ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1025/2011)
25 Σεπτεμβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SALONA AGENCY LTD,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για τους Αιτητές.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές λειτουργούσαν στη βάση του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμου αρ. 8(Ι)/1997, (εφεξής «ο Νόμος»), ως Ιδιωτικό Γραφείο Εξεύρεσης Εργασίας με υπεύθυνο πρόσωπο τον διευθυντή αυτών Γεώργιο Γεωργιάδη. Οι αιτητές έλαβαν για πρώτη φορά άδεια τέτοιας λειτουργίας στις 19.3.2004, η οποία άδεια έληξε στις 18.3.2010. Σκοπός του γραφείου των αιτητών ήταν αποκλειστικά η εξεύρεση αλλοδαπών καλλιτεχνών και καλλιτέχνιδων για απασχόληση στη Δημοκρατία.
Το Τμήμα Εργασίας των καθ΄ ων απέστειλε στις 15.1.2010, πριν τη λήξη δηλαδή της άδειας λειτουργίας των αιτητών, επιστολή σ΄ αυτούς για ανανέωση της άδειας τους. Οι αιτητές δεν ανταποκρίθηκαν. Στις 9.8.2010, το Τμήμα Εργασίας πληροφόρησε τους αιτητές με επιστολή τους ότι διαγράφηκαν από τον κατάλογο των εγκεκριμένων ιδιωτικών γραφείων εξεύρεσης εργασίας. Στις 20.10.2010, ο Γ. Γεωργιάδης υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας των αιτητών. Στις 21.3.2011, οι καθ΄ ων ενημέρωσαν τους αιτητές ότι η αίτηση για άδεια λειτουργίας δεν εγκρίθηκε. Στις 6.4.2011, ο Γ. Γεωργιάδης με νέα επιστολή ζήτησε την ανανέωση της άδειας του ως καλλιτεχνικού πράκτορα. Στις 11.7.2011, οι καθ΄ ων ενημέρωσαν τους αιτητές ότι το αίτημα για ανανέωση ή έκδοση νέας άδειας δεν εγκρίθηκε.
Κατά την έρευνα που διενεργήθηκε για εξέταση της ανανέωσης ή της λήψης νέας άδειας, οι καθ΄ ων διαπίστωσαν ότι για την περίοδο 3/2008 μέχρι 3/2010, όταν οι αιτητές κατείχαν άδεια λειτουργίας, δεν κατέβαλαν εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ούτε ακόμη για το υπεύθυνο τους πρόσωπο, Γ. Γεωργιάδη. Περαιτέρω, στις 16.6.2011 διαβιβάστηκε επιστολή από την Επαρχιακό Λειτουργό Επαρχίας Λευκωσίας στο Τμήμα Εργασίας αναφορικά με παράπονο από συγκεκριμένη αλλοδαπή η οποία αφίχθηκε στην Κύπρο για εργοδότηση μέσω των αιτητών και για την οποία ο Γ. Γεωργιάδης φαίνεται να παραδέχθηκε στη σχετική έκθεση των καθ΄ ων, ότι η αλλοδαπή κατέβαλλε στον ίδιο το ήμισυ του μισθού της κατά τους πρώτους μήνες εργοδότησης, πράξη που παραβαίνει το άρθρο 15(1) του Νόμου. Στο φάκελο της υπόθεσης και στην ένσταση αναφέρεται επίσης ότι ο Επίτιμος Πρόξενος της Σρι Λάνκα στην Κύπρο κατήγγειλε τους αιτητές για εξαπάτηση διότι ενώ μεσολάβησαν για την εργοδότηση αλλοδαπής οικιακής βοηθού σε συγκεκριμένο εργοδότη, την οδήγησαν από την πρώτη ημέρα άφιξης της στην Κύπρο σε άλλο εργοδότη, ο οποίος και την απασχολούσε παράνομα για περίπου τέσσερεις μήνες χωρίς να της καταβάλει τα δεδουλευμένα της.
Η προσβαλλόμενη πράξη έχει ημερ. 11.7.2011 και απευθύνεται στους αιτητές από το Τμήμα Εργασίας με επιστολή υπογραμμένη από τον Ν.Κ. Νεοκλέους, Διευθυντή. Στην επιστολή αυτή αναφέρεται ότι η πρώτη άδεια είχε λήξει στις 18.3.2010, χωρίς να υποβληθεί αίτηση ανανέωσης της παρά την επιστολή-υπενθύμιση ημερ. 15.1.2010 που είχε αποστείλει το Τμήμα Εργασίας. Οι αιτητές πληροφορούνται επίσης στην εν λόγω επιστολή ότι για τη χρονική περίοδο των δύο ετών μεταξύ Μαρτίου 2008 και Μαρτίου 2010, ουδεμία εισφορά καταβλήθηκε από αυτούς στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ καταγράφεται και η πρώτη καταγγελία που έχει προηγουμένως αναφερθεί με σχετική λεπτομέρεια. Η προσβαλλόμενη πράξη καταλήγει με τη μη έγκριση του αιτήματος,
«.. για ανανέωση ή και έκδοση νέας άδειας λειτουργίας Ιδιωτικού Γραφείου Εξεύρεσης Εργασίας και να σας καλέσω να τερματίσετε άμεσα τις δραστηριότητες σας που σχετίζονται με τη λειτουργία ΙΓΕΕ.».
Οι αιτητές προς ακύρωση της διοικητικής απόφασης προβάλλουν αριθμό λόγων. Αρχικά λέγουν ότι το πρόσωπο ή όργανο που έλαβε την απόφαση ήταν αναρμόδιο διότι ενώ το άρθρο 3 του Νόμου προνοεί ότι η άδεια εκδίδεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, η απόφαση λήφθηκε και υπογράφηκε από τον Ν.Κ. Νεοκλέους, Διευθυντή, χωρίς να φαίνεται από οπουδήποτε η αρμοδιότητα και η σχετική από τον Υπουργό εξουσιοδότηση του. Λέγουν μάλιστα οι αιτητές ότι ο Ν. Νεοκλέους δεν υπογράφει «για Υπουργό», άρα υπογράφει «αυτόνομα και αυτεξούσια». Οι αιτητές παραπέμπουν στο συναφές άρθρο 17 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και σε σχετική νομολογία. Οι καθ΄ ων απαντούν ότι δεν υπάρχει καμία υφαρπαγή εξουσίας από τον Ν. Νεοκλέους, ο οποίος είναι Διευθυντής Τμήματος Εργασίας, ο δε Υπουργός διά δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 1333, ημερ. 30.10.1997, διόρισε, δυνάμει του άρθρου 2 του Νόμου, τον Διευθυντή Τμήματος Εργασίας και στην απουσία του το πρόσωπο που εκάστοτε τον αναπληρεί, ως αρμόδιο λειτουργό.
Προκύπτει, επομένως, ότι η αιτίαση περί αναρμοδιότητας δεν ευσταθεί και είναι πιθανώς λόγω της πιο πάνω εξήγησης που έδωσε η Δημοκρατία στην αγόρευση της, που οι αιτητές δεν επανέρχονται στο θέμα στην απαντητική τους αγόρευση. Δεν διαπιστώνεται αναρμοδιότητα ή τέτοια κατάδηλη έλλειψη εξουσιοδότησης που να καθιστά τη διοικητική πράξη άκυρη κατά τη νομολογία. Σαφώς ο Ν.Κ. Νεοκλέους πέραν της πιο πάνω εξουσιοδότησης, είχε την αρμοδιότητα απόφασης εφόσον και η χορηγηθείσα άδεια ημερ. 19.3.2008 προς τους αιτητές (ερυθρό 71 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), εκδόθηκε από το Τμήμα Εργασίας με σφραγίδα του Τμήματος και υπογραφή του Διευθυντή Τμήματος Εργασίας. Η ίδια η αίτηση για χορήγηση της άδειας δυνάμει του προνοούμενου τύπου αίτησης αφορά έντυπο του «Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Τμήμα Εργασίας». Ο Ν.Κ. Νεοκλέους, άλλωστε, ως Διευθυντής είχε αλληλογραφία με τους αιτητές, ως φαίνεται, μεταξύ άλλων, και από την επιστολή ημερ. 19.12.2003, (ερυθρό 15 του Τεκμ. «Α»). Προκύπτει επομένως και ανακολουθία στη θέση των αιτητών εφόσον θεωρούν, εκ των υστέρων βεβαίως, ότι όταν λάμβαναν την άδεια, το εν λόγω πρόσωπο ή γενικά ο Διευθυντής Τμήματος Εργασίας ήταν αρμόδιος, ενώ όταν δεν τους ανανεώθηκε, ήταν αναρμόδιος.
Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίζονται πλάνη περί το Νόμο. Εισηγούνται ότι η απόρριψη της αίτησης έγινε στη βάση όχι του άρθρου 5 του Νόμου που αφορά στη χορήγηση άδειας εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, αλλά με αναφορά σε άλλα άρθρα του Νόμου και συγκεκριμένα τα άρθρα 3(1), 14(β), 15(1) και 8(2), που δεν σχετίζονται με την αίτηση για ανανέωση ή πεπλανημένα χρησιμοποιήθηκαν. Συγκεκριμένα, οι αιτητές πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 και ειδικά ότι το υπεύθυνο πρόσωπο τους κατά την 14.2.1997, όταν θεσπίστηκε ο Νόμος, ασκούσε το επάγγελμα του καλλιτεχνικού πράκτορα (επιφύλαξη του άρθρου 5(ε)(i)). Παρά ταύτα χρησιμοποιήθηκαν προς απόρριψη άλλες διατάξεις του Νόμου οι οποίες δεν είχαν εφαρμογή. Οι αιτητές λέγουν επίσης στη σελ. 7 της αγόρευσης τους ότι:
«η άδεια τους είχε λήξει και ζήτησαν την ανανέωση της σύμφωνα με το δικαίωμα που τους παρέχει ο ίδιος ο νόμος στο άρθρο 7(i)(β). Τονίζω ότι δεν ζήτησαν την έκδοση άδειας για πρώτη φορά αλλά την ανανέωση υφιστάμενης άδειας που είχε λήξει και επομένως η έγκριση του αιτήματος θα έπρεπε να είναι μια απλή τυπική διαδικασία.»
Η πιο πάνω συλλογιστική είναι λανθασμένη. Δεν μπορεί να ανανεώνεται ληγμένη άδεια. Ο Νόμος καθορίζει την όλη διαδικασία ως εξής: πριν την έναρξη λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου εξεύρεσης εργασίας υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 4 για έκδοση άδειας λειτουργίας. Η άδεια παρέχεται στη βάση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 5 του Νόμου. Κάθε χορηγηθείσα άδεια ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(β),
«για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία έκδοσης της και δυνατό να ανανεώνεται, εφόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου, εκτός αν έχει ανακληθεί δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.»
Η ανάκληση άδειας λειτουργίας γίνεται στη βάση του άρθρου 12(1) του Νόμου και υπό τις εκεί καθορισμένες προϋποθέσεις.
Προκύπτει ως θέμα ορθής νομικής και εννοιολογικής κατάταξης ότι όπως δεν νοείται ανάκληση άδειας λειτουργίας, επί αδείας που έχει λήξει, έτσι δεν νοείται ούτε ανανέωση ληγμένης άδειας, όπως στην περίπτωση των αιτητών. Επομένως, η θέση των αιτητών ότι πρόκειτο για μια απλή και τυπική διαδικασία ανανέωσης δεν ευσταθεί και είναι εσφαλμένη εφόσον από τη μια παραδέχονται ότι η άδεια λειτουργίας τους είχε λήξει και από την άλλη θεωρούν ότι υπέβαλαν απλή αίτηση ανανέωσης, η οποία μάλιστα έπρεπε να τύχει απλής τυπικής διεκπεραίωσης παρά το ότι έπρεπε να εφαρμοστούν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5. Υπάρχει και περαιτέρω ανακολουθία στη θέση των αιτητών εφόσον δέχονται ταυτόχρονα ότι για τη μη ανανέωση έπρεπε οι καθ΄ ων να διέλθουν από τις πρόνοιες του άρθρου 5, ενώ λέγουν επίσης ότι δεν υπέβαλαν αίτηση για πρώτη φορά, ήτοι, δεν θα έπρεπε, λογικά, να έχουν σχέση οι προϋποθέσεις του άρθρου 5.
Η λέξη «ανανέωση» εδώ χρησιμοποιείται από τους αιτητές με χαλαρότητα και όχι κατά το νομικό ορισμό της με την έννοια της παράτασης της ισχύος άδειας, (Μπαμπινιώτης: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 165). Άλλωστε, το όλο θέμα κατέστη σαφές και από την επιστολή ημερ. 21.3.2011 (ερυθρό 22 του Τεκμ. «Β»), όπου οι καθ΄ ων απέρριψαν την αίτηση των αιτητών για έκδοση άδειας λειτουργίας διότι το προτεινόμενο πρόσωπο υπεύθυνο τη λειτουργίας του γραφείου δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5(ε)(i), εφόσον δεν αποδεικνυόταν από τα υποβληθέντα στοιχεία ότι ο Γ. Γεωργιάδης ήταν «κάτοχος απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης ή άλλου ισοδύναμου προσόντος». Επί αυτής της απόφασης δεν ασκήθηκε προσφυγή. Αντίθετα, οι αιτητές την αποδέχθηκαν και ζήτησαν με την επιστολή τους ημερ. 6.4.2011, επί της οποίας και λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, όπως επανεξεταστεί η αίτηση του για «ανανέωση» άδειας που ο Γ. Γεωργιάδης είχε ως καλλιτεχνικός πράκτορας με αρ. εγγραφής 114.
Περαιτέρω, το ότι η άδεια λειτουργίας του γραφείου των αιτητών είχε λήξει αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη πράξη, ενώ υπενθύμιση που απεστάλη από το Τμήμα Εργασίας στις 15.1.2010 για υποβολή αίτησης ανανέωσης (πριν δηλαδή τη λήξη της άδειας), παρέμεινε χωρίς ανταπόκριση, με αποτέλεσμα στις 9.8.2010, οι καθ΄ ων να πληροφορήσουν τους αιτητές με σχετική επιστολή τους (ερυθρό 69 του Τεκμ. «Α»), ότι τους διέγραψαν από τον κατάλογο των εγκεκριμένων ιδιωτικών γραφείων εξεύρεσης εργασίας καλώντας τους να σταματήσουν άμεσα τις σχετικές δραστηριότητες τους. Ούτε επί αυτής της απόφασης ασκήθηκε προσφυγή.
Έπεται ότι η αίτηση για ανανέωση, (έτσι αιτήθηκαν στις 6.4.2011 οι αιτητές), εξετάστηκε στη βάση των γενικότερων κριτηρίων του άρθρου 5, εφόσον δεν υπήρχε οτιδήποτε σε ισχύ πλέον, της άδειας διαγραφείσας, και η αναφορά στην προσβαλλόμενη πράξη μη έγκρισης ότι το αίτημα ήταν «για ανανέωση ή και έκδοση νέας άδειας λειτουργίας», δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα. Ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η διοίκηση λειτούργησε με αιτιολογία πολλαπλή, μια των οποίων είναι λανθασμένη, η πράξη δεν ακυρώνεται εφόσον υπήρξε ορθή διοικητική προσέγγιση επί της ετέρας βάσης στήριξης της απόφασης σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, (Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501).
Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια που καθορίζει το άρθρο 5 του Νόμου, αλλά παραγνωρίζουν την ευρύτερη διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 8(2) του Νόμου και το οποίο προνοεί ότι κάθε ιδιωτικό γραφείο που προσφέρεται για εξεύρεση αλλοδαπών για απασχόληση στη Δημοκρατία,
«.. οφείλει να συμμορφώνεται με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τις Κανονιστικές Πράξεις, Διατάγματα και Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτής σχετικά με τους αλλοδαπούς και τη μετανάστευση καθώς και την απασχόληση προσώπων που δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας.».
Η διάρκεια της άδειας επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(β) του Νόμου, ισχύει για περίοδο δύο ετών με δυνατότητα ανανέωσης «.. εφόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου ...», που περιλαμβάνει βέβαια και την προαναφερθείσα πρόνοια του άρθρου 8(2). Παρόμοια, και το άρθρο 14(β) προνοεί ότι δεν επιτρέπεται σε ιδιωτικό γραφείο να δίνει ή να παραποιεί τις πληροφορίες σε σχέση με τους όρους εργοδότησης και συνθήκες εργασίας ή σε σχέση με τα προσόντα του αιτητή. Το γεγονός ότι το άρθρο 8(2) μνημονεύεται ρητά στο άρθρο 12(1)(β) που αφορά τις περιπτώσεις ανάκλησης άδειας λειτουργίας δεν εξυπακούει ότι μόνο στις περιπτώσεις ανάκλησης λαμβάνονται υπόψη τα ευρύτερα κριτήρια του άρθρου 8(2).
Υπήρχαν συγκεκριμένες πληροφορίες και συγκεκριμένα δεδομένα που έφεραν τους αιτητές να είχαν παραβεί τις πρόνοιες του Νόμου και γενικά τη νομοθεσία περί μετανάστευσης, όπως έχει προαναφερθεί. Υπήρξε παράπονο αναφορικά με την αλλοδαπή Sujantha Mudeyanselaya η οποία αφίχθηκε στην Κύπρο μέσω των αιτητών και σύμφωνα με τους καθ΄ ων, ο Γ. Γεωργιάδης παραδέχθηκε ότι η αλλοδαπή πλήρωνε πίσω στον ίδιο το ήμισυ του μισθού της κατά τους πρώτους μήνες εργοδότησης κατά παράβαση του άρθρου 15(1) του Νόμου. Περαιτέρω, η αλλοδαπή εργαζόταν σε άλλο υποστατικό και όχι στο σπίτι της νόμιμης εργοδότριας της, ενώ ο Γ. Γεωργιάδης φαίνεται να πληροφόρησε την αλλοδαπή εργοδοτούμενη ότι είχε δικαίωμα να απασχολείται και από άλλο εργοδότη χωρίς αυτό να συνάδει με το Νόμο ή το συμβόλαιο εργοδότησης. Το Παράρτημα 7 στην ένσταση των καθ΄ ων είναι σχετικό.
Συγκεκριμένα εξάγεται από το Παράρτημα αυτό και την επιστολή ημερ. 9.8.2011, η οποία επισυνάπτει την Εισηγητική Έκθεση της Λουΐζας Βαλιαντή, λειτουργό του Επαρχιακού Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων Λευκωσίας, ότι το παράπονο της Sujantha εναντίον της εργοδότριας της Κατερίνας Γιωργαλλή εξετάστηκε στην παρουσία του Γ. Γεωργιάδη, διευθυντή των αιτητών και πράκτορα που είναι ταυτόχρονα και θείος της εργοδότριας. Αυτό αναφέρεται στη σελ. 3 του Εντύπου Υποβολής Παραπόνου στην παράγραφο (Β) «Στοιχεία Εργατικής Διαφοράς» υποπαρ. 1, όπου παρουσιάζεται το όλο ιστορικό. Στην υποπαρ. 2, ο Γ. Γεωργιάδης, που παρουσιάστηκε εκ μέρους της εργοδότριας, παραδέχθηκε ότι τους πρώτους τρεις μήνες λάμβανε το ήμισυ του μισθού της αλλοδαπής δηλαδή από τα €300 που εμβάζονταν στο λογαριασμό της, τα €150 δίνονταν στον ίδιο. Παραδέχθηκε επίσης ότι η αλλοδαπή δεν εργαζόταν καθόλου στο σπίτι της εργοδότριας, αρνούμενος όμως ότι εργαζόταν στη φάρμα του. Παραδέχθηκε επίσης ότι οφείλονταν στην αλλοδαπή ετήσιες άδειες και ένα συνολικό ποσό ύψους €1.094,10 (δέστε υποπαρ. 3).
Υπήρχαν επομένως δεδομένα που εύλογα οδήγησαν τους καθ΄ ων να μην εγκρίνουν το αίτημα των αιτητών δίδοντας γι΄ αυτό το λόγο επαρκή αιτιολογία όπως με πολλή λεπτομέρεια καταγράφεται στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη. Συγκεκριμένα, εκεί εξειδικεύονται τα άρθρα του Νόμου που παραβιάστηκαν από τους αιτητές και αναφέρονται τα γεγονότα τα οποία δημιούργησαν το πρόβλημα. Η επάρκεια της έρευνας είναι δεδομένη ενόψει των αναφερομένων και εδράζεται επί πραγματικών γεγονότων που υπήρχαν αναφορικά με την όλη λειτουργία του γραφείου των αιτητών.
Παραπονούνται επίσης οι αιτητές ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, καθώς και το τεκμήριο της αθωότητας, παράπονα τα οποία όμως δεν κρίνονται ορθά. Στην πρόσφατη απόφαση Αιμίλιος Χουλιώτης ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. αρ. 183/2009, ημερ. 13.6.2013, στο επίκεντρο ήταν και πάλι οι πρόνοιες του Νόμου. Η Ολομέλεια συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, υιοθετώντας την προσέγγιση ότι:
«η παραβίαση του άρθρου 8(2) δεν είναι ανάγκη να στοιχειοθετείται με απευθείας πρόσαψη κατηγορίας και παραδοχής ή καταδίκης σ΄ αυτή, αλλά για τους σκοπούς πάντοτε της ανανέωσης της άδειας γραφείο με βάση το Νόμο, εξάγεται και συμπερασματικά.».
Κατά παρόμοιο τρόπο, εφόσον δίδεται ευκαιρία στον αιτητή να προσφέρει τη δική του εκδοχή, η διοίκηση μπορεί να αποφασίσει να μην εγκρίνει ή να μην ανανεώσει την άδεια λειτουργίας εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν σε κατάληξη για παραβίαση των προνοιών του Νόμου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, όπως διαπιστώθηκε και στην εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση, ότι με βάση το άρθρο 11(1) του Νόμου, ο Υπουργός Εργασίας δυνητικά είναι που δύναται να ζητήσει έκθεση από οποιοδήποτε γραφείο εργασίας ή να ζητήσει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ή εξηγήσεις σε περίπτωση ευλόγων αιτιών για την παραχώρηση από το γραφείο των στοιχείων αυτών.
Επομένως, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας, ή, της θέσης ότι καταστρατηγήθηκε το δικαίωμα ακρόασης, αφού εν πάση περιπτώσει ο Γ. Γεωργιάδης προσωπικά και εκ μέρους των αιτητών σαφώς κλήθηκε στη διερεύνηση και απάντησε, εκ μέρους της εργοδότριας, στα όσα του καταλογίζονταν.
Δεν ήταν ανάγκη για τη μη χορήγηση της άδειας να υπάρξει προηγούμενη καταδίκη των αιτητών ή του Γ. Γεωργιάδη προσωπικά για οποιοδήποτε αδίκημα. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν στηρίχθηκε βέβαια στη μεταγενέστερη καταγγελία που διατυπώθηκε από τον Πρόξενο της Σρι Λάνκα αναφορικά με παράπονο άλλης αλλοδαπής όπου και πάλι παρουσιάζεται η αλλοδαπή να εργαζόταν σε χώρο άλλο από αυτό για τον οποίο ζητήθηκε η άφιξη της στη Δημοκρατία, ενώ δεν πληρωνόταν ούτε τους μισθούς της.
Όσον αφορά τη μη καταβολή των κοινωνικών ασφαλίσεων που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη ως ένας από τους λόγους μη έγκρισης του αιτήματος για άδεια, παρατηρείται ότι η περίοδος για την οποία δεν καταβλήθηκαν οι εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις ήταν για τη διετία Μαρτίου 2008-Μαρτίου 2010, που καλύπτει την αρχική περίοδο άδειας λειτουργίας των αιτητών, σύμφωνα με το συνημμένο 1 στην ένσταση. Στις 18.5.2011, (δέστε ερυθρό 25 στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Β»), ο Διευθυντής Τμήματος Εργασίας απέστειλε επιστολή στους αιτητές ότι η αίτηση του ημερ. 6.4.2011 για έκδοση άδειας λειτουργίας ως καλλιτεχνικού πράκτορα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί επειδή αφενός η πολιτική του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν να μην εκδίδει πλέον τέτοιες άδειες και αφετέρου επειδή είχε διαπιστωθεί ότι οφείλονταν εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων από την πρώτη τριμηνία του 2008, ήτοι, ότι για την περίοδο που οι αιτητές είχαν άδεια λειτουργίας δεν κατέβαλαν καμιά εισφορά. Οι αιτητές δεν αντέδρασαν με οποιονδήποτε τρόπο σ΄ αυτό, ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε και προέβηκαν σε οποιαδήποτε ενέργεια που να υποδηλώνει αντίθεση με τη διαπίστωση ότι δεν είχαν καταβληθεί κοινωνικές ασφαλίσεις. Έπεται ότι το εκ υστέρων παράπονο που διατυπώνει ο κ. Χριστάκη στην αγόρευση του ότι δεν κλήθηκαν οι αιτητές σε ακρόαση για το θέμα, στερείται ερείσματος. Η μη καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων ήταν αυταπόδεικτη και οι αιτητές δεν παρουσίασαν στοιχεία προς το αντίθετο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται στη βάση του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.