτητής υπερτερεί, όπως διαπίστωσε το ακυρωτικό Δικαστήριο στη σελ. 8 της απόφασης του.  Όπως δε ανέφερε το Δικαστήριο οι καθ΄ ων στην προηγούμενη προαγωγή παρέλειψαν να σταθμίσουν τα ακαδημαϊκά προσόντα των δύο υποψηφίων για τα οποία έπρεπε, «να καταγραφούν σχετικά συμπεράσματα ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος».  Εφόσον, διαπίστωσε το Δικαστήριο, και ο αιτητής διέθετε πρόσθετα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τα οποία αναγνωρίστηκαν ως σχετικά και δη ακαδημαϊκού επιπέδου, δεν έγινε η απαραίτητη στάθμιση και μόνο γενικόλογα και λακωνικά διατυπωμένα ήταν τα καταγραφέντα από τους καθ΄ ων.

 

Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, οι καθ΄ ων επανέλαβαν το ίδιο σφάλμα.  Αφού κατέγραψαν λεπτομερώς τα προσόντα εκάστου παρέμειναν στη γενική και αόριστη θέση ότι «έλαβαν υπόψη» το πρόσθετο προσόν του πτυχίου ΚΑΤΕΕ στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων του αιτητή, σχετικό και ακαδημαϊκού επιπέδου, καθώς και το πιστοποιητικό του Anglia Certificate of English-Advanced.  Του έδωσαν δε τη «δέουσα σημασία».  Καμιά εξήγηση, καμιά στάθμιση, καμιά σύγκριση, καμιά ουσιαστική αξιολόγηση ώστε να γίνει κατανοητό στο Δικαστήριο ποια σημασία δόθηκε σε έκαστο πρόσθετο προσόν και με ποιο τρόπο προσμέτρησε, αν έτσι έγινε, προς όφελος εκάστου υποψηφίου.  Περαιτέρω και πλέον σημαντικό, δεν υπάρχει καμιά συγκριτική εικόνα αξιολόγησης ως προς τα προσόντα μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Ως προς την αξία και την ικανότητα των δύο υποψηφίων, οι καθ΄ ων υιοθέτησαν και επανέλαβαν στην ουσία τα όσα ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε στη σύσταση του, η οποία ήταν ίδια με αυτή που εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη συνεδρία της ημερ. 10.7.2012.  Εκεί ο Γενικός Διευθυντής συγκρίνοντας τους υποψηφίους ως προς τη γενική αξία παρατήρησε ότι τα τελευταία πέντε έτη οι δύο υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι εφόσον ο αιτητής είχε συγκεντρώσει ένα «Α» περισσότερο που ήταν οριακή διαφορά.  Το ίδιο διαπίστωσε και ως προς το κριτήριο της ικανότητας και της επίδοσης λόγω ουσιαστικής ισοδυναμίας στη βαθμολογημένα αξία, αλλά και στη βάση της αξιολόγησης των άμεσα προϊσταμένων τους.  Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέγραψε ρητά ότι όχι μόνο έλαβε υπόψη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά ότι συμφώνησε με αυτή και την υιοθέτησε.

 

         Οι καθ΄ ων στη δική τους απόφαση απλώς έγραψαν ότι έλαβαν υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Προηγουμένως, κατά τη λεπτομερή παράθεση των στοιχείων των υποψηφίων, οι καθ΄ ων κατέγραψαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο 2004-2008, ο μεν αιτητής συγκέντρωσε 29 «Α» και 16 «Β+» από πλευράς βαθμολογίας, ενώ η βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους για τα ίδια έτη ήταν 28 «Α» και 17 «Β».  Όπως αποκαλύπτεται και από τη μελέτη των υπηρεσιακών φακέλων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια στο Δικαστήριο και είχε επίσης διαπιστωθεί από το ακυρωτικό Δικαστήριο, η υπεροχή του αιτητή αφορούσε το στοιχείο της «κρίσης και αντίληψης» για το έτος 2007.  Παρόλο που όντως η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν οριακή, παρατηρείται δε ότι και το ενδιαφερόμενο μέρος βελτίωσε την απόδοση του το έτος 2008 στο στοιχείο της «κρίσης και αντίληψης», εντούτοις δεν υπάρχει ουσιαστική στάθμιση και συσχετισμός της βαθμολογημένης αξίας από τους ίδιους τους καθ΄ ων με τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής, ώστε να υπάρχει σφαιρική εικόνα του πώς οι καθ΄ ων λειτούργησαν.  Όπως ανέφερε και το ακυρωτικό Δικαστήριο η διαφορά του ένα «Α» περισσότερο υπέρ του αιτητή έπρεπε να είχε σχολιασθεί περαιτέρω επειδή συσχετίσθηκε με την αρχαιότητα, τα προσόντα και  στην υπό κρίση απόφαση των καθ΄ ων και με την πείρα.  Το ακυρωτικό Δικαστήριο στο σκεπτικό του είπε ότι δεν ήταν δικό του έργο

 

 «... να εκφέρει πρωτογενή κρίση ως προς τι συνεπάγονται οι όποιες αναφερόμενες διακυμάνσεις για το πολύ σημαντικό κριτήριο της αξίας.  Η έλλειψη κρίσης και ουσιαστικού συμπεράσματος από το διορίζον όργανο πλήττει την πληρότητα της αιτιολογίας και εμποδίζει τον δικαστικό έλεγχο. (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2004) 2 Α.Α.Δ. 619).»

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και σε σχέση με την ικανότητα και την επίδοση που αποτελεί με βάση τον Κανονισμό 23(2), ένα από τα στοιχεία κρίσης για σκοπούς προαγωγής.

 

Διαπιστώνεται, επομένως, ουσιαστική έλλειψη αιτιολογίας και αφήνεται το Δικαστήριο να διερωτάται ως προς την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους τη στιγμή που ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα και συνακόλουθα σε πείρα, κατείχε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ υπερείχε έστω και οριακά σε βαθμολογημένη αξία.  Υπό αυτά τα δεδομένα η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά και η εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής συγκρούονταν με τα στοιχεία των φακέλων και επομένως η σύσταση η οποία ήταν σε διάσταση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα εν γένει στοιχεία από το περιεχόμενο των φακέλων δεν έχει ουσιαστική αξία, (Κωνσταντίνου ν. Α.Η.Κ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 250, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365 και ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα Α.Ε. αρ. 3907, ημερ. 15.1.2007 (μη δημοσιευθείσα) στην οποία λέχθηκε ότι η νομολογία είχε πλέον ευθυγραμμιστεί με την απόφαση στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).

 

Παρατηρείται γενικά ότι οι καθ΄ ων αποφάσισαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους με γενικόλογες επαναλήψεις των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών και στο βαθμό που υιοθέτησαν τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Γενικού Διευθυντή παρασύρθηκε σε ακυρότητα και η δική τους απόφαση εφόσον οι συστάσεις ήταν  ενάντια στους υπηρεσιακούς φακέλους, (δέστε και Τάσος Ν. Ρούσος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 381/2007, ημερ. 28.11.2008).  Το γεγονός ότι με βάση τον Κανονισμό 23(2) κανένα στοιχείο κρίσης δεν υπερτερεί των άλλων δεν σημαίνει ότι το διοικητικό όργανο, εδώ οι καθ΄ ων, δεν πρέπει να παρέχει επαρκή αιτιολογία ως προς τους λόγους επιλογής συγκεκριμένου υποψηφίου.  Κάθε σύστημα αξιολόγησης πρέπει, όπως υποδείχθηκε στη Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου με μόνη δέσμευση την εξυπηρέτηση της αξιοκρατίας χάριν του δημοσίου συμφέροντος. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η  προσβαλλόμενη   πράξη   ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                              Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο