ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 127/2012)
26 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής είναι απλά και μπορεί να συνοψιστούν στα εξής:
Στις 21/11/2011 ο Διευθυντής του Επιτελικού Γραφείου του Υπουργού Άμυνας τιμώρησε τον αιτητή, αφού τον έκρινε ένοχο για πειθαρχικά παραπτώματα, με διήμερη κράτηση. Συγκεκριμένα, ο αιτητής τιμωρήθηκε γιατί ενώ ήταν Διοικητής του 287 Μ/Κ Τ.Π. κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2008 - Ιουλίου 2009 «δεν αναζήτησε τις ΤΟΔΒ Επιχειρήσεων, που οφείλει να τηρεί ο Διοικητής της μονάδας με βάση το (γ) σχετικό με αποτέλεσμα η μονάδα να μην έχει εκδώσει ΤΟΔΒ Επιχειρήσεων και να βρίσκεται εκτός αποστολής σε περίπτωση διαταγής εφαρμογής των σχεδίων επιχειρήσεων». Κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ο αιτητής που υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά με το βαθμό του Ταγματάρχη, ήταν τοποθετημένος στο Υπουργείο Άμυνας.
Στη σχετική απολογία του ο αιτητής ισχυρίστηκε βασικά ότι την υπό στοιχείο (γ) απόρρητη διαταγή, για παράβαση της οποίας κατηγορείτο, δεν την γνώριζε καθότι όταν παρέλαβε τη διοίκηση του συγκεκριμένου τάγματος τέτοια διαταγή δεν ήχθη σε γνώση του, αλλά ούτε και προηγουμένως είχε υπηρετήσει ως Διοικητής μονάδας στην οποία η εν λόγω διαταγή είχε κοινοποιηθεί.
Κατά το χρόνο διάπραξης του κατ' ισχυρισμό παραπτώματος, το 287 Μ/Κ Τ.Π. του οποίου ο αιτητής ήταν κατά τον εν λόγω χρόνο Διοικητής, υπαγόταν διοικητικά στην ΧΧ Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΧΧ ΤΘΤ) της οποίας Διοικητής ήταν άλλος από το Διευθυντή του Επιτελικού Γραφείου του Υπουργείου Άμυνας που επέβαλε την επίδικη ποινή.
Ο αιτητής προβάλλει τρεις λόγους ακύρωσης. Ισχυρίζεται βασικά ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, είναι προϊόν ανεπαρκούς και/ή καθόλου έρευνας και κρινόμενη υπό τις περιστάσεις δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι αρμόδιο όργανο να επιβάλει στον αιτητή ποινή, ήταν, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 5 και 6, των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, ο «διοικών αξιωματικός» του αιτητή. Διαφωνούν όμως και εδώ είναι που εστιάζεται η διαφωνία τους, ως προς το ποιος ήταν «ο διοικών αξιωματικός του αιτητή, αρμόδιος να επιβάλει ποινή». Σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη, αρμόδιος να επιβάλει ποινή στον αιτητή ήταν ο Διοικών Αξιωματικός του αιτητή, κατά το χρόνο διάπραξης του κατ' ισχυρισμό παραπτώματος, και συνεπώς ήταν ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, στην οποία υπαγόταν άμεσα η μονάδα της οποίας Διοικητής ήταν τότε, ο αιτητής. Σύμφωνα με τον κ. Σταυρινό, ο οποίος να σημειωθεί έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι το ρήμα «ανήκει» στη φράση «... εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος ..» στον Κανονισμό 5(1) αποδίδεται σε ενεστώτα χρόνο, αρμόδιος να επιβάλει ποινή στον αιτητή Διοικών Αξιωματικός του τελευταίου, ήταν ο Διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκε ο αιτητής κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν ο Διευθυντής του Επιτελικού Γραφείου του Υπουργείου Άμυνας.
Και οι δύο συνήγοροι επισημαίνοντας, ορθά κατά τη γνώμη μου, τη διάσταση της νομολογίας μας επί της ερμηνείας των Κανονισμών 5 και 6, υποστήριξαν ο κάθε ένας από αυτούς τη θέση του, παραπέμποντας σε πρωτόδικες αποφάσεις. Ο μεν κ. Οικονομίδης παρέπεμψε στις υποθέσεις, 609/1996, Ανδρέας Σάντης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/12/1997 (Σ. Νικήτα, Δ.), 704/2000, Ανδρέας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10/1/2002 (Π. Αρτέμη, Δ.), 1074/2001, Ζήνωνας Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/10/2003 (Χρ. Αρτεμίδη, Δ.) και 629/2009, Γεώργιος Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/9/2010 (Στ. Ναθαναήλ, Δ.), ο δε κ. Σταυρινός, στην 1079/2001, Λοϊζος Ζωνιά ν. Δημοκρατίας, μέσω Διοικητή 611 Τ.Π., ημερομηνίας 11/12/2002 (Νικολάου, Δ.) και 1142/2004, Θεόδωρος Μαντρής ν. Δημοκρατίας, μέσω Διοικητή 4ου Συντάγματος Πεζικού Ε.Φ., ημερομηνίας 11/11/2005 (Κωνσταντινίδη, Δ.).
Ενόψει της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που μας αφορούν, τις πρόνοιες των Κανονισμών 5 και 6 και ειδικότερα αυτές των εδαφίων 5(1) και 6(1) και (2):
"5(1) Δια τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών «διοικών αξιωματικός» σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέλος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος."
"6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους.
6(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερόμενου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας."
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο τις πιο πάνω πρόνοιες, όσο και τις υποθέσεις στις οποίες οι δύο συνήγοροι με έχουν παραπέμψει. Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, η θέση του δεν υποστηρίζεται από τη λεκτική διατύπωση των εν λόγω Κανονισμών. Όπως αβίαστα προκύπτει από τις εν λόγω πρόνοιες, ο μεν Κανονισμός 5 προσδιορίζει την έννοια «διοικών αξιωματικός», ενώ ο Κανονισμός 6 αφορά και ρυθμίζει θέματα συνοπτικής, όπως εξάλλου αναφέρεται στον πλαγιότιτλο, διαδικασίας και διενέργειας ανακρίσεων. Έχω την άποψη ότι η ερμηνεία που οι συγκεκριμένοι Κανονισμοί επιδέχονται, δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.
Το θέμα απασχόλησε σχετικά πρόσφατα τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση Κυριάκος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Στην απόφαση του ο Δικαστής Ναθαναήλ, αφού επισημαίνει τις διϊστάμενες επί της ερμηνείας των συγκεκριμένων Κανονισμών εκφρασθείσες στις πιο πάνω υποθέσεις απόψεις, τις οποίες και σχολιάζει, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αρμόδιος Διοικών Αξιωματικός είναι ο Διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκε το μέλος εναντίον του οποίου εξετάζεται το πειθαρχικό παράπτωμα, κατά το χρόνο της διάπραξης του παραπτώματος και όχι ο Διοικών Αξιωματικός της μονάδας στην οποία το μέλος είχε στο μεταξύ μετατεθεί. Στην εν λόγω κατάληξη του ο αδελφός Δικαστής οδηγήθηκε με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
"Δύο παράγοντες οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά πρώτο λόγο, παρατηρείται ότι το λεκτικό των Καν. 5 και 6, και ιδιαίτερα του τελευταίου, είναι διατυπωμένο κατά τρόπο που διαφαίνεται η σπουδή με την οποία πρέπει να διερευνηθεί το κατ' ισχυρισμόν παράπτωμα με την συνακόλουθη αμεσότητα στην επιβολή της διαγραφόμενης ποινής. Επόμενο είναι οι Κανονισμοί να πρέπει να ερμηνευθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ακόμη και αν υπήρξε στο μεταξύ διάστημα μετάθεση του διωκόμενου, η αρμοδιότητα να παραμένει και να ανήκει στον διοικούντα αξιωματικό στην μονάδα στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο το ενδιαφερόμενο μέλος. Έτσι, δεν ενέχει σημασία η τυχόν αργοπορημένη αναφορά ούτως ώστε να αλλοιωθεί η θέση αρχής που προβάλλει από τους Κανονισμούς.
Κατά δεύτερο λόγο, διαφορετική αντιμετώπιση ή ερμηνεία, θα επέφερε διάσταση μεταξύ των προνοιών του Καν. 5(1) και αυτών των εδαφίων (1) και (2) του Καν. 6, ότι το παράπτωμα το οποίο διερευνάται έχει αναφορά στον διοικούντα αξιωματικό της μονάδος, στην οποία ως ευλόγως συνάγεται, υπηρετεί ή υπηρετούσε ο διωκόμενος κατά τον χρόνο διάπραξης του παραπτώματος. Θα ήταν ανακόλουθο και εκτός της έννοιας του πλαγιότιτλου του Καν. 6, που παραπέμπει σε συνοπτική εκδίκαση και διενέργεια ανακρίσεων, η αναφορά και η διεξαγωγή της έρευνας, αλλά και η ποινή που μεταγενέστερα θα επιβληθεί, να βαρύνει τους ώμους του νέου διοικούντος αξιωματικού σε περίπτωση μετάθεσης στο μεταξύ του διωκόμενου, ο οποίος νέος διοικών αξιωματικός ουδεμία βέβαια σχέση έχει με τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Η φράση «... εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος ...» στον Καν. 5(1), πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να συναρτάται προς το χρόνο διάπραξης του κατ' ισχυρισμόν πειθαρχικού παραπτώματος. Ο ενεστωτικός χρόνος που χρησιμοποιείται συνεχώς στους υπό κρίση Κανονισμούς υποδηλοί ακριβώς το συνεχές του όλου θέματος, αλλά και την αναγκαία συνάρτηση μεταξύ της αναφοράς και της διερεύνησης.
Η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει με τη λογική των πραγμάτων εφόσον το παράπτωμα λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και με συγκεκριμένες συνθήκες, η διερεύνηση των οποίων θα οδηγήσει σε περίπτωση διαπίστωσης της διάπραξης του παραπτώματος, αναπόφευκτα σε ποινή. Η ποινή, με άλλα λόγια, που θα επιβληθεί είναι απότοκο της διενεργηθείσας πειθαρχικής παράβασης από τον διωκόμενο, αποκτά δε νόημα μόνο όταν συναρτηθεί χρονικά και τοπικά με τα δεδομένα που ίσχυαν όταν ο διωκόμενος υπηρετούσε στη συγκεκριμένη μονάδα. Ακριβώς, η αναμενόμενη συνοπτική εκδίκαση του παραπτώματος, αποκτά υπόσταση όταν η ποινή επιβάλλεται με την αναγκαία αμεσότητα στα σύγχρονα γεγονότα που στοιχειοθέτησαν το παράπτωμα και προς παραδειγματισμό των υπολοίπων στη μονάδα."
Το πιο πάνω σκεπτικό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Επομένως, κρίνω ότι η απόφαση με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε πειθαρχικά με διήμερη κράτηση, εναντίον της οποίας στρέφεται η παρούσα προσφυγή, δεν λήφθηκε από τον αρμόδιο Διοικούντα Αξιωματικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Διοικητής της μονάδας στην οποία υπαγόταν διοικητικά η μονάδα στην οποία ο αιτητής υπηρετούσε κατά το χρόνο διάπραξης των κατ' ισχυρισμό παραπτωμάτων, αλλά λήφθηκε από το Διοικητή της μονάδας στην οποία ο αιτητής υπηρετούσε κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, που ήταν, κατά την κρίση μου, αναρμόδιος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει. Ενόψει της εν λόγω κατάληξης μου, κρίνω περιττό να εξετάσω τους υπόλοιπους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1,300 έξοδα υπέρ του αιτητή. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ