ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 862/2013)
12 Ιουλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.]
1. JAKLIN IBRAHIM EL AWAD DEMIAN,
2. RANA DEMIAN,
3. BASEM DEMIAN,
Αιτητές,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Μονομερής Αίτηση ημερ. 17.4.2013.
Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα.), για τους Αιτητές.
Θεοδώρα Πιπερή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την μονομερή τους αίτηση οι αιτητές ζητούν διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 25.2.13, με την οποίαν απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποίαν είχε απορριφθεί το αίτημά τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής και/ή νεώτερη διαταγή του δικαστηρίου.
Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς 10-13 και 17-19 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του 1962, τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, τον περί Προσφύγων Νόμο (Ν 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε), το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 39 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ και τα άρθρα 3 και 13 της ΕΣΔΑ.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της δεύτερης αιτήτριας, η οποία είναι κόρη της πρώτης αιτήτριας και αδελφή του τρίτου αιτητή. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, οι αιτητές είναι Αιγύπτιοι χριστιανοί που ήλθαν στην Κύπρο το 2004 οπόταν η πρώτη αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία εκ μέρους και των τριών αιτητών, επειδή φοβούνταν διώξεις εναντίον τους, στην Αίγυπτο, εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η αίτηση για άσυλο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επειδή η πρώτη αιτήτρια θεωρήθηκε ως αναξιόπιστη μάρτυρας και η εκδοχή της απορρίφθηκε.
Η προσφυγή των αιτητών, στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε και η υπό εξέταση μονομερής αίτηση, καταχωρήθηκε επίσης στις 17.4.2013 και με αυτή ζητείται απόφαση του δικαστηρίου που να ακυρώνει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 25.2.2013, με την οποίαν απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
Σύμφωνα με τους αιτητές, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη αφού οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν παράτυπες και δεν συνάδουν με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην προαναφερόμενη Οδηγία 2005/85/ΕΚ. Οι αιτητές, επιπρόσθετα, λέγουν ότι, αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά τη λήξη της άδειας προσωρινής παραμονής τους για ανθρωπιστικούς λόγους, θα εκδοθεί εναντίον τους απόφαση επιστροφής και στη συνέχεια διατάγματα κράτησης και απέλασης τους στην Αίγυπτο, όπου έχουν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους θρησκευτικούς.
Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρισαν ένσταση με την οποίαν ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ότι δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις για την παροχή του ζητούμενου παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Οι ευπαίδευτες συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρισαν εμπεριστατωμένες αγορεύεις στις οποίες αναλύουν τόσο τις νομικές τους θέσεις όσο και τα γεγονότα της υπόθεσης.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Θεωρώ ότι τα ζητήματα που εγείρονται είναι απλούστερα απ΄ ότι, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται. Ουσιώδης είναι η προαναφερόμενη Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1.12.2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα Κράτη Μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα. Το άρθρο 39(1) προνοεί ότι τα Κράτη Μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά, μεταξύ άλλων, αποφάσεων επί αιτήσεων ασύλου. Το άρθρο 39(3) προνοεί ότι τα Κράτη Μέλη θεσπίζουν, εφόσον απαιτείται, διατάξεις σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους, όσον αφορά: (α) το κατά πόσον η άσκηση προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 39(1), επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο Κράτος Μέλος καθόσον διάστημα εκκρεμεί η προσφυγή, και (β) τη δυνατότητα να ζητηθούν ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας, όταν η προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 39(1), δεν επιτρέπει, στον αιτούντα, να παραμείνει στο οικείο Κράτος Μέλος, καθόσον διάστημα εκκρεμεί η προσφυγή του. Τα Κράτη Μέλη μπορούν, επίσης, να προνοήσουν ότι λαμβάνονται, αυτοδικαίως, ασφαλιστικά μέτρα.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) το άρθρο 39(3) της προαναφερόμενης Οδηγίας είναι δυνητικό. Παρέχει δηλαδή, σε κάθε Κράτος Μέλος, τη δυνατότητα να διευρύνει το δικαίωμα που προνοείται στο άρθρο 7(1) της Οδηγίας, προβλέποντας ότι, η άσκηση προσφυγής κατά την αποφάσεως της αρμόδιας Αρχής (σε πρώτο βαθμό), έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται, στους αιτούντες άσυλο, να παραμείνουν στο έδαφος του εν λόγω κράτους, εν αναμονή της εκβάσεως της προσφυγής τους (Δέστε: Απόφαση C 534/11, Arslan v. Police, ημερ. 30.5.13).
Το άρθρο 39(3) (β) της προαναφερόμενης Οδηγίας είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και επαρκώς ακριβές. Επομένως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεση ισχύ και, κατά συνέπεια, οι ιδιώτες μπορούν να προβάλουν ενώπιον του εθνικού Δικαστή και έναντι του Κράτους Μέλους, τις διατάξεις της προαναφερόμενης Οδηγίας, σε κάθε περίπτωση όπου η πλήρης εφαρμογή της δεν διασφαλίζεται αποτελεσματικώς, αλλά επίσης και στην περίπτωση που τα εθνικά μέτρα για την ορθή μεταφορά της δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει (Δέστε: Marks & Spencer plc v. Commissioners of Customs & Excise, Απόφαση της 1.7.2002, C-62/00, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002, σ. 1-06325 και Υποθ. αρ. 493/10, Ngassam v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.8.2010).
Ενόψει των προαναφερομένων θεωρώ ότι θα πρέπει να εξετάσω το κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία, ως Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από το άρθρο 39(3) της προαναφερόμενης Οδηγίας. Το άρθρο 146 του Συντάγματος προσφέρει, κατά την εκτίμηση μου, στους αιτούντες άσυλο, δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου, κατά αποφάσεων επί της αιτήσεως ασύλου που αυτοί υπέβαλαν. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, ενώπιον του δικαστηρίου ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, κατόπιν ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Δηλαδή, ο αιτητής ασύλου, έχει αρχικό δικαίωμα υποβολής αίτησης στην Υπηρεσία Ασύλου, εάν δεν ικανοποιηθεί έχει δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, όπου ελέγχεται τόσο η νομιμότητα όσο και η σκοπιμότητα της αρχικής απόφασης και αν δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων τότε έχει δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, με μονομελή σύνθεση, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, όπου ελέγχεται η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης. Εάν δεν ικανοποιηθεί ο αιτητής ασύλου, έχει δικαίωμα εφέσεως ενώπιον πενταμελούς συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θεωρώ ότι τα προαναφερόμενα τέσσερα στάδια, δύο διοικητικά στα οποία ελέγχεται και η σκοπιμότητα των αποφάσεων, και στη συνέχεια, δύο δικαστικά στα οποία ελέγχεται η νομιμότητα των αποφάσεων, είναι επαρκή για να θεωρηθεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παρέχει δικαίωμα, πραγματικής προσφυγής, στον αιτητή ασύλου, κατά αποφάσεως επί της αιτήσεως του για ασύλο, και επομένως συμμορφώνεται με το άρθρο 39(1) της Οδηγίας.
Το άρθρο 39(3) είναι, όπως αναφέρθηκε, δυνητικό και παρέχει το δικαίωμα στα Κράτη Μέλη να επεκτείνουν τα δικαιώματα των αιτητών ασύλου. Τα Κράτη Μέλη μπορούν να παράσχουν, στον αιτητή ασύλου, δικαίωμα παραμονής στο οικείο Κράτος Μέλος καθόσον διάστημα εκκρεμεί η πραγματική προσφυγή του και αυτό, εφόσον απαιτείται από τις διεθνείς υποχρεώσεις του Κράτους Μέλους, ή έχουν την επιλογή να παράσχουν τη δυνατότητα ζήτησης ασφαλιστικών μέτρων ή μέτρων προστασίας, όταν δεν παρέχεται, στον αιτούντα, δικαίωμα να παραμείνει στο οικείο Κράτος Μέλος καθόσον διάστημα εκκρεμεί η προσφυγή του. Επιπρόσθετα, τα Κράτη Μέλη μπορούν να προβλέψουν και για ασφαλιστικά μέτρα που λαμβάνονται αυτοδικαίως.
Θεωρώ ότι με τον Κανονισμό 13 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962 η Κυπριακή Δημοκρατία συμμορφώνεται και με το άρθρο 39(3) (β) της Οδηγίας, εφόσον παρέχει τη δυνατότητα ζήτησης ασφαλιστικών μέτρων, στα πλαίσια της εκκρεμότητας της προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με βάση τα προαναφερόμενα εκτιμώ ότι η υπό εξέταση μονομερής αίτηση θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του προαναφερόμενου Κανονισμού 13 και τη σχετική νομολογία. Η προαναφερόμενη Οδηγία και συγκεκριμένα το άρθρο 39(3) δεν παρέχουν στους αιτητές οποιοδήποτε επιτακτικό δικαίωμα, αλλά μόνο τη δυνατότητα να ζητήσουν ασφαλιστικά μέτρα. Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας η δυνατότητα αυτή παρέχεται από τον Κανονισμό 13.
Σύμφωνα με τη νομολογία μας ενδιάμεση θεραπεία δυνάμει του Κανονισμού 13 παρέχεται όταν υπάρχει έκδηλη παρανομία αναφορικά με την πράξη που προσβάλλεται με την προσφυγή ή όταν, αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο παρεμπίπτον διάταγμα, θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές. Εξέτασα με προσοχή όλα όσα ισχυρίζονται οι αιτητές αναφορικά με παράτυπες διαδικασίες και κατ΄ ισχυρισμό παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 25.2.2013, και κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι οι αιτητές απέτυχαν να δείξουν έκδηλη παρανομία. Έκδηλη παρανομία είναι αυτή που διαφαίνεται αμέσως και χωρίς, εις βάθος, εξέταση της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί των αιτητών για παρατυπίες και στέρηση των δικαιωμάτων τους, πλην όμως δεν διαφαίνεται οτιδήποτε το έκδηλο και θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί τους θα πρέπει να εξεταστούν, εις βάθος, στα πλαίσια της εξέτασης της προσφυγής. Όσον αφορά κατ΄ ισχυρισμό ανεπανόρθωτη ζημιά και πάλι θεωρώ ότι οι αιτητές δεν έδειξαν ότι θα υποστούν τέτοια ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο παρεμπίπτον διάταγμα. Συναφώς παρατηρώ ότι η προσφυγή τους στρέφεται εναντίον απόφασης απόρριψης του αιτήματος τους για άσυλο και όχι εναντίον οποιασδήποτε απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση για απέλαση τους και, στο μεταξύ, για κράτηση τους, όπως ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Ngassam (ανωτέρω). Επομένως ο ισχυρισμός των αιτητών για ανεπανόρθωτη ζημιά είναι και πρόωρος.
Επιπρόσθετα, δεν μου διαφεύγει ότι, με την μονομερή τους αίτηση, οι αιτητές προσβάλλουν απορριπτική, δηλαδή αρνητική διοικητική απόφαση και, σύμφωνα με θεμελιωμένες αρχές, ενδιάμεσο διάταγμα κατά αρνητικής διοικητικής απόφασης παρέχεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, και υπό προϋποθέσεις (Δέστε: Α.Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Ένατη έκδοση, σελ. 582-585 και Β. Σκουρή, Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων, 2η έκδοση, 1986, σελ. 39 και 115 - Δέστε επίσης: Οικονόμου ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ, 530).
Όσον αφορά την εισήγηση για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, δεν θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο διότι, κατά την κρίση μου, δεν υπάρχει, στην παρούσα υπόθεση, οποιαδήποτε πρόνοια του Ευρωπαϊκού Δικαίου που χρήζει ερμηνείας από το ΔΕΕ. Συναφώς παρατηρώ ότι το δικαστήριο, με την παρούσα μονομελή του σύνθεση, δεν είναι δικαστήριο τελικής δικαιοδοσίας και επομένως δεν έχει υποχρέωση παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έγκριση της ενδιάμεσης αίτησης και την έκδοση του ζητούμενου παρεμπίπτοντος διατάγματος και επομένως η αίτηση απορρίπτεται, με €500.- έξοδα εις βάρος των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.