ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 847/2012)

 

17 Ιουλίου 2013

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

 

Δ. Στεφανίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής προσβάλλει την υπό ημερομηνία 22.3.2012 απόφαση και/ή πράξη του Πρώτου Λειτουργού Επιθεώρησης Εργασίας, Αναστασίου Γιαννάκη, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης, ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

         Τα γεγονότα έχουν σε συντομία ως εξής:  Ο αιτητής υπηρετεί στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Πάφου, ως Επιθεωρητής Εργασίας.  Στις 27.9.2010, συνέβηκε εργατικό ατύχημα του οποίου η διερεύνηση ανατέθηκε στον αιτητή από τον Ανώτερο Επιθεωρητή Εργασίας, Τάκη Σωκράτους.  Ο τελευταίος λόγω των συνθηκών του συγκεκριμένου ατυχήματος έκρινε ότι αυτό έχρηζε άμεσης εξέτασης με τη συλλογή και συγκέντρωση πληροφοριών, λόγω όμως της άρνησης του αιτητή να προβεί σ΄ αυτή τη συλλογή πληροφοριών, παρά την επίδοση σ΄ αυτόν σχετικής επιστολής, επισκέφθηκε ο ίδιος το χώρο του ατυχήματος.   Στη συνέχεια διορίστηκε ερευνών λειτουργός από την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με την πιθανότητα διάπραξης εκ μέρους του αιτητή, πειθαρχικού παραπτώματος.  Μετά τη συλλογή στοιχείων και καταθέσεων, τα οποία και επιδόθηκαν στον αιτητή, διαπιστώθηκε η πιθανή διάπραξη του αδικήματος άρνησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος.  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ενημέρωσε τον Αναστάσιο Γιαννάκη για το αποτέλεσμα της έρευνας εξουσιοδοτώντας τον να προχωρήσει σε συνοπτική εκδίκαση του παραπτώματος και επιβολής οποιασδήποτε των ποινών που άρμοζαν στο παράπτωμα.

 

         Ο Α. Γιαννάκη προχώρησε τη σχετική διαδικασία, αφού έδωσε στον αιτητή το δικαίωμα να ακουστεί και αφού προηγουμένως του έδωσε όλα τα σχετικά έγγραφα.  Επιβλήθηκε στον αιτητή η ποινή της αυστηράς επίπληξης, συμφώνως του Μέρους ΙΙ του Πρώτου Πίνακα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, ως τροποποιήθηκε.  Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο με απόφαση του στην προσφυγή                  υπ΄ αρ. 400/11, ημερ. 21.12.2011, ακύρωσε την καταδίκη, ως μη νόμιμη.

 

         Ακολούθησε επανεξέταση στη βάση συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Στη βάση νέας διαδικασίας, ο αιτητής κρίθηκε και πάλι ένοχος του πειθαρχικού παραπτώματος άρνησης εκτέλεσης καθήκοντος και, αφού δόθηκε στον αιτητή, η δυνατότητα να ακουστεί προς καθορισμό της ποινής, του επιβλήθηκε και πάλι η ποινή της «αυστηρής επίπληξης».  Στο επίκεντρο της δεύτερης αυτής διαδικασίας, όπως και της πρώτης, ήταν η γραμμή της υπεράσπισης του αιτητή ότι δεν ενέπιπτε στα καθήκοντα της θέσης του η διερεύνηση σοβαρών εργατικών ατυχημάτων, η οποία ανήκε στη θέση του Ανώτερου Επιθεωρητή Εργασίας.  Διαζευκτικά, ότι η καταγραφή των συνθηκών εργατικού ατυχήματος, την οποία δεν αρνήθηκε, ήταν διαφορετική από τη διερεύνηση και ότι ακόμη και αν η καταγραφή μπορούσε να γίνει αρμοδίως από άτομο στη θέση του αιτητή, η διερεύνηση ξέφευγε των καθηκόντων του.

 

         Η δεύτερη καταδίκη προσβάλλεται και πάλι με την παρούσα προσφυγή για σειρά λόγων που σχετίζονται τόσο με την ακολουθητέα διαδικασία, όσο και με την ουσία της καταδίκης και της επιβληθείσας ποινής.  Μεταξύ άλλων, η προσφυγή βάλλει και κατά της ερμηνείας που δόθηκε στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ώστε αναρμοδίως να τίθενται σοβαρά καθήκοντα σε υπαλλήλους κατωτέρων θέσεων, ενώ δεν τηρήθηκε ορθό ή δεόντως συνταγμένο πρακτικό, ούτε δόθηκε με επάρκεια το δικαίωμα ακρόασης ή λήψης υπόψη των όσων ο αιτητής ανέφερε για σκοπούς επιβολής ποινής.  Στους νομικούς λόγους της αίτησης ακυρώσεως, περιέχονται 14 συναπτοί λόγοι ακύρωσης, πλην όμως, στην αγόρευση του αιτητή, ο συνήγορος του περιορίστηκε σε τρεις, (όπως αυτοί ταξινομήθηκαν στην ουσία στην αγόρευση των καθ΄ ων), των υπολοίπων θεωρουμένων, κατά τη νομολογία, ως εγκαταλειφθέντων, εφόσον δεν προωθήθηκαν.  Οι τρεις λόγοι είναι αλληλένδετοι και αφορούν την έλλειψη στοιχειοθέτησης του πειθαρχικού αδικήματος, ότι η διαταγή  που δόθηκε στον αιτητή ήταν εκτός των καθηκόντων και τις ευθύνες του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης τάξης και ο συσχετισμός  των  καθηκόντων  του  Επιθεωρητή  Ασφαλείας  3ης τάξης με αυτών του Βιομηχανικού Υγειονολόγου.

 

         Το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του στις 25.6.2013.  Θεώρησε όμως ορθό όπως επανανοίξει την υπόθεση για περαιτέρω διευκρινίσεις, όπως και έγινε στις 9.7.2013, υπό το φως του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια της μελέτης προέκυψε ερώτημα ως προς τη δυνατότητα επανάληψης της πειθαρχικής δίκης υπό τύπο επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, ενέργεια πιθανώς αντίθετη με το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος και του άρθρου 74 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990.  Αμφότεροι οι συνήγοροι υιοθέτησαν τη θέση ότι τέτοια επανεξέταση είναι και δυνατή και επιβεβλημένη ενόψει ακυρωτικού αποτελέσματος, του αποτελέσματος της καταδίκης εξαφανισθέντος  κατά το Νόμο αρ. 158(Ι)/1999, του διωχθέντος θεωρούμενου  ως  ουδέποτε  καταδικασθέντος,  με αποτέλεσμα να μην τίθεται εκ νέου σε κίνδυνο καταδίκης εκ δευτέρου.  Ο       κ. Στεφανίδης παρέπεμψε το Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου ακριβώς φαίνεται να παρουσιάζεται αυτή η δυνατότητα ως φυσιολογική απόρροια της ακύρωσης μιας, κατά τα άλλα, διοικητικής πράξης, ενώ ο             κ. Σταυρινός σε δύο αποφάσεις της Κυπριακής νομολογίας.

 

         Έχοντας εξετάσει δεόντως το όλο ζήτημα που ήγειρε το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, παρουσιάζεται ότι όντως είναι δυνατή η επανεξέταση ακόμη και στο πειθαρχικό δίκαιο, κατ΄ ακολουθίαν ακυρωτικής απόφασης.  Η αρχή της εξαφάνισης της ακυρωθείσας πράξης παραμένει ισχυρή και στο πειθαρχικό δίκαιο υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης της θεμελιώδους αρχής «ου δις επί τω αυτώ» («non bis in idem»), (δέστε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 404-405), αλλά και της αρχής ότι δεν δύναται να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» («reformatio in pejus»), (Στασινόπουλου: «Δίκαιον Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ., σελ. 269-270).  Σχετικές είναι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στις οποίες ευστόχως  παρέπεμψε ο κ. Στεφανίδης, υπ΄ αρ. 1352/2002, 1190/2012, 2127/2012, 331/2011 και 2336/2004, καθώς και η απόφαση 11279/08 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. 

 

 Ο συνήγορος κατά το επανάνοιγμα εφοδίασε το Δικαστήριο και  με  ενδιαφέρον   άρθρο του δικηγόρου Σπύρου Βλαχόπουλου: Η εφαρμογή της Αρχής Nulleum  Crimen  Poena  Sine   Praeria Lege στο Πειθαρχικό Διοικητικό Δίκαιο, δημοσιευμένο στη Διμηνιαία Επιθεώρηση Νομολογίας του Διοικητικού Δικαστηρίου «Διοικητική Δίκη».  Και οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε  ο  κ. Σταυρινός, (Δρουσιώτης ν. Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών (2007) 3 Α.Α.Δ. 563 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας μέσω Διοικητή Εθνικής Φρουράς, υπόθ. αρ. 792/97, ημερ. 29.9.1998), εκλαμβάνουν ως δεδομένη την επανεξέταση της όλης υπόθεσης της πειθαρχικής δίωξης ως αποτέλεσμα ακύρωσης της καταδίκης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλες, ενδεικτικές των οποίων είναι και η Τσαγγαρίδης ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 4 Α.Α.Δ. 517).

 

         Επί της ουσίας τώρα, πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι η ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 400/2011, έκρινε ακυρωτέα την τότε επιβληθείσα καταδίκη και ποινή με βάση το ex tempore σκεπτικό του Χατζηχαμπή, Δ., (όπως ήταν τότε), λόγω έλλειψης τήρησης σύγχρονου πρακτικού της διαδικασίας κατά την οποία βρέθηκε ένοχος ο αιτητής, αλλά και έλλειψης σύγχρονης αναφοράς ως προς τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ένοχος για παράβαση καθήκοντος, εν μέσω μάλιστα σοβαρών διαφωνιών στο Τμήμα Εργασίας ως προς το τι θεωρείτο σοβαρό εργατικό ατύχημα ώστε να εμπίπτει στα καθήκοντα του Ανώτερου Επιθεωρητή Εργασίας και όχι στα καθήκοντα του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης τάξης.  Διαπιστώθηκε επίσης παντελής έλλειψη αιτιολογίας, αλλά και σχετικής αξιολόγησης των θέσεων του αιτητή.

 

         Όπως ήδη αναφέρθηκε έγινε επανεξέταση, τηρήθηκε πρακτικό της διαδικασίας και γενικά υπήρξε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Δεν βάλλεται τώρα η νέα καταδίκη λόγω μη τήρησης πρακτικού ή λόγω έλλειψης αιτιολογίας ή άλλου διαδικαστικού προβλήματος παρόλον που γίνεται τέτοια αναφορά στους νομικούς λόγους ακύρωσης χωρίς όμως περαιτέρω προώθηση ή εξειδίκευση.  Το μοναδικό θέμα στο οποίο τώρα εστιάζει την προσοχή του ο αιτητής είναι η μη ένταξη του καθήκοντος διερεύνησης στο εφαρμοζόμενο για τη θέση του σχέδιο υπηρεσίας, με ταυτόχρονη και συναφή τη θέση ότι κλήθηκε για διερεύνηση εργατικού ατυχήματος, ενώ στο τέλος κατηγορήθηκε για άρνηση καθήκοντος, το οποίο είχε εκλάβει ως απλή καταγραφή των δεδομένων του εργατικού ατυχήματος, το οποίο συνίστατο σε πτώση υπαλλήλου από τριπόδι ύψους 2.5 μ. εν ώρα εργασίας σε εργοτάξιο με αποτέλεσμα να υποστεί διπλό κάταγμα στο πόδι.

 

         Κρίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει δίκαιο στις αιτιάσεις του.  Σημειώνεται εξ αρχής ότι ο αιτητής κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης τάξης.  Το σχέδιο υπηρεσίας του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης τάξης, κλίμακα Α4-Α7, συνδυασμένη με τη θέση Επιθεωρητή Εργασίας 2ης τάξης, (ερυθρά 61-59 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), περιλαμβάνει στα καθήκοντα και ευθύνες του και τα εξής:

 

«Ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας ..........

 

(ii)  διερευνά εργατικά ατυχήματα, επικίνδυνα συμβάντα και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις, καθώς και

 

(4)   Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.»

 

Εύλογη υπήρξε η κρίση των καθ΄ ων, ακολουθώντας στο ζήτημα και σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας,               ημερ. 27.6.2011, (συνημμένο Γ στην ένσταση), ότι η φράση «εργατικά ατυχήματα», με τη συνήθη ερμηνευτική άσκηση της απόδοσης στο κείμενο της γραμματικής  έννοιας των λέξεων, δεν διαχωρίζει μεταξύ σοβαρών και μη σοβαρών ατυχημάτων.  Η έννοια «εργατικά ατυχήματα» σημαίνει αυτό που οι λέξεις μεταδίδουν, ότι δηλαδή ένα ατύχημα, εργατικής φύσεως, παραμένει ατύχημα ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του.  Σε αντιδιαστολή, το σχέδιο υπηρεσίας του Ανώτερου και του Πρώτου Επιθεωρητή Εργασίας περιορίζεται στη διερεύνηση σοβαρών μόνο εργατικών ατυχημάτων.  Η σοφία της διάκρισης δεν αφορά το Δικαστήριο και είναι αρκετό να λεχθεί ότι η ανώτερη θέση φέρει μαζί της και επιπρόσθετα οργανωτικά και λειτουργικά καθήκοντα ώστε να παρέχεται λιγότερος χρόνος για τη διερεύνηση γενικώς, της διερεύνησης περιοριζόμενης έτσι στα ατυχήματα που θεωρούνται εκ της φύσεως τους σοβαρά.

 

Μπορεί εδώ να αναφερθούν και τα ακόλουθα: στο σχέδιο υπηρεσίας του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης τάξης γίνεται μνεία και για τη διερεύνηση επικίνδυνων συμβάντων, γεγονότων δηλαδή αρκούντως σοβαρών ήτοι, σοβαρότερα των συνήθων ώστε να χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνα» και όχι ως απλά συμβάντα.  Άρα και η συμπερίληψη της διερεύνησης σοβαρών εργατικών ατυχημάτων εξάγεται λογικά από τα όλα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Η διασύνδεση που επιχειρείται να γίνει με τα καθήκοντα της θέσης του Βιομηχανικού Υγειονόλογου με παραπομπή στην Αδάμος Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 342/2003, ημερ. 21.7.2004, δεν είναι εύστοχη.  Κατ΄ αρχάς, τα όσα λέχθηκαν τότε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αφορούσαν άλλο χρονικό σημείο και άλλη διαδικασία, ήτοι, τη διεκδίκηση θέσης πρώτου διορισμού στη θέση Βιομηχανικού Υγειονολόγου 2ης τάξης με αποτέλεσμα να γίνει σύγκριση των σχεδίων υπηρεσίας των δύο θέσεων, εφόσον ο αιτητής κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, θέση άλλη από αυτή που κατέχει ο αιτητής.  Όπως δε περαιτέρω αναφέρεται στην ένσταση, και την αγόρευση των καθ΄ ων, οι θέσεις Βιομηχανικού Υγειονολόγου καταργήθηκαν στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας και οι θέσεις αντικαταστάθηκαν με αυτές του Λειτουργού Επιθεώρησης Εργασίας, ο οποίος παρέχει υποστήριξη στους Επιθεωρητές Εργασίας όπου χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις.

 

Ακόμη να λεχθεί ότι και η ερμηνεία και η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη αρμόδια κλαδική συντεχνία της ΠΑΣΥΔΥ,     ημερ. 3.6.2010,. (ερυθρό 32 του Τεκμ. «Α»), δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, ενώ βεβαίως στο σχετικό πρακτικό της 3.6.2010, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο ίδιο το σχέδιο  υπηρεσίας και στα όσα ανωτέρω καταγράφηκαν σε σχέση με τη διερεύνηση εργατικού ατυχήματος, ως μέρος των καθηκόντων του Επιθεωρητή Εργασίας.  Άλλωστε, της συνεδρίας της κλαδικής ακολούθησε ενημερωτική σύσκεψη του Διευθυντή με τους προϊσταμένους των Επαρχιακών Γραφείων Επιθεώρησης Εργασίας ημερ. 14.9.2010, (ερυθρό 42), όπου έγινε αναφορά ότι οι Επιθεωρητές Εργασίας με πείρα κάτω των 3 ετών δεν θα διερευνούν θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, καθώς επίσης και ότι η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι οι Επιθεωρητές Εργασίας δεν πρέπει να διερευνούν σοβαρά εργατικά ατυχήματα επειδή τα σχέδια υπηρεσίας της κλίμακας Α10, της ανώτερης δηλαδή θέσης, περιλαμβάνουν τέτοια διερεύνηση ήταν λανθασμένη και δεν μπορούσε να υποστηριχτεί.  Ο Διευθυντής ζήτησε όπως μελλοντικά όσοι Επιθεωρητές Εργασίας με πείρα άνω των τριών ετών αρνούνται να διερευνήσουν σοβαρά εργατικά ατυχήματα ή να εκτελούν άλλη εργασία που αποτελεί μέρος των καθηκόντων τους, θα πρέπει να τυγχάνουν αναφοράς στο Διευθυντή από τον οικείο Προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου.

 

Πέραν των πιο πάνω, η εξέταση της όλης υπόθεσης και των εγγράφων που εμπεριέχονται στο διοικητικό φάκελο, αποκαλύπτει ότι έγινε πλήρης και ορθή διερεύνηση των συνθηκών διάπραξης της άρνησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος και δεν υπάρχει άλλωστε παράπονο με την όλη διαδικασία εξέτασης διαπίστωσης του πειθαρχικού παραπτώματος.  Ο Δρ. Άριστος Οικονομίδης, που διορίστηκε ερευνών λειτουργός, απέστειλε όλες τις αναγκαίες επιστολές, σε όσους γνώριζαν οτιδήποτε για το συμβάν και έλαβε με επάρκεια όλες τις σχετικές καταθέσεις.

 

Στον αιτητή αποστάληκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα και η επιβολή της πειθαρχικής ποινής, μετά που ο αιτητής ακούσθηκε ως ακόλουθο της καταδίκης του, δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο.  Η απόφαση ημερ. 22.3.2012, όπως διαλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 30.302012 που απεστάλη στον αιτητή μαζί με σχετική έκθεση για την εκδίκαση του πειθαρχικού παραπτώματος ήταν εύλογη, πλήρως διερευνηθείσα και ληφθείσα με πλήρη αιτιολογία.  Άλλωστε, ο ίδιος ο αιτητής δέχθηκε στην επιστολή του ημερ. 28.9.2010, που απέστειλε προς τον Τάκη Σωκράτους, Ανώτερο Επιθεωρητή Εργασίας, ο οποίος και του είχε δώσει τις σχετικές οδηγίες για τη διερεύνηση του ατυχήματος, ότι δεν θεωρούσε εντός των καθηκόντων του τη διερεύνηση σοβαρών εργατικών ατυχημάτων.  Θέση όμως λανθασμένη.  Το ότι επισκέφθηκε αργότερα το απόγευμα της ίδιας ημέρα τη σκηνή του ατυχήματος δεν τον απάλλασσε από την κατηγορία της άρνησης καθήκοντος, εφόσον είχε ήδη αρνηθεί να ερευνήσει την περίπτωση όταν του ανατέθηκε  να το ερευνήσει ενωρίτερα το πρωΐ της 27.9.2010, θεωρώντας ότι ήταν σοβαρό εργατικό ατύχημα.  Το τι διημείφθη το πρωΐ της 27.9.2010, το ερεύνησε πλήρως ο ερευνών λειτουργός ο οποίος και εξήγαγε εύλογα συμπεράσματα υπό το φως των καταθέσεων που λήφθηκαν.  Έτσι  δεν  είναι  δόκιμη  η  θέση   του   αιτητή ότι ενήργησε χωρίς καθυστέρηση τηλεφωνώντας στον εργοδότη του τραυματισθέντος ή ότι ο Τάκης Σωκράτους του ανέθεσε τη διερεύνηση στις 13.00 ώρα από τις 9.30 π.μ. που έγινε το παράπονο.  Ούτε έχει σημασία, ούτε και μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ καταγραφής συνθηκών εργατικού ατυχήματος, και διερεύνησης, εφόσον και η καταγραφή αποτελεί μέρος της όλης  έρευνας, ήτοι, της διερεύνησης.

 

Εν τέλει η κατηγορία που αντιμετώπισε ο αιτητής ήταν αυτή  της  άρνησης  εκτέλεσης καθήκοντος στη βάση των άρθρων 60 και 73 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε, η οποία και στοιχειοθετήθηκε ως περιλαμβάνουσα την άρνηση του αιτητή να εκτελέσει οδηγία του προϊσταμένου του, η οποία ανέθετε στον αιτητή εργασία εντός των καθηκόντων του με βάση το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το             Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο