ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 405/2011)
18 Ιουλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. NADJIYE MUSHAWAR, Η.Π.Α. (ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ της SELCUK SERMAN),
2. CAPSIZE LTD,
3. JUST RIGHT INVESTMENTS LTD,
4. BELLQUEST INVESTMENTS LTD,
5. MEROYSIO HOLDINGS LTD,
6. M. KASINOS PROPERTIES SERVICES LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Τ. Κατρί, για τoυς Αιτητές.
Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η αιτούμενη θεραπεία
Προσβάλλεται η απόφαση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (ο Κηδεμόνας), ημερ. 12.1.2011, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών για την αποδοχή της δήλωσης πώλησης της επίδικης υπό κηδεμονία τουρκοκυπριακής περιουσίας. Το αίτημα για την προτιθέμενη πώληση υποβλήθηκε από το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς τον οποίο αρχικά απευθύνθηκαν οι αιτητές.
Τα γεγονότα
Η αιτήτρια 1 είναι Τουρκοκύπρια και διαμένει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής από το 1973. Στις 25.5.2010 απέκτησε την κυριότητα της επίδικης τουρκοκυπριακής περιουσίας με Αρ. Εγγραφής 0/1176, Φύλλο/Σχέδιο 55/37, Τεμάχιο 326 και Αρ. Εγγραφής 0/1171, Φύλλο/Σχέδιο 55/37, Τεμάχιο 327 στο Ζύγι της επαρχίας Λάρνακας, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα της ο οποίος εγκατέλειψε την περιουσία του στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, λόγω της τουρκικής εισβολής και εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα όπου είχε τη διαμονή του μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του στις 4.11.1999. Η μεταβίβαση της περιουσίας είχε πραγματοποιηθεί με την έγκριση του Κηδεμόνα.
Στις 18.6.2010 συνήψε σύμβαση πώλησης της επίδικης περιουσίας στους αιτητές 2-6 ανά 1/5 μερίδιο στον καθένα υπό την επιφύλαξη να συνεχίσει η κατοχή των ακινήτων από τους πρόσφυγες οι οποίοι τα κατέχουν.
Οι αιτητές 2-6 είναι εταιρείες εγγεγραμμένες στην Κύπρο.
Κατόπιν έκθεσης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 27.12.2010 ενημερώθηκε από τον Κηδεμόνα ότι το εν λόγω αίτημα ήταν αδύνατο να εγκριθεί, γιατί δεν ικανοποιούνται οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91), όπως τροποποιήθηκε ή και οι προϋποθέσεις που καθορίστηκαν για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου απάντησε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 12.1.2011, η οποία αποτελεί την προσβαλλόμενη απόφαση, πως η αποδοχή των πωλητηρίων εγγράφων ήταν αδύνατη. Και αυτό γιατί ο Κηδεμόνας «δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για αποδοχή των αγοραπωλητηρίων εγγράφων, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής και επειδή ο πρωτογενής ιδιοκτήτης της πωλούμενης περιουσίας εγκατέλειψε την περιουσία του στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές λόγω της τουρκικής εισβολής, και εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του».
Ως αποτέλεσμα, ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Η προδικαστική ένσταση
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας καθότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Αρκεί η αναφορά στη Niazi ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2009) 3 ΑΑΔ 218 στην οποία παραπέμπουν οι αιτητές και την οποία η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αφήνει ασχολίαστη. Εκεί, η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να μην επιτρέψει την αποδέσμευση της περιουσίας με σκοπό την πώληση και αποξένωσή της, κρίθηκε ότι «ανήκει ασφαλώς στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αφού η συγκεκριμένη λειτουργία του Κηδεμόνα έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημόσιου σκοπού. . Η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα είναι πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου . Η θέση της συγκεκριμένης περιουσίας εκτός της προστασίας του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και η μεταβίβασή της δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, δεν ενδιαφέρει μόνο τα μέρη των οποίων τα αστικά δικαιώματα δυνατόν να μεταβληθούν, αλλά το κοινό ευρύτερα» (βλ. και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 373).
Με ειδική αναφορά στα άρθρα 5 και 6 του Νόμου, οι αιτητές ισχυρίζονται πως ο Κηδεμόνας υπερέβηκε τις αρμοδιότητές του εφόσον «η δικαιολογία» της άρνησής του δεν βασίζεται στο Ν. 139/91. Στο Νόμο δεν προβλέπεται οτιδήποτε για «πρωτογενή ιδιοκτήτη». Προβάλλουν, περαιτέρω, τη θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την προβλεπόμενη από το Άρθρο 26 του Συντάγματος, ελευθερία της σύμβασης καθώς και το προστατευόμενο από το Άρθρο 23 του Συντάγματος δικαίωμα της ιδιοκτησίας το οποίο εν προκειμένω θα ασκηθεί μόνο στην έκταση της μεταβίβασης και όχι της κατοχής. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης. Κατά τον ισχυρισμό, η απόφαση του Κηδεμόνα παραβιάζει επίσης την προστατευόμενη από το Άρθρο 28 του Συντάγματος αρχή της ισότητας εφόσον δημιουργεί φυλετική διάκριση ενώ παραβιάζει και το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικής Διάκρισης η οποία κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 12/1967, με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε υποχρέωση να τροποποιήσει ή καταργήσει κάθε νομοθεσία που επάγει τη δημιουργία φυλετικής διάκρισης.
Οι αιτητές περαιτέρω, παραπέμπουν στην έννοια του όρου «τουρκοκυπριακή περιουσία» και «Τουρκοκύπριος» για να εισηγηθούν ότι με το νόμο, αυτός που περιορίζεται είναι η «τουρκοκυπριακή περιουσία» και οποιοσδήποτε αποκτά την περιουσία αυτή υπόκειται στους περιορισμούς που αναφέρονται στο Νόμο λόγω της περιουσίας του. Τότε, κατά την εισήγηση, η μεταβίβαση της τουρκοκυπριακής περιουσίας υπό την επιφύλαξη της κατοχής των προσφύγων που την κατέχουν, δεν εμποδίζεται από το Νόμο. Είναι η θέση των αιτητών πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη εφόσον η αιτήτρια 1, ως ιδιοκτήτρια η οποία είχε τη μόνιμη διαμονή της στο εξωτερικό πριν το 1974, καλύπτεται από την εξαίρεση της εφαρμογής του Νόμου στη βάση σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ανεξαρτήτως διαμονής του πρωτογενή ιδιοκτήτη.
Διαζευκτικά οι αιτητές εισηγούνται ότι ακόμα και αν ο Νόμος λαμβάνει ως κριτήριο τον «ιδιοκτήτη» και όχι την «περιουσία», το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με αρ. 60.821, ημερ. 15.9.2004, δημιούργησε μια εξαίρεση στην εφαρμογή του Νόμου η οποία αφορά στον ιδιοκτήτη τουρκοκυπριακής περιουσίας που έφυγε στο εξωτερικό για μόνιμη παραμονή πριν το 1974, όπως είναι η αιτήτρια 1.
Η κατάληξη
Της επικαλούμενης από τους αιτητές απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 15.9.2004, ακολούθησε σχετική τροποποίηση του Νόμου. Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2010, Ν. 39(Ι)/2010 ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7.5.2010, ρυθμίζει το επίδικο ζήτημα. Όχι μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση αλλά και η ίδια η κατάθεση στο Κτηματολόγιο των αγοραπωλητηρίων εγγράφων στις 29.6.2010 ήταν κατοπινή της πιο πάνω τροποποίησης. Ορθά η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παρατηρεί πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ισχύει πλέον. Συνεπώς, τα όσα υποστηρίχτηκαν από τους αιτητές στη βάση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν θα τύχουν περαιτέρω σχολιασμού.
Δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη περιουσία νομίμως υπάγεται στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα. Εκείνο που αμφισβητείται είναι το νόμιμο της πράξης του Κηδεμόνα να εμποδίσει την εν λόγω μεταβίβαση.
Το άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει παράγοντες οι οποίοι προσμετρούν στην άρση ή μερική άρση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας από τον Κηδεμόνα και δεν έχει υποδειχθεί ότι συντρέχει λόγος από τους προβλεπόμενους στις παραγράφους (α)-(γ) της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου, ώστε να αρθεί η διαχείριση της επίδικης περιουσίας με αιτιολογημένη απόφαση του Κηδεμόνα. Σημασία έχει το καθεστώς του ιδιοκτήτη κατά την έναρξη της εφαρμογής του Νόμου. Ιδιαίτερα, η πιο πάνω παράγραφος (α) είναι αναφορά σε τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη περιουσίας, ο οποίος είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό κατά το χρόνο κατά τον οποίο η περιουσία περιήλθε στο καθεστώς διαχείρισής της από τον Κηδεμόνα, που κάνει αναφορά. Συνεπώς, αν και ο όρος «πρωτογενής ιδιοκτήτης» πράγματι δεν συναντάται στο Νόμο, εν τούτοις η έννοια παραπέμπει στον ιδιοκτήτη της περιουσίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτή περιήλθε στον Κηδεμόνα, ιδιότητα η οποία καλύπτεται από το Νόμο. Δηλαδή, στην παρούσα περίπτωση, τον πατέρα της αιτήτριας 1 και όχι την ίδια, ως είναι ο ισχυρισμός.
Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των αιτητών απαντώνται επαρκώς από τις διαχρονικές θέσεις της νομολογίας. Παραθέτω σχετική περικοπή από την απόφαση στην Fezile Ahmet ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1482/2010, ημερ. 24.9.2012 (Κραμβή, Δ.) στην οποία γίνονται παραπομπές σε σχετική νομολογία, η οποία εφαρμόζεται και εν προκειμένω:-
«Με τον προαναφερόμενο νόμο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών γης στις ελεύθερες περιοχές με κανένα τρόπο δεν καταργούνται εφόσον ο Κηδεμόνας ορίστηκε με μόνο σκοπό τη διαχείριση των περιουσιών αυτών μεριμνώντας τόσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων όσο και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών. Δεν αποκλείεται βέβαια, κάτω από προϋποθέσεις, είτε η μεταβίβαση και εγγραφή της περιουσίας επ΄ ονόματι των τέκνων των ιδιοκτητών, είτε η, μετά το θάνατο του νόμιμου ιδιοκτήτη, μεταβίβαση του τίτλου στους νόμιμους κληρονόμους.
Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 2 του Ν. 139/91 δεν καταστρατηγούσε το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου δικαιολογούνταν με βάση την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την Τουρκική εισβολή είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη «τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας».
Στην υπόθεση Perihan Mustafa Korkut v Γεωργίου (2008) 1(Β) ΑΑΔ 905 εξετάστηκε η φύση των αρμοδιοτήτων του κηδεμόνα. Ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας, βέβαια, εξακολουθεί να είναι κύριος. Η κυριότητα της περιουσίας αυτής περιορίζεται μόνο ως προς τη δυνατότητα αποξένωσής της. Το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς που συνάδουν με το άρθρο 23.3. του Συντάγματος (βλέπε ακόμα Ahmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007).
Έχοντας υπόψη ότι ο Νόμος 139/91 δεν θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, αλλά προβαίνει σε αναγκαίες, υπό τις περιστάσεις, προσωρινές ρυθμίσεις συμφωνώ με όσα έχουν λεχθεί από το Νικολαΐδη, Δ στην υπόθεση Ahmet Mulla Suleyman (πιο πάνω):
«Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, μετά την αναγνώριση του δικαιώματος οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου σε ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, αναφέρεται στις εξαιρέσεις. Το δικαίωμα παραμερίζεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος και υπό τους όρους που ρυθμίζεται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Η προστασία του άρθρου 1 δεν μειώνει το δικαίωμα του κράτους να επιβάλει τέτοιους νόμους που θεωρεί αναγκαίους προς έλεγχο της χρήσης της περιουσίας, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή προς εξασφάλιση της πληρωμής φόρων ή άλλης συνεισφοράς.
Οι εξαιρέσεις του άρθρου 1 υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση. Ο Νόμος 139/91 υπαγορεύτηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι είναι προφανείς... Εξ άλλου στην περίπτωση του Νόμου 139/91 η ιδιοκτησία παραμένει στους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες και ο Κηδεμόνας απλώς έχει την ευθύνη και την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται την περιουσία μέχρι το τέλος της έκρυθμης κατάστασης.»
. Σε καμία περίπτωση δεν θίγεται το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων από την εφαρμογή του Νόμου. Αφήνοντας άθιχτο τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των τουρκοκυπρίων, ο Νόμος επιβάλλει περιορισμούς, δικαιολογημένους κατά το δίκαιο της ανάγκης, για την ομαλή λειτουργία και επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νόμιμου κράτους με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων. Παράλληλα, η προστασία του κράτους ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση αποτελεί έρεισμα για την διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών με τους νόμιμους επιβεβλημένους περιορισμούς που απορρέουν από την δικαιοδοσία του καθ' ου η αίτηση».
Τα πιο πάνω πιστεύω απαντούν στους ισχυρισμούς των αιτητών οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από ισχυριζόμενη παραβίαση των Άρθρων 23, 26 και 28 του Συντάγματος και έχω τη γνώμη πως οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά θα ήταν περιττή.
Παραμένει η θέση των αιτητών πως η μεταβίβαση της τουρκοκυπριακής περιουσίας υπό την επιφύλαξη της κατοχής των προσφύγων που την κατέχουν δεν εμποδίζεται από το Νόμο. Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι ο Κηδεμόνας σύμφωνα με το Νόμο, δεν έχει εξουσία να επιστρέψει την κατοχή ή και τη διαχείριση της συγκεκριμένης περιουσίας στην αιτήτρια πριν από τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης. Κάτι τέτοιο, κατά την εισήγηση, θα αντιστρατευόταν τους σκοπούς του νομοθέτη σύμφωνα με τους οποίους ο Κηδεμόνας, διαχειριζόμενος εγκαταλειφθείσες τουρκοκυπριακές περιουσίες οφείλει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των προσφύγων της τουρκικής εισβολής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της περιουσίας της αιτήτριας.
Θεωρώ πως η θέση των αιτητών δεν ευσταθεί. Ενώ ισχυρίζονται ότι με τη διαφύλαξη στη σύμβαση της κατοχής της περιουσίας από τους τώρα κατόχους της δεν διεκδικούν άρση της διαχείρισης της περιουσίας από τον Κηδεμόνα, εν τούτοις στην πραγματικότητα διεκδικείται αποξένωση της περιουσίας από την τουρκοκύπρια αιτήτρια προς όφελος κυπριακών εταιρειών για τις οποίες δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ελέγχονται από Τουρκοκύπριους ώστε να πληρείται ο όρος «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία» οι οποίοι προβλέπονται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν. 139/91. Η περιουσία, καθώς αντιλαμβάνομαι, θα παύσει να είναι τουρκοκυπριακή και ορθά οι καθ' ων η αίτηση, κάτω από αυτά τα δεδομένα και ενόσω η «έκρυθμη κατάσταση» δεν έχει λήξει, απέρριψαν το αίτημα.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ