ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1199/2012)

 

11 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Ν. Γρηγορίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Ο Αιτητής, ο οποίος ενεργεί χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 19.7.2012, με την οποία τερμάτισαν το επίδομα αναπηρίας το οποίο παρείχαν στον ανήλικο υιό του Λένο Ανδρέου, ηλικίας 6½ ετών.

 

Τα γεγονότα

Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος στις 15.6.2006 ως εκ της κατάστασης του ανήλικου υιού του, ο οποίος γεννήθηκε στις 10.8.2005 και ήταν τότε ενός περίπου έτους.  Η Λειτουργός Μαρία Θεμιστοκλέους-Κάτσουρα που αξιολόγησε αρχικά την περίπτωση, εισηγήθηκε την έγκριση του ανήλικου ως ανάπηρου ατόμου, καθότι υπέφερε από «υπερφαινυλαλανιναιμία».  Σύμφωνα με την τότε διατροφολογική βεβαίωση, ο ανήλικος θα έπρεπε να ακολουθεί ειδικό πρόγραμμα διατροφής για να μην ανεβαίνουν σημαντικά οι τιμές φαινυλαλανίνης στο πλάσμα, με επακόλουθο τη σταδιακή μη αναστρέψιμη νοητική στέρηση.

 

Η εισήγηση της Λειτουργού για έγκριση αναπηρικών δικαιωμάτων στη βάση των προνοιών του άρθρου 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν. 95(Ι)/2006), στο εξής «ο Νόμος», για περίοδο δύο χρόνων, απορρίφθηκε στις 17.3.2007 από την προϊσταμένη της Μαίρη Τέκκη, με το αιτιολογικό ότι η πάθηση του ανηλίκου θεωρείται ιατρικό πρόβλημα και όχι αναπηρία.

 

Το 2009 η περίπτωση επαναξιολογήθηκε και υπήρξε εκ νέου η εισήγηση όπως ο ανήλικος θεωρηθεί ως ανάπηρο άτομο, καθότι δεν μπορούσε να πειθαρχήσει στο διατροφικό του πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να μειονεκτεί έναντι άλλων παιδιών της ηλικίας του.  Στις 2.10.2009 η νέα προϊσταμένη της Υπηρεσίας, ενέκρινε τον ανήλικο ως ανάπηρο άτομο, δεχόμενη την εισήγηση της Λειτουργού ότι μέχρι την ηλικία των 12 χρονών, οπότε ο ανήλικος θα αρχίσει σταδιακά να μπαίνει στην εφηβεία και θα είναι σε θέση να αυτοελέγχεται, μπορεί να εγκριθεί ως ανάπηρο άτομο.  Όπως αναφέρεται στο σχετικό Σημείωμα:-

«Τόσο από τα ιατρικά πιστοποιητικά όσο και από την εμπεριστατωμένη περιγραφή της λειτουργού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νήπιο πληρεί τον όρο ανάπηρος όπως καθορίζεται από το άρθρο 2 του Νόμου και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω της πάθησης του μειονεκτεί σημαντικά έναντι των άλλων παιδιών της ηλικίας του.»

 

Το επίδομα εγκρίθηκε με αναδρομική ισχύ από 31.7.2009 που προσκομίστηκε νέο ιατρικό πιστοποιητικό.

 

Ένας θα ανέμενε ότι αυτό θα ήταν και το τέλος της ιστορίας, τουλάχιστον μέχρι την εφηβεία του ανήλικου.  Όμως δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα.  Παρά την προηγούμενη εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού, τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου της και την τελική έγκριση από τον Βοηθό Επαρχιακό Λειτουργό Ευημερίας, καθώς και το γεγονός ότι ο ανήλικος ήταν ακόμη έξι χρονών, η διοίκηση επανήλθε και στις 25.1.2012 ο νέος Λειτουργός Ανδρέας Δημητρίου που ανέλαβε την περίπτωση του ανήλικου, θεώρησε σκόπιμο να επαναξιολογήσει την περίπτωσή του.

 

Ο νέος Λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη πρόσφατα ιατρικά πιστοποιητικά ημερ. 25.1.2012 και 3.2.2012, διαπίστωσε ότι ο ανήλικος εξακολουθούσε να παρουσιάζει την εν λόγω σπάνια διατροφική πάθηση.  Παράλληλα, όμως, διαπίστωσε ότι ο ανήλικος ήταν πλήρως ενημερωμένος για την πάθησή του και μπορούσε να αυτοελέγχεται με ευκολία στην τήρηση του ειδικού  διατροφικού προγράμματός του.  Επίσης διαπίστωσε ότι δεν παρουσίαζε οποιεσδήποτε νοητικές, γλωσσικές, κινητικές, μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες αυτοεξυπηρέτησης ως απότοκο της πάθησής του.  Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, εισηγήθηκε ότι ο ανήλικος δεν θα έπρεπε να επανακριθεί ως ανάπηρο άτομο, αφού οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου. 

 

Αρχικά ενημερώθηκαν προφορικά οι γονείς του ανήλικου, οι οποίοι στις 13.2.2012 υπέβαλαν ένσταση στην απόφαση της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας.  Στις 24.2.2012 οι Καθ' ων η αίτηση απέστειλαν γραπτή αιτιολογημένη επιστολή στον Αιτητή, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους μη επανέγκρισης του υιού του ως ανάπηρου ατόμου.

 

Στη συνέχεια ο πατέρας του κατάθεσε την προσφυγή 358/12, την οποία απέσυρε αφού στις 28.5.2012 ανακλήθηκε η διοικητική πράξη, ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), ώστε να διερευνηθεί εκτενέστερα η περίπτωση του ανήλικου, ο οποίος έτυχε σχετικής ενημέρωσης με επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.5.2012.  Να σημειωθεί ότι με την ανάκληση της πράξης, συνέχισε η παροχή δημοσίου βοηθήματος με αναδρομική ισχύ.

 

Στις 26.6.2012, μετά από κατ' οίκον επίσκεψη και επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων από τον ίδιο Λειτουργό, έγινε εισήγηση όπως ο ανήλικος μη επανακριθεί ως ανάπηρο άτομο, αφού επανειλημμένως διαπιστώθηκε ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε δεν εμπίπτουν σωρευτικά στις διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου και ειδικότερα του όρου «ανάπηρος».  Η εισήγηση έγινε δεχτή από τη νέα επόπτρια (Χρυστάλλα Χριστοφόρου) με την οποία συμφώνησε και η Προϊσταμένη του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, η οποία με επιστολή της ημερ. 19.7.2012 ενημέρωσε τον Αιτητή ότι τερματιζόταν το δημόσιο βοήθημα για τον πιο πάνω λόγο.

 

Ο Αιτητής αναγκάστηκε να καταχωρίσει την παρούσα προσφυγή προσβάλλοντας τη νέα άρνηση των Καθ' ων η αίτηση των Καθ' ων η αίτηση να επιτρέψουν τη συνέχιση του επιδόματος.  Το κύριο παράπονο του είναι ότι η Διοίκηση ενώ προηγουμένως αποφάσισε την παροχή επιδόματος μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων, αναίρεσε την απόφαση της, ενώ ο ανήλικος ήταν μόλις 7 χρόνων με την απαράδεχτη, κατά τον Αιτητή, αιτιολογία ότι ο ανήλικος μπορεί να αυτοελέγχεται.  Όπως ισχυρίζεται, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας καθότι σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, ο μόνος που είχε δικαίωμα επαναξιολόγησης ανάπηρου ατόμου, είναι η Πολυθεματική Ομάδα και όχι ο Λειτουργός.  Προτού οριστεί η υπόθεση για διευκρινίσεις, δηλώθηκε ότι με επιστολή τους ημερ. 15.4.2013 οι Καθ' ων η αίτηση αιφνιδίασαν τον Αιτητή ανακαλώντας την προσβαλλόμενη πράξη του χωρίς καν να προσφέρουν οποιαδήποτε εξήγηση είτε στον Αιτητή, είτε στο Δικαστήριο.  Το μόνο που ανέφεραν στην επιστολή τους είναι ότι θα προβούν σε νέα επανεξέταση της περίπτωσης του ανήλικου, σύμφωνα με το Νόμο.

 

Από το φάκελο προκύπτει ότι στις 26.4.2013 οι Καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους πληροφόρησαν τον Αιτητή ότι μετά από επαναξιολόγηση του ανήλικου υιού του, κρίθηκε ότι η περίπτωση του δεν εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος» όπως ο όρος ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου.  Όπως εξηγείται στην επιστολή «το διατροφικό πρόβλημα που παρουσιάζει το παιδί σας δεν μειώνει ουσιωδώς την λειτουργικότητα του και ως εκ τούτου η παροχή Δημοσίου Βοηθήματος δεν μπορεί να παρασχεθεί».  Από το διοικητικό φάκελο δεν υπάρχουν στοιχεία που να διαφωτίζουν ως προς το τι λήφθηκε υπόψη κατά την επανεξέταση.  Ενόψει των δύο ανακλήσεων και του κάποιου κατάλοιπου ζημιάς, η δικηγόρος της Δημοκρατίας ενεργώντας με υποδειγματικό τρόπο και απόλυτα δίκαια προς τον Αιτητή, συγκατατέθηκε στο αίτημα του όπως η υπόθεση προχωρήσει σε διευκρινίσεις ώστε να εξεταστεί από το Δικαστήριο η νομιμότητα της πράξης εφόσον είναι σαφές ότι προκύπτει κατάλοιπο ζημιάς (βλ. Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490 και Christofides & Papaellinas Pharmaceutical Ltd v. Συμβουλίου Φαρμάκων (2007) 3 ΑΑΔ 214).

 

Η κατάληξη

Οι Καθ' ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου τους, προβάλλουν ότι έχουν το δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 54(4) του Νόμου 158(Ι)/99, να επανεξετάσουν την περίπτωση, εφόσον διαπιστώνεται ότι είχαν αλλάξει τα δεδομένα.  Ως εκ τούτου, όλες οι ανακλήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της δεύτερης, ήταν γνήσιες και νόμιμες και ουδόλως δημιουργήθηκε οποιαδήποτε παραπλάνηση του Αιτητή.  Πέραν τούτου οι Καθ' ων η αίτηση θεωρούν ότι το άρθρο 3(13) του Νόμου εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που υποβάλλεται για πρώτη φορά αίτηση και όχι σε υφιστάμενο λήπτη δημόσιου βοηθήματος του οποίου η περίπτωση αναθεωρείται σε τακτά διαστήματα.

 

Η παρούσα περίπτωση αποτελεί απτό παράδειγμα πολλαπλών παραβάσεων των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης.

Το άρθρο 2 του Νόμου προβλέπει ότι:-

«2. «ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία.»

 

Επίσης το άρθρο 3(13) του Νόμου ορίζει:-

«3(13)  Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.»

 

Το θέμα κατά πόσον ο ανήλικος έπρεπε να θεωρηθεί ανάπηρος ή όχι παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι την επαναξιολόγηση του 2009, οπότε οι Καθ' ων η αίτηση δέχθηκαν ότι ήταν ανάπηρος και του χορήγησαν το επίδομα που ζήτησε το οποίο θα ίσχυε μέχρι να ξεκινήσει η εφηβεία του, οπότε αναμένετο ότι θα μπορούσε να αυτοελέγχεται.  Ενώ το θέμα τουλάχιστον μέχρι την εφηβεία του θεωρείτο λήξαν, φαίνεται ότι με την εκάστοτε αλλαγή του υπεύθυνου Λειτουργού, το Γραφείο Ευημερίας άλλαζε και την πολιτική του.  Έτσι για άγνωστους λόγους και ενώ ο ανήλικος ήταν ακόμα περίπου 6 χρονών, κρίθηκε αναγκαίο να επαναξιολογηθεί η περίπτωσή του.  Ο νέος Λειτουργός που επόπτευε την περίπτωση του ανήλικου, διαπίστωσε τα εξής:-

«Στις 25/1/2012, η περίπτωση του ανήλικου επαναξιολογήθηκε.  Σύμφωνα με τα πρόσφατα ιατρικά πιστοποιητικά ο ανήλικος εξακολουθεί να παρουσιάζει σπάνια διατροφική πάθηση η οποία ονομάζεται υπερφαινυλαλανιναιμία.  Η πάθηση αυτή απαιτεί ειδική διατροφή, εξειδικευμένο και απαιτητικό πρόγραμμα το οποίο, σύμφωνα με τους γονείς, δυσκολεύει τον ανήλικο και το σχολείο.  Η ειδική διατροφή πρέπει να είναι μακροχρόνια λόγω του ότι οι τιμές φαινυλαλανίνης στο πλάσμα μπορεί να ανεβούν με επακόλουθο τη σταδιακή μη αναστρέψιμη νοητική υστέρηση.».

 

Παρά ταύτα και ενώ δεν φαίνεται να υπήρχαν νέα γεγονότα, κατέληξε σε αντίθετη απόφαση με αυτή που οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν στις 2.10.2009, με αποτέλεσμα στις 24.2.2012 να τερματιστεί το επίδομα που χορηγείτο στον ανήλικο.  Από τον φάκελο το μόνο που προκύπτει είναι ότι ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι ο ανήλικος ήταν πλήρως ενημερωμένος για την πάθησή του, ότι οριοθετείται και αυτοελέγχεται με ευκολία στην τήρηση του ειδικού διατροφικού του προγράμματος.  Όμως δεν αναφέρει τις έρευνες στις οποίες προέβη και ιδιαίτερα στο περιβάλλον του σχολείου και σε ποιον βαθμό ο ανήλικος μειονεκτούσε σε σχέση με άλλα παιδιά, που ήταν ένα από τα σημαντικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στην απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 2.10.2009.

Ανεξάρτητα τούτου, ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 358/12 την οποία όμως απέσυρε μετά που οι Καθ' ων η αίτηση ανακάλεσαν την απόφασή τους σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του Νόμου, χωρίς στην ουσία να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση και κατέβαλαν όλα τα επιδόματα του ανήλικου αναδρομικά.

 

Η ταλαιπωρία του Αιτητή από τη διοίκηση δεν έμελλε να τελειώσει.  Ούτε η διοίκηση φαίνεται να θεώρησε τον εαυτόν της δεσμευμένο καθ' οιονδήποτε τρόπο με την απόφαση της ημερ. 2.10.2009 που ο ανήλικος κρίθηκε ότι ενέπιπτε στον ορισμό του «ανάπηρου».  Έτσι τον Ιούλιο του 2012 επαναξιολογώντας την περίπτωσή του, τερματίζεται το επίδομα, ενέργεια που στην ουσία συνιστά την ανάκληση για τρίτη φορά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.  Στη συνέχεια καταχωρείται η παρούσα προσφυγή και ενώ έβαινε προς περάτωση, οι Καθ' ων η αίτηση αιφνιδίως ανακαλούν και πάλιν την απόφασή τους (για τέταρτη φορά) με πρόσχημα ότι θα προέβαιναν σε επανεξέταση.  Επανεξέτασαν και επανέρχονται στην ίδια απόφαση.

 

Δεν θέλω να πιστεύω ότι υπήρχε οποιαδήποτε σκοπιμότητα πίσω από τις συνεχόμενες ανακλήσεις.  Ιδιαίτερα με τον τρόπο που έγινε η τελευταία ανάκληση δεν θα ήθελα να πιστεύω ότι οι Καθ' ων η αίτηση στόχευαν στο να καταστήσουν την προσφυγή του Αιτητή άνευ αντικειμένου.

 

Θεωρώ την όλη στάση της διοίκησης επιεικώς απαράδεχτη.  Οι ενέργειες των Καθ' ων η αίτηση σαφώς παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης, καθότι άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια χωρίς να προσπαθήσουν να αποφύγουν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις για τον ανήλικο.  Ιδιαίτερα οι αλλεπάλληλες ανακλήσεις με κορύφωση την τελευταία, δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα χρηστής διοίκησης.  Η πρόωρη ανάκληση της απόφασης τους ημερ. 2.10.2009, πέραν των πιο πάνω, παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) καθότι μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, δεν είναι εύκολο να ανακληθεί πράξη έστω και παράνομη, η οποία στο μεταξύ δημιουργεί δικαιώματα και γενικά μια ευνοϊκή για το διοικούμενο κατάσταση.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι η αρχική πράξη εκδόθηκε έπειτα από δόλια ενέργεια του Αιτητή.  Ούτε η διοίκηση επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 54.

 

Περαιτέρω οι Καθ' ων η αίτηση παρέβησαν την αρχή της καλής πίστης, αφού ανακαλώντας την απόφαση τους ημερ. 2.10.2009, ενήργησαν με τρόπο ασυνεπή και αντιφατικό, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούν χωρίς λόγο το διοικούμενο.  Ενώ η διοίκηση το 2009 αποφάσισε ότι ο ανήλικος ενέπιπτε στον ορισμό του «ανάπηρου», τρία χρόνια μετά αναίρεσε την απόφασή της, χωρίς να δίδει επαρκείς λόγους και χωρίς να διευθετήσουν ώστε η διαφορά που προέκυψε να εξεταστεί από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα.  Οι Καθ' ων η αίτηση με τον τρόπο που ενήργησαν αναίρεσαν τα όσα είχαν οι ίδιοι αποφασίσει προς όφελος του ανήλικου.  Ενώ έκριναν ότι μέχρι την εφηβεία του θα παραχωρούσαν στον ανήλικο το επίδομα, χωρίς εύλογη αιτία, αναιρούν, μετά από τρία χρόνια την ευνοϊκή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί για τον ανήλικο.  Υπάρχει κατά την άποψή μου σαφής παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.

 

Υπήρξε επίσης παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αφού η διοίκηση δεν στάθμισε επαρκώς όλα τα ενώπιον της στοιχεία ώστε να εξεύρει τη λιγότερο επαχθή λύση, η οποία εκ πρώτης όψεως θα ήταν να αφεθεί η υπόθεση να επαναξιολογηθεί όταν ο ανήλικος θα έμπαινε στην εφηβεία, όπως ήταν και η αρχική τους απόφαση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν θα εξεταστούν θέματα έλλειψης δέουσας έρευνας ή αναδρομικότητας, εφόσον είναι φανερό ότι η πράξη κρίνεται παράνομη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή τα πραγματικά του έξοδα, τα οποία υπολογίζω σε €100.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο