ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1473/2009)
17 Ιουλίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ Κ. ΜΟΥΣΙΑΒΕΣΙΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
ΩΣ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Α
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ
ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ/Ή
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΔΑΣΜΟΥ
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη - Παρεμβαίνοντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, 64 στον αριθμό, είναι μεταξύ των 521 συνολικά δικαιούχων ιδιοκτητών αγροτικών κτημάτων, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή αναδασμού Αθηαίνου /2. Με την παρούσα προσφυγή τους, οι αιτητές, οι οποίοι δεν συγκατατέθηκαν στο δεύτερο αναδασμό της κοινότητας τους, προσβάλλουν ''την απόφαση να γίνει νέος αναδασμός, παρά τις νομικές τους ενστάσεις καθώς και την απόφαση για την συγκρότηση της συγκεκριμένης σύνθεσης Επιτροπής για την προώθηση της ως παραβιάζουσες το δικαίωμα ιδιοκτησίας και βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.''
Η πρώτη συνεδρίαση των δικαιούχων ιδιοκτητών, η οποία συγκλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Ενοποίησης και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου Ν. 24/1969 (εφεξής ''ο Νόμος''), έλαβε χώρα στις 7/7/2009 και σ' αυτήν παρευρέθηκαν 150 ιδιοκτήτες της επηρεαζόμενης περιοχής. Παρά την άποψη παρευρισκομένων στη συνεδρίαση ιδιοκτητών, ότι η διαδικασία της ψηφοφορίας θα έπρεπε να ολοκληρωθεί, δηλαδή να υπογραφεί το έντυπο συγκατάθεσης και να ληφθεί οριστική απόφαση κατά την εν λόγω πρώτη συνεδρίαση και όχι μεταγενέστερα, το μόνο που έγινε κατά την εν λόγω συνεδρίαση, ήταν η σύνταξη έκθεσης από την εκπρόσωπο του Επάρχου. Η υπογραφή της έκθεσης άρχισε στις 7/7/2009 και ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009. Την έκθεση υπέγραψαν, τασσόμενοι υπέρ της εφαρμογής των μέτρων αναδασμού, οι 309 από τους 521 δικαιούχους ιδιοκτήτες, ήτοι ποσοστό 59.31%.
Να σημειωθεί, ότι η εφαρμογή μέτρων αναδασμού στην προκείμενη περίπτωση έγινε με βάση την πρόνοια του άρθρου 4(β) του Νόμου, δηλαδή «αναγκαστικά με απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών». Συγκεκριμένα όταν η πλειοψηφία των δικαιούχων ιδιοκτητών, οι οποίοι ταυτόχρονα κατέχουν και την πλειοψηφία της ολικής εγγεγραμμένης αξίας της επηρεαζόμενης περιοχής, υπογράψουν υπέρ της εφαρμογής του μέτρου αναδασμού, τότε τεκμαίρεται ότι λήφθηκε απόφαση για ενοποίηση και αναδιανομή που δεσμεύει όλους τους ιδιοκτήτες της περιοχής αναδασμού.
Η σχετική με τη λήψη απόφασης για ενοποίηση και αναδιανομή και με τη σύσταση σχετικού Συνεταιρισμού, Γνωστοποίηση, δημοσιεύτηκε στις 18/9/2009 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Μετά τη λήψη απόφασης για εφαρμογή των μέτρων αναδασμού, ο Έπαρχος Λάρνακας συγκάλεσε συνεδρίαση των ιδιοκτητών με βάση τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του Νόμου η οποία πραγματοποιήθηκε στις 28/9/2009. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση εξελέγησαν, από τους παρόντες δικαιούχους ιδιοκτήτες ή αντιπροσώπους δικαιούχων ιδιοκτητών, τρεις ως αιρετά μέλη της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής και δυο ως αιρετά μέλη της Επιτροπής Εκτιμήσεως.
Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης τους οι αιτητές προωθούν αριθμό λόγων ακύρωσης τους οποίους εντάσσουν κάτω από τις εξής τρεις ενότητες:
(α) Δικαίωμα ιδιοκτησίας - παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Στον πυρήνα της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών, βρίσκεται η θέση ότι ο Νόμος, όπως και ο επιδιωκόμενος αναδασμός, παραβιάζουν το δυνάμει του άρθρου 23 του Συντάγματος κατοχυρωμένο δικαίωμα των αιτητών και συνεπώς είναι αντισυνταγματικοί. Συγκεκριμένα είναι η θέση του συνηγόρου ότι, «ο αναδασμός, αποτελεί μέτρο τόσο επαχθές για τους αιτητές, ώστε δεν αποτελεί περιορισμό αλλά στέρηση της ανάπτυξης και απόλαυσης της ιδιοκτησίας των, χωρίς προηγουμένως να τηρηθεί η απαραίτητη, κατά το Σύνταγμα, διαδικασία της απαλλοτρίωσης και/ή χωρίς τουλάχιστον να κληθούν πριν και να ακουστούν ως ο Νόμος 158(Ι)/99 προβλέπει». (Η έμφαση είναι του κειμένου). Οι αιτητές επικαλούνται επίσης το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(β) Πλάνη περί τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Νόμου 24/69 - Παράτυπα δεν λήφθηκε απόφαση δια της ψηφοφορίας για τον αναδασμό κατά την πρώτη συνεδρία και το όλο θέμα παραπέμφθηκε σε επόμενη συνεδρία.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η απόφαση για εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου αναδασμού θα έπρεπε να είχε ληφθεί κατά την πρώτη συνεδρίαση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Νόμου, εξ' ου και ο λόγος για τον οποίο κλήθηκαν όλοι οι ιδιοκτήτες δικαιούχοι τόσο με γνωστοποίηση της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας, ημερομηνίας 16/6/2009, όσο και μέσω προσωπικών επιστολών, να παρευρεθούν, ήταν «με σκοπό τη λήψη απόφασης».
Πρόσθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αναβολή λήψης της απόφασης σε μεταγενέστερη συνεδρία (11/8/2009), εξυπηρετούσε αλλότριο σκοπό και έγινε «εν κρυπτώ» ή σε πλήρη άγνοια των αιτητών, αφού στη δεύτερη συνεδρίαση κλήθηκαν επιλεκτικά μόνο οι ιδιοκτήτες που ευνοούσαν τον αναδασμό σε βάρος όμως της πραγματικής πλειοψηφίας που δεν τον ήθελε.
Παράλληλα, επικαλούμενοι την έλλειψη πρακτικών αναφορικά με την εν λόγω δεύτερη συνεδρίαση, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι παραμένει άγνωστο το αν όντως έλαβε χώρα η δεύτερη συνεδρίαση και αν έλαβε χώρα, το τι πραγματικά διημείφθη, ποιοι ήταν παρόντες κατά το χρόνο υπογραφής της σχετικής έκθεσης, τι λέχθηκε και από ποιους και αν έλαβε χώρα ψηφοφορία ή επρόκειτο για απλή συγκέντρωση υπογραφών.
(γ) Παράνομη η συμμετοχή των κκ. Κ. Καϊλά, Γ. Πάρπα και Ν. Λύτρα στην Επιτροπή Ενοποίησης και Αναδιανομής και στην Επιτροπή Εκτιμήσεως.
Σύμφωνα με την επί του προκειμένου θέση των αιτητών, οι επιλεγέντες ως μέλη στην Επιτροπή Ενοποίησης κκ. Καϊλάς και Πάρπας «λόγω προσωπικών συμφερόντων τους με ιδιοκτησίες που σχετίζονται με το σκοπούμενο αναδασμό δεν μπορούσαν να είναι μέλη της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής, όπως ούτε και ο κ. Λύτρας μέλος της Επιτροπής Εκτιμήσεως».
Παρόμοια θέση προβάλλεται και αναφορικά με το εκλεγέν μέλος της Επιτροπής Εκτιμήσεως κ. Γ. Καραγιάννη, για το οποίο οι αιτητές ισχυρίζονται ότι «ως κτηματίας αρκετών κτημάτων και κτηνοτρόφος και διορισμένος Κοινοτάρχης του Δήμου Αθηαίνου» δεν μπορούσε να είναι μέλος της συγκεκριμένης Επιτροπής.
Τέλος, στα πλαίσια της πιο πάνω ενότητας προβάλλεται η θέση ότι, «καμία εξήγηση παρέχεται για το πώς οι καθ'ων η αίτηση οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό της εγγεγραμμένης αξίας των ιδιοκτησιών των δικαιούχων ιδιοκτητών που τάχθηκαν υπέρ της εφαρμογής των μέτρων αναδασμού, ανέρχεται σε ποσοστό 63,29% και επί ποιάς βάσης υπολογισμού και αξίας το συγκεκριμένο ποσοστό προέκυψε».
Εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις πρόβαλαν τόσο οι καθ'ων η αίτηση όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, η επιχειρηματολογία των οποίων συμπίπτει απόλυτα. Σε συγκεκριμένες πτυχές της επιχειρηματολογίας τους θα κάμω αναφορά πιο κάτω, στα πλαίσια συζήτησης των λόγων ακύρωσης.
Πρώτη ενότητα. Δικαίωμα ιδιοκτησίας - παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Έχω ήδη παραθέσει τις σχετικές με τη συγκεκριμένη ενότητα θέσεις των αιτητών πιο πάνω. Ένας από τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία των καθ'ων η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών, συνιστά η θέση ότι η σχετική αναφορά των αιτητών στην υπό στοιχείο (1) παράγραφο των νομικών σημείων της προσφυγής εξαντλείται σε μια γενικής φύσεως αναφορά. Συγκεκριμένα, εξαντλείται στην αόριστη και γενική, σύμφωνα με τους συνηγόρους, αναφορά ότι «η όλη διαδικασία παραβιάζει αντισυνταγματικά τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία των αιτητών αφού ενώ δικαιούνται την ελεύθερη απόλαυση της, τους αφαιρείται αναγκαστικά, αντίθετα στην επιθυμία τους και αντίθετα απ' ότι το άρθρο 23 του Συντάγματος και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση προβλέπουν» και συνεπώς δεν πρέπει να εξεταστεί.
Η θέση της νομολογίας μας τέθηκε στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, στις σελ. 674 και 675, με αναφορά σε νομολογία (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Παφίτη ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522, Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 και Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256), ως εξής:
"Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56."
Έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω αυτούσια τη σχετική αναφορά στο δικόγραφο των αιτητών. Είναι αλήθεια ότι στην εν λόγω αναφορά γίνεται ρητή μνεία του άρθρου 23 του Συντάγματος και του απορρέοντος από το εν λόγω άρθρο δικαιώματος των αιτητών για ελεύθερη απόλαυση της περιουσίας τους, όπως και του ισχυρισμού των τελευταίων περί αποστέρησης του εν λόγω δικαιώματος τους ως αποτέλεσμα του προτιθέμενου αναδασμού. Όμως, καμιά λεπτομέρεια και κανένα στοιχείο είτε αναφορικά με την ακίνητη περιουσία ενός εκάστου των αιτητών, αντικείμενο του προτιθέμενου αναδασμού, είτε αναφορικά με το βαθμό και την έκταση που αυτή ενδέχεται να επηρεαστεί από τον αναδασμό, παρέχεται, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η διάγνωση παραβίασης του συγκεκριμένου συνταγματικού δικαιώματος των αιτητών και η επί τούτου διαμόρφωση δικαστικής κρίσης. Κοντολογίς, παραμένει άγνωστο κατά πόσο ο προτιθέμενος αναδασμός όχι απλά θα επηρεάσει δυσμενώς τους αιτητές, αλλά θα τους αποστερήσει τη συγκεκριμένη περιουσία τους. Η γενική και αόριστη αναφορά σε αντισυνταγματική παραβίαση δεν καθιστά δυνατή την εξέταση του θέματος της αντισυνταγματικότητας.
Πέραν και ανεξάρτητα τούτου, το συγκεκριμένο θέμα έχει ακόμα μια παράμετρο, την οποία όμως δεν θα εξετάσω, εφόσον δεν έχει απασχολήσει τις εμπλεκόμενες πλευρές. Περιορίζομαι στην επισήμανση ότι αυτή αντανακλά κατά τη γνώμη μου και στο ζήτημα «εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης», εφόσον η αναδιανομή θα λάμβανε χώρα σε μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης απόφασης χρόνο, οπόταν και θα αποκρυσταλλώνονταν τα δικαιώματα των αιτητών, εφόσον τότε θα καθίσταντο γνωστά τα τεμάχια που θα αναλογούσαν στους αιτητές.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων στην υπό κρίση περίπτωση, δεν εξειδικεύεται επαρκώς στους νομικούς λόγους της προσφυγής, έτσι ώστε να επιβάλλεται η εξέταση του.
(β) Δεύτερη ενότητα - Πλάνη περί της πρόνοιας του άρθρου 8 του Νόμου - Παράτυπα παραπέμφθηκε η λήψη απόφασης για τον αναδασμό σε επόμενη συνεδρία.
Τις θέσεις των αιτητών σχετικά με την παρούσα ενότητα τις έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω, γι' αυτό θεωρώ περιττό να τις επαναλάβω.
Οι αντίστοιχες θέσεις των καθ'ων η αίτηση οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, συμπίπτουν με αυτές των ενδιαφερόμενων μερών, είναι συνοπτικά οι πιο κάτω.
Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 8 και 9 του Νόμου, στις πρόνοιες του άρθρου 8 υπενθυμίζω παραπέμπουν και οι αιτητές, προκύπτει με ασφάλεια ότι η απόφαση για ενοποίηση και αναδιανομή είναι δυνατόν να ληφθεί κατά την πρώτη συνεδρίαση των δικαιούχων ιδιοκτητών ή μεταγενέστερα και συνεπώς η σχετική ψηφοφορία μπορεί να μην ολοκληρωθεί κατά την πρώτη συνεδρία, αλλά να επεκταθεί σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που επεκτάθηκε και ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009, ήταν η διαδικασία υπογραφής από τους μη διαφωνούντες με τον αναδασμό, ιδιοκτήτες, της έκθεσης που είχε ετοιμαστεί κατά τη συνεδρία της 7/7/2009 και συνεπώς της ψηφοφορίας.
Ενόψει των εκατέρωθεν προβαλλόμενων θέσεων, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια, αν και πρόκειται για μακροσκελή άρθρα, ιδιαίτερα το άρθρο 9, τα άρθρα 8 και 9 του Νόμου:
"8.-(1) Μετά πάροδον δεκαπέντε ημερών από της δημοσιεύσεως του καταλόγου ως ετροποποιήθη υπό του Διευθυντού, ο Έπαρχος συγκαλεί την πρώτην συνεδρίασιν των δικαιούχων ιδιοκτητών των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται εις τον κατάλογον.
(2) Κατά την πρώτην συνεδρίασιν οι δικαιούχοι ιδιοκτήται καλούνται όπως αποφασίσωσιν υπέρ ή κατά της εφαρμογής οιουδήποτε μέτρου ενοποιήσεως και αναδιανομής επί της ιδιοκτησίας αυτών. Εάν φανή εις τον Έπαρχον ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ιδιοκτητών της επηρεαζόμενης περιοχής ευνοεί το μέτρον τούτο, ούτος συντάσσει έκθεσιν επί τούτω υπογραφομένην υφ' όλων των δικαιούχων ιδιοκτητών οίτινες ευνοούσι την τοιαύτην ενέργειαν.
9.-(1) Οσάκις κατά την πρώτην ταύτην συνεδρίασιν ή μεταγενεστέρως η τοιαύτη έκθεσις υπογράφεται υπό της πλειοψηφίας των δικαιούχων ιδιοκτητών και οσάκις οι ούτως υπογράφοντες δικαιούχοι ιδιοκτήται κέκτηνται ιδιοκτησίαν ήτις εν συνόλω ανταποκρίνεται προς πλέον του ημίσεος της ολικής εγγραμμένης αξίας της επηρεαζόμενης περιοχής, θα τεκμαίρεται ότι ελήφθη απόφασις ενοποιήσεως και αναδιανομής και ότι συνεστήθη Συνεταιρισμός Ενοποιήσεως και Αναδιανομής (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Συνεταιρισμός»).
(2) Γνωστοποίησις επί τούτω δημοσιεύεται υπό του Επάρχου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
(3) Κατά την πρώτην συνεδρίασιν των δικαιούχων ιδιοκτητών ή καθ' οιανδήποτε μεταγενεστέραν συνεδρίασιν κληθείσαν προς εξέτασιν του ενδεχομένου υιοθετήσεως αποφάσεως ενοποιήσεως και αναδιανομής δικαιούχος ιδιοκτήτης δύναται όπως αντιπροσωπεύηται υφ' όλας τας απόψεις υπό αντιπροσώπου αλλ' ουδείς αντιπρόσωπος δύναται να αντιπροσωπεύει πλέον του ενός εικοστού του ολικού αριθμού των δικαιούχων ιδιοκτητών.
(4) Ληφθείσα απόφασις περί ενοποιήσεως και αναδιανομής δεσμεύει πάντας τους ιδιοκτήτας εντός της περιοχής ενοποιήσεως και αναδιανομής και δεν δύναται να ανακληθή ειμή κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.
(5) Μετά την λήψιν αποφάσεως περί ενοποιήσεως και αναδιανομής πάντες οι εντός της περιοχής ενοποιήσεως και αναδιανομής ιδιοκτήται καθίστανται μέλη του Συνεταιρισμού Ενοποιήσεως και Αναδιανομής."
Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των πιο πάνω άρθρων προκύπτει ότι ναι μεν καλούνται όλοι οι επηρεαζόμενοι δικαιούχοι ιδιοκτήτες του καταλόγου να λάβουν απόφαση στην πρώτη συνεδρίαση (άρθρο 8), αλλά είναι επιτρεπτή η αναβολή της λήψης απόφασης σε μεταγενέστερο χρόνο. Αυτό που χρειάζεται στην πρώτη συνεδρίαση προκειμένου να ακολουθήσει η σύνταξη έκθεσης από τον Έπαρχο για υπογραφή από τους δικαιούχους ιδιοκτήτες είναι «να φανεί» στον Έπαρχο ότι η πλειοψηφία είναι ευνοϊκή, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κατ' ανάγκη ψηφοφορία και λήψη απόφασης από τους παρισταμένους, που στην κρινόμενη περίπτωση ήταν 150 από τους συνολικά 521 δικαιούχους ιδιοκτήτες, κατά την πρώτη συνεδρίαση.
Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, η αναβολή λήψης απόφασης σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, όπως και η μεταγενέστερη της πρώτης συνεδρίασης υπογραφή της έκθεσης, η οποία είχε ετοιμαστεί κατά την πρώτη συνεδρία, εφόσον «φάνηκε» στον Έπαρχο ότι η πλειοψηφία των παρευρισκομένων ήταν ευνοϊκή, ήταν καθόλα νόμιμη.
Η ψηφοφορία ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009, με την υπογραφή της από τον τελευταίο τασσόμενο, υπέρ της εφαρμογής των μέτρων, δικαιούχο ιδιοκτήτη. Με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας τεκμαίρεται (εδάφιο 1 του άρθρου 9) ότι ελήφθη η απόφαση ενοποίησης και αναδιανομής για την οποία παραπονούνται οι αιτητές. Κοντολογίς, η σχετική απόφαση δεν λήφθηκε στα πλαίσια νέας συνεδρίας, ως ισχυρίζονται οι αιτητές και συγκεκριμένα στα πλαίσια συνεδρίας που έλαβε χώρα στις 11/8/2009, απλά γιατί κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν έλαβε χώρα συνεδρία, αλλά τεκμαίρεται από την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας που ολοκληρώθηκε στις 11/8/2009. Σχετικοί με το χρόνο λήψης της απόφασης για ενοποίηση για αναδιανομή είναι ο πλαγιότιτλος στο άρθρο 9, ο οποίος διαβάζει: «Απόφασις ενοποιήσεως και αναδιανομής και Συνεταιρισμός Ενοποιήσεως και Αναδιανομής», όπως και οι πρόνοιες του Κανονισμού 11 των Κανονισμών για την Ενοποίηση και Αναδιανομή Αγροτικών Κτημάτων του 1987 (Κ.Δ.Π. 165/87), που εκδόθηκαν δυνάμει του Νόμου και οι οποίες, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν, προνοούν:
"Οι δικαιούχοι ιδιοκτήτες της περιοχής που καθορίστηκε για την ενοποίηση και αναδιανομή μέσα στα όρια του χωριού ......... αποδέχθηκαν στην πρώτη συνεδρίασή τους που έγινε την ....... και μεταγενέστερα την εφαρμογή μέτρων ενοποίησης και αναδιανομής στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 9 των Νόμων για την Ενοποίηση και Αναδιανομή Αγροτικών Κτημάτων του 1969 ως 19 ... και υπέγραψαν την πιο κάτω δήλωση:
......................................................................"
Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί των αιτητών περί ασυνέπειας και συμπεριφοράς από πλευράς καθ'ων η αίτηση που εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς, κρίνονται αβάσιμοι και ανεδαφικοί και ως τέτοιοι απορρίπτονται. Το ίδιο αβάσιμοι και ανεδαφικοί κρίνονται οι ισχυρισμοί τους περί αντινομικής και κακόπιστης στάσης από πλευράς καθ'ων η αίτηση και ως τέτοιοι, επίσης απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω και η υπό στοιχείο (β) ενότητα των λόγων ακύρωσης απορρίπτεται.
(γ) Τρίτη ενότητα - Παράνομη συμμετοχή συγκεκριμένων ατόμων στην Επιτροπή Ενοποίησης και Αναδιανομής, όπως και στην Επιτροπή Εκτιμήσεως.
Για τους πιο κάτω λόγους, ούτε οι θέσεις των αιτητών που προβάλλονται και συζητούνται στα πλαίσια της πιο πάνω ενότητας και τις οποίες επίσης έχω παραθέσει πιο πάνω, με βρίσκουν σύμφωνο και συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.
Σχετικές με τον καθορισμό της σύνθεσης των επιτροπών είναι οι πρόνοιες των άρθρων 10(1) και 14(1) του Νόμου, τις οποίες και παραθέτω:
"10.-(1) Πάντα τα μέτρα ενοποιήσεως και αναδιανομής τελούσιν υπό τον έλεγχον και επίβλεψιν της Επιτροπής Ενοποιήσεως και Αναδιανομής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως «η Επιτροπή») πρόεδρος της οποίας είναι ο Προϊστάμενος, και μέλη ο Έπαρχος, ο Διευθυντής, ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας, ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και τρεις δικαιούχοι ιδιοκτήται εκλεγόμενοι ως προνοείται εις το άρθρον 11.
14.-(1) Οιαδήποτε εκτίμησις επί τη βάσει του παρόντος Νόμου ενεργείται υπό της επιτροπής εκτιμήσεως συνισταμένης εκ τριών ex-officio μελών ήτοι ενός υπαλλήλου του Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος υποδεικνυομένου υπό του Διευθυντού, όστις θα είναι και ο πρόεδρος της επιτροπής ενός υπαλλήλου του Τμήματος υποδεικνυομένου υπό του προϊσταμένου, ή εάν η τοιαύτη υπόδειξις δεν είναι δυνατή, ενός υπαλλήλου του Τμήματος Γεωργίας υποδεικνυομένου υπό του Διευθυντού του Τμήματος τούτου και ενός υπαλλήλου της επαρχιακής διοικήσεως υποδεικνυομένου υπό του Επάρχου και δύο αιρετών μελών, εκλεγομένων υπό των δικαιούχων ιδιοκτητών:
Νοείται ότι, ως μέλος της πιο πάνω Επιτροπής Εκτίμησης, μπορεί να εκλεγεί και πρόσωπο που ορίζεται ως αντιπρόσωπος ενός ή περισσοτέρων δικαιούχων ιδιοκτητών."
Είναι προφανές ότι τα πρόσωπα που εκλέγονται από τους δικαιούχους ιδιοκτήτες, μέλη στις εν λόγω δύο Επιτροπές (Επιτροπή Ενοποίησης και Αναδιανομής και Επιτροπή Εκτιμήσεως), είναι και τα ίδια δικαιούχοι ιδιοκτήτες. Αποκλεισμός των δικαιούχων ιδιοκτητών από του να εκλέγονται και να συμμετέχουν ως μέλη στις εν λόγω Επιτροπές, ως είναι η εισήγηση των αιτητών, «θα οδηγούσε», όπως πολύ εύστοχα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση επισημαίνει, «σε αδυναμία συμμόρφωσης με τις ανωτέρω νομοθετικές πρόνοιες, που καθορίζουν τη σύνθεση των Επιτροπών καθότι, εξ' ορισμού, όλοι οι δικαιούχοι ιδιοκτήτες έχουν ειδικό συμφέρον στον αναδασμό».
Αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «δικαιούχοι ιδιοκτήτες» παραπέμπω στο άρθρο 2 του Νόμου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «δικαιούχος ιδιοκτήτης» σημαίνει «παν πρόσωπο όπερ κέκτηται εντός περιοχής ενοποιήσεως και αναδιανομής αγροτικόν κτήμα συνολικής αξίας, είτε εγγεγραμμένης είτε κατακεχωρημένης, εις τα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογίου, ουχί κατώτερης των δύο χιλιάδων μιλς».
Στην υπό κρίση περίπτωση υπενθυμίζω ότι για σκοπούς εκλογής μελών στις εν λόγω δύο Επιτροπές, συγκλήθηκε από τον Έπαρχο συνεδρία η οποία πραγματοποιήθηκε στις 28/9/2009. Σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν, κατά την εν λόγω συνεδρία εξελέγησαν, από τους παρόντες δικαιούχους ιδιοκτήτες ως αντιπρόσωποι δικαιούχων ιδιοκτητών τρεις ως αιρετά μέλη της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής και δύο ως αιρετά μέλη της Επιτροπής Εκτιμήσεως.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών περί απουσίας εξήγησης τόσο για το πώς οι καθ'ων η αίτηση οδηγήθηκαν στο συγκεκριμένο ποσοστό της εγγεγραμμένης αξίας των ιδιοκτησιών των δικαιούχων ιδιοκτητών που τάχθηκαν υπέρ της εφαρμογής των μέτρων αναδασμού, όσο και επί ποίας βάσης υπολογισμού και αξίας το εν λόγω ποσοστό προέκυψε, παρατηρώ τα πιο κάτω:
Η συνολική αξία αγροτικού κτήματος, με βάση την οποία το πρόσωπο που κατέχει το αγροτικό κτήμα καθίσταται «δικαιούχος ιδιοκτήτης», είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου είτε η εγγεγραμμένη είτε η καταχωρημένη στα βιβλία του Κτηματολογίου, αξία.
Στη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε από τον Έπαρχο, είναι καταγραμμένη σε ειδική στήλη η εγγεγραμμένη ή καταχωρημένη αξία της ιδιοκτησίας ενός εκάστου των δικαιούχων ιδιοκτητών, οι οποίοι αποδεχόμενοι τον αναδασμό, υπέγραψαν την αίτηση. Η εν λόγω αξία λήφθηκε από τα αρχεία του οικείου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και στο σχετικό κατάλογο που ετοιμάστηκε και δημοσιεύθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου για συγκεκριμένη περίοδο, δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση. Το ποσοστό 63,29% υπολογίστηκε με βάση τη συνολική αξία των ιδιοκτησιών της περιοχής αναδασμού, όπως αυτή εξειδικεύεται για κάθε ένα κτήμα χωριστά, στην έκθεση. Υπενθυμίζω ότι την αίτηση, τασσόμενοι υπέρ του αναδασμού, υπέγραψαν 309 ιδιοκτήτες, δηλαδή ποσοστό 59,31%. Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού προς τον Έπαρχο Λάρνακας ημερομηνίας 12/8/2009, στην οποία καταγράφονται αναλυτικά τα αποτελέσματα. Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, υπέρ του αναδασμού τάχθηκε ποσοστό 63,29% της εγγεγραμμένης αξίας των ιδιοκτητών.
Ήταν ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η αξία αριθμού κτημάτων υπολογίστηκε αυθαίρετα και σε κάποιες περιπτώσεις υπολογίστηκε αξία 20-40 φορές μεγαλύτερη της πραγματικής αξίας τους. Αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι αυτός έχει παραμείνει ατεκμηρίωτος και συνεπώς μετέωρος. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι στα υπό αναφορά κτήματα περιλαμβάνονται και κτηνοτροφικές φάρμες, περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι στην έννοια του όρου «γεωργία», όπως η εν λόγω έννοια ερμηνεύεται από το άρθρο 2 του Νόμου, περιλαμβάνονται και κτήματα που χρησιμοποιούνται για κτηνοτροφικούς σκοπούς.
Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε η υπό στοιχείο (γ) ενότητα και οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται στα πλαίσια της μπορούν να επιτύχουν.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Έξοδα ύψους €1.350 επιδικάζονται επίσης υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών και εναντίον των αιτητών. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ