ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1279/2011)
10 Ιουλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΣΗΜΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Τερέντης, για την Αιτήτρια.
Μ. Λοΐζου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να απορρίψουν το αίτημά της για χορήγηση προς αυτήν άδειας ασθενείας με απολαβές από 4.12.2010 μέχρι 22.12.2010 και από 7.1.2011 μέχρι 4.3.2011, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 8.7.2011.
Η αιτήτρια, Καθηγήτρια Φιλολογικών, προσκόμισε πιστοποιητικό από τη γυναικολόγο της ημερ. 8.10.2010 ότι κυοφορούσε με πιθανή ημερομηνία τοκετού την 11.04.2011. Ενημερώθηκε για την άδεια μητρότητας που δικαιούτο μέσω της επιστολής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 26.10.2010. Η άδεια μητρότητας της Αιτήτριας αφορούσε την περίοδο 7.3.2011-26.6.2011 και ο τοκετός επισυνέβη στις 31.3.2011.
Πιστοποιητικά ασθένειας τα οποία υπέβαλε η αιτήτρια και αφορούσαν τις περιόδους 6.9.2010-3.12.2010 και 4.12.2010-22.12.2010 διαβιβάστηκαν από το Λύκειο στο οποίο η αιτήτρια είναι τοποθετημένη προς το Τμήμα Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Σημειώνεται πως οι 42 ημέρες άδειας ασθενείας έληγαν στις 17.10.2010. Η πρώτη περίοδος απουσίας της αιτήτριας στηρίχθηκε σε τρία πιστοποιητικά τα οποία ανέφεραν ως λόγο για την άδεια ασθένειας «υπερέμεση». Η διάρκεια την οποία κάλυπταν τα εν λόγω πιστοποιητικά εγκρίθηκε από το Ιατροσυμβούλιο με αποτέλεσμα να της παραχωρηθούν 47 ημέρες άδεια ασθενείας από 18.10.2010-3.12.2010. Το τελευταίο από τα πιο πάνω πιστοποιητικά ανέφερε ως λόγο ασθένειας «πρόωρες συσπάσεις». Στις 23.12.2010 η αιτήτρια ανέλαβε καθήκοντα για μια μέρα. Με επιστολές του εν λόγω Λυκείου ημερ. 7.1.2011 και 11.2.2011, διαβιβάστηκαν στο Τμήμα Προσωπικού πιστοποιητικά ασθένειας για τις περιόδους 7.1.2011-7.2.2011 και 8.2.2011-6.3.2011 αντιστοίχως. Για δε το πρώτο πιστοποιητικό ενώ στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση αναφέρεται πως παρά το ότι αφορά περίοδο η οποία αρχή έχει την 7.1.2011, εν τούτοις υποβλήθηκε από το Δεκέμβριο του 2010, στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας επισυνάπτεται ως Παράρτημα 7 διορθωτική βεβαίωση της Διευθύντριας του εν λόγω Λυκείου πως η αιτήτρια προσκόμισε το εν λόγω πιστοποιητικό πράγματι στις 7.1.2011, ημέρα έναρξης της άδειας ασθενείας η οποία έγινε δεκτή από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση. Με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 17.03.2011 ζητήθηκε από τον Αν. Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας η σύγκλιση Ιατροσυμβουλίου για εξέταση της αιτήτριας και υποβολή σχετικής έκθεσης αναφορικά με το σύνολο των 125 ημερών (123 με βάση χειρόγραφη σημείωση στην ίδια επιστολή) που ξεπερνούσε τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό 6(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993 (ΚΔΠ 307/93) 42 ημέρες.
Περίπου τρεις μήνες αργότερα, στις 20.6.2011 και περίπου τρεις μήνες μετά τον τοκετό, το Ιατροσυμβούλιο δέχθηκε την αιτήτρια ενώπιόν του, ενώ στις 4.7.2011 υπέβαλε σχετική έκθεση προς τους καθ' ων η αίτηση, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«1. Εξετάσαμε την πιο πάνω στις 20 Ιουνίου 2011 και βρήκαμε ότι υποφέρει από Υπερέμεση κύηση.
2. Κατά τη γνώμη μας, αυτή είναι ανίκανη στο στάδιο αυτό να εκτελεί τα καθήκοντά της, αλλά υπάρχει δικαιολογημένη πιθανότητα ανάρρωσης. Γι' αυτό, συστήνουμε όπως της παραχωρηθεί 47 μέρες άδειας ασθενείας από 18/10/10-3/12/10. Οι υπόλοιπες μέρες δεν εγκρίνονται. Η ασθενής μπορούσε να λάβει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και να παρουσιάζεται στην εργασία της».
Την εν λόγω έκθεση υπέγραφαν δύο Ιατρικοί Λειτουργοί 1ης Τάξης, ο ένας ως Πρόεδρος και ο άλλος ως μέλος του Ιατροσυμβουλίου.
Η Αιτήτρια ανέλαβε καθήκοντα στις 27.6.2011, μία δηλαδή εβδομάδα μετά την παρουσία της στο Ιατροσυμβούλιο.
Στις 8.7.2011 η αιτήτρια με επιστολή των καθ' ων η αίτηση, η οποία ταχυδρομήθηκε στις 20.7.2011, ενημερώθηκε ότι δόθηκαν στο Λογιστήριο οι απαραίτητες οδηγίες για την αποκοπή του μισθού της. Ο δικηγόρος της αιτήτριας στις 23.7.2011 απέστειλε επιστολή προς τους καθ' ων η αίτηση, ζητώντας μεταξύ άλλων η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου να επανεξεταστεί, η οποία διαβιβάστηκε προς το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών.
Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 28.9.2011 και αρχικά η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ως προς την προθεσμία καταχώρησής της. Η ένσταση αυτή αποσύρθηκε στην πορεία, ορθά κατά τη γνώμη μου, με την αποδοχή της επισήμανσης του δικηγόρου της αιτήτριας πως είναι στις 20.7.2011 που ταχυδρομήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί η ημερομηνία της επιστολής (8.7.2011) ως η αρχή του υπολογισμού της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 146.3.
Κατά προτεραιότητα, θα εξεταστεί η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμόδια αφού αρμόδιο όργανο σύμφωνα με τον Καν. 6(2) της ΚΔΠ 307/93 είναι ο διευθυντής του οικείου τμήματος, εν προκειμένω ο διευθυντής μέσης εκπαίδευσης και όχι η Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Όμως, και η σύνθεση του Ιατροσυμβουλίου ήταν λανθασμένη εφόσον παρόντας ήταν μόνο ο γιατρός Π. Ιωάννου, Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης και μία γραμματέας, ενώ η κα Σουτζιή, αν και προσυπογράφει την έκθεση, δεν ήταν παρούσα.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως η αιτήτρια κωλύεται στη βάση του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας να εγείρει οποιοδήποτε λόγο ακυρώσεως που άπτεται της διακριτικής ευχέρειας ή και της σύνθεσης του Ιατροσυμβουλίου και της απόφασής του της 4.7.2011. Η αιτήτρια, κατά τον ισχυρισμό, στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλλει τους προωθούμενους με την αγόρευσή της λόγους ακυρώσεως διότι το Ιατροσυμβούλιο δεν απέρριψε καθ' ολοκληρίαν την αιτούμενη άδεια ασθενείας αλλά ενέκρινε μέρος αυτής. Οπότε, η αιτήτρια κωλύεται, σύμφωνα με την εισήγηση, να υιοθετεί μέρος της εν λόγω απόφασης και να προσβάλλει το υπόλοιπο.
Θεωρώ πως δικαίως η πιο πάνω εισήγηση συναντά την αντίδραση του δικηγόρου της αιτήτριας. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση (Δημοκρατία ν. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3ΑΑΔ 406 και Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Pharment Ltd (2011) 3ΑΑΔ 1) διαφοροποιείται από την παρούσα. Στη μεν πρώτη, οι αιτητές-προσφοροδότες κρίθηκαν πως στερούνταν εννόμου συμφέροντος να στρέφονται κατά της συνταγματικότητας των περί Αποθηκών Κανονισμών στη βάση των οποίων οι αιτητές συμμετείχαν στο διαγωνισμό εφόσον, αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσαν εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία τους δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξουν τη μηδένιση της διαδικασίας, επιδοκιμάζοντας έτσι και αποδοκιμάζοντας. Στη δε δεύτερη, η εφεσίβλητη-προσφοροδότρια είχε υποβάλει ένσταση εναντίον όρου των εγγράφων προσφοράς η οποία απορρίφθηκε. Κρίθηκε πως το γεγονός ότι μετά την απόρριψη της ένστασής της, η εφεσίβλητη υπέβαλε την προσφορά της χωρίς να υποβάλει οποιαδήποτε διαμαρτυρία, της στερεί το δικαίωμα να προβάλει μετά την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, ισχυρισμό για παρανομία του όρου. Ίσχυε συνεπώς το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας.
Έχω τη γνώμη ότι εάν γίνει δεκτή η πιο πάνω θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση θα οδηγούμασταν σε παράλογες καταστάσεις. Δηλαδή όταν ικανοποιείται μερικώς το αίτημα διοικουμένου, να επέρχεται απώλεια του δικαιώματος αμφισβήτησης της μερικής και όχι πλήρους ικανοποίησης του αιτήματος, όταν αυτό αποτελεί ακριβώς, όπως εν προκειμένω, την ουσία του παραπόνου. Συνεπώς, πιστεύω, πως στην παρούσα δεν τυγχάνει εφαρμογής το επικαλούμενο από τους καθ' ων η αίτηση δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί αντικανονικότητας στη σύνθεση του Ιατροσυμβουλίου έχω την άποψη ότι δεν στοιχειοθετείται και ως τέτοιος δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Όμως, είναι ορθή η επισήμανση της αιτήτριας πως αρμόδιο όργανο για να λάβει την επίδικη απόφαση αλλά και για να ζητήσει τη σύγκληση Ιατροσυμβουλίου είναι ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης και όχι η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Δεν πρόκειται, όπως η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επιχειρεί να παρουσιάσει το θέμα, για αρμοδιότητα του οργάνου το οποίο απλώς ενημέρωσε την αιτήτρια για την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου αλλά για την εν γένει αρμοδιότητα του οργάνου να κρίνει το επίδικο θέμα και να λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Πέραν των πιο πάνω αναφέρονται και τα εξής:-
Είναι η θέση της αιτήτριας πως το εν λόγω σχολείο δεν έδρασε εντός ευλόγου χρόνου καθυστερώντας να υποβάλει τα πιστοποιητικά ασθενείας της στο Υπουργείο Παιδείας. Η δε αιτήτρια κλήθηκε ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου έξι μήνες μετά την περίοδο ασθένειας 4.12.2010-22.12.2010 και τρεις και μισό μήνες μετά την περίοδο ασθένειας 7.1.2011-4.3.2011. Κατέστησαν έτσι αδύνατη την οποιαδήποτε εξέτασή της. Η αιτήτρια παραπέμπει σε περίπτωση συναδέλφου της με παρόμοια δεδομένα η οποία όμως κλήθηκε τρεις φορές ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου, οι δύο κατά τη διάρκεια της κύησής της, με δυσμενή συνεπώς διάκριση προς την αιτήτρια. Περαιτέρω, η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου στην οποία στηρίχθηκαν οι καθ' ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη εφόσον αναφέρει διαπιστώσεις («υπερέμεση κύηση») οι οποίες κατά τις 20.6.2011, μετά δηλαδή που η αιτήτρια είχε γεννήσει, δεν υπήρχαν. Δεν υπήρξε δε επιστημονική τεκμηρίωση της θέσης του Ιατροσυμβουλίου. Περαιτέρω, δεν έγινε η δέουσα έρευνα εφόσον η αιτήτρια εξετάστηκε μόνο μία φορά από το Ιατροσυμβούλιο στις 20.6.2011 και ουδέποτε της ζητήθηκε από το Ιατροσυμβούλιο να διακόψει την άδεια ασθενείας της. Εξάλλου, κατά την αιτήτρια, στην απόφαση του Ιατροσυμβουλίου δεν φαίνεται με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης της επίδικης άδειας, αυτή δε είναι αόριστη και ασαφής πράγμα το οποίο καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Επιπρόσθετα, το Ιατροσυμβούλιο δεν διερεύνησε ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα όπως τον ιατρικό φάκελο της αιτήτριας, η δε έρευνα δεν επεκτάθηκε στην έκταση του προβλήματος υγείας της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκής. Ακόμη και δέσμια να ήταν η υποχρέωση της διοίκησης να ακολουθήσει την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, αυτή δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη βάση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται πως το Ιατροσυμβούλιο διερεύνησε όσα ιατρικά πιστοποιητικά βρίσκονταν ενώπιόν του χωρίς να είναι υπόχρεο να περισυλλέξει στοιχεία τα οποία θα ενδυνάμωναν το αίτημα της αιτήτριας. Αυτό αποτελούσε υποχρέωση της αιτήτριας η οποία αρκέστηκε στο να υποβάλει «τα λακωνικά και χωρίς τεκμηρίωση ιατρικά πιστοποιητικά της». Παρατηρεί δε πως «για τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της, που η υπερέμεση κύησης συνήθως εκδηλώνεται, παραχωρήθηκε άδεια ασθενείας». Εξάλλου, ακόμα και αν καλείτο η αιτήτρια σε Ιατροσυμβούλιο κατά τη διάρκεια της κύησης, είναι πάλι στη βάση των ίδιων δεδομένων που θα γινόταν η αξιολόγηση. Περαιτέρω, εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την πρόταση του Ιατροσυμβουλίου την οποία οι καθ' ων η αίτηση, στη βάση του Κανονισμού, δεν δύναντο να μην ακολουθήσουν αλλά και επειδή η περιεχόμενη στην απόφαση του Ιατροσυμβουλίου αιτιολογία, ότι δηλαδή η αιτήτρια, με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θα μπορούσε να παρουσιάζεται στην εργασία της, αν και ολιγόλογη, είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις.
Τα όσα αφορούν στο ζήτημα της υπερέμεσης κύησης της αιτήτριας δεν περιστρέφονται γύρω από το επίδικο θέμα, εφόσον ήταν η αιτιολογική βάση για την έγκριση των 47 ημερών άδειας ασθενείας. Το παράπονο εστιάζεται στις περιόδους απουσίας της αιτήτριας για τις οποίες ο προβληθείς ιατρικός λόγος ήταν πρόωρες συσπάσεις, η δε χορηγηθείσα αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος δεν αφορά σε αυτό. Συνεπώς δεν θα τύχει σχολιασμού οτιδήποτε σχετίζεται με αυτό το θέμα. Αρκεί να σημειωθεί πως το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε πρωτογενή κρίση αναφορικά με το πότε επισυμβαίνει συνήθως υπερέμεση κύηση, ως η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ουσιαστικά εισηγείται. Ούτε βεβαίως και μπορεί να γίνει δεκτή η θέση πως τα υποβληθέντα πιστοποιητικά ήταν «λακωνικά και χωρίς τεκμηρίωση» όταν αυτό αποτελεί θέση δικηγόρου και όχι της διοίκησης.
Ο Κανονισμός 6 της ΚΔΠ 307/93 προβλέπει τα ακόλουθα:-
«6.(1) Άδεια ασθένειας με πλήρεις απολαβές μπορεί να παραχωρηθεί, με βάση πιστοποιητικό από αρμόδιο Ιατρικό Λειτουργό, μέχρι 42 ημέρες σε κάθε σχολικό έτος.
(2) Αν ο εκπαιδευτικός λειτουργός λάβει όλη την άδεια ασθένειας που δικαιούται μέσα στο ίδιο σχολικό έτος και εξακολουθεί να αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης του, λόγω ασθένειας, ο Διευθυντής του οικείου τμήματος Εκπαίδευσης ζητεί γραπτώς από το Διευθυντή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας να ορίσει Ιατροσυμβούλιο από αρμόδιους Κυβερνητικούς Ιατρικούς Λειτουργούς για να εξετάσει τον εκπαιδευτικό λειτουργό. Αν το Ιατροσυμβούλιο συστήσει τη χορήγηση και άλλης άδειας ασθένειας στον εκπαιδευτικό λειτουργό, η απουσία αυτού λογίζεται αρχικά ως παράταση της άδειας ασθένειας με πλήρεις απολαβές για περίοδο μέχρι 6 μήνες.
(3) Αν κατά την λήξη της παρατάσεως που αναφέρεται στην παράγραφο (2), το Ιατροσυμβούλιο έχει λόγους να πιστεύει ότι ο εκπαιδευτικός λειτουργός τελικά [1] (sic) θα είναι σε θέση να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης του, τούτο δύναται να συστήσει περαιτέρω παράταση της άδειας ασθένειας για περίοδο μέχρι άλλους 6 μήνες με το 1/2 των απολαβών.
(4) Μετά τη λήξη της παράτασης που αναφέρεται στην παράγραφο (3), καμιά άλλη παράταση άδειας δύναται να χορηγηθεί, με ή χωρίς απολαβές, εκτός αν ο εκπαιδευτικός λειτουργός επαναλάβει τα καθήκοντα του και ασθενήσει πάλι, οπότε εφαρμόζονται από την αρχή οι σχετικές πρόνοιες για άδεια ασθένειας».
Στον πιο πάνω Κανονισμό δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός επικοινωνίας μεταξύ των δύο αναφερομένων Διευθυντών ούτε και ορισμού Ιατροσυμβουλίου. Όμως, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, σκοπός του ορισμού Ιατροσυμβουλίου είναι η εξέταση του εκπαιδευτικού λειτουργού. Δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό να κληθεί ο λειτουργός ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου μετά που οι λόγοι της απουσίας του, όπως εν προκειμένω, εξέλειπαν. Εξάλλου η ίδια η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου αρχίζει με τα εξής: «Εξετάσαμε την πιο πάνω . και βρήκαμε ότι υποφέρει από υπερέμεση κύηση». Γι' αυτό «συστήθηκε» η παραχώρηση της άδειας ασθενείας των 47 ημερών. Εξέτασε το Ιατροσυμβούλιο την αιτήτρια και διέγνωσε υπερέμεση κύηση όταν η αιτήτρια υπέφερε από αυτό, σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά, μέχρι τις 3.12.2010, όχι μετά τον τοκετό και σίγουρα όχι κατά την ημέρα προσέλευσής της στο Ιατροσυμβούλιο. Με αναφορά στην απουσία της αιτήτριας λόγω πρόωρων συσπάσεων, το Ιατροσυμβούλιο έκρινε πως η αιτήτρια θα μπορούσε να λάμβανε φαρμακευτική αγωγή και να παρουσιάζεται στην εργασία της. Δεν εξηγείται στη βάση ποιων δεδομένων κατέληξε στην κρίση αυτή το Ιατροσυμβούλιο. Στη βάση των ιατρικών πιστοποιητικών τα οποία σύστηναν την αποχή της αιτήτριας από την εργασία; Ο χρόνος σύγκλησης του Ιατροσυμβουλίου πράγματι, ως είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας, κατέστησε αδύνατη την προβλεπόμενη από τον πιο πάνω Κανονισμό εξέτασή της, που ήταν ακριβώς ο σκοπός της σύστασης του Ιατροσυμβουλίου. Αδύνατη κατέστη, κατά συνέπεια, και η αμφισβήτηση των προσκομισθεισών ιατρικών βεβαιώσεων, εφόσον εξαλείφθηκε η δυνατότητα πρωτογενούς ιατρικής αξιολόγησης της κατάστασης της αιτήτριας από το Ιατροσυμβούλιο. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, θεωρώ πως η εν λόγω κρίση του Ιατροσυμβουλίου δεν ήταν εύλογη.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται επίσης πως παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας εφόσον θα μπορούσαν πριν λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση, να την καλέσουν να επανεξεταστεί από Ιατροσυμβούλιο καθώς και να ακουστεί ώστε να έχει τη δυνατότητα υποστήριξης των δικαιωμάτων της διασφαλίζοντας την πληρέστερη ενημέρωση της διοίκησης. Στην απουσία αυτού, η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης και στηρίχθηκε σε λανθασμένα γεγονότα και/ή απόψεις. Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες της νομοθεσίας η οποία διέπει τις άδειες ασθενείας των εκπαιδευτικών αλλά εξυπηρετήθηκαν οικονομικά συμφέροντα του κράτους. Οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την εισήγηση, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας εφόσον οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν εξουσία να δώσουν οδηγίες για αναδρομική αποκοπή μισθού της αιτήτριας.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση από την άλλη, εισηγείται πως το δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας ασκήθηκε με την εμφάνισή της ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου και δεν υπήρχε νομοθετική υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση ή του Ιατροσυμβουλίου να ξανακούσουν την αιτήτρια. Ούτε και ήταν επιτρεπτό οι καθ' ων η αίτηση να αποκλίνουν από τη θέση του Ιατροσυμβουλίου. Θεωρεί δε τον ισχυρισμό της αιτήτριας για νομική και πραγματική πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση αόριστο. Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας πως οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παραπέμπει στον Καν. 6(2) σύμφωνα με τον οποίο, κατά την ευπαίδευτη δικηγόρο, μη εγκεκριμένη άδεια ασθενείας είναι χωρίς απολαβές. Έχοντας δε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 50 του περί της Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν. 10.1969, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί για απόλυση από την υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού ο οποίος απουσιάζει από το καθήκον χωρίς άδεια, η αποκοπή των απολαβών σε περίπτωση μη εγκεκριμένης άδειας ασθενείας είναι το λιγότερο επαχθές μέτρο για την αιτήτρια αλλά και το μόνο μέτρο αποτρεπτικού χαρακτήρα προς διασφάλιση μη κατάχρησης των εκ του Κανονισμού απορρεόντων δικαιωμάτων τους.
Σε συμφωνία με τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, θεωρώ πως το δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας δεν παραβιάστηκε. Δικαίως, όμως, διαμαρτύρεται ο δικηγόρος της αιτήτριας για την επίκληση από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση του άρθρου 50 πιο πάνω. Η αιτήτρια παρουσίασε ιατρικές βεβαιώσεις για την απουσία της και είναι οι καθ' ων η αίτηση οι οποίοι δεν ζήτησαν τη σύγκληση Ιατροσυμβουλίου εγκαίρως, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να μείνει εκτεθειμένη ως προς τις καλυπτόμενες από τις ιατρικές βεβαιώσεις περιόδους και συνεπώς δεν θα μπορούσε να καταλογιστεί ευθύνη στην ίδια για απουσία από το καθήκον χωρίς άδεια. Η εισήγηση πως οι καθ' ων η αίτηση ευνόησαν την αιτήτρια είναι ατυχής.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, και ιδίως το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, αλλά και το ότι η κρίση του Ιατροσυμβουλίου, στην οποία στηρίχθηκε δεσμευτικά η διοίκηση, δεν ήταν εύλογη, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ υπέρ της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
[1] Προφανώς εκ παραδρομής απουσιάζει το αρνητικό μόριο «δεν».