ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 5637/2013)

 

17 Ιουλίου, 2013

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

SCOTT GRAHAM BRIERLEY,

 

Αιτητής,

 

-ΚΑΙ-

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤH ΤOY TΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.6.2013

 

Χρ. Σιμιλλίδης, για τον Αιτητή.

 

Μ. Δρυμιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η     Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αιτητής είναι Βρετανός υπήκοος, γεννηθείς κατά το 1990. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία κατά το 1998 και του παραχωρήθηκε άδεια εισόδου, ως επισκέπτη, μαζί με τη μητέρα του και τα δύο του αδέλφια. Κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων, η εν λόγω άδεια προσωρινής παραμονής της μητέρας του και του ανήλικου τότε αιτητή ανανεώθηκε μέχρι τις 30.8.2001, οπότε και η μητέρα του αιτητή αποτάθηκε για να της παραχωρηθεί προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία και της παραχωρήθηκε και, ακολούθως, ανανεώθηκε ώστε να ισχύει μέχρι και την 24.6.2009. Κατά τις 2.10.2009, η μητέρα του αιτητή υπέβαλε αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης και Μελών της Οικογένειάς του, βεβαίωση η οποία και επίσης της παραχωρήθηκε. Κατά την 16.5.2011, ο αιτητής κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και καταδικάστηκε σε ποινή άμεσης φυλάκισης 2½ ετών για το αδίκημα του βιασμού. Περαιτέρω, στις 26.7.2012 ο αιτητής, ενόσω εκρατείτο, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για αδικήματα κλοπής και κακόβουλης ζημιάς και του επιβλήθηκε ετέρα ποινή φυλάκισης δύο μηνών. Ενεργούσα στη βάση των ανωτέρω στοιχείων, στις 22.4.2013, οπότε επίκειτο η απόλυση του αιτητή από τις Κεντρικές Φυλακές μετά την έκτιση των ποινών που του επιβλήθηκαν, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, θεώρησε τον αιτητή ως ανεπιθύμητο μετανάστη, δυνάμει της παραγράφου (δ), του άρθρου 6(1), του Κεφ. 105, λόγω της σοβαρότητας αδικήματος για το οποίο αυτός είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Κατά την ίδια ημερομηνία 22.4.2013, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης. Σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 22.4.2013, η οποία του επιδόθηκε κατά την ίδια ημερομηνία από αστυφύλακα, πλην όμως ο αιτητής αρνήθηκε να την υπογράψει και παραλάβει. Περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες λήφθηκαν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ανέφεραν ότι εκκρεμούσε εναντίον του και άλλη ποινική διαδικασία, οπότε και η Διευθύντρια στις 20.5.2013 ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι να διερευνηθεί το θέμα της εκκρεμότητας της εν λόγω ποινικής διαδικασίας, η οποία αφορούσε στην κατ΄ ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, που είχε διαπραχθεί κατά το 2010, διάρρηξη καταστήματος, κλοπή και κακόβουλη ζημιά.

 

Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής επιζητεί την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 22.4.2013, αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του.

 

Περαιτέρω, με μονομερή αίτησή του ημερομηνίας 26.6.2013, ο αιτητής εξαιτείται την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του διατάγματος κράτησής του, όπως επίσης και του διατάγματος απέλασής του. Με οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου, η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι εμφανισθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου, δήλωσαν πως δεν ενίστανται στην αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος απέλασης του αιτητή μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της αίτησής του για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ενώ καταχώρησαν ένσταση στο αίτημα για αναστολή της κράτησης του αιτητή και, βεβαίως, της απέλασής του μετά τη διεκπεραίωση της παρούσας αίτησης.

 

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, στις 23.4.2013 πράγματι του κοινοποιήθηκε το διάταγμα απέλασής του, μια δηλαδή ημέρα πριν αποφυλακιστεί και χωρίς προηγουμένως να προηγηθεί οποιαδήποτε εξέταση της περίπτωσής του, των προσωπικών και οικογενειακών του περιστάσεων κλπ και κατά πόσο αυτά τα στοιχεία θα δικαιολογούσαν το χαρακτηρισμό του ως κινδύνου για τη Δημοκρατία. Όπως προσθέτει ο αιτητής, κρατείται παράνομα αφού η κράτησή του εξακολουθεί πέραν των 24 ωρών χωρίς διάταγμα Δικαστηρίου και χωρίς να γνωρίζει μέχρι σήμερα τους λόγους για τους οποίους οι καθ΄ων η αίτηση επιζητούν την απέλασή του. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο αιτητής ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει επιχειρήματα κατά της απέλασής του και να εκπροσωπηθεί ενώπιον της αρμόδιας Αρχής. Όπως υποβάλλει, εάν η κράτηση ή η απέλασή του ενεργοποιηθούν, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, καθότι αν απελαθεί στην Αγγλία θα αντιμετωπίσει πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης, αφού δεν έχει στη χώρα αυτή κανένα δεσμό και κανένα συγγενή. Περαιτέρω, επειδή η συνεχιζόμενη κράτησή του, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει ήδη εκτίσει και 2½ χρόνια σε κλειστή φυλακή, θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ψυχική και σωματική βλάβη. Όπως δε υποστηρίζει, η δικαιοσύνη θα εξυπηρετηθεί καλύτερα αν ο ίδιος αφεθεί να διαμένει ελεύθερος στη Δημοκρατία όπως και προηγουμένως, εκκρεμούσας της εξέτασης της προσφυγής του, ζώντας με την οικογένειά του. Τελικά, ο αιτητής υποβάλλει ότι υπάρχει στην περίπτωσή του το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας ως προς τα διατάγματα κράτησης και απέλασής του τα οποία, κατά την άποψή του, εκδόθηκαν κατά παράβαση προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, και των Κανονισμών, κατά παράβαση προνοιών του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου - Νόμος 7(1)/2007, επειδή εκδόθηκαν χωρίς να πληροφορηθεί ο αιτητής τους λόγους για τους οποίους κηρύχθηκε σε απαγορευμένο μετανάστη, επειδή εκδόθηκαν κατά παράβαση συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών και άλλων Διεθνών Συμβάσεων, και τελικά επειδή εκδόθηκαν κατά παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης.

 

Με την Ένσταση την οποία καταχώρησαν οι καθ΄ων η αίτηση εναντίον της έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων, απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του αιτητή και υποστηρίζουν συνοπτικά τα ακόλουθα:

 

Τα εκδοθέντα διατάγματα είχαν εκδοθεί μετά από δέουσα έρευνα, η οποία αποκάλυψε τις πολλαπλές κατηγορίες για ποινικά αδικήματα που βάρυναν τον αιτητή, σε συνδυασμό με την καταδίκη του για το σοβαρό αδίκημα του βιασμού, στοιχεία τα οποία τον κατέστησαν ανεπιθύμητο μετανάστη, δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105. Τονίζουν οι καθ΄ων η αίτηση το γεγονός ότι προς τον αιτητή γνωστοποιήθηκε η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων με επιστολή η οποία του επιδόθηκε και την οποία αρνήθηκε να παραλάβει. Στην επιστολή εκείνη αναγράφονται οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση των διαταγμάτων. Ως προς το δικαίωμα που επικαλείται ο αιτητής για την προβολή των θέσεών του το οποίο, όπως ισχυρίζεται, του αποστερήθηκε, οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι αυτό το δικαίωμα το έχει και μπορεί να προβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμεί στο πλαίσιο εκδίκασης της προσφυγής του. Απορρίπτουν στη συνέχεια οι καθ΄ων η αίτηση τους ισχυρισμούς του αιτητή περί παραβίασης οποιωνδήποτε υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων και, κυρίως, τους ισχυρισμούς ότι, κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία ή μη τήρηση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, χρηστής διοίκησης κλπ. Ελλείπει δε, υποστηρίζουν περαιτέρω οι καθ΄ων η αίτηση, οποιοδήποτε λεπτομερές μαρτυρικό υλικό από την πλευρά του αιτητή σύμφωνα με το οποίο αυτός θα μπορούσε να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εξαιτίας της σκοπούμενης απέλασής του στην Αγγλία.

 

Στις παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο συνήγορος του αιτητή κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, υπέβαλε ότι η παρανομία την οποία επικαλείται ο αιτητής ότι ενυπάρχει στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για απέλαση του αιτητή, έγκειται στο γεγονός ότι το διάταγμα εκδόθηκε ενώ υπήρχε σε ισχύ απόφαση του Επαρχιακού  Δικαστηρίου Πάφου με την οποία ο αιτητής θα παρέμενε ελεύθερος στη Δημοκρατία, εφόσον τηρούσε όρους εμφάνισης τους οποίους επέβαλε το Ποινικό Δικαστήριο. Περαιτέρω, η παρανομία έγκειται και στο γεγονός ότι η τυχόν υλοποίηση της απόφασης για απέλαση του αιτητή επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα αξιόχρεου εγγυητή στην εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Σύμφωνα δε με τον ίδιο συνήγορο, η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει εξόφθαλμα το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(1)/2007 που αναφέρει ρητά ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη μέτρων απέλασης. Περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει εξόφθαλμα το άρθρο 30 του ίδιου Νόμου, αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν εξέτασαν καθόλου το εύρος των δεσμών του αιτητή με την Αγγλία με την οποία δεν έχει πλέον κανένα δεσμό ο αιτητής. Στην παρούσα δε περίπτωση, δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας έτσι ώστε να απελαθεί ο αιτητής. Επικαλέστηκε δε περαιτέρω, έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, ο οποίος είναι νεαρό άτομο ηλικίας 22 ετών και κινδυνεύει να απελαθεί στην Αγγλία, χωρίς κάποιο πρόσωπο να τον περιμένει εκεί. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, κατέληξε, ο αιτητής έχει αποδείξει ότι ικανοποιούνται στην περίπτωσή του και οι δύο προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης.

 

Από την άλλη πλευρά, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, στη δική της αγόρευση, πέραν των όσων προβλήθηκαν μέσω της Ένστασης, υπέβαλε ότι η επίκληση της ασυμβατότητας των προσβαλλόμενων διαταγμάτων με τον περί Αλλοδαπών Νόμο, με το Νόμο 7(Ι)/2007, με το Σύνταγμα και με άλλες διεθνείς συνθήκες, γίνεται από τον αιτητή χωρίς νομική και πραγματική θεμελίωση. Ούτε οφθαλμοφανής παρανομία διαπιστώνεται στην υπό εξέταση περίπτωση, ούτε ανεπανόρθωτη ζημιά. Πρόκειται, προσθέτει, για έκδοση διαταγμάτων η οποία εδράζεται στις πρόνοιες του Κεφ. 105, ως απότοκο προγενέστερης καταδίκης για σοβαρό αδίκημα και λήφθηκαν επίσης υπόψη και συναφείς περιστάσεις καταδίκης για άλλα ποινικά αδικήματα, καθώς επίσης και η εκκρεμότητα άλλης ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή. Η καταδίκη του αιτητή, σε συνδυασμό με την μετέπειτα εγκληματική του πορεία, οδήγησαν στην εύλογη υπό τις περιστάσεις αξιολόγησή του ως σοβαρής απειλής κατά της κοινωνίας, στοιχείο που αποτέλεσε το υπόβαθρο της έκδοσης των προσβαλλόμενων με την προσφυγή διαταγμάτων. Αναφορικά με τις θέσεις του αιτητή για πρόκληση σ΄ αυτόν ανεπανόρθωτης ζημιάς, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση υπέβαλε ότι, όσο δυσάρεστη και ενοχλητική είναι πράγματι η αποσύνδεση ενός προσώπου από την οικογένειά του, ο αιτητής είναι ενήλικας και οι γενικές προσωπικές - οικογενειακές του περιστάσεις λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Νομική πτυχή αίτησης γι΄ απόδοση προσωρινής θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση καταχωρηθείσας προσφυγής προσφέρεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό 13. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο ανέλαβε τις εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει επεξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου. Όπως καθίσταται φανερό, τα κριτήρια γι΄ απόδοση προσωρινής φύσεως θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο διαφέρουν και είναι αυστηρότερα απ΄ εκείνα που τίθενται με βάση το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου σε σχέση με τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ασκείται εάν απλά καταδειχθεί από τον αιτητή μια συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που θα ακολουθήσει. Ούτε και η κατάδειξη του στοιχείου του ότι παρουσιάζεται να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο, τυγχάνει άλλη προϋπόθεση.

 

Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση - προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:

 

α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,

 

β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

 

[Βλ. πχ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53].

 

Ο όρος "έκδηλη παρανομία" ή "προφανής παρανομία" (flagrant illegality) έχει τύχει ερμηνείας σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κροκίδου (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα (στη σελίδα 1862 του τόμου Αποφάσεων):

 

"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης "προφανής παρανομία". Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 C.L.R. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

 

 

"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

 

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου

 

"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ..."

 

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo and Another ν. The Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203:.

 

"For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable."

 

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία."

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [Βλ. Moyo (πιο πάνω), Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 CLR 53, Economides v. The Republic (1982) 3 CLR 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, ένας άλλος, εναλλακτικός προς τον ήδη εξετασθέντα λόγο της έκδηλης παρανομίας λόγος έκδοσης προσωρινού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η κατάδειξη του στοιχείου ότι, αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, ο αιτητής ενδεχόμενα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Για την κατάδειξη αυτού του λόγου, ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία περί της αναμενόμενης να προκύψει ζημιάς και περί του ανεπανόρθωτου της. Θα πρέπει δηλαδή να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα όπως η μη έκδοση του διατάγματος επιφέρει στον ίδιο ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωσης της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης.

 

Το θέμα της στοιχειοθέτησης πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς συνοψίστηκε εύστοχα στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1556, από το Νικολαϊδη Δ., και παραθέτω στη συνέχεια απόσπασμα από την απόφαση:

 

"Η αξιολόγηση της έννοιας της ανεπανόρθωτης ζημίας υπονοεί την εξισορρόπηση αντικρουομένων συμφερόντων. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Georghios Miltiadous vThe Republic (1972) 3 C.L.R. 341 στη σελ. 353:

 

"What constitutes irreparable injury is not simply a question whether in fact a loss will be irrecoverable. Even if irreparable loss is not a necessary product of the administration of justice, there are, nevertheless, some losses which must be borne by the litigant who must console himself with the general profit from a complex, regulated society. Administration of the concept of irreparable injury obviously involves a balancing of conflicting interests. Loss of the mere use of money, which an applicant is prevented from receiving, or required to pay out by administrative action, is not necessarily remediable. In a case where the proceeding before the Administrative Court is essentially a dispute between private parties, the relevance of traditional equity principles is obvious. (See Jaffe "Judicial Control of Administrative Action" pages 690-691)." 

 

Τι συνιστά ανεπανόρθωτη ζημία δεν εξαντλείται απλά στο κατά πόσο στην πραγματικότητα μία απώλεια δεν δύναται να αποκατασταθεί (βλ. Monica Rodat v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 937, 942). Στην υπόθεση Kadivari v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, αναφέρεται ότι ανεπανόρθωτη είναι η ζημία που δεν μπορεί να θεραπευτεί με οποιανδήποτε από τις θεραπείες που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος, σε περίπτωση που ο αιτητής επιτύχει στην προσφυγή του. Στην ίδια υπόθεση επαναλαμβάνεται ότι ακόμα και στην περίπτωση που διαπιστώνεται το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας, το αίτημα για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί, αν κριθεί ότι η έκδοσή του θα παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκπλήρωση του έργου της διοίκησης. (Βλ. επίσης Georghiades (No.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Miltiadous v. The Republic, ανωτέρω).

 

Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αναφέρεται ότι όταν η ζημία που θα προκληθεί είναι καθαρά χρηματικού χαρακτήρα και η πλήρης επανόρθωσή της από τη Δημοκρατία είναι απόλυτα εφικτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ανεπανόρθωτη. (Βλ. επίσης Procopiou and others v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 686).

 

Έχει ακόμα λεχθεί ότι, όταν η μη έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει ζημία έστω και ανεπανόρθωτη στους αιτητές, αλλά από την άλλη η έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει σοβαρά εμπόδια στην κανονική λειτουργία της διοίκησης, τότε το προσωπικό συμφέρον του αιτητή θα πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον και το διάταγμα να μην εκδίδεται. Αφού το προσωρινό διάταγμα είναι κατ' εξαίρεση μέτρο διακριτικής εξουσίας, το γενικό συμφέρον δεν θα πρέπει να θυσιάζεται, αλλά αντίθετα να επικρατεί του ιδιωτικού συμφέροντος του αιτητή. (Monica Rodat v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 937). Περιττόν να λεχθεί ότι όταν δεν θα προκληθεί στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημία το διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδίδεται. (Βλ. Cleanthis Georghiades (Νο.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, Moyo and another v. The Republic ανωτέρω). Όμως η έκδηλη παρανομία της διοικητικής πράξης, ακόμα και αν δεν αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία, αποτελεί λόγο έκδοσης προσωρινού διατάγματος έστω και αν με την έκδοση του θα δημιουργηθούν σοβαρά εμπόδια στο έργο της διοίκησης. (Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345, 351, Marios Soteriou v. The Republic (1981) 3 C.L.R. 70 και Pagkiprios Organosis Ellinon Didaskalon Limassol Branch and Others v. Registrar of Trade Unions (1982) 3 C.L.R. 177)." 

 

Ως προς τον τρόπο κατάδειξης της επαπειλούμενης ζημιάς, το ακόλουθο απόσπασμα από την ίδια απόφαση εκφράζει χαρακτηριστικά το αναμενόμενο από το Δικαστήριο είδος και φύση μαρτυρίας:

 

     "Η ζημία θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά και με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησης ζημίας πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία. Το βάρος απόδειξης κείται επί των ώμων του αιτητή (βλ. Colocassides & Associates and others v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1780 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209). Η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών. Θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία."

 

Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας αίτησης, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Μετά που ο αιτητής καταδικάστηκε σε φυλάκιση για ποινικά αδικήματα και ιδιαίτερα το σοβαρό αδίκημα του βιασμού, και μετά που επίσης καταδικάστηκε σε φυλάκιση για άλλα αδικήματα κλοπής και κακόβουλης ζημιάς, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τον θεώρησε ανεπιθύμητο μετανάστη, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105.

 

Είναι γεγονός ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου 7(Ι)/2007, η αρμόδια Αρχή κάθε κράτους - μέλους της Ένωσης, μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης διαμονής πολίτη της Ένωσης στο έδαφός της για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή υγείας. Σύμφωνα όμως με τις πρόνοιες τις παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 29:

 

"Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων".

 

 

Αξιοσημείωτο είναι δε και το κείμενο της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 29, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

"Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου του το αφορά η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης, ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης."

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35(1) του ίδιου Νόμου, η αρμόδια Αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31 του Νόμου.

 

Προηγουμένως δε, με τις πρόνοιες του άρθρου 30(1) του Νόμου, ρητά προνοείται ότι:

 

"Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του."

 

Το ακριβές κείμενο του Διατάγματος Απέλασης εναντίον του αιτητή ημερομηνίας 22.4.2013, το οποίο υπογράφεται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει ως ακολούθως:

 

"Επειδή ο SCOTT BRIERLEY υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, και

 

Επειδή ο προαναφερόμενος:

1.     θεωρήθηκε από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2009,

2.     αποφασίστηκε η απέλαση του δυνάμει του άρθρου 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2009 ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης του σε φυλάκιση, και

3.     κρίθηκε ότι εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2007, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ ο Γενικός Διευθυντής με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο SCOTT BRIERLEY απελαθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και αναχωρήσει από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στην συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας."

 

Διάφορα σοβαρά ζητήματα προκύπτουν από το λεκτικό του πιο πάνω διατάγματος:

 

Σύμφωνα με τη διατύπωση του διατάγματος, η απέλαση του αιτητή δυνάμει του άρθρου 35 του Νόμου, αποφασίστηκε για ένα και μοναδικό λόγο που δεν ήταν άλλος από το ότι θεωρήθηκε ο αιτητής απαγορευμένος μετανάστης από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, και η απέλαση αποφασίστηκε ως μέτρο παρεπόμενο της καταδίκης του σε φυλάκιση.

 

Κατ΄ αυτό τον τρόπο διενεργείται από τη διοίκηση εκείνο ακριβώς το οποίο απαγορεύει το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου, το ότι δηλαδή προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιου μέτρου. Είναι βέβαια γεγονός ότι, μετά την παράθεση της απόφασης για την απέλαση του αιτητή, και κάτω από την παράγραφο 3, έρχεται το αρμόδιο διοικητικό όργανο να προσθέσει, εκ των υστέρων, και το ότι "κρίθηκε ότι ο αιτητής εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας". Τι σημαίνει "κρίθηκε" παραμένει αδιευκρίνιστο, αφού δεν εξηγείται ποιος ήταν που έκρινε κάτι τέτοιο. Όπως βέβαια δεν εξηγείται ούτε το γιατί έκρινε, όποιος και αν έκρινε κάτι τέτοιο. Πέραν δηλαδή του γεγονότος της ποινικής καταδίκης, κανένας άλλος λόγος ή αιτιολογία δίδεται γιατί κρίθηκε ότι ο αιτητής θα έπρεπε να απελαθεί ή γιατί κρίθηκε ότι αποτελεί απειλή, ενώ το ίδιο το άρθρο 29(1) του Νόμου ρητά αναφέρει ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιου μέτρου.

 

Είναι βέβαια και το άλλο, εξίσου σημαντικό: Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, σύμφωνα με το άρθρο 30(1) του Νόμου, προτού η αρμόδια Αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, καθώς και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία δε φαίνεται να διερευνήθηκε ή αν διερευνήθηκε, να λήφθηκε υπόψη, ή να εξηγήθηκε αν κάτι τέτοιο προσμέτρησε.

 

Αντίθετα, όπως αναφέρεται σε Σημείωμα Υπαστυνόμου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Πάφου προς το Διοικητή Υ.Α. & Μ ημερομηνίας 27.6.2011, έγιναν μεν προσπάθειες για ανεύρεση στοιχείων σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση του αυτή και τη σχέση του με την Κύπρο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

Ούτε φαίνεται πουθενά να απασχόλησε και/ή να λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής διαμένει για πάρα πολλά χρόνια στην Κύπρο, φοίτησε σε Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο και ότι, σύμφωνα με τη μητέρα του, δεν υπάρχει καμιά επαφή μεταξύ του αιτητή και του πατέρα του ο οποίος βρίσκεται στην Αγγλία, ούτε και ο αιτητής έχει οποιοδήποτε δεσμό με τη χώρα καταγωγής του, την Αγγλία όπου αποφασίστηκε να απελαθεί.

 

Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις καταδεικνύουν την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας με την έννοια της παραγνώρισης ρητών προνοιών του Νόμου αρ. 7(1)/2007, οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή.

 

Επομένως, η αίτηση θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς την αναγκαιότητα εξέτασης άλλων λόγων που απασχόλησαν στη διαδικασία.

 

Εκδίδεται προσωρινό διάταγμα ως η παράγραφος Γ του αιτητικού της αίτησης ημερομηνίας 26.6.2013, με το οποίο αναστέλλεται η εκτέλεση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 22.4.2013 που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή. Το παρόν διάταγμα θα ισχύει μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της παρούσας προσφυγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

 

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της προσφυγής.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο