ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 924/2012)
28 Αυγούστου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΕΝΤΑΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ IV ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ Ε.Φ.,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, Διοικητή της IV Ταξιαρχίας Πεζικού της Εθνικής Φρουράς, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 30.5.12 και με την οποία έκρινε τον αιτητή ένοχο δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων και τον τιμώρησε, πειθαρχικά, με τετραήμερη κράτηση για το πρώτο και με τετραήμερη φυλάκιση για το δεύτερο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Δύο είναι ουσιαστικά τα παράπονα του αιτητή:
1. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, και συγκεκριμένα ότι ο προαναφερόμενος Διοικητής δεν ήταν ο «διοικών αξιωματικός» του αιτητή σύμφωνα με τους Κανονισμούς 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς (οι Κανονισμοί), και επομένως ότι δεν είχε εξουσία να διερευνήσει τα κατ΄ ισχυρισμό πειθαρχικά αδικήματα εναντίον του και να του επιβάλει ποινές, και
2. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα και/ή την απαιτούμενη έρευνα. Είναι θέση του αιτητή ότι, στη σχετική διοικητική απολογία του, πρόβαλε ισχυρισμούς, άμεσα συνδεδεμένους με τα κατ΄ ισχυρισμό παραπτώματα, οι οποίοι δεν διερευνήθηκαν και για τους οποίους δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, στην ένστασή τους, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, ότι λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο που ήταν ο Διοικητής της Μονάδας στην οποία υπηρετούσε ο αιτητής, κατά το χρόνο διερεύνησης των αδικημάτων, και ότι ο προαναφερόμενος Διοικητής που είναι ο «διοικών αξιωματικός», σύμφωνα με τους προαναφερόμενους Κανονισμούς, διερεύνησε ενδελεχώς το ζήτημα της διάπραξης των αδικημάτων, λαμβάνοντας υπόψιν και την απολογία του αιτητή, και κατέληξε σε νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και συμφωνώ με τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των δύο πλευρών ότι, αναφορικά με το ζήτημα του ποιος είναι ο «διοικών αξιωματικός», σύμφωνα με τους προαναφερόμενους Κανονισμούς 5 και 6, υπάρχουν διϊστάμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε δύο αποφάσεις, την Υποθ. αρ. 1079/2001, Ζωνιάς ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.12.2002 και την Υποθ. αρ. 1142/2004, Μανδρής ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.11.2005, αποφασίστηκε ότι «διοικών αξιωματικός» είναι ο αρμόδιος διοικητής κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ενώ σε σειρά άλλων πρωτοδίκων αποφάσεων αποφασίστηκε ότι «διοικών αξιωματικός» είναι ο διοικητής της Μονάδας στην οποίαν ο εμπλεκόμενος στρατιωτικός ανήκε, κατά το χρόνο της διάπραξης του κατ΄ ισχυρισμόν παραπτώματος (Δέστε τις Υποθέσεις υπ΄ αρ. 609/96, Σάντης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22.12.1997, 704/2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10.1.2002, 1074/2001, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22.10.2003, 629/2009 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.9.2010). Το ίδιο σκεπτικό με τις προαναφερόμενες τέσσερις τελευταίες αποφάσεις ακολουθήθηκε και στην πρόσφατη Υποθ. αρ. 1380/2011, Συμεού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 24.5.2013 (απόφαση του παρόντος δικαστηρίου).
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης υιοθετώ τα όσα ανέφερα στην υπόθεση Συμεού (ανωτέρω), ότι δηλαδή συμφωνώ με το σκεπτικό των αποφάσεων Σάντης και Αριστείδου (ανωτέρω), σύμφωνα με το οποίο, αρμόδιος για να επιληφθεί παραπτώματος και να επιβάλει πειθαρχική ποινή είναι ο διοικητής της Μονάδας στην οποίαν ο εμπλεκόμενος στρατιωτικός ανήκε κατά το χρόνο της διάπραξης του κατ΄ ισχυρισμό παραπτώματος. Υιοθετώ επίσης και το σκεπτικό της απόφασης Κυριάκου (ανωτέρω) στην οποία γίνεται ανάλυση της σχετικής νομολογίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, τα κατ΄ ισχυρισμόν πειθαρχικά αδικήματα του αιτητή διαπράχθηκαν στις 9.3.2012 όταν ο αιτητής υπηρετούσε στην 20η Επιλαρχία Υλικού Πολέμου, με καθήκοντα διοικητή του Λόχου Υλικού Πολέμου. Στις 24.4.2012 ο αιτητής μετατέθηκε στην IV Ταξιαρχία Πεζικού και είναι ο διοικητής της IV Ταξιαρχίας Πεζικού που επιλήφθηκε των κατ΄ ισχυρισμόν παραπτωμάτων και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία επέβαλε τις προαναφερόμενες ποινές. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκε από τον αρμόδιο διοικούντα αξιωματικό, δηλαδή τον διοικητή της Μονάδας στην οποία ο αιτητής υπηρετούσε κατά το χρόνο διάπραξης των κατ΄ ισχυρισμόν παραπτωμάτων, αλλά λήφθηκε από τον διοικητή της Μονάδας στην οποίαν υπηρετούσε κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ο οποίος ήταν αναρμόδιος, κατά την κρίση μου.
Το προαναφερόμενο σκέλος της απόφασης προκαθορίζει και το αποτέλεσμα της προσφυγής. Όμως επιθυμώ να αναφερθώ και στο δεύτερο παράπονο του αιτητή, σε συντομία. Τα δύο πειθαρχικά παραπτώματα, στα οποία κατ΄ ισχυρισμό υπέπεσε ο αιτητής στις 9.3.2012, αφορούν (α) χρήση στρατιωτικού οχήματος, κατά τη διενέργεια εφόδου, το οποίο δεν είχε τα απαραίτητα έντυπα κίνησης, αλλά και άλλα απαραίτητα αντικείμενα, και (β) μη διερεύνηση απώλειας υλικών από το προαναφερόμενο όχημα και μη ενημέρωση των προϊσταμένων του για τις προαναφερόμενες ελλείψεις και απώλειες. Στην απολογία του, δηλαδή στην απάντηση του στις προαναφερόμενες κατηγορίες, ο αιτητής ανέφερε τις περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποίησε το στρατιωτικό όχημα, την ανυπαρξία άλλου κατάλληλου οχήματος για εκτέλεση της αποστολής του και το ότι αυτός δεν είχε άλλη επιλογή από του να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο όχημα με τις ελλείψεις που είχε. Προβάλλει επίσης ισχυρισμούς αναφορικά με το ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν λογικό ή νοητό για τον ίδιο να ψάξει και να βρει αντικείμενα που «δεν έλειπαν» ή να αναφέρει απώλεια που δεν υπήρχε, όπως λέγει.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται απλά, γενικά και αόριστα, ότι ο επιβάλλων την ποινή αξιωματικός έλαβε υπόψιν την προσωπική έρευνα που διενήργησε και τη διοικητική απολογία του αιτητή και τον τιμωρεί με τις προαναφερόμενες ποινές. Έστω και αν ληφθεί υπόψιν η φύση της πειθαρχικής ποινής στο Στρατό και η περιορισμένη αιτιολογία που είναι απαραίτητη για κάτι τέτοιο, όπως τονίστηκε στη Συμεού (ανωτέρω), εκτιμώ ότι η έρευνα που φαίνεται να έγινε δεν είναι επαρκής και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλειπής. Συναφώς αναφέρω ότι με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι δυνατός ούτε και ο απαραίτητος δικαστικός έλεγχος. Αυτά όμως λέχθηκαν και στη Συμεού (ανωτέρω) και θα πρέπει να απασχολήσουν τους αρμοδίους.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως το αιτητικό της. Έξοδα €800.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.