ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 411/2009)
12 Ιουλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Δρ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Δ. Κωνσταντίνου (κα.) για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Μυλωνάς, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής ζητά:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε ως Γνωστοποίηση αρ. 122 στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 4341 , ημερομηνίας 30.1.2009 και σύμφωνα με την οποία στη μόνιμη θέση Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, προήχθη από την 1.1.2009 ο κ. Πέτρος Παπασωζόμενος, αντί να διορισθεί ο Αιτητής, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Είναι η θέση του αιτητή ότι το Ε/Μ Π. Παπασωζόμενος δεν κατείχε το προσόν (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης».
Στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.), ημερομηνίας 11.1.2008, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε, ότι οι πέντε υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Όσον αφορά τον υποψήφιο με Α/Α5 κ. Παπασωζόμενο Πέτρο, ο οποίος δεν κατέχει συνεχή μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός έτους, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε, ότι κατέχει το απαιτούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, με το οποίο ικανοποιεί την παράγραφο 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθετώντας την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 1/3/2006 (βλέπε φάκελο ΕΔ Υ Π 16830)».
Ανάγνωση του πιο πάνω αποσπάσματος, ισχυρίζεται ο αιτητής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρωτογενής άποψη της Σ.Ε. ήταν ότι το Ε/Μ δεν κατέχει το προσόν 2 του σχεδίου υπηρεσίας. Εντούτοις, θεώρησε το Ε/Μ προσοντούχο λόγω σχετικής απόφασης της ΕΔΥ ημερομηνίας 1.3.2006, την οποία υιοθέτησε. Η Σ.Ε. ωστόσο έχει η ίδια την ευθύνη και εξουσία να εξετάσει κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν όλα τα προσόντα που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας και να τους κατατάξει αναλόγως σε προσοντούχους ή μη. Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε η Σ.Ε. στην προκείμενη προαγωγική διαδικασία , είναι παράδοξος, ισχυρίζεται στη συνέχεια ο αιτητής, εφόσον υιοθέτησε απόφαση της ΕΔΥ, την οποία η ίδια η Επιτροπή, στη συνέχεια, ούτε επικαλέστηκε, ούτε επαναβεβαίωσε. Αυτό τεκμηριώνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ, ημερομηνίας 11.9.08, υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, όπου αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Όσον αφορά την αναφορά της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα προσόντα του υποψήφιου Παπασωζόμενου Πέτρου, η Επιτροπή έκρινε ότι ο εν λόγω υποψήφιος καθίσταται ούτως ή άλλως προσοντούχος υποψήφιος με βάση τη Σημείωση (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης».
Η επίκληση από την ΕΔΥ της Σημείωσης του σχεδίου υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία: «Οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, μπορούν να είναι υποψήφιοι, έστω και αν δεν έχουν την στο (2) απαιτούμενη μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση» δεν θεραπεύει τίποτε από τα πιο πάνω, ούτε καθιστά το Ε/Μ προσοντούχο υποψήφιο, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή. Συνακόλουθα, η ΕΔΥ παρέλειψε να διεξάγει τη δέουσα έρευνα για τα προσόντα του Ε/Μ καθώς, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τον θεώρησε προσοντούχο υποψήφιο, ήταν η Σημείωση (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Καταρχάς επισημαίνεται ότι, το χρόνο κατά τον οποίο συντάχθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήτοι την 27.3.2008, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 1.3.2006, αναφορικά με την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, ήταν νόμιμη, αφού η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υποθ. αρ. 1132/2006, Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, στην οποία έκανε αναφορά ο αιτητής, εκδόθηκε πολύ μεταγενέστερα, ήτοι την 7.9.2009.
Εξάλλου, όπως εύστοχα επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση , η απόφαση Ταλιώτης (ανωτέρω), αφορούσε θέση προαγωγής, εκείνη του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Η επίδικη θέση σαφώς και δεν επηρεάζεται, αφού είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και είναι ανεξάρτητη και δεν συμπαρασύρεται από την όποια ακύρωση της προηγούμενης θέσης που το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε.
Προκύπτει, από το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις σελίδες 2 και 3 αυτής, ότι η τελευταία εξέτασε όλες τις αιτήσεις και τα συνημμένα σε αυτές πιστοποιητικά και πληροφορίες, με σκοπό να διαπιστώσει ποιοι από τους υποψηφίους κατέχουν να απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα.
Καταγράφει επίσης, στην έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι αυτή εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως αυτά ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα, εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική συνέντευξη.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, υιοθετώντας απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ημερομηνίας 1.3.2006), την οποία στη συνέχεια η ίδια η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε, σημειώνω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 11.9.2008 έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καθίσταται, ούτως ή άλλως, προσοντούχος με βάση τη Σημείωση (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Οι πρόνοιες της σημείωσης εκείνης του Σχεδίου Υπηρεσίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Σχεδίου Υπηρεσίας και διευκρινίζουν ότι, προσοντούχοι υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες κατά την ημερομηνία έγκρισης του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας, έστω και αν δεν έχουν την απαιτούμενη μεταπτυχιακή ή ειδική εκπαίδευση. Η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας και η απόφαση για τη σχετικότητα ή όχι των προσόντων των υποψηφίων, ανήκει στο διορίζον όργανο, και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, αν η ερμηνεία που δίνεται είναι εύλογα επιτρεπτή.
Πρόσφατα, στην απόφαση της Ολομέλειας Χριστόδουλος Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 65/2009, ημερ. 13.2.2013 που αφορούσε την προαγωγή του Π. Οικονομίδη[1], κατόπιν επανεξέτασης, στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και στην οποία εφεσείων ήταν ο ίδιος ο αιτητής στην εξεταζόμενη προσφυγή, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το ζήτημα των προσόντων σε συνάρτηση με το σχέδιο υπηρεσίας, που είναι ταυτόσημο με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης:
«Στη δική μας όμως περίπτωση, τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν την προϋπόθεση των ακαδημαϊκών προσόντων, ο μεν πρώτος με την κατοχή του διδακτορικού του διπλώματος, ο δε δεύτερος λόγω της υπηρεσίας του στη θέση. Επρόκειτο για δύο ανόμοια προσόντα που δεν μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους και όχι για τα ίδια προσόντα στα οποία όμως ο ένας υπερείχε. Ούτε και επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία είτε το διδακτορικό του αιτητή είτε το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους εθεωρείτο ως πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως στη Σωκράτους. Στην παρούσα υπόθεση, το μεν διδακτορικό του αιτητή αξιοποιήθηκε για σκοπούς πλήρωσης απαραίτητης προϋπόθεσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν κάτι πρόσθετο του απαιτούμενου που δεν θεωρείτο από το Σχέδιο ως πρόσθετο και απλά του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με το προσόν του αιτητή.»
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής, ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη και ότι δεν καταγράφηκε ο συλλογισμός της μέχρι να καταλήξει στα συμπεράσματα της, καθώς το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν η απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Συγκεκριμένα, διατείνεται ο αιτητής ότι, η Σ.Ε. δεν προέβηκε σε ουσιαστική σύγκριση των υποψηφίων, ενώ, πουθενά στην έκθεσή της δεν φαίνεται η αξιολόγηση των υπολοίπων στοιχείων των υποψηφίων, πέραν της απόδοσης στην προφορική εξέταση. Είναι φανερό , ισχυρίζεται ο αιτητής, ότι το μοναδικό κριτήριο της Σ.Ε. για τη σύστασή της, ήταν η απόδοση των υποψηφίων, στην προφορική εξέταση. Υποδεικνύει συναφώς, ότι στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλός» με βαθμολογία 8,1 που απέχει μόνο 0,4 μονάδες από την αμέσως ανώτερη βαθμίδα αξιολόγησης («σχεδόν εξαίρετος»). Και τούτο, υποβάλλει στη συνέχεια ο αιτητής, επειδή η ΣΕ παρέλειψε πλήρως και/ή δε στάθμισε σωστά τα προσόντα των υποψηφίων, στη γενική αξιολόγηση. Παρόλο που ο αιτητής είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην κτηνιατρική, διαθέτει πτυχίο Νομικής, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και έχει σημαντικό συγγραφικό έργο και πλούσιο βιογραφικό, εντούτοις δεν υπήρξε βελτίωση της αξιολόγησής του. Συνακόλουθα, η γενική και τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν αντιφατική, καταλήγει ο αιτητής.
Δεν συμφωνώ ούτε και με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή, εφόσον παρατηρώ ότι ρητά, σημειώνεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτή προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, βασιζόμενη στα προσόντα και την πείρα τους, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης τους, λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη και τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση.
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων, κατά την αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, ούτε επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νοητικής διεργασίας των μελών ενός διοικητικού οργάνου, κατά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ,στην προφορική εξέταση.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τη γενική εντύπωση, την οποία απεκόμισε από τις προφορικές συνεντεύξεις για τον κάθε υποψήφιο η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, θεωρείται επαρκής αιτιολογία. (Δέστε: Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Είναι επίσης ισχυρισμός του αιτητή, ότι ο Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών προέβηκε σε σύσταση χωρίς να έχει στοιχεία για τους μή δημόσιους υπαλλήλους - υποψηφίους, εφόσον στη διάθεση του είχαν τεθεί μόνον οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Ούτε η πιο πάνω θέση του αιτητή με βρίσκει σύμφωνο.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Γρουτίδης (ανωτέρω) επί πανομοιότυπου ζητήματος λέχθηκαν τα εξής :
«Είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι, τόσο η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, όσο και προϊστάμενοι οι οποίοι προβαίνουν σε συστάσεις σε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τα στοιχεία εκείνων των υποψηφίων οι οποίοι βρίσκονται εντός της υπηρεσίας και διαθέτουν προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, ενώ για τους άλλους υποψηφίους λαμβάνονται υπόψη όλα τα άλλα στοιχεία τα οποία έχουν παραθέσει, όπως βιογραφικό, ακαδημαϊκά προσόντα, προηγούμενη εργοδοσία κλπ. Το γεγονός ότι είτε στη σύσταση είτε στην τελική απόφαση γίνεται ειδική μνεία στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, είναι ασφαλώς για να καταδειχθεί ότι αυτοί δεν παραγνωρίστηκαν, αλλά λήφθηκαν υπόψη, εκεί όπου υπήρχαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοήθηκαν τα όσα άλλα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα για τους υποψηφίους οι οποίοι δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.»
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, σημειώνω συναφώς ότι η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, οι συστάσεις του προϊσταμένου δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Η σύσταση στην οποία προέβη τελικά ο Διευθυντής αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιλογή ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, πάσχει, καθότι δεν έγινε σύγκριση των προσόντων του αιτητή με τα προσόντα του Ε/Μ, και ιδιαίτερα ότι δεν υπήρξε αντικειμενική αξιολόγηση του πρόσθετου διπλώματος του αιτητή εκείνου της Νομικής το οποίο, όπως υποδεικνύεται, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Δεν συμφωνώ ούτε με την πιο πάνω θέση του αιτητή, καθώς στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 17.12.2008, Παράρτημα 8 στην ένσταση, καταγράφεται ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, και το επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο.
Η Επιτροπή κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, δηλαδή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και επιπλέον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.
Το πρόσθετο προσόν του αιτητή συνεκτιμήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, και χαρακτηρίστηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όμως αυτό δεν ήταν απαιτούμενο, ούτε και συνιστούσε πλεονέκτημα και κρίθηκε, από την Επιτροπή, ότι αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του Ε/Μ.
Όπως πρόσφατα σημείωσε η Ολομέλεια σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα:
«Στην απόφασή της η ΕΔΥ δεν αναφέρει απλά, γενικά και αόριστα ότι δόθηκε στο προσόν αυτό του εφεσείοντα η ανάλογη βαρύτητα χωρίς τίποτε άλλο. Ρητά είναι που αναφέρεται και επεξηγείται στην απόφαση ότι η βαρύτητα που αποδίδεται στο στοιχείο τούτο, δεν είναι τέτοια ώστε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του συναξιολογούμενου με τη σημαντική διαφορά που διαπιστώθηκε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση και με το στοιχείο της ύπαρξης της σύστασης του Διευθυντή, επίσης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
..αυτός ο τρόπος αξιολόγησης από την ΕΔΥ, ενός προσόντος που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλ΄ είναι σχετικό με τα καθήκοντα μιας διευθυντικής θέσης, είναι αποδεκτός από τη νομολογία. [Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374].»
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δόθηκε, στην προφορική εξέταση, υπέρμετρη βαρύτητα, κρίνω ότι είναι ανεδαφικός. Έχει κριθεί νομολογιακά ότι η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως οι διευθυντικές θέσεις (Δέστε: Τhe Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081, Αριστοκλέους v Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673 και Δημοκρατία v Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).
Αναφορικά με τον τελευταίο ισχυρισμό του αιτητή, ότι η καθ' ης η αίτηση παρέλειψε να επιλέξει τον καλύτερο και πλέον κατάλληλο υποψήφιο για διορισμό στην επίδικη θέση και ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παράνομα αγνόησε την υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε/Μ σε αξία, προσόντα, πείρα και ικανότητες, σημειώνω ότι το Ε/Μ κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και επομένως ήταν καθόλα προσοντούχο για διεκδίκηση της θέσης. Υπενθυμίζεται ότι, το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ήτοι αξιολογήθηκε «Εξαίρετος» σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε «Πάρα πολύ καλός». Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, και πάλιν το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο, αφού αξιολογήθηκε «Εξαίρετος», σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε ως «Πολύ καλός». Επίσης το Ε/Μ διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.200.- εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα για το Ε/Μ.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Στην υπόθεση εκείνη σημειώνεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν δημόσιος υπάλληλος και είχε και μεταπτυχιακό τίτλο.