ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 100/2008)
20 Σεπτεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Γιώργος Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.
Γιώργος Σεραφείμ, για την Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 24/9/2007, με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο, ύψους €2.000,00, και η διοικητική κύρωση της προειδοποίησης για παραβάσεις των Κ. 21(1), (5) και (6) και 22(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 10/2000), (οι «Κανονισμοί»), είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του αδειούχου Τηλεοπτικού και Ραδιοφωνικού Σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ. Στις 23/3/2005, η Αρχή, έλαβε τηλεφωνική καταγγελία ότι η εκπομπή «Αποκάλυψη Τώρα», που μετέδωσε ο σταθμός στις 22 και 23/3/2005, μεταξύ των ωρών 15:00 - 17:00, εντός οικογενειακής ζώνης, με τη σήμανση (Κ) - (Κατάλληλο) - μετέδιδε απαράδεκτα θέματα, που αφορούσαν στην αλλαγή φύλου, ακατάλληλα για ανηλίκους. Συγκεκριμένα, η εκπομπή ασχολήθηκε με το θέμα τραγουδίστριας, για την οποία κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, υποβλήθηκαν στην τραγουδίστρια σχετικές ερωτήσεις από την παρουσιάστρια, από τηλεθεατές που ισχυρίζονταν ότι την γνώριζαν ως άντρα και από καλεσμένους που βρίσκονταν στο πάνελ, ενώ επιδείχθηκαν και πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Προβλήθηκε, επίσης, μαγνητοσκοπημένο ρεπορτάζ, με δηλώσεις του πρώην συντρόφου και φίλων της τραγουδίστριας, που υποστήριξαν ότι αυτή ήταν πάντα γυναίκα.
Ακολούθως, δόθηκαν οδηγίες σε λειτουργό, για τη διερεύνηση του θέματος. Η λειτουργός, αφού παρακολούθησε την εκπομπή, διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των Κ. 21(1), (5) και (6), 22(1) και 33(2) των Κανονισμών, οι οποίοι επιβάλλουν στους σταθμούς τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση του ποιοτικού επιπέδου των εκπομπών, την έγκαιρη ενημέρωση των τηλεθεατών, με κατάλληλες προειδοποιητικές ενδείξεις, για την καταλληλότητά τους, και την αναπροσαρμογή μεταδόσεων, αναφορών και θεμάτων με επίκεντρο το σεξ, λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής ζώνης. Η ΄Εκθεση με τις διαπιστώσεις της λειτουργού και πίνακας με πληροφορίες των πιθανών παραβάσεων υποβλήθηκαν στην Αρχή, η οποία, κατά τη συνεδρία της στις 6/7/2005, εξέτασε τα πορίσματα και αποφάσισε την προώθηση της υπόθεσης και την ενημέρωση των εκπροσώπων του σταθμού, για σκοπούς υποβολής παραστάσεων.
Οι θέσεις του σταθμού, μετά τη λήψη του Πορίσματος και την επιθεώρηση του φακέλου, υποβλήθηκαν γραπτώς.
Ακολούθησε, στις 7/6/2006, η συνεδρία της Αρχής, κατά την οποία, αφού εξετάστηκαν όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένων των εξηγήσεων του σταθμού, και έγινε προβολή της βιντεοκασέτας της εκπομπής, κρίθηκε ότι υπήρχαν παραβάσεις των Κ. 21(1), (5) και (6) και 22(1) των Κανονισμών και αποφασίστηκε να κληθεί ο σταθμός να υποβάλει γραπτώς τις απόψεις του, για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Η επόμενη συνεδρία της Αρχής έγινε στις 24/9/2007, στην παρουσία των εκπροσώπων του σταθμού, οι οποίοι εξέτασαν, ως μάρτυρα, τον Πρόεδρο της ΄Ενωσης Συντακτών και Δημοσιογράφων, παρακολούθησαν τη βιντεοκασέτα της εν λόγω εκπομπής και υπέβαλαν τις θέσεις τους.
Η Αρχή, αφού, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της, έλαβε σοβαρά υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων των γραπτών και προφορικών απόψεων του σταθμού, τη σοβαρότητα των παραβάσεων και την όλη συμπεριφορά του σταθμού ως προς τη διάπραξη παρόμοιας φύσεως παραβάσεων, επέβαλε σ' αυτό τις υπό αμφισβήτηση κυρώσεις.
Οι αιτητές, αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης, προβάλλουν σειρά λόγων, που περιλαμβάνουν παράβαση του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, (Ν. 7(Ι)/98), (ο «Νόμος»), των Κανονισμών, του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καταστρατήγηση των αρχών της καλής πίστης και της φυσικής δικαιοσύνης, νομική και πραγματική πλάνη, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, στέρηση του δικαιώματος ακρόασης, μη τήρηση άρτιων πρακτικών και πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία της Αρχής.
Στις 12/4/2013, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση πλειοψηφίας, αποδέχτηκε την έφεση των αιτητών σε παρόμοια υπόθεση και ακύρωσε απόφαση της Αρχής με την οποία τους είχε επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο και προειδοποίηση για παραβάσεις των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών - (βλ. Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 167/09). Πρωτόδικα, είχαν τεθεί και απορριφθεί ισχυρισμοί για παράνομη σύνθεση και λειτουργία της Αρχής και παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, οι οποίοι εξετάστηκαν, κατ' έφεση, από την Πλήρη Ολομέλεια, προς το σκοπό της ευθυγράμμισης της διιστάμενης πρωτόδικης νομολογίας και των διαφορετικών νομικών προσεγγίσεων που παρατηρήθηκαν σ' αυτήν. Το ζήτημα που εξετάστηκε αφορούσε το νομότυπο της αποχώρησης του μέλους της Αρχής κ. Α. Ευθυβούλου από τη συνεδρία κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών. Το συγκεκριμένο μέλος δε συμμετείχε στη συνεδρία κατά την οποία είχε εξεταστεί το Πόρισμα της λειτουργού και αποφασίστηκε η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης και αποχώρησε από την επόμενη συνεδρία κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών. Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι η αποχώρησή του ήταν παράνομη, καθότι υπήρχε η δυνατότητα ενημέρωσής του για όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις που είχαν προηγηθεί, ενώ η εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι, εφόσον η ενημέρωσή του για όλα τα αναγκαία για τη λήψη απόφασης στοιχεία ήταν αδύνατη, η αποχώρησή του διασφάλιζε την ενιαία σύνθεση της Αρχής, καθ' όλη τη διάρκεια παραγωγής της διοικητικής απόφασης. Το Δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι δεν είχε σημειωθεί στα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας της Αρχής ο λόγος της αποχώρησης του κ. Α. Ευθυβούλου και ότι το, εκ των υστέρων, επιχείρημα του δικηγόρου της Αρχής δεν ήταν αποδεκτό, επεσήμανε, με αναφορά στο ΄Αρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), ότι η απουσία του από την πρώτη συνεδρία, η οποία, όπως σημειώθηκε, δεν ήταν προκαταρκτικού χαρακτήρα, δεν αποτελούσε κώλυμα συμμετοχής του στην επόμενη συνεδρία, νοουμένου ότι θα ετίθεντο σε εφαρμογή οι πρόνοιες του εν λόγω ΄Αρθρου, που προβλέπουν είτε την εξ υπαρχής επανάληψη της διαδικασίας και της συζήτησης που προηγήθηκε είτε την πλήρη ενημέρωση του απόντος μέλους, με όλα τα αναγκαία για τη λήψη απόφασης στοιχεία. Η Πλήρης Ολομέλεια, καταλήγοντας στην κρίση της για παράνομη σύνθεση, ανέφερε τα εξής:-
«Η υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες αποχώρησή του, κατέστησε τη σύνθεση του οργάνου παράνομη. Το γεγονός ότι στις 10.10.2005 διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεων του Νόμου και των κανονισμών και ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε από μέλη του οργάνου τα οποία σκοπίμως ή τυχαία βρίσκονταν εν απαρτία δεν θεραπεύει την πλημμέλεια. Η αρχή δικαίου παραμένει αναλλοίωτη ότι τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αδικαιολόγητη απουσία μέλους συνεπάγεται παρανομία στη σύνθεση η οποία στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος. Σχετική και επί παρόμοιου θέματος είναι η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 437/2008, ημερ. 4.10.2010 με την οποία συμφωνούμε.»
Οι πιο πάνω επισημάνσεις είναι καθοριστικές για το αποτέλεσμα και της παρούσας προσφυγής. ΄Οπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά, στη συνεδρία της 6/7/2005, κατά την οποία μελετήθηκε το Πόρισμα της λειτουργού και αποφασίστηκε η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, το μέλος της Αρχής κ. Α. Κωνσταντινίδης απουσίαζε, για σοβαρούς λόγους υγείας. Στην επόμενη συνεδρία της 7/6/2006, όπου διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών από τους αιτητές, ο κ. Α. Κωνσταντινίδης, ενώ ήταν παρών, αποχώρησε κατά την εξέταση της υπόθεσής τους, με το αιτιολογικό ότι αυτός απουσίαζε στις 6/7/2005 και «ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης, λόγω του ότι οι αποφάσεις για προώθηση υποθέσεων υλοποιούνται το ταχύτερο δυνατό, και στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση είχε ήδη προωθηθεί.» Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στην τρίτη συνεδρία της Αρχής, ημερομηνίας 24/9/2007, κατά την οποία επιβλήθηκαν στους αιτητές οι διοικητικές κυρώσεις. Ο κ. Α. Κωνσταντινίδης, ενώ ήταν παρών, αποχώρησε κατά την εξέταση της υπόθεσή τους, λόγω της απουσίας του στη συνεδρία της 6/7/2005 και της μη συμμετοχής του στη συνεδρία της 7/6/2006. Επρόκειτο για παράνομη αποχώρηση, που κατέστησε ελαττωματική τη σύνθεση της Αρχής, κατά τα νομολογηθέντα πιο πάνω.
Το μεγάλο χρονικό διάστημα - (σχεδόν ενός έτους) - που μεσολάβησε μεταξύ των πρώτων δύο κρίσιμων συνεδριάσεων της Αρχής, παρείχε χρόνο για επαρκή ενημέρωση του κ. Α. Κωνσταντινίδη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ