ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1372/2011)

 

5 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΚΙΝΗΤΑ Λ.Α.Κ. ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Αιτήτρια,

 

-ΚΑΙ-

 

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.     ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

Αχ. Αιμιλιανίδης, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -                                        

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας προσφυγής, τα οποία έχουν προηγηθεί της καταχώρησής της, συνοψίζονται με επάρκεια στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση και τα μεταφέρω από το κείμενό της, ως εισαγωγή:

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 14.4.2009, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 34Α(11) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου να εγκρίνει τις Πολεοδομικές Ζώνες της διοικητικής περιοχής Τσερίου της Επαρχίας Λευκωσίας, ως μέρος της Δήλωσης Πολιτικής, σύμφωνα με τις συστάσεις του Υπουργού Εσωτερικών (οι οποίες καταγράφονται στον πίνακα που επισυνάφθηκε στην Πρόταση με αρ. 376/2009) και να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στη δημοσίευση Γνωστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(12) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υιοθετήσει την εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών και της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων για απόρριψη της ένστασης με αρ. ΤΣΕΡΙ 145/2007 της Εταιρείας ΑΚΙΝΗΤΑ Λ.Α.Κ. ΛΤΔ, που αφορούσε την ένταξη ολόκληρου του τεμαχίου με αρ. 115, Φ.Σχ. ΧΧΧ.46.Ε1 σε Γεωργική Ζώνη, αφού τμήμα που ενέπιπτε σε Ζώνη Προστασίας Ζ3. Εναντίον της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο η προσφυγή με αρ. 1053/2009. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 26.8.2010 ακύρωσε την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε ότι αφορά στη συγκεκριμένη ιδιοκτησία, κρίνοντας ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων δεν ήταν πλήρη και άρτια και δε φαινόταν σε αυτά η νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση του συλλογικού οργάνου και κατά πόσο αυτό συνεδρίαζε πάντα με την ίδια σύνθεση.

 

Προς συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ένσταση με αρ. ΤΣΕΡΙ 145/2007 επανεξετάστηκε από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, που υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών εισήγηση για απόρριψη της ένστασης, για τους ακόλουθους λόγους:

 

(α) Η ένταξη ολόκληρης της ιδιοκτησίας σε Γεωργική Ζώνη καταστρατηγεί το πνεύμα της Έκθεσης του Υπουργού Εσωτερικών για την αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής, και συγκεκριμένα την παράγραφο 7.3 που αφορά στον καθορισμό Ζωνών Προστασίας υδροφορέων και άλλων αξιόλογων στοιχείων.

 

(β) Ο καθορισμός Ζώνης Προστασίας Ζ3 σε ιδιοκτησίες εκτός Ορίου Ανάπτυξης που βρίσκονται εκατέρωθεν χειμάρρων, ποταμών και αργακιών, σταθερού πλάτους, ανεξαρτήτως του μεγέθους της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας, αφορά παγκύπρια πολιτική.

 

(γ) Ανάλογη Ζώνη Προστασίας του ποταμού Άλυκου υφίσταται, όχι μόνο στο μέρος που εμπίπτει στα διοικητικά όρια της Κοινότητας Τσερίου, αλλά και σ΄ όλο το μήκος του που διέρχεται από τα διοικητικά όρια των γειτονικών κοινοτήτων Αγίας Βαρβάρας και Πέρα Χωρίου Νήσου.

 

Ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού μελέτησε εκ νέου την υποβληθείσα ένσταση και έλαβε υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τη νέα σχετική εισήγηση της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση της Επιτροπής ως δική του και υπέβαλε την Πρόταση με αρ. 454/2011 στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 29.4.2011 να ανακαλέσει την Απόφασή του με αρ. 68.636 και ημερομηνία 14.4.2009, μόνο καθ΄ όσον αφορά την ένσταση με αρ. ΤΣΕΡΙ 145/2007 που υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών, και αφού προηγουμένως επανεξέτασε την εν λόγω ένσταση με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μαζί με τις παρατηρήσεις και συστάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, αποφάσισε να απορρίψει την ένσταση, για τους λόγους που αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

 

Σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στις 13.5.2011 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθώς και στον ημερήσιο τύπο. Ο δικηγόρος των προσφευγόντων ενημερώθηκε γραπτώς για τα ανωτέρω.

 

Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει και πάλι τη νομιμότητα της απόφασης για την απόρριψη της ένστασής της κατόπιν της γενόμενης επανεξέτασης.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση, πέραν της αντίκρουσης των λόγων ακύρωσης τους οποίους προβάλλει η αιτήτρια, ήγειραν και προδικαστική ένσταση η οποία αναφέρεται στο κατ΄ ισχυρισμό εκπρόθεσμο της καταχώρησης της προσφυγής. Καθηκόντως θα επιληφθώ της προδικαστικής ένστασης κατά προτεραιότητα.

 

Η προδικαστική ένσταση - Η κατ΄ ισχυρισμό εκπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την εκ νέου απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας είχε ληφθεί κατά την 29.4.2011. Σχετική Γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στις 13.5.2011  στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ημερήσιο τύπο και οι δικηγόροι της αιτήτριας ενημερώθηκαν για την απόφαση και το περιεχόμενό της, με επιστολή ημερομηνίας 16.5.2011. Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε κατά την 17.10.2011.

 

Εκείνο με το οποίο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να διαφωνήσω από τις θέσεις των καθ΄ων η αίτηση είναι η εισήγηση τους ότι η  προθεσμία στην παρούσα περίπτωση αρχίζει να μετρά από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα και στον ημερήσιο τύπο. Όπως ορθά επισημαίνει και ο συνήγορος της αιτήτριας, η παρούσα περίπτωση αφορά σε απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η νέα απορριπτική απόφαση αφορούσε μόνο την ένσταση που είχε υποβάλει η αιτήτρια και αυτή δεν είχε επανεξετασθεί μαζί με άλλες ενστάσεις, όπως ήταν η αρχική διαδικασία.

 

Επομένως, η νέα απόφαση, η οποία αφορούσε ειδικά και μόνο την αιτήτρια, θα έπρεπε να της είχε γνωστοποιηθεί και προσωπικά - ατομικά, και όχι με απλή απρόσωπη  δημοσίευση στην οποία ούτε καν εμφαίνεται το όνομα της αιτήτριας ως ενισταμένης. Προφανώς και οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση αναγνώρισαν αυτή την αναγκαιότητα προσωπικής γνωστοποίησης και για τούτο συνέταξαν και απέστειλαν την επιστολή με ημερομηνία 16.5.2011 στο δικηγόρο της αιτήτριας. Όπως δε ορθά επεσήμανε και πάλι ο συνήγορος της αιτήτριας, αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Παπαντωνίου ν. Δήμου Λευκωσίας (2010) 3 ΑΑΔ 476. Όπως εκεί λέχθηκε, σε περίπτωση όπως η παρούσα, δημιουργείται στο διοικούμενο προσδοκία απάντησης προσωπικής και η υποχρέωση γι΄ αυτή δεν μπορεί να παρακαμφθεί ώστε η τυχόν μη συμμόρφωση της διοίκησης να προκαλεί έννομα αποτελέσματα εις βάρος του πολίτη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η προθεσμία για την καταχώρηση της προσφυγής αρχίζει να προσμετρά από την ημερομηνία δημοσίευσης της Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα και στον Τύπο και θα εξετάσω το εγειρόμενο θέμα με βάση την επιστολή την οποία αποδεδειγμένα απέστειλαν οι καθ΄ων η αίτηση προς το συνήγορο της αιτήτριας.

 

Η επιστολή φέρει ημερομηνία 16.5.2011. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17.10.2011, δηλαδή πέντε μήνες μετέπειτα. Όμως, η αιτήτρια, και συγκεκριμένα οι δικηγόροι της προς τους οποίους απευθύνθηκε η επιστολή, ισχυρίζονται ότι, παρά το γεγονός ότι η επιστολή φέρει ημερομηνία 17.10.2011, οι ίδιοι την παρέλαβαν στις 4.10.2013, δηλαδή 13 μόνο μέρες πριν από την καταχώρηση της προσφυγής. Σε σχέση με παρόμοιο θέμα, είχα ασχοληθεί στην απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 341/2010, Ανδριανή Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 6.2.2012, στην οποία είχα αναφέρει και τα ακόλουθα:

 

"Στην υπόθεση Theodorou v. The  Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9 είχε λεχθεί ότι υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσής της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Αφ΄ ης στιγμής αποδειχθεί ότι μια επιστολή φέρει την ορθή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε, τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της. Το δε βάρος της απόδειξης ότι η επιστολή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επιστράφηκε, το φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. (Θ. Χ"Γιάννη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., Υπόθεση αρ. 846/2001, ημερομηνίας 30.5.2003). Από την άλλη, όπως είχε αποφασισθεί στην Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 CLR 566, το άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής, στον προοριζόμενο παραλήπτη, ο οποίος μπορεί να επιχειρήσει να ανατρέψει το τεκμήριο με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής. (Βλ. επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415.) Σε περίπτωση δε ύπαρξης αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια δοθείσας ειδοποίησης, η αμφιβολία επενεργεί υπέρ του διοικουμένου. (Costas Neophytou v. Republic (1964) CLR 280, Cariοlou v. Municipality of Kyrenia and others (1971) 3 CLR 455).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο ισχυρισμός των δικηγόρων της αιτήτριας ως προς το χρόνο παραλαβής της επιστολής, αν και ηγέρθηκε στην αγόρευσή της, δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο, έγγραφο ή καταχώρηση, είτε με την αγόρευσή τους, είτε με παραπομπή στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο, από τα οποία να διαφαίνεται πότε έγινε η ταχυδρόμηση της επιστολής, με ποιο τρόπο έγινε κλπ. Από το ίδιο το γεγονός ότι η επιστολή φέρει μια δεδομένη ημερομηνία, κανένα τεκμήριο ή ασφαλές συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ως προς το πότε αυτή ταχυδρομήθηκε ή παραδόθηκε ή αποστάληκε. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί παρά να λεχθεί ότι υπάρχει αβεβαιότητα και αμφιβολία ως προς το ότι η επιστολή θα πρέπει να αποστάληκε σε χρονικό σημείο εγγύς προς την ημερομηνία την οποία φέρει και αυτή η αβεβαιότητα θα πρέπει να επιλυθεί υπέρ της αιτήτριας. Εκλαμβάνεται, επομένως, ότι η γνωστοποίηση της απορριπτικής απόφασης των καθ΄ων η αίτηση επήλθε με την παραλαβή της επιστολής εκείνης από τους δικηγόρους της αιτήτριας κατά την 4.10.2013.  Επομένως, η καταχώρηση της προσφυγής δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμη και η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης.

 

Λόγος ακύρωσης αρ. 1 - Η κατ΄ ισχυρισμό κακή συγκρότηση και αναρμοδιότητα του Υπουργικού  Συμβουλίου κατά τη συνεδρία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Κατά τη συνεδρία του Υπουργικού  Συμβουλίου ημερομηνίας 29.4.2011, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, παρόντες ήσαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι Υπουργοί, πλην δύο οι οποίοι απουσίαζαν από την Κύπρο. Στο ίδιο πρακτικό, πέραν του ποια πρόσωπα ήσαν παρόντα και ποια απόντα, αναφέρεται ότι επίσης παρόντες ως "Παρακαθήμενοι" ήσαν ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Στεφάνου και ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω κ. Χριστοφίδης. Λόγω ακριβώς της παρουσίας των δύο αυτών κρατικών λειτουργών κατά την επίδικη συνεδρία, η αιτήτρια εγείρει θέμα κακής συγκρότησης του Υπουργικού Συμβουλίου και, συνακόλουθα, έλλειψης αρμοδιότητας στοιχείων που επιφέρουν ακύρωση της ληφθείσας κατά τη συνεδρία απόφασης.

 

Η απάντηση την οποία δίδουν οι καθ΄ων η αίτηση σ΄ αυτό τον ισχυρισμό είναι λιτή. Σύμφωνα με αυτή, δεν εγείρεται θέμα κακής συγκρότησης εδώ, εφόσον τα προαναφερθέντα δύο πρόσωπα δεν συγκαταλέγονται στους "Παρόντες", αλλά μόνο ως "Παρακαθήμενοι". Παρακαθήμενοι οι οποίοι, όπως προστίθεται, μπορεί να είχαν αποχωρήσει οποιαδήποτε ώρα πριν τη λήψη της απόφασης, αλλά και να ήσαν εκεί, δεν έλαβαν μέρος στην απόφαση.

 

Κατ΄ αρχάς, εκείνο το οποίο θα πρέπει προκαταρκτικά να παρατηρήσω είναι ότι, αν κάποια πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο τηρηθέν πρακτικό ήσαν παρόντα καθόλη τη διάρκεια της συνεδρίας ή αν αποχώρησαν σε κάποιο στάδιο ή σε κάποια στάδια από αυτήν ή ακόμα το εάν και κατά πόσο έλαβαν ή όχι μέρος στη συζήτηση ενός ή περισσοτέρων θεμάτων, αν ήσαν βέβαια παρόντες, όλα αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητο όπως καταγράφονται στο τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας του αρμόδιου συλλογικού οργάνου. Στην υπό εξέταση περίπτωση, τέτοια στοιχεία δεν αναγράφονται στο πρακτικό.

 

Σε σχέση με το θέμα τούτο, εύστοχα ο συνήγορος της αιτήτριας παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 94/2009, Αλέξανδρος Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.3.2013, η οποία δόθηκε από τον Πρόεδρο Αρτέμη, όπως ήταν τότε:

 

"Το άρθρο 21 του Ν. 158(Ι)/1999, που είναι κωδικοποίηση της νομολογίας επί του προκειμένου στα εδάφια 1 και 2, περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«21(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.

 

(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

 

Η εκτενής νομολογία επί του προκειμένου καθιστά σαφές ότι η παρουσία τρίτου προσώπου κατά τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης, είναι ασυμβίβαστη με τη νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου, εκτός εάν η παρουσία του προβλέπεται από το Νόμο. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, K.P. Parpas Enterprises Ltd v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 325).

 

Στην υπόθεση Finia Knitwear Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 317, λέχθηκαν, περαιτέρω, και τα ακόλουθα:

 

«Η νομολογία σε σχέση με την ανάγκη αποχώρησης μη μελών του συλλογικού οργάνου κατά τη συζήτηση και λήψη της απόφασης, δεν αφορά στην περίπτωση προσώπων τα οποία, κατά τις διατάξεις του Νόμου, δικαιούνται να παρίστανται στη συνεδρία. Είναι επ΄αυτού σχετική η ανάλυση στο Εγχειρίδιο του Διοικητικού Δικαίου, Επαμ. Σπηλιωτόπουλου, 8η έκδοση, σελ. 138, που επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι: «Κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία γίνεται διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις στην νόμιμη συγκρότηση, ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδρίες δεν προβλέπεται ρητώς. Εάν παρίστανται π.χ. οι υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών, (ΣΕ2002/1963), πρέπει να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της διαλογικής συζήτησης (ΣΕ3022/1980).» Εν προκειμένω, ο Νόμος επιτρέπει ρητά την παρουσία και την εν γένει συμμετοχή του Γενικού Ελεγκτή ή του εκπροσώπου του ως παρατηρητή στις συνεδρίες και δεν διακρίνουμε δυνατότητα διάσπασης της σημασίας των όρων ώστε ως συνεδρία, με την έννοια του Νόμου, να θεωρείται μόνο ένα μέρος της, μάλιστα το προπαρασκευαστικό. Θα παραπέμπαμε, σε σχέση με τον Γραμματέα, κ αι στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Lordos Hotel (Holdings) Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Παραλιμνίου κ.ά., Υπ. Αρ. 396/98 κ.ά., ημερ. 27.2.04»

 

Από τα πρακτικά που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν φαίνεται με ποια ιδιότητα παρίστατο η κα Ν. Κασπαρή, (αν δεν ήταν μέλος της), στη σύσκεψη της Επιτροπής, κατά την οποία συζητήθηκαν οι ενστάσεις και λήφθηκε η απόφαση.

 

Περαιτέρω, επιθυμούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν προκύπτει κατά πόσον οι εκθέσαντες τις απόψεις τους, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 των πρακτικών, αποχώρησαν πριν την μελέτη των ενστάσεων, αλλά ούτε και φαίνεται η ιδιότητα που η «Παρακαθήμενη» κα Μ. Καραγιώργη, Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός, παρίστατο στη διαδικασία.

 

Καταλήγοντας, υπό το φως των πιο πάνω νομικών προνοιών και αρχών της νομολογίας, κρίνουμε πως παραβιάστηκαν οι αρχές της νόμιμης συγκρότησης του συλλογικού οργάνου κατά την εξέταση της ένστασης του εφεσείοντα."

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση μονομέλειας του Πασχαλίδη, Δ., στην Υπόθεση Αρ. 570/2009, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.3.2012, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο συνήγορος της αιτήτριας. Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης είναι αρκετά παρόμοια με της υπό εξέταση, με την έννοια ότι και σε εκείνη την περίπτωση, όπως και εδώ, το θέμα κακής συγκρότησης και/ή αρμοδιότητας, αφορούσε ακριβώς την παρουσία κατά την υπό κρίση συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, τόσο του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω, όσο και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, οι οποίοι ασφαλώς δεν είναι μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Και σε εκείνη την περίπτωση κρίθηκε ότι υπήρχε κακή συγκρότηση και/ή αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

"Σύμφωνα με το άρθρο 2 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων 1999 (158(Ι)/99), «διοικητικό όργανο» σημαίνει το μονομελές ή συλλογικό διοικητικό όργανο της Κεντρικής Διοίκησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι διοικητική αρχή. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελεί όργανο της Κεντρικής Διοίκησης. Επί τούτου παραπέμπω στο σύγγραμμα «Διοικητικό Δίκαιο» του Δ. Κόρσου, Τρίτη Έκδοση, σελ. 257, όπου κάτω από την παράγραφο «ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ», διαβάζουμε: «Η κυβέρνηση είναι το σπουδαιότερο (και πολιτικώς ισχυρότερο) συλλογικό όργανο της Κεντρικής Διοικήσεως. Την κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο συγκείμενο εκ ... ... ... και εκ των Υπουργών», όπως και στο σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» του Α.Ι. Τάχου, Ένατη Έκδοση, σελ. 502-503, όπου διαβάζουμε: «Το Υπουργικό Συμβούλιο ως το ύπατο άμεσο συλλογικό όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας (αρ. 26(2) Συντ) αποτελείται από τον Πρωθυπουργό, τους Αντιπροέδρους και τους Υπουργούς ... ...». Σχετικό με το θέμα που εξετάζουμε είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 100:

 

"Διοικητικά όργανα είναι ο Βασιλεύς, οι Υπουργοί και τα μετ' αυτών συνδεόμενα δι' ιεραρχικής και σχέσεως όργανα της Διοίκησης μονομελή ή συλλογικά κεντρικά ή περιφερειακά.»

 

Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είναι συλλογικό διοικητικό όργανο και συνεπώς η νόμιμη συγκρότηση του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έννομη λειτουργία του. Η συμμετοχή στη συνεδρία ενός τέτοιου οργάνου, προσώπου, έστω και ενός, ξένου προς τη νόμιμη συγκρότησή του, επηρεάζει άμεσα το νόμιμο της συγκρότησης του και καθιστά τις αποφάσεις του άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας."

 

Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση, η οποία έχει εφαρμογή και στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Με δεδομένα, επομένως, τα όσα απλά καταγράφονται στο πρακτικό συνεδρίας λήψης της επίδικης απόφασης και με τα όσα βέβαια παραλείπονται από αυτό, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται αυτός ο λόγος ακύρωσης που αναφέρεται σε κακή συγκρότηση και/ή αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου.

 

Παρά το ότι η κατάληξη επί του πρώτου λόγου ακύρωσης επισφραγίζει και την ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς την αναγκαιότητα εξέτασης άλλων λόγων ακύρωσης, εν τούτοις, θα εξετάσω και το δεύτερο λόγο ακύρωσης, τόσο για σκοπούς έφεσης, όσο και επειδή και αυτός ο λόγος ακύρωσης αφορά σε αμφισβήτηση της νομιμότητας συγκρότησης διοικητικού οργάνου.

 

2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό κακή συγκρότηση /αναρμοδιότητα της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων.

 

Έναυσμα για την προώθηση αυτού του λόγου ακύρωσης αποτελεί το γεγονός ότι, κατά τη συνεδρία της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, κατά την οποία αποφασίσθη όπως υποβληθεί στον Υπουργό Εσωτερικών εισήγηση για απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας, συμμετέσχε πρόσωπο το οποίο παρουσιάζεται να εκπροσωπούσε το Μέλος της Επιτροπής Έπαρχο Λευκωσίας, χωρίς όμως να παρουσιάζεται πουθενά οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τον δεύτερο προς τον πρώτο για τέτοια εκπροσώπηση. Το γεγονός ότι πράγματι δεν εντοπίζεται τέτοια εξουσιοδότηση στο διοικητικό φάκελο προς το εν λόγω πρόσωπο, δεν αμφισβητείται από τους καθ΄ων η αίτηση, ενώ τέτοιες εξουσιοδοτήσεις παρουσιάζονται σε σχέση με άλλους παρόντες οι οποίοι εκπροσωπούσαν Μέλη της Επιτροπής. Όπως εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση, δεν είναι αναγκαίο όπως υπάρχει τέτοια συγκεκριμένη εξουσιοδότηση από προϊστάμενο προς υφιστάμενο, καθότι, ως εκ των καθηκόντων τους, οι λειτουργοί παρίστανται υπηρεσιακώς και, ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι παρίστανται για τον προϊστάμενό τους.

 

Και σε σχέση με αυτό το λόγο ακύρωσης φαίνεται ότι η αιτήτρια έχει δίκαιο. Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι για να υπάρχει νόμιμη εκπροσώπηση κάποιου διοικητικού οργάνου από υφιστάμενο του, θα πρέπει να υπάρχει στο διοικητικό φάκελο εξουσιοδότηση προς τον εκπρόσωπο όπως εκπροσωπήσει το ιεραρχικά ανώτερο όργανό του. Αυτή η εξουσιοδότηση μπορεί να είναι διαρκής με την έννοια ότι εξουσιοδοτείται ένας λειτουργός όπως εκπροσωπήσει το ανώτερο διοικητικό όργανο σε κάθε μια συνεδρία μιας Επιτροπής στην οποία, κατά Νόμο, μέλος είναι το ανώτερο όργανο ή μπορεί να είναι για μια μόνο ή περισσότερη συνεδρία της Επιτροπής. Σχετική προς τούτο είναι και η απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 453/2003, P. Tofinis Estates Ltd v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.9.2004 και Ροζάννα Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 987.

 

Με δεδομένη εδώ την απουσία παρουσίασης οποιασδήποτε εξουσιοδότησης, στοιχειοθετείται λόγος κακής συγκρότησης/αναρμοδιότητας της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων.

 

Λόγω της στοιχειοθέτησης των προαναφερθέντων, καίριας σημασίας λόγων ακύρωσης, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.

 

Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

   K. Κληρίδης,

/ΧΤΘ                                                                  Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο