ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1229/2010)
3 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
1. ΕΛΕΝΗ Μ. ΨΥΛΛΙΔΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, και άλλοι ως ο συνημμένος Κατάλογος Α
Αιτητές,
-και -
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ΄ου η αίτηση.
-----------------------
Κ.Χ΄Ιωάννου, για τους αιτητές
Μ.Αντωνίου, (κα.), για Π.Πολυβίου, για τον καθ΄ου η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο Δήμος Λευκωσίας («καθ΄ου η αίτηση»), ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το άρθρο 17 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, ΚΕΦ. 96, προχώρησε στις 5 Νοεμβρίου 2009, σε έγκριση των σχεδίων, προδιαγραφών και προσμετρήσεων της προκαταρκτικής μελέτης, αναφορικά με την επανακατασκευή και βελτίωση του ασφαλτικού οδοστρώματος και πεζοδρομίου σε περιοχές των Αγίων Ομολογητών και του Αγίου Αντωνίου. Στην ιδία συνεδρία προσδιορίστηκε και το ύψος της συνολικής δαπάνης για το συγκεκριμένο έργο.
Η εν λόγω απόφαση του Δήμου κοινοποιήθηκε, μέσω της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας και του εγχώριου τύπου στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες γης, μεταξύ των οποίων και οι 26 αιτητές στην παρούσα προσφυγή. Η εν λόγω γνωστοποίηση περιελάμβανε και τις λεπτομέρειες κατανομής της δαπάνης με βάση την προκαταρκτική εκτίμηση.
Στις 18 Φεβρουαρίου 2010, σε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ΄ου η αίτηση διαπιστώθηκε ότι υποβλήθηκαν 140 επιστολές-ενστάσεις, εκ των οποίων οι 21 από αυτές ήταν εκπρόθεσμες. 38 ενστάσεις ήταν τεχνικής φύσεως, και, μόνο 7 είχαν χαρακτηριστεί, ως δικαιολογημένες, και αποφασίστηκε να μελετηθεί το θέμα αναθεώρησης του ύψους της συνεισφοράς τους. Η πλειοψηφία των ενστάσεων (102), δεν αφορούσε ούτε τα σχέδια ούτε τις προδιαγραφές, αλλά εξέφραζαν διαμαρτυρία για το ύψος της συνεισφοράς που αναλογούσε στον καθένα ιδιοκτήτη. Ο καθ΄ου η αίτηση αποφάσισε να καταβάλει προσπάθεια μείωσης της συνολικής δαπάνης για το έργο και να ενημερώσουν σχετικώς τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες σε μεταγενέστερο στάδιο αφού συγκεκριμενοποιηθεί η προσπάθεια διαφοροποίησης. Η ίδια προσπάθεια καταβλήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2010 και στις 18 Φεβρουαρίου 2010.
Τελικώς, ο καθ΄ου η αίτηση έστειλε επιστολή προς τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες ημερ. 30 Ιουνίου 2010 απαντώντας στην υποβληθείσα ένσταση αναφορικά με την πρόθεση για ανακατασκευή των δρόμων, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση.
Με την εν λόγω επιστολή γνωστοποιείται η πρόθεση του καθ΄ου η αίτηση να συνεχίσει τις προσπάθειες για μείωση της συνεισφοράς, και τελικώς αναφέρεται ότι: «με την αποπεράτωση των εργασιών θα ενημερωθείτε τόσο για την τελική κατανομή της συνεισφοράς όσο και για τις διευθετήσεις που γίνονται για διευκολύνσεις μακροχρόνιας αποπληρωμής.»
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν, ακύρωση της απόφασης απόρριψης των υποβληθεισών ενστάσεων, και κήρυξη της αποφασισθείσας συνεισφοράς ως παράνομης.
Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση πάσχει, καθότι, σε 4 διαδοχικές συνεδρίες οι παρευρισκόμενοι, και οι λαβόντες μέρος στη λήψη της απόφασης δεν ήταν οι ίδιοι, γεγονός που αντίκειται στη σαφή πρόνοια του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, 1989 (Ν.158(Ι)/99) που επιβάλλει τη λήψη απόφασης από την ίδια σύνθεση του διοικητικού οργάνου.
Το άλλο θέμα το οποίο ήγειρε η πλευρά των αιτητών, έχει σχέση με τη συνταγματικότητα της πρόνοιας του άρθρου 17 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, (ο «Νόμος»). ΄Εχοντας κατά νου, υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος, ότι, οι δρόμοι ανήκουν στο κράτος δεν είναι δυνατό να καλείται ο δημότης να συμβάλλει χρηματικά στην ανακατασκευή τους. Η πρόνοια αυτή αντίκειται προς το ΄Αρθρο 24 του Συντάγματος, καθότι δεν μπορεί να επιβάλλεται τέλος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα εκάστου, για τέτοια συνεισφορά. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι, η υποχρέωση συνεισφοράς στο κόστος κατασκευής αντίκειται στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, επειδή το ποσό της συνεισφοράς υπολογίζεται με βάση την πρόσοψη των επηρεαζομένων ακινήτων στο δρόμο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ωφέλεια που έχουν και άλλα ακίνητα στην περιοχή. Υπάρχει ταυτοχρόνως και παραβίαση του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος γιατί με το άρθρο 17 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, η ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση συνιστά περιορισμό της ιδιοκτησίας αφού υπόκεινται σε συνεισφορά.
Τέλος, οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία που να καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο καθ΄ου η αίτηση αποφάσισε την επιβληθείσα συνεισφορά.
Ο καθ΄ου η αίτηση με τη δική του αγόρευση, επεσήμανε ότι 7 από τους αιτητές δεν υπέβαλαν ένσταση, όπως προνοείται στο άρθρο 17 του Νόμου.
Το επίκεντρο, όμως, της επιχειρηματολογίας της ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ΄ου η αίτηση ήταν ότι, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο, αλλά πρόκειται για προπαρασκευαστική πράξη. Η κα.Αντωνίου ανέλυσε κατ΄αρχήν, το άρθρο 17 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η διαδικασία επιβολής συνεισφοράς από τους ιδιοκτήτες γης, που επηρεάζεται από το σχέδιο ανακατασκευής και βελτίωσης των δρόμων και πεζοδρομίων, γίνεται σε τρία στάδια. (α) θα πρέπει να υπάρχει απόφαση αναφορικά με τις προδιαγραφές, σχέδια και προκαταρκτική δαπάνη, (άρθρο 17(2), (β) η παροχή προς τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες της δυνατότητας υποβολής ένστασης (άρθρο 17(7) και (γ) ο τελικός καθορισμός της συνεισφοράς που γίνεται μετά το στάδιο της κατασκευής του έργου, (άρθρο 17(8)(9)).
Μετά τον καθορισμό της συνεισφοράς η αρμοδία αρχή προβαίνει στον τελικό καταμερισμό της δαπάνης μεταξύ της Αρχής και των ιδιοκτητών, αφενός και μεταξύ των ιδίων των ιδιοκτητών, αφετέρου.
Σ΄αυτό το τρίτο στάδιο βρίσκεται η υπόθεση, και, μετά τη λήψη και ολοκλήρωση και αυτού του σταδίου, η εν λόγω απόφαση καθίσταται εκτελεστή, κατά την εισήγηση της συνηγόρου, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Όπως διαφαίνεται, κατέληξε, από τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, γίνεται προσπάθεια, με διάφορους τρόπους, μείωσης του κόστους κατασκευής.
Αναφορικά με την ουσία των προτεινόμενων νομικών ισχυρισμών η συνήγορος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα σύνθεσης με βάση το άρθρο 22 του Ν.158(Ι)/99, αλλά περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί καθότι δεν έχει δικογραφηθεί στην αίτηση ακυρώσεως.
Απαντώντας στο θέμα της συνταγματικότητας η συνήγορος εισηγήθηκε ότι, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει, κατ΄αρχήν, εάν η εξέταση του θέματος της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 17 αποδεικνύεται αφενός, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και αφετέρου, αν είναι απαραίτητο για τη διεκπεραίωση αυτής της υπόθεσης, κάτι το οποίο, όπως είπε, δεν ισχύει.
Αναφορικά με το τελευταίο θέμα απουσίας δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, η συνήγορος εισηγήθηκε από τα δύο πρακτικά καταφαίνεται η ύπαρξη έκθεσης από ανεξάρτητους μελετητές αναφορικά με το σχεδιασμό, την κατασκευή και γενικά το όλο έργο που θα γίνει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η προδικαστική ένσταση δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, καθότι τα τρία στάδια για τα οποία έγινε αναφορά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17, έκαστο από αυτά παράγει έννομα αποτελέσματα και οι αιτητές δεν προσβάλλουν μόνο το ύψος της φορολογίας, όπως τη χαρακτήρισε που καλούνται να καταβάλουν, αλλά και την ίδια την απόφαση για εφαρμογή του άρθρου 17 και επιβολή φορολογίας. Περαιτέρω, επανέλαβε την απουσία έρευνας αναφορικά με τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν.
Στο άρθρο 17 καθορίζεται η διαδικασία για την κατασκευή, επανακατασκευή και βελτίωση οδών. Το αρχικό στάδιο είναι η απόφαση για κατασκευή και η γνωστοποίηση της, στην οποία περιλαμβάνονται πληροφορίες ως προς το υπολογιζόμενο κόστος, τα ονόματα των ιδιοκτήτων και το ποσό που τους αναλογεί, ως συνεισφορά. Το επόμενο στάδιο είναι η υποβολή ενστάσεων ως προς τα σχέδια, προδιαγραφές και προσμετρήσεις και η μελέτη αυτών από την αρμόδια αρχή, η οποία εγκρίνει ακολούθως τα σχέδια και αυτά οριστικοποιούνται. Το τρίτο στάδιο αφορά την κατανομή της δαπάνης στους ιδιοκτήτες.
Οι αιτητές με την προσφυγή τους στρέφονται εναντίον της συνεισφοράς που τους επιβλήθηκε. Παραθέτω πιο κάτω αυτούσιο το αιτητικό της προσφυγής τους, για καλύτερη κατανόηση του εγειρομένου θέματος.
«Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Δήμου Λευκωσίας που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με πανομοιότυπες επιστολές ημερ. 30.6.2010 με την οποία απέρριψε τις ενστάσεις τους στην επιβολή σ΄αυτούς συνεισφορά σύμφωνα με το αρ. 17 του ΚΕΦ 96 στη δαπάνη «κατάλληλης κατασκευής, επανακατασκευής και βελτίωσης» των οδών στις οποίες ευρίσκεται ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών και κατ΄επέκταση η απόφαση για επιβολή συνεισφοράς είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.»
Από το ίδιο το λεκτικό του πιο πάνω αιτητικού της προσφυγής, όσο και από τα νομικά σημεία που ενσωματώνονται στο δικόγραφο, προσβάλλεται ουσιαστικώς η επιβληθείσα συνεισφορά, χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα των σχεδίων ή των προδιαγραφών για την κατασκευή των δρόμων.
Στην υπόθεση Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβούλιου κ.ά (αρ.1) (1996)3 Α.Α.Δ. 257 αναφέρονται τα ακόλουθα, στη σελίδα 361 και επόμενες:
«Η διαδικασία για την κατασκευή ή ανακατασκευή δρόμων, η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 17 του ΚΕΦ. 96, υποδιαιρείται σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τη λήψη και γνωστοποίηση απόφασης αρμόδιας αρχής για τα σχέδια και προδιαγραφές της κατασκευής. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, επίσης, λεπτομέρειες ως προς τα ονόματα και αναμενόμενη συνεισφορά, αναλογική προς την έκταση της πρόσοψης της ιδιοκτησίας τους, την οποία οι ιδιοκτήτες θα κληθούν να καταβάλουν. Η απόφαση για την κατασκευή του δρόμου και οι λεπτομέρειες της γνωστοποίησης συνιστούν διοικητική πράξη από την οποία δεν προκύπτουν έννομα αποτελέσματα.
Το δεύτερο στάδιο αφορά το δικαίωμα των ιδιοκτητών για την υποβολή ένστασης. Το δικαίωμα υποβολής ένστασης περιορίζεται στα σχέδια και προδιαγραφές - (βλ. Άρθρο 17(4)). Η εξέτασή τους ανάγεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το αρμόδιο, κατά το νόμο, όργανο για την έγκρισή τους. Με την έγκριση, οριστικοποιούνται τα σχέδια και οι προδιαγραφές.
Υπό την αίρεση των αναγκαίων επιφυλάξεων, εφόσον το ζήτημα δεν τίθεται προς απόφαση σ' αυτή τη διαδικασία, μπορεί να λεχθεί ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι εκτελεστή, μετά την κοινοποίησή της, ως προς τα σχέδια και προδιαγραφές της κατασκευής του δρόμου, βάσει του Άρθρου 18(7) του ΚΕΦ. 96.
Το τρίτο στάδιο συναρτάται με τον καθορισμό της συνεισφοράς της αρμόδιας αρχής, αφενός, και των ιδιοκτητών, αφετέρου, για την κατασκευή του δρόμου, καθώς και τον επιμερισμό της, ανάλογα με την έκταση της πρόσοψης (στο δρόμο) του ακινήτου του καθενός. Ο καθορισμός της δαπάνης και, κατ' ακολουθίαν, της συνεισφοράς, είναι εξ αντικειμένου αδύνατος πριν την οριστικοποίηση των σχεδίων και προδιαγραφών με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά τον καθορισμό τους, όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 18(9), η αρμόδια αρχή προβαίνει στον τελικό καταμερισμό της δαπάνης μεταξύ της αρχής και των ιδιοκτητών, αφενός, και μεταξύ των ιδίων των ιδιοκτητών, αφετέρου. Η απόφαση η οποία προκύπτει είναι γενεσιουργός υποχρεώσεων για την καταβολή του χρηματικού ποσού, το οποίο επιμερίζεται στον κάθε ένα ιδιοκτήτη. Πριν την έκδοσή της, δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος.
Το γεγονός ότι ο αρχικός υπολογισμός της δαπάνης παρείχε ενδείξεις για το ποσό το οποίο μπορούσε να κληθεί ο ιδιοκτήτης να συνεισφέρει, δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα ή τη δραστικότητα της τελικής απόφασης, ως προς τον προσδιορισμό της φορολογίας.
Καταλήγουμε ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή ως απαράδεκτη. Για το λόγο αυτό, η έφεση θα επιτραπεί και επιτρέπεται με έξοδα.»
Προκύπτει, συναφώς, με βάση την πιο πάνω νομολογία ότι, προσφυγή στρεφόμενη εναντίον της έγκρισης των σχεδίων και προδιαγραφών εκτέλεσης του έργου ανάπλασης των οδών, είναι παραδεχτή, καθότι η έγκριση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απόφαση, όμως, για κατασκευή του δρόμου, όπως και ο αρχικός υπολογισμός της συνεισφοράς δεν αποτελούν εκτελεστή πράξη, ως μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα.
Όπως έχω σημειώσει προγενέστερα το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η προσφυγή είναι η αμφισβήτηση της συνεισφοράς. Καθίσταται, όμως, έκδηλο ότι δεν έχει εισέτι ξεκαθαρίσει, συνεπώς συνιστά προπαρασκευαστική διοικητική πράξη, εκφεύγουσα του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του καθ΄ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.
Κατάλογος αιτητών Α.
2. Ανδρέας και Ελένη Παρπούνα
3. Αντώνης Βασιλείου
4. Μιχαλάκης Μαραθεύτης
5. Βίκη Σταρή
6. ΄Ελλη Κύπρου Τσιαλή
7. Χλόη Ευρυπίδου Καρανίκη
8. Ελένη Γιαγκιώζη
9. Ζωή Μελάρη
10. Κώστας Παυλίδης
11. Μαρία ιεροδιακόνου
12. Φανούλα Αντωνίου Πιτσιλλίδου
13. Ανδρέας Ρωσσίδης και Ρεβέκκα Οικονόμου
14. Μαρία και Φοίβη Κισσοπόδα
15. Αδριανή Π. Βανέζη
16. Ειρήνη Παπαδοπούλου
17. Δημήτρης και Μαρία Λουκαϊδη
18. Παυλίνα Παύλου
19. Γεώργιος Παύλου
20. Αντρέας Σωτηρίου
21. Ναυσικά Γεωργίου
22. Νίκος Νίκολσον
23. Θεόδωρος Νίκολσον
24. Στέλιος Νίκολσον
25. Μάγδα Νίκολσον
26. Μαρία Ιωάννου