ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 111/2011)
26 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΖΑΟΥ-ΔΡΑΚΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 6.6.2008 δημοσιεύτηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του ακινήτου με αρ. εγγραφής 1/188, Tεμάχιο 271, Φ/Σχ. 30/1225V01, στο χωριό Τσέρι. Σκοπός της «η δημιουργία και βελτίωση Πλατείας στο χωρío Τσέρι, της επαρχίας Λευκωσίας, ή οποιοσδήποτε από τους λόγους αυτούς». Και όπως επεξηγείται «για την ανάπλαση πλατείας της εκκλησίας Αγίου Ανδρονίκου και του περιβάλλοντος χώρου στο Τσέρι, για σκοπούς αναβάθμισης του περιβάλλοντος και των ανέσεων της περιοχής».
Εναντίον της απόφασης και της δημοσίευσης γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, καταχωρίστηκε αίτηση (υπόθεση αρ. 1058/2009) στην οποία εκδόθηκε απόφαση, (Κωνσταντινίδης, Δ.), στις 4.5.2011. Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκε έφεση (Α.Ε. 79/2011) η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., εξετάζοντας τους λόγους ένστασης και κρίνοντας το κύρος του διατάγματος κατέληξε, για τους λόγους που επεξηγεί με λεπτομέρεια ότι «η απαλλοτρίωση έγινε για σκοπό δημόσιας ωφέλειας όπως αυτός εξειδικεύθηκε στη Γνωστοποίηση» και καθορίστηκε ασφαλώς κάτω από την εκτίμηση πως «ο χώρος μπροστά και γύρω από την εκκλησία θα ήταν κατάλληλος για πλατεία, την οποία μια μεγάλη κοινότητα, όπως το Τσέρι, χρειαζόταν και δεν συμφωνώ πως θα ήταν δυνατό να παρέμβει το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά σε αιτιολογία ή έρευνα, για να ανατραπεί ουσιαστικά αυτή η εκτίμηση της διοίκησης. Τα εξειδικευθέντα στοιχεία εξετάστηκαν και συνυπολογίστηκαν με ειδικές εύλογες παρατηρήσεις και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας».
Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτητές επιζητούν αυτή τη φορά δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα Επίταξης του κτήματος που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.12.2010, με αρ. 1065, είναι άκυρο και χωρίς νομικό αποτέλεσμα. Τα νομικά σημεία πάνω στα οποία στηρίζουν την αίτησή τους είναι ότι η επίδικη πράξη είναι αναιτιολόγητη και προϊόν ελλιπούς έρευνας, αλλά και ότι η έκδοση του διατάγματος είναι καταχρηστική και παράτυπη: Εξεδόθη καθ΄ υπέρβαση εξουσιών, εφ΄όσον ο σκοπός της επίταξης δεν καλύπτεται από το άρθρο 3 του Ν.21/1962 ή του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος, για να επιστεγάσουν την επιχειρηματολογία τους με τον ισχυρισμό ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κακόπιστα, με σκοπό να καταστρατηγήσει τυχόν ακυρωτικό αποτέλεσμα στην υπό έφεση προηγούμενη προσφυγή.
Με την ένστασή της η Δημοκρατία προβάλλει κατά κύριο λόγο ότι η παρούσα προσφυγή είναι αλυσιτελής. Η προσβολή του επίδικου Διατάγματος Επίταξης δεν παρέχει οποιαδήποτε προστασία στους αιτητές: Η προσφυγή κατά της απαλλοτρίωσης η οποία αποτέλεσε και τη βάση του επιδίκου Διατάγματος Επίταξης, έχει ήδη εκδικαστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απορρίφθηκε με την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. Η απόφαση, υποστηρίζουν, λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, αφού λήφθηκαν υπ΄ όψιν όλα τα ουσιώδη γεγονότα, στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης. Με αναφορά στα γεγονότα που διατρέχουν μεγάλο χρονικό διάστημα και σε αναφορά στα περιστατικά που οδήγησαν στη μελέτη του έργου η οποία έχει αρχίσει από το 2005, αλλά και τις διάφορες συμβάσεις που υπογράφηκαν μεταξύ του επιτυχόντα εργολάβου και του Τμήματος Πολεοδομίας, οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές με διάφορους τρόπους, εμποδίζουν την ολοκλήρωση της ανάπτυξης με αποτέλεσμα να παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προδικαστική ένσταση των αιτητών ότι η προσφυγή είναι αλυσιτελής, δεν μπορεί να επιτύχει. Το γεγονός ότι υπήρξε απόρριψη της προσφυγής δεν αλλάζει τα πράγματα, εφ΄ όσον έχει καταχωρηθεί έφεση, η οποία εκκρεμεί και επομένως συνεχίζει η αμφισβήτηση της νομιμότητας και η αναθεώρηση της διοικητικής πράξης.
Εν πάση περιπτώσει, εισηγείται, είναι νομολογιακά καθιερωμένο (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντελή Χατζηπαντελή (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 961), ότι το Διάταγμα Επίταξης, είναι ξεχωριστή διοικητική πράξη από το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Το επίδικο διάταγμα επίταξης παραβιάζει το ΄Αρθρο 23.8 του Συντάγματος, άρθρο 4(3) του Ν.21/1962, αφού λαμβανομένου υπ΄ όψιν και του διατάγματος επίταξης 529, ημερ. 6.6.2008 η συνολική περίοδος επίταξης του κτήματος υπερβαίνει τα τρία χρόνια, ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και Ν.21/1962 . Παραθέτοντας τις πιο πάνω αποφάσεις, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές υποστήριξε πως η νομολογία είναι ξεκάθαρη: η διάρκεια επίταξης δεν μπορεί να ξεπερνά τα τρία χρόνια είτε πρόκειται για ένα, είτε για διαφορετικά διατάγματα και σε τέτοια περίπτωση λαμβάνεται υπ΄ όψιν το σύνολο του χρόνου των διαταγμάτων σωρευτικά. Το γεγονός ότι δημοσιεύτηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης, το οποίο επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, δεν σημαίνει ότι η ακίνητη ιδιοκτησία ανήκει στην απαλλοτριούσα αρχή. Κάτι τέτοιο επέρχεται μόνο με την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους της Δημοκρατίας προς τους ιδιοκτήτες. Το νομιμοποιητικό έρεισμα για την έκδοση διατάγματος επίταξης είναι η ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης, η ορθότητα του οποίου αμφισβητήθηκε και στο τέλος επικυρώθηκε από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. πιο πάνω.
Τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται. Είναι σαφές ότι πρόκειται για το δεύτερο διάταγμα επίταξης που εκδίδεται.
Άρθρο 4(3) του Ν.21/1962:
«(3) Το διάταγμα επιτάξεως ισχύει δια χρονικό διάστημα ή διαστήματα μη υπερβαίνοντα εν σύνολω τα τρία έτη, καθοριζόμενα, εν τω τοιούτω διατάγματι ή, εάν ουδέν περί τούτου προβλέπεται, μέχρι της παρόδου τριών ετών αφ΄ ης ήρξατο η ισχύος της επιτάξεως:
Νοείται ότι καθ΄ οιονδήποτε χρόνο διαρκούσης της ισχύος του διατάγματος επιτάξεως η επιτάσσουσα αρχή δύναται διά του επί τούτω διατάγματος, δημοσιευόμενου εν τη επίσημω εφημερίδι της Δημοκρατίας-
(α) να ανακαλέσει το διάταγμα επιτάξεως, ή,
(β) να παρατείνει το χρονικό διάστημα το καθοριζόμενο εν τω διατάγματι επιτάξεως διά τούτον περαιτέρω διάστημα ή διαστήματα μη εκτεινόμενα πέραν των τριών ετών από της ημερομηνίας καθ΄ ην το πρώτο ήρξατο η ισχύς της επιτάξεως, ως επιτάσσουσα αρχή ήθελε κρίνει αναγκαίο.».
Το ΄Αρθρο 23.8 του Συντάγματος προνοεί τη δυνατότητα επίταξης ιδιοκτησίας για περίοδο μέχρι και τρία έτη, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται εκεί οι αναφερόμενοι όροι: η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας ή εξειδίκευση με αιτιολογημένη απόφαση του σκοπού αυτού από την επιτάσσουσα αρχή, η μη υπέρβαση της τριετούς περιόδου και η καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερο δυνατό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, όπου σε περίπτωση διαφωνίας καθορίζεται από πολιτικό δικαστήριο.
«23.8 Οιαδήποτε κινητή η ακίνητος ιδιοκτησία δύναται να επιταχθή υπό της Δημοκρατίας, ή υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και εφ΄ όσον ο ιδιοκτήτης και το δικαιούμενον κατοχής της ιδιοκτησίας άτομον ανήκουσιν εις την αντίστοιχον κοινότητα και δη μόνον:
(α) .......................
(β) .......................
(γ) διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν την τριετίαν και
(δ) .......................».
Στην υπόθεση Republic v. Vassiadou (1987) 3(Β) C.L.R. 860, o Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, αποφασίζοντας το ζήτημα και ερμηνεύοντας το ΄Αρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος, επεσήμανε ότι απαγορεύει την επίταξη περιουσίας για οποιοδήποτε σκοπό και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, για μεγαλύτερη περίοδο των τριών χρόνων, για να παρατηρήσει ότι εάν η επιτάσσουσα αρχή είχε ανάγκη να αναλάβει την περιουσία για μεγαλύτερη περίοδο, θα έπρεπε να προχωρήσει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Θέση η οποία επαναλήφθηκε στην Hadjiosif and others v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 1567. To Δικαστήριο στην τελευταία απόφαση, εξετάζοντας κατά πόσο οι αιτητές συνέχιζαν να έχουν έννομο συμφέρον, παρά το γεγονός ότι η ισχύς της επίταξης είχε λήξει και δεν υπήρχε αντικείμενο ακύρωσης, απάντησε στο ερώτημα καταφατικά. ΄Εκρινε ότι ακόμη και παρά το γεγονός ότι είχε δημοσιευθεί διάταγμα απαλλοτρίωσης, αυτό δεν δικαιολογούσε και δεν εννοούσε ότι το διάταγμα επίταξης θα ήταν παράνομο, αφού ξεπερνούσε την περίοδο των τριών χρόνων. Σχετική επίσης και η Αφρόκηπος Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 281.
Στο Σύγγραμμα Α. Ν. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» σελ. 154, 155, αναφέρεται: «η έκδοση διατάγματος επίταξης, παρά τη σύνδεσή της με την εξουσία έκδοσης διατάγματος απαλλοτρίωσης, είναι ανεξάρτητη διοικητική πράξη και εκδίδεται με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου της απαλλοτριούσης αρχής στην περιουσία, πριν από την καταβολή στον ιδιοκτήτη δίκαιης αποζημίωσης, ιδιαίτερα όταν η εκτέλεση του έργου επήγει. ΄Εχει εξηγηθεί από την Ολομέλεια στην Παντελίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 203, ότι η επίταξη δεν εξαρτάται από την απαλλοτρίωση, ούτε αποτελεί πράξη συναρτώμενη προς αυτήν. Οι δύο πράξεις είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους, η δε επίταξη, ακόμη και χωρίς προγενέστερη απαλλοτρίωση του τεμαχίου, δεν την καθιστά, άνευ ετέρου, παράνομη. Η επίταξη, ή η παράταση αυτής, μπορεί να διαταχθεί, εφ΄ όσον η χρήση του έργου καθίσταται για χρονική περίοδο επιβεβλημένη, για σκοπούς δημοσίας ωφελείας (Νικόλας Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 232/2008, ημερ, 30.4.2010).
Είναι σαφές και κάτω από το πρίσμα των υπό κρίση γεγονότων, ότι το διάταγμα επίταξης δεν έχει εκδοθεί εν απομονώσει, αλλά σε συνάρτηση με την ίδια τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και των παρεπομένων της, το δε υπόβαθρό του ήταν ενιαίο με εκείνο της απαλλοτρίωσης. Όπως αναφέρει ο Χατζηχαμπής, Δ. στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 576/2007, ημερ. 20.6.2011: «Στην πραγματικότητα, η απαλλοτρίωση και η επίταξη ίστανται ή πίπτουν μαζί. Στην ενώπιον μου προσφυγή όμως, και εφ΄ όσον δεν επιδιώχθηκε η συνεκδίκαση της προσφυγής αυτής με εκείνη της απαλλοτρίωσης, δεν μπορώ με οποιοδήποτε τρόπο να υπεισέλθω μέσω της εξέτασης της επίταξης στα αφορώντα τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης, παρά μόνο, εκλαμβάνοντας την απαλλοτρίωση ως νόμιμη εφ΄ όσον δεν έχει εισέτι εκδοθεί απόφαση που να ανατρέπει τη νομιμότητά της, να εξετάσω το πολύ περιορισμένο θέμα του αναγκαίου της επίταξης για σκοπούς της διαδικασίας απαλλοτρίωσης».
΄Ετσι και στην παρούσα περίπτωση, συμφωνώντας με την πιο πάνω τοποθέτηση, καταλήγω ότι δεν είναι νοητό το Δικαστήριο να υπεισέλθει να εξετάσει το περιορισμένο θέμα του αναγκαίου της επίταξης για σκοπούς της διαδικασίας απαλλοτρίωσης. Επιπλέον και για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι στην παρούσα περίπτωση έχει εκδοθεί η απόφαση του Κωνσταντινίδη. Δ., η οποία εμποδίζει το παρόν Δικαστήριο, κρίνω, να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα έστω και αν εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση. Είναι ορθή η παρατήρηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλουν οι αιτητές κατά του επίδικου διατάγματος επίταξης, είναι οι ίδιοι με αυτούς που προέβαλαν κατά του επικυρωθέντος διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Θα διαφωνήσω, όμως, με την εισήγηση του κ. Καλλίγερου ότι η υπέρβαση της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης τριετίας την οποία υποχρεωτικά εξαντλείται το διάταγμα επίταξης, δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση, επειδή δεν υφίστανται δύο συνεχόμενα αλλά δύο διακριτά διατάγματα επίταξης τα οποία από κοινού συμπληρώνουν περίοδο μεγαλύτερη της τριετίας, γι΄αυτό και δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι στοιχειοθετείται παράβαση οποιασδήποτε νομοθετικής ή συνταγματικής πρόνοιας. Και πολύ περισσότερο, όπως εισηγείται, επειδή το πρώτο διάταγμα επίταξης αδρανοποιήθηκε, εξ αιτίας της προσφυγής των αιτητών.
Το ΄Αρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος, όπως παρατέθηκε πιο πάνω, και οι Republic v. Vassiadou και HadjIosif and Others v. Republic, ανωτέρω, καταδεικνύουν ότι ο χρονικός περιορισμός που θέτει το εν λόγω ΄Αρθρο, δεν μπορεί να παρακαμφθεί ούτε με παράταση προϋπάρχοντος διατάγματος ή με την έκδοση νέου. Η πραγματική διάσταση του ζητήματος δεν βρίσκω ότι είναι δυνατόν να υπερακοντίσει τις συνταγματικές πρόνοιες. Σε κάθε περίπτωση, οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και την εγγραφή του κτήματος επ΄ ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής ώστε να καθίσταται αχρείαστη η συνέχιση της επίταξης του κτήματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το επίδικο διάταγμα παραβιάζει τα δικαιώματα των αιτητών που πηγάζουν από το ΄Αρθρο 23.8 (γ) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η περίοδος της επίταξης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την τριετία, αλλά και τις πρόνοιες του άρθρου 4(3)(β) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962, Ν.21/1962, όπως έχει τροποποιηθεί.
Το διάταγμα επίταξης του κτήματος που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.12.2010, με αρ. 1065 είναι άκυρο και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.600 έξοδα, υπέρ των αιτητών, πλέον Φ.Π.Α.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
/ΜΔ