ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 579/2011)

 

25 Ιουλίου, 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΠΕΤΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης και Δημητρίου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου («το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής») με απόφασή του ημερομ. 19.4.2011, κατόπιν επανεξέτασης, προήγαγε τον Χριστόδουλο Α. Μίσιη («το ενδιαφερόμενο μέρος») στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη / Βοηθού Επιστάτη (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α8, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, «η θέση», στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας, αναδρομικά από 1.3.2007.

 

Η διαδικασία για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης τροχοδρομήθηκε με σχετική γνωστοποίηση που κυκλοφόρησε στο προσωπικό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερομηνίας 5.9.2006 και ολοκληρώθηκε στις 6.2.2007 με την προαγωγή του Νίκου Διάκου (δεν είναι διάδικος στην παρούσα).

 

Η νομιμότητα της απόφασης αμφισβητήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο όπως και ο αιτητής υπηρετούσαν στη θέση του Τεχνίτη Γραμμών και ήταν προσοντούχοι υποψήφιοι, αλλά δεν επελέγησαν.  Η προσφυγή είχε επιτυχή κατάληξη εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε κενό αιτιολογίας που δεν συμπληρωνόταν από τους διοικητικούς φακέλους (βλ. Χριστόδουλος Μίσιης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 577/2007, ημερομ. 22.8.2008).

 

Ακολούθησε επανεξέταση που είχε ως αποτέλεσμα νέα απόφαση ημερομηνίας 27.1.2009 με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσφυγή η οποία έγινε αποδεκτή λόγω και πάλι έλλειψης της απαιτούμενης αιτιολογίας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας (βλ. Πέτρος Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 268/2009, ημερομ. 4.10.2009 - στο εξής «η ακυρωτική απόφαση»).

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αφού έλαβε γνώση της ακυρωτικής απόφασης παρέπεμψε το ζήτημα για σκοπούς επανεξέτασης ενώπιον της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού («η Επιτροπή Επιλογής») η οποία αφού, όπως σημείωσε, προέβη στη δική της έρευνα με βάση τα ενώπιον της στοιχεία που ανάγονταν στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, και αφού έλαβε υπόψη της τις ήδη καταγραμμένες συστάσεις και απόψεις των άμεσα προϊσταμένων των υποψηφίων καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής (πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα, επίδοση, εμπιστευτικές εκθέσεις / φύλλα αξιολόγησης) σύστησε ομόφωνα το ενδιαφερόμενο μέρος, τον αιτητή και το Ν. Διάκου ως επικρατέστερους για προαγωγή στην θέση αιτιολογώντας την εισήγηση της την οποία υπέβαλε στον Πρόεδρο και στα Μέλη της Αρχής.

 

Στη συνέχεια του θέματος επιλήφθηκε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού («η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή») η οποία αφού αξιολόγησε κάθε υποψήφιο χωριστά με βάση τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, και τα προσόντα τους όπως προέκυπταν από τους σχετικούς υπηρεσιακούς φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις των άμεσα προϊσταμένων και της Επιτροπής Επιλογής, κάλεσε ενώπιον της το Γενικό Διευθυντή ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη συνέχεια και κατόπιν νέας αξιολόγησης του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων περιλαμβανομένης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή σύστησε ομόφωνα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής το ενδιαφερόμενο μέρος ενσωματώνοντας αυτούσια στο σκεπτικό της την αιτιολογία του Γενικού Διευθυντή.

 

Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αφού μελέτησε τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και υιοθέτησε τις αξιολογήσεις της και αφού έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και εισηγήσεις της καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την οποία μετέφερε στα πρακτικά ως μέρος του σκεπτικού της και τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης, επέλεξε ομόφωνα το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταλληλότερο για προαγωγή στη θέση αναδρομικά από 1.3.2007.

 

Ο αιτητής για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης προβάλλει διάφορους λόγους ακυρότητας. Αφορούν τα κριτήρια επιλογής, το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, πλάνη ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα και την πείρα των διαδίκων και τέλος πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Ως θέμα δημοσίας τάξεως θα εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό για παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης (βλ. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (12997) 4(Γ) ΑΑΔ 1590.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι κατά τη στάθμιση και αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων, των προσόντων και της πείρας των υποψηφίων ούτε ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην εισήγησή της, αλλά ούτε και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στο τελικό στάδιο, έλαβαν υπόψη τα σχετικά δικαστικά ευρήματα. Υπήρχε εισηγείται η υποχρέωση της καθ΄ ης η αίτηση να συμμορφωθεί με τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μη επαναλάβει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης, κατά την έκδοση της νέας (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517).

 

Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το δικαστή σημεία δικαίου, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώθηκε και τον οποίο η διοίκηση δεν μπορεί να επαναλάβει κατά την ενέργεια της δεύτερης πράξης (βλ. Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροποιύλου, «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Εναντι της Διοικήσεως, (ανατύπωση), 1988, σελ. 83).

 

Στην παρούσα περίπτωση στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής αρ. 268/2009 για το ζήτημα της πείρας υποδείχτηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο με βάση τις απόψεις και συστάσεις των άμεσα προϊσταμένων διέθετε πείρα στο Τμήμα Εναέριων Κατασκευών μέχρι 11.000 βολτ και ευρύτερη πείρα στα Συνεργεία Επιλογής, υστερούσε έναντι τριών άλλων υποψηφίων που διέθεταν ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Εναέριων Κατασκευών της Περιφέρειας μέχρι 132.000 βολτ που κάλυπτε κατά πολύ ευρύτερο φάσμα εργασιών και επιπρόσθετα είχαν εργαστεί σε όλους τους τομείς των εργασιών του τμήματος Εναέριων Κατασκευών. Για τον αιτητή, ο ακυρωτικός Δικαστής σημείωσε ότι διέθετε, όπως και οι πιο πάνω τρεις προταθέντες «ευρύτατη πείρα στις εναέριες κατασκευές της περιφέρειας μέχρι 132.000 βολτ».

 

Αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία στην ακυρωτική απόφαση το Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι ο αιτητής με βάση τα πέντε τελευταία χρόνια είχε 1 Α περισσότερο από το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο στη λογική της προσβαλλόμενης απόφασης έπρεπε να μετρήσει παρατήρησε τα ακόλουθα (σελ. 8-9):

 

«Σημειώνω επ΄ αυτού την άποψη των καθ΄ ων η αίτηση και του Χρ. Μίσιη πως ορθώς λήφθηκαν υπόψη επτά και όχι πέντε χρόνια και πως από αυτά προέκυπτε υπεροχή του Χρ. Μίσιη κατά 1Α. Χωρίς όμως αναφορά στο γεγονός ότι η βαθμολογία δεν περιορίζεται στο «Α». Περιλαμβάνονται και «Β=», «Β-» και «Γ» και από τις υπηρεσιακές εκθέσεις που κατατέθηκαν προκύπτει πως στη βάση των επτά χρόνων ως το 1999, ο ενδιαφερόμενος θα είχε 1Α περισσότερο αλλά πολύ λιγότερα Β+. Πράγμα, σημειώνω, που ίσχυε και για την περίπτωση των πέντε χρόνων αλλά εκεί σε μικρότερο βαθμό. Στοιχείο, το οποίο, βεβαίως, δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί, πέρα και από όλα τα άλλα, ότι καλύπτεται με την προσβαλλόμενη απόφαση που εκείνη θα έπρεπε, και όχι βεβαίως το Δικαστήριο πρωτογενώς, να προβεί στους συσχετισμούς και στις αξιολογήσεις που θα επέτρεπαν και το δικαστικό έλεγχο.»

 

 

 

 

Καταλήγοντας στην κρίση του για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας σε όλα τα στάδια της προαγωγικής διαδικασίας το Δικαστήριο κατέγραψε σε σχέση με το ισοζύγιο των προσόντων των μερών τα ακόλουθα σχόλια (σελ. 9):

 

«Επεσήμανε περαιτέρω ο αιτητής το γεγονός της κατοχής και απολυτηρίου Λυκείου που δεν κατείχε ο Χρ. Μίσιης. Ενώ και το απολυτήριο της Τεχνικής Σχολής που κατείχε ο Χρ. Μίσιης ήταν για μηχανικούς αυτοκινήτων ενώ το δικό του, επίσης Τεχνικής Σχολής, ήταν στο σχετικό «ηλεκτρικές μηχανές και εγκαταστάσεις». Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούσε ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά τα προσόντα ήταν στοιχείο κρίσης στο οποίο, μάλιστα, γινόταν παραπομπή από την αρχή μέχρι το τέλος. Μόνο που λείπει η όποια αξιολόγησή του ώστε και αυτό να συνυπολογιστεί, εφόσον κρινόταν σχετικό, κατά τις συγκρίσεις. Ούτε δε και επ΄ αυτού χωρούν πρωτογενώς εκτιμήσεις από το Δικαστήριο.»

 

 

 

 

Στην προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία έχει μεταφερθεί ακέραιο το σκεπτικό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και κατ΄ επέκταση η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης. Παρά τη σχετική αναφορά σε «ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων» κατά την επανεξέταση τα σημεία που επισημάνθηκαν ως προβληματικά από το Δικαστήριο, ουσιαστικά παρέμειναν άθικτα.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της πείρας, το Δικαστήριο είχε παρατηρήσει ότι υποψήφιοι διαθέτοντες, κατά τη δήλωση των άμεσα προϊσταμένων τους, «ευρύτατη πείρα στις εναέριες κατασκευές της περιφέρειας μέχρι 132.000 βολτ», κατηγορία στην οποία ενέπιπτε και ο αιτητής, υπερτερούσαν του ενδιαφερόμενου μέρους που διέθετε, σύμφωνα με τη σύσταση του προϊστάμενου του «πείρα στο Τμήμα Εναερίων Κατασκευών μέχρι 11.000 βολτ». Με δεδομένο ότι η επίδικη θέση αφορούσε εναέρια δίκτυα αναμένετο από την καθ΄ ης η αίτηση να προέβαινε στους απαραίτητους συγκριτικούς συσχετισμούς υπό το φως των ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης, ούτως ώστε να κατέληγε σε ασφαλή συμπεράσματα για το κριτήριο της πείρας, κάτι που δεν  έπραξε. Η εκ των υστέρων θέση του συνηγόρου της ότι η επισήμανση της πείρας του αιτητή στην ακυρωτική απόφαση δεν συνιστούσε λειτουργικό εύρημα, αλλά παρεμφερές που δεν δημιουργεί δέσμευση δεδικασμένου, δεν ευσταθεί, καθώς όπως έχει νομολογηθεί, η διοίκηση υπέχει υποχρέωση να ακολουθήσει τα δικαστικά ευρήματα, ακόμη και αν αυτά είναι παρεμφερή, εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου, οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση (βλ. Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 7).

 

 Παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης παρατηρείται επίσης και στον τρόπο με τον οποίο η καθ΄ ης η αίτηση προσέγγισε το ζήτημα των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Η ακυρωτική απόφαση είχε θέσει το θέμα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο υποδεικνύοντας ότι για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων θα έπρεπε μαζί με τα «Α» να συνυπολογίζονταν και οι βαθμολογίες «Β+» και «Β» των υποψηφίων και πάνω σε αυτή τη βάση να γίνονταν οι αναγκαίοι συσχετισμοί ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν φαίνεται ως προς αυτό το σκέλος να βασίστηκε σε δεδομένα άλλα από εκείνα στα οποία είχε βασιστεί η προηγούμενη που ακυρώθηκε. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή κατά 1Α στις βαθμολογίες των ετών 1999-2005, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά, αγνοεί το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.

 

Ούτε και στο θέμα των προσόντων προκύπτει συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Είχε υποδειχθεί από το Δικαστήριο, με αναφορά και στα απολυτήρια της Τεχνικής Σχολής που διέθεταν οι διάδικοι ότι τα προσόντα αποτελούσαν στοιχείο κρίσης το οποίο λαμβανόταν ουσιωδώς υπόψη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε αξιολόγηση του πρόσθετου απολυτηρίου Λυκείου που κατείχε ο αιτητής, ώστε να συνυπολογιζόταν και αυτό εφόσον θα κρινόταν σχετικό, κατά τις συγκρίσεις.

 

Η γενικόλογη αναφορά στη τελευταία παράγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι τα Μέλη «έλαβαν επίσης υπόψη τους όλα τα προσόντα που διαθέτουν οι υπό κρίσιν υποψήφιοι» και ότι «το γεγονός ότι ο Πέτρος Γεωργίου είναι απόφοιτος Λυκείου, δεν του προσδίδει υπεροχή» δεν μεταβάλλει την κατάσταση ούτε καλύπτει το κενό που εντοπίστηκε. Απαιτείτο συγκριτικός συσχετισμός και αξιολόγηση σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης και τη συνάφεια των απολυτηρίων της Τεχνικής, όπως επισημάνθηκε, ούτως ώστε να ήταν πειστική και η κρίση ότι το απολυτήριο Λυκείου δεν πρόσθετε στα προσόντα του αιτητή.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθ. 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                  Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο