ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1612/2009 και 1671/2009 )
25 Ιουλίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Υπόθεση Αρ. 1612/2009)
ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1671/2009)
ΛΟΥΚΗΣ ΚΑΛΑΘΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή στην 1612/2009.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην 1671/2009.
Ρ. Ιάσωνος, για Χρ. Δημητριάδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδ. Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με τις πιο πάνω συνεκδικασθείσες προσφυγές, οι Τάσος Αναστασίου (αιτητής στην υπόθεση αρ. 1612/2009) και Λουκής Καλαθάς (αιτητής στην υπόθεση αρ. 1671/2009) αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, (το «Συμβούλιο»), ημερομ. 28.9.2009 με την οποία η Λίζα Κλεοβούλου, (το «ενδιαφερόμενο μέρος»), προήχθη, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση του Ανώτερου Γραφέα, (η «θέση»), αναδρομικά από 16.1.2006.
Πέντε υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων των μερών της παρούσας, είχαν διεκδικήσει προαγωγή στη θέση, για την οποία το Συμβούλιο, με απόφασή του ημερομ. 16.1.2006, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο αιτητής Λ. Καλαθάς αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προαγωγής η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, για το λόγο ότι το Συμβούλιο κατέληξε στην επιλογή του, χωρίς να έχει ενώπιόν του, τη σύσταση του Διευθυντή που ήταν ένα υποχρεωτικό στοιχείο κρίσης. (Βλ. Λουκής Καλαθάς ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, υπόθ. αρ. 150/2006, ημερομ. 8.10.2007).
Στις 3.12.2007 μετά από επανεξέταση προήχθη εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος. Ασκήθηκε και πάλι από τον αιτητή Λ. Καλαθά προσφυγή με επιτυχή έκβαση γιατί, όπως διαπιστώθηκε, κατά την επανεξέταση, είχε ληφθεί υπόψη η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον του Συμβουλίου με διαφορετική σύνθεση, η δε σύσταση του Διευθυντή βρισκόταν σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων - (βλ. Λουκής Καλαθάς ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, υπόθ. αρ. 95/2008, ημερομ. 21.5.2009).
Το Συμβούλιο επανεξέτασε το ζήτημα στις 28.9.2009, σημειώνοντας στα πρακτικά του ότι, σε συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω προσφυγή, αποφάσισε να μη λάβει υπόψη του οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη κατά την αρχική προαγωγή που έγινε στις 16.1.2006. Σημείωσε περαιτέρω ότι προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης έχοντας ενώπιον του το φάκελο της θέσης, το Σχέδιο Υπηρεσίας, τους προσωπικούς φακέλους των αιτητών, από τους οποίους λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της, και τον κατάλογο με τα στοιχεία και προσόντα των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης, καθώς και των ετήσιων αξιολογήσεων των αιτητών για τα έτη 1998-2004.
Στη συνέχεια κλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, ο Διευθυντής, ο οποίος αφού αξιολόγησε τους υποψήφιους με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια (αξία-προσόντα-αρχαιότητα) σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρώντας ότι υπερείχε ελαφρά των άλλων υποψηφίων.
Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, το Συμβούλιο, έχοντας υπόψη όπως σημείωσε «όλα τα έγγραφα της υπόθεσης, τους προσωπικούς φακέλους των αιτητών (από τους οποίους έλαβε υπόψη τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης), τις ετήσιες αξιολογήσεις των αιτητών για τα έτη 1998-2004, τις συστάσεις του Διευθυντή καθώς και τις επί μέρους πολύ οριακές διαφορές των υποψηφίων στα κριτήρια αξία, προσόντα και αρχαιότητα», αποφάσισε την επαναπροαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση από 16.1.2006.
Ο αιτητής Τ. Αναστασίου ισχυρίζεται ότι πάσχουν τόσο η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η τελική κρίση του Συμβουλίου που την υιοθέτησε.
Ο αιτητής Λ. Καλαθάς ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερείχε σε κανένα κριτήριο επιλογής· αντίθετα ο ίδιος υπερείχε έστω και οριακά σε εκθέσεις, αρχαιότητα και πείρα, ότι υπήρξε πλάνη και παραβίαση του δεδικασμένου από το Διευθυντή και το Συμβούλιο αναφορικά με τα προσόντα των μερών, ότι η σύσταση συγκρούεται με το δεδικασμένο και τα στοιχεία του φακέλου, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα την αναιτιολόγητη απόφαση του Συμβουλίου.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(4)(α) των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Αμμοχώστου του 1996, (Κ.Δ.Π. 111/96 ως έχει τροποποιηθεί), «οι Κανονισμοί», κατά τη διαδικασία προαγωγής, το Συμβούλιο λαμβάνει ανάλογα υπόψη, μεταξύ άλλων, «τις αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή». Στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής αρ. 95/2008, το Δικαστήριο σε σχέση με τη σύσταση του Διευθυντή κατέληξε μεταξύ άλλων στα εξής:
«΄Οπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη (Επισύναψη 7 στην ένσταση), ο Διευθυντής προβαίνοντας στη σύσταση αφού μελέτησε τους φακέλους, αξιολόγησε τους υποψηφίους διαπιστώνοντας ως προς τα προσόντα ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα αναγκαία και απαιτούμενα προσόντα. ... Συνεπώς, δεν υπήρχε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε οποιοδήποτε χρόνο, όπως λανθασμένα παρουσίασε ο Διευθυντής, αλλά αντίθετα υπήρχε ελαφρά υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στο σύνολο των ετών, στα πιο πρόσφατα δε έτη 1999 και 2000, ο αιτητής υπερείχε κατά μια περισσότερη ένδειξη «πολύ ικανοποιητικά». Πολύ απομακρυσμένα και μόνο, δηλαδή, για το 1995, ήταν που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα «πολύ ικανοποιητικά» περισσότερο του αιτητή.
Παρατηρείται επομένως ότι η συνολική θεώρηση των δύο συνυποψηφίων έδειχνε ουσιαστική ισοδυναμία και αν υπήρχε διαφορά αυτή ήταν υπέρ του αιτητή και όχι του ενδιαφερόμενου μέρους. .
Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι δύο συνυποψήφιοι, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν ουσιαστικά ισοδύναμοι ήταν ο αιτητής που υπερείχε λόγω της αρχαιότητας του στην υπηρεσία έστω κατά τρεις μήνες. ...»
Στην παρούσα περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Ο Διευθυντής ανάφερε ότι αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία των αιτητών που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έχει διαπιστώσει ότι οι υποψήφιοι αξιολογούνται ως εξής για τα πιο κάτω κριτήρια:
Κριτήριο αξία:
Διαπιστώνεται ότι οι αξιολογήσεις των υποψηφίων Ευαγόρου, Καλαθά, Κλεοβούλου και Ευσταθιάδου ήταν πανομοιότυπες για τα έτη 1999-2004, ενώ το 1998 η υποψήφια Ευσταθιάδου υπερτερούσε οριακά των πιο πάνω αναφερόμενων υποψηφίων. Οι αξιολογήσεις του υποψήφιου Αναστασίου για τα έτη 1999-2000 ήταν πανομοιότυπες με αυτές των πιο πάνω αναφερόμενων υποψηφίων ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια υστερούσαν οριακά.
Θεωρώ ότι οι διαφορές στο κριτήριο αυτό μεταξύ των υποψηφίων δεν είναι ουσιώδεις.
Κριτήριο προσόντα:
Διαπιστώνεται ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα.
..................................
Η υποψήφια Κλεοβούλου έχει επίσης επιτύχει σε Κυβερνητικές εξετάσεις στα πιο κάτω θέματα, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα που εκτελεί: (1) Απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας για ορισμένες θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας, (2) Δημοσιονομικές Οδηγίες/Κανονισμοί Αποθήκης και (3) Γενικές Διατάξεις.
Η υποψήφια Ευσταθιάδου κατέχει επίσης δίπλωμα μονοετούς φοίτησης στο Phillips College Accounting & Finance και το LCCI τρίτου επιπέδου στο Auditing και στο Management Accounting, που όμως δεν θεωρούνται ως «απαιτούμενα προσόντα» με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, οι υποψήφιες Κλεοβούλου και Ευσταθιάδου υπερέχουν ελαφρώς στο κριτήριο αυτό των άλλων υποψηφίων.
Κριτήριο αρχαιότητα:
Διαπιστώνεται ότι και σε αυτό το κριτήριο δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Αρχαιότερος θεωρείται ο Αναστασίου ο οποίος προήχθη στη θέση Γραφέα την ίδια ημερομηνία με τον Καλαθά αλλά υπερέχει αυτού διότι στην προηγούμενη θέση αυτός υπερέχει του Καλαθά κατά 3½ μήνες. Ακολουθεί η Κλεοβούλου η οποία υστερεί στην αρχαιότητα κατά μόνο 3 μήνες από τους πιο πάνω. ...
Στη συνέχεια ο Διευθυντής ανάφερε ότι συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, συστήνεται εκ νέου για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Γραφέα η υποψήφια Λίζα Κλεοβούλου, η οποία δε υστερεί των άλλων υποψηφίων στο κριτήριο αξία, στο κριτήριο προσόντα υπερτερεί μαζί με την υποψήφια Δώρα Ευσταθιάδου των άλλων υποψηφίων και στο κριτήριο αρχαιότητα (λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχαιότητα προσδίδει σημασία σε θέματα πείρας) υστερεί κατά μόνο τρεις μήνες των υποψηφίων Τάσου Αναστασίου και Λουκή Καλαθά σε συνολική υπηρεσία στη θέση Γραφέα όπως φαίνεται πιο πάνω.
Επομένως, θεωρώ ότι η συνολική εικόνα της υποψήφιας Λίζας Κλεοβούλου υπερέχει ελαφρά των άλλων υποψηφίων.»
Ο αιτητής Τ. Αναστασίου υποβάλλει ότι η πιο πάνω σύσταση βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, είναι αντιφατική και παραβιάζει το δεδικασμένο της απόφασης στην προσφυγή αρ. 95/2008.
Συγκεκριμένα, ο Διευθυντής, επιχείρησε να στηρίξει τη σύσταση του σε κρίση περί υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους στα προσόντα, τα οποία δεν είχαν σχολιασθεί στις προηγούμενες συστάσεις του, παρόλο που ευρίσκονταν και τότε ενώπιόν του. Υπό πλάνη μάλιστα, κατά τον αιτητή, αναφέρθηκε σε άμεση σχετικότητα αυτών των προσόντων με τα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος και όχι στη σχετικότητά τους με τα καθήκοντα της θέσης. Υπήρξε εν προκειμένω, κατά τον αιτητή, όχι μόνο μια αντιφατικότητα της σύστασης σε σχέση με τις δύο προηγούμενες στις οποίες δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των προσόντων αλλά και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αφενός σε σχέση με την καταλληλότητα των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και αφετέρου σε σχέση με παρόμοια προσόντα που διέθετε και ο αιτητής και τα οποία αγνοήθηκαν. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον αιτητή, η σύσταση πάσχει σε ότι αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας στην οποία ο ίδιος υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους (κατά τρεις μήνες), παράμετρος που είχε επισημανθεί στην ακυρωτική απόφαση, αναφορικά με τον αιτητή Λ. Καλαθά, ο οποίος είχε επίσης ένα προβάδισμα τριών μηνών έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση Γραφέα που προηγείται της θέσης. Με δεδομένο, καταλήγει ο αιτητής, ότι είχε κριθεί ως ουσιαστικά ισοδύναμος σε αξία με το ενδιαφερόμενο μέρος και ότι είχε και αυτός πρόσθετα προσόντα ανάλογα με αυτά που τονίσθηκαν για το ενδιαφερόμενο μέρος, θα έπρεπε το προβάδισμα του σε αρχαιότητα που συνιστούσε και υπεροχή σε πείρα να βαρύνει στην κρίση του Διευθυντή.
Από πλευράς του αιτητή Λ. Καλαθά υποβάλλεται ότι η σύσταση είναι το αποτέλεσμα πλάνης του Διευθυντή και παραβιάζει το δεδικασμένο γιατί στις προηγούμενες διαδικασίες τόσο ο Διευθυντής όσο και το Συμβούλιο τον είχαν κρίνει όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος ως ισοδύναμους σε προσόντα ενώ και στις αγορεύσεις των διαδίκων μέσα στα πλαίσια των προσφυγών που ακολούθησαν δεν είχε αμφισβητηθεί, η εισήγηση του περί ισοδυναμίας στα προσόντα. Περαιτέρω, στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής αρ. 95/2008 σημειώθηκε στη σελίδα 9 ότι δεν υπήρξε διαφωνία αναφορικά με το συμπέρασμα του Διευθυντή, κατά την πρώτη επανεξέταση ότι «όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα αναγκαία και απαιτούμενα προσόντα» και στη σελίδα 12 παρατηρήθηκε ότι η αρχαιότητα, αποκτά τη δική της σημασία όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίσα. Κατά τον αιτητή, αυτό παραπέμπει, σε ισοδυναμία των υποψηφίων σε προσόντα. Εφόσον δε ο κατάλογος προσόντων διατηρήθηκε αναλλοίωτος από την πρώτη μέχρι την τελευταία διαδικασία το δεδικασμένο κάλυπτε το συγκεκριμένο ζήτημα και δεν ήταν δυνατή η αναθεώρησή του κατά την επανεξέταση. (Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Τονίζεται παράλληλα ότι υπήρξε παραβίαση των πορισμάτων της ακυρωτικής απόφασης ότι «αν υπήρχε διαφορά αυτή ήταν υπέρ του αιτητή και όχι του ενδιαφερόμενου μέρους» και ότι υπήρχε ελαφρά υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο σύνολο των ετών και ελαφρά υπεροχή σε αρχαιότητα και σε πείρα, τα οποία ήταν δεσμευτικά για το Διευθυντή και το Συμβούλιο, και στα οποία θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη σύσταση. Συνεπώς, καταλήγει ο αιτητής, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων, κατά τα νομολογηθέντα στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.
Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζουν ότι η σύσταση ήταν καθ΄ όλα νόμιμη, ότι το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης δεν κάλυπτε το θέμα των προσόντων, ότι το τρίμηνο προβάδισμα των αιτητών σε αρχαιότητα ήταν εντελώς οριακό, η δε εξ αυτού κτηθείσα πείρα ήταν πλασματική και ότι η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, εύλογα δε ο Διευθυντής επέλεξε να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους παρά στην τρίμηνη αρχαιότητα των αιτητών.
Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση. Η διοίκηση, προβαίνουσα στην έκδοση νέας απόφασης, οφείλει να μη επαναλάβει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας απόφασης - (βλ. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 695). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το δικαστή σημεία δικαίου, δηλαδή, το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώθηκε - (βλ. Δήμητρα Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως (ανατύπωση), 1988, σελ. 83).
Ο αιτητής Τ. Αναστασίου δεν ήταν μέρος στην προσφυγή αρ. 95/2008 και συνεπώς δεν νομιμοποιείται να θέτει ζητήματα δεδικασμένου.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης που προεκτέθηκε, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στο κριτήριο της αξίας, «δεν υπήρχε υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε οποιοδήποτε χρόνο, όπως λανθασμένα παρουσίασε ο Διευθυντής, αλλά αντίθετα υπήρχε ελαφρά υπεροχή του αιτητή (Λ. Καλαθά) έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο σύνολο των ετών» υποδεικνύοντας παράλληλα ότι «ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ουσιαστικά ισοδύναμοι ήταν ο αιτητής (Λ. Καλαθάς) που υπερείχε λόγω της αρχαιότητάς του στην υπηρεσία, έστω κατά τρεις μήνες». Προβαίνοντας στη σύστασή του κατά την επανεξέταση, ο Διευθυντής ανέφερε ότι οι αξιολογήσεις του αιτητή Λ. Καλαθά και του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν πανομοιότυπες για τα έτη 1999-2004 και ότι οι διαφορές στο κριτήριο αυτό, μεταξύ των υποψηφίων δεν ήταν ουσιώδεις.
Ως μη σημαντική διαφορά, χαρακτήρισε και το τρίμηνο προβάδισμα αρχαιότητας των αιτητών έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γραφέα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συνολική εικόνα του ενδιαφερόμενου μέρους υπερείχε ελαφρώς των άλλων υποψηφίων, λόγω προφανώς της ελαφράς υπεροχής που θεώρησε ότι εμφάνιζε το ενδιαφερόμενο μέρος στο κριτήριο των προσόντων. Σημειώνεται ότι ο Διευθυντής στην προηγούμενη σύστασή του που κρίθηκε τρωτή δεν είχε ασχοληθεί με τα πρόσθετα προσόντα συνεπώς επί του σημείου δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο, εφόσον το Δικαστήριο αρκέστηκε στην παρατήρηση ότι ήταν παραδεκτό πως όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τα αναγκαία και απαιτούμενα προσόντα. Διατηρούσε επομένως κατά την επανεξέταση το δικαίωμα να αξιολογήσει και αυτή τη πτυχή, αφού όμως θα ελάμβανε ως δεδομένα τα πορίσματα της ακυρωτικής απόφασης σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία και την αρχαιότητα.
Οι αναφορές του Διευθυντή στη σύσταση για πανομοιότυπες αξιολογήσεις και μη ουσιώδεις διαφορές βρίσκονται σε αντίθεση με το δικαστικό εύρημα περί ελαφράς υπεροχής του Λ. Καλαθά έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο σύνολο των ετών. Επίσης η θεώρηση του ότι στο κριτήριο της αρχαιότητας δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές, παραβιάζει το δεδικασμένο, αφού, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αιτητής Λ. Καλαθάς και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ουσιαστικά ισοδύναμοι, ήταν ο αιτητής που υπερείχε λόγω της αρχαιότητας του στην υπηρεσία, έστω κατά τρεις μήνες. Συνεπώς σε σχέση με τον αιτητή Λ. Καλαθά παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Πάσχουσα όμως είναι η σύσταση και σε ό,τι αφορά την προσέγγιση του Διευθυντή στο ζήτημα των προσόντων πέραν των απαιτουμένων που, όπως φαίνεται, ήταν καταλυτικό για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας τα καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης είναι τα εξής:
«1. Εκτελεί καθήκοντα στους διάφορους Κλάδους του Τμήματος Λογιστηρίου, τα οποία περιλαμβάνουν γενικά λογιστικά καθήκοντα, εισπράξεις τελών, πληρωμές, αγορές και προσφορές, ή/και αναλαμβάνει όταν του ανατεθεί ως υπεύθυνος Κλάδου σχετικά με τα καθήκοντα αυτά.
2. Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που θα του ανατεθούν.»
Αναφερόμενος στο ενδιαφερόμενο μέρος ο Διευθυντής σημείωσε ότι «έχει επιτύχει σε Κυβερνητικές Εξετάσεις στα πιο κάτω θέματα, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα που εκτελεί: (1) Απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας για ορισμένες θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας. (2) Δημοσιονομικές Οδηγίες/Κανονισμοί Αποθήκης και (3) Γενικές Διατάξεις» συνοψίζοντας στη συνέχεια ότι ένεκα τούτων υπερείχε ελαφρώς το ενδιαφερόμενο μέρος σε προσόντα έναντι των άλλων υποψηφίων.
Από την έρευνα του φακέλου διαπιστώνεται ότι ο αιτητής Τ. Αναστασίου, έχει επίσης επιτύχει στην Κυβερνητική Εξέταση για την απόκτηση δικαιώματος υποψηφιότητας για ορισμένες θέσεις της δημόσιας υπηρεσίας στις 30.3.1983 και είχε, μεταξύ άλλων, παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα διάρκειας 24 ωρών με τίτλο «Οργάνωση και ΄Ελεγχος Αποθεμάτων και Αποθηκών. Είχε επίσης τρεις επιτυχίες σε Κυβερνητικές Εξετάσεις στα Ελληνικά, Μαθηματικά και τις Γενικές Γνώσεις.
Ο χειρισμός από το Διευθυντή, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, του κριτηρίου των προσόντων δημιουργεί ερωτηματικά. Απουσιάζει μια προκαταρκτική τοποθέτηση σε σχέση με το τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο για την περίπτωση προσόν, σε συνάρτηση βέβαια με τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης (βλ. Ευριπίδης Μαλλιώτης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 635/2003, ημερομ. 27.1.2005, Κωνσταντίνος Μ. Δημητρίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 254/2008 κ.ά., ημερομ. 26.7.2012) αλλά και ο συσχετισμός των συγκεκριμένων εξετάσεων του ενδιαφερόμενου μέρους με την προοπτική της καλύτερης διεκπεραίωσης των καθηκόντων της θέσης, όπως αυτά σημειώνονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Η άμεση σχέση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους με τα καθήκοντα που αυτό εκτελούσε στη θέση του Γραφέα δεν ήταν το ζητούμενο. Η έρευνα θα έπρεπε να εστιάζεται στο κατά πόσο οι εξετάσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής σχετίζονταν με τη φύση των καθηκόντων του Ανώτερου Γραφέα, κάτι που με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας που προεκτέθηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο.
Όπως έχει νομολογηθεί, η μη απόδειξη της σχετικότητας προσόντων, συνιστά αποδοχή εξωγενών παραγόντων που οδηγεί σε ακύρωση. (Βλ.
Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Δημοκρατία ν. Λοϊζίδου-Puradier Duteil κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 311).
Τέλος, στους καταλόγους των προσόντων, φαίνεται ότι και ο αιτητής Τ. Αναστασίου είχε επιτύχει σε παρόμοιες εξετάσεις. Εφόσον λοιπόν ο Διευθυντής επέλεξε να επεκταθεί και σε άλλα στοιχεία πέραν των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσία, θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του και να συσταθμίσει τα ανάλογα και των υπολοίπων υποψηφίων. Η επιλεκτική μονομερής αναφορά του στις εξετάσεις που είχε επιτύχει το ενδιαφερόμενο μέρος δημιούργησε μια παραπλανητική εικόνα ως προς το ισοζύγιο των προσόντων, που οδηγεί σε παραβίαση της αρχής του ενιαίου μέτρου κρίσεως των υποψηφίων. (Λάζαρος Λαζάρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 389/2007, κ.ά. ημερομ. 6.10.2008, Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317). ΄Οπως τονίστηκε στη Λάζαρος Λαζάρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 886/2007 κ.ά. ημερομ. 30.4.2009:-
«Στο διορίζον όργανο δεν παρέχεται δυνατότητα, όταν δύο υποψήφιοι κατέχουν το ίδιο πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, να το λαμβάνει υπόψη μόνο για τον έναν υποψήφιο, καθιστώντας τον με αυτό καταλληλότερο του άλλου.»
Η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολόγησης προσόντων υποψηφίων, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, έχει αποδοκιμασθεί. (Βλ. Φραγκουλίδου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 85 και Σταύρος Παπαντωνίου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Αναθεωρ. Εφεση Αρ. 136/2008, ημερομ. 9.7.2012.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΦ.