ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                  (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 499/2011 και 513/2011)

 

21 Ιουνίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 499/2011)

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΚΚΟΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 513/2011)

ΜΑΡΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην 499/2011.

Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή στην 513/2011

Ε. Παπαγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής στην προσφυγή 499/11, στο εξής «ο Αιτητής 1» και ο Αιτητής στην προσφυγή 513/11, στο εξής «ο Αιτητής 2», ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 28.2.2011 με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστας Α. Χατζηπαναγιώτου («το ΕΜ»), προήχθη στη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Φυσικού Περιβάλλοντος, Τμήμα Περιβάλλοντος από 3.3.2011.  Λόγω του ότι οι δύο προσφυγές στρέφονται εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης, διατάχθηκε η συνεκδίκασή τους.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) κατόπιν πρότασης της τότε Αν. Γενικής Διευθύντριας, για την πλήρωση της μόνιμης θέσης Διευθυντή Υπηρεσίας Φυσικού Περιβάλλοντος, αποφάσισε, επειδή η θέση ήταν θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως αυτή δημοσιευθεί.

Στις 31.12.2009 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Προϋπολογισμού του 2010 Νόμος του 2009 (Ν. 67(ΙΙ)/09), ο οποίος επέφερε αλλαγές στη δημοσιευθείσα θέση.  Συγκεκριμένα κάτω από το Κεφ. 121300, έγινε πρόνοια για δημιουργία «Τμήματος Περιβάλλοντος-Κεντρικά Γραφεία» και αναθεώρηση της κλίμακας της θέσης Διευθυντή Υπηρεσίας Φυσικού Περιβάλλοντος.  Ο τίτλος παρέμεινε ως είχε, αλλά η κλίμακα αυξήθηκε «από Α15+1 σε Α15 και Α16» (Παράρτημα 5).  Επειδή οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1991 έως 2009 δεν είχαν τροποποιηθεί ώστε να περιληφθεί και το «Τμήμα Περιβάλλοντος» στις Υπηρεσίες ή Γραφεία που υπάγονται σε Υπουργείο, αποφασίστηκε να ζητηθεί γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσον η πλήρωση της θέσης θα ολοκληρωθεί με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την προκήρυξη της θέσης.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με επιστολή του ημερ. 3.3.2010 έκρινε ότι οι τροποποιήσεις στην ουσία δημιούργησαν νέα θέση και συμβούλεψε όπως επαναπροκηρυχθεί η θέση με τη νέα μισθοδοτική κλίμακα.  Η ΕΔΥ υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, τερμάτισε τη διαδικασία που είχε αρχίσει για πλήρωση της θέσης και στις 21.5.2010 προέβη σε δημοσίευση της νέας θέσης για την οποία υποβλήθηκαν 13 αιτήσεις.

 

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2009, οι θέσεις Προϊστάμενων Τμημάτων εξαιρούνται από τη διαδικασία των Συμβουλευτικών Επιτροπών, η ίδια η ΕΔΥ εξέτασε όλες τις αιτήσεις.  Διαπίστωσε ότι δύο από τους υποψηφίους δεν είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους απέκλεισε.  Δύο άλλοι υποψήφιοι για τους οποίους υπήρχε αμφιβολία για κάποια από τα προσόντα τους, παραπέμφθηκαν σε γραπτή εξέταση.  Οι υπόλοιποι υποψήφιοι κρίθηκαν προσοντούχοι.

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, έχοντας υπόψη ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας και συγκεκριμένα η παρ. (4) απαιτεί από τους υποψηφίους να κατέχουν «πολύ καλή γνώση των περιβαλλοντικών προβλημάτων της Κύπρου, καθώς και της σχετικής κυβερνητικής πολιτικής», αποφάσισε όπως η ίδια διαπιστώσει κατά την προφορική εξέταση την κατοχή του πιο πάνω προσόντος.  Στη συνέχεια κάλεσε ενώπιον της σε προφορική εξέταση όλους τους υποψηφίους που έκρινε προσοντούχους, μεταξύ των οποίων και τους δύο Αιτητές και το ΕΜ.

 

Στις 28.2.2011 η ΕΔΥ δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση έξι από τους δέκα υποψηφίους.  Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Γενική Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για προαγωγή το ΕΜ.  Μετά την αποχώρηση της από τη συνεδρία, η ΕΔΥ αφού προέβηκε σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα τους, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, έκρινε ότι το ΕΜ υπερέχει γενικά έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων και προχώρησε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Προς ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ο Αιτητής 1 εγείρει 4 λόγους ακύρωσης, ενώ ο Αιτητής 2 εγείρει 12 λόγους.  Μόνο τρεις από τους λόγους είναι κοινοί.  Οι λόγοι που αφορούν στον Αιτητή 1 είναι οι ακόλουθοι:- (1) Το ΕΜ δεν πληροί το προσόν της μετεκπαίδευσης (παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας), (2) το ΕΜ δεν κατέχει την απαιτούμενη πείρα (παρ. 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας), (3) η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει και (4) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

 

Ο Αιτητής 2 ήγειρε τους πιο κάτω λόγους:- (1) Το ΕΜ δεν πληροί το προσόν της απαιτούμενης πείρας (παρ. 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας), (2) παράνομη η διαδικασία ανάκλησης της δημοσίευσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, (3) πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας, (4) υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, (5), (6), (11) και (12) έλλειψη έρευνας, πλάνη και μη δέουσα αιτιολογία ως προς τα προσόντα του Αιτητή, (7) και (8) πλάνη ως προς την αρχαιότητα και υπέρμετρη πείρα του Αιτητή, (9) έλλειψη έρευνας και πλάνη ως προς τα στοιχεία αξίας του Αιτητή και (10) υπεροχή του Αιτητή σε βαθμολογημένη αξία.

 

Θα εξετάσω πρώτα τους λόγους ακυρότητας που εγείρει ο Αιτητής 1.  Από αυτούς, οι λόγοι ακυρότητας 2, 3 και 4 είναι όμοιοι με τους λόγους ακυρότητας 1, 3 και 4 που εγείρει ο Αιτητής 2, γι' αυτό θα τους εξετάσω μαζί.  Στη συνέχεια θα εξετάσω τους εναπομείναντες λόγους του Αιτητή 2.

 

Κατά πόσον το ΕΜ πληροί το προσόν της μετεκπαίδευσης της παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας - Λόγος ακύρωσης 1

Ο Αιτητής 1 αμφισβητεί ότι το ΕΜ ικανοποιούσε το προσόν της παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή της κατοχής «μετεκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης» τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους, σε θέματα σχετικά με την περιβαλλοντική επιστήμη ή και τεχνολογία.  Θεωρεί ότι οι Καθ' ων η αίτηση λόγω μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα κατέληξαν σε λανθασμένο συμπέρασμα.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι το ΕΜ εφόσον προηγουμένως κατείχε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Γεωργίας με βάση το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αυτής, τότε υπήρχε τεκμήριο κατοχής του επίδικου προσόντος.

 

Η παράγραφος 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε την 21.5.2010, προβλέπει ότι:-

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

1.     Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα:

Περιβαλλοντολογία, Γεωγραφία, Βιολογία, Χημεία, Οικολογία, Δασολογία, Γεωπονία, Γεωλογία, Πολεοδομία και Χωροταξία, Φυσιογνωσία, Αρχιτεκτονική Τοπίου, Φυσική, Αγρονομία, Μετεωρολογία, Τοπογραφία, Μηχανική, Αρχιτεκτονική ή Οικονομικά.

Σημ.:  Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

2.     Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού χρόνου σε θέμα ή θέματα σχετικά με την περιβαλλοντική επιστήμη ή και τεχνολογία.

3.     10ετής τουλάχιστο διοικητική πείρα από την οποία 5ετής τουλάχιστον υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση.

4.     Πολύ καλή γνώση των περιβαλλοντικών προβλημάτων της Κύπρου, καθώς και της σχετικής κυβερνητικής πολιτικής.

5.     Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

6.     Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας-

-        Σημ.: Αναφορικά με τους υποψηφίους -

(i)              των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης· και

(ii)             οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.»

 

Το ΕΜ σύμφωνα με τους διοικητικούς φακέλους κατέχει:- (α) Δίπλωμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών (1985), (β) Master of Science in Environmental Impact Assessment του Πανεπιστημίου Aberystwyth (2000) και (γ) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με Ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης.

 

Η ΕΔΥ σε σχέση με την κατοχή του μεταπτυχιακού προσόντος που προβλέπεται στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ανέφερε τα εξής:-

«Όσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς διαθέτει Δίπλωμα στη Γεωλογία και Master of Science in Environmental Impact Assessment, ικανοποιώντας την παρ. (1) και (2) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, και ότι, πέραν αυτών, κατέχει και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη «Δημόσια Διοίκηση» του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης, το οποίο δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.»

 

Ο Αιτητής 1 ισχυρίζεται ότι το ΕΜ δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν που προβλεπόταν στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Όπως ανέφερε η δικηγόρος του, το Master of Science που απέκτησε το ΕΜ από το Πανεπιστήμιο του Aberystwyth, δεν έπρεπε να προσμετρήσει, καθότι αποκτήθηκε «εξ αποστάσεως».  Ως εκ τούτου, προτού γίνει δεκτό, θα έπρεπε να διερευνηθεί από την ΕΔΥ η αντιστοιχία σπουδών και η ισοτιμία του και να αναζητηθεί η απαραίτητη πιστοποίηση αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ, κάτι που δεν έγινε, με αποτέλεσμα να υπάρξει πλάνη ως προς τα προσόντα του ΕΜ.

Από την άλλη, οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ, θεωρούν ότι δεν χρειαζόταν να αναζητηθεί τέτοια αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ.  Ο κ. Κωνσταντίνου εκ μέρους του ΕΜ, με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422, εισηγήθηκε ότι καμία έρευνα απαιτείτο από την ΕΔΥ, καθότι το ΕΜ κατέχει το συγκεκριμένο προσόν με βάση «αμάχητο τεκμήριο».  Εξήγησε ότι το ίδιο ακριβώς προσόν που προβλέπεται στην παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, απαιτείτο και στην αμέσως προηγούμενη θέση του «Ανώτερου Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος» που κατείχε το ΕΜ από 15.11.2007.

 

Η κα Καλλιγέρου εκ μέρους του Αιτητή 1, στην απαντητική της αγόρευση ανέφερε ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης που κατείχε το ΕΜ δεν είναι αυτό στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Κωνσταντίνου (Σ.Υ. 34/92), αλλά άλλο (Σ.Υ. 7/2004), του οποίου η παράγραφος 3(2) ήταν διαφορετική και συγκεκριμένα προέβλεπε ότι:-

«3(2) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

Έχω εξετάσει το λόγο ακυρότητας, αλλά κατά την κρίση μου αυτός δεν ευσταθεί.

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η νομιμότητα μιας ατομικής πράξης δεν είναι δυνατό να εξεταστεί παρεμπιπτόντως κατά την εκδίκαση προσφυγής εναντίον άλλης διοικητικής πράξης, εκτός εάν αποτελεί σύνθετη ενέργεια (βλ. Λάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) ΑΑΔ 804, 816 και Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, 424).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό δίπλωμα το οποίο αμφισβητείται από τον Αιτητή 1, έχει θεωρηθεί δύο φορές από την ΕΔΥ ότι αποτελούσε μεταπτυχιακό.  Η πρώτη φορά ήταν στις 25.10.2005 όταν το ΕΜ αποτάθηκε για τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος, αλλά δεν επιλέγηκε.  Παρά ταύτα η ΕΔΥ έκρινε ότι το ΕΜ και ένας άλλος υποψήφιος «διαθέτουν πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό τίτλο (τον επίδικο) επιπέδου Master, τα οποία ικανοποιούν τα απαιτούμενα προσόντα».  Περαιτέρω αναγνώρισε ότι το ΕΜ κατείχε και δεύτερο «μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση».

 

Η δεύτερη φορά ήταν στις 5.11.2007 όταν το ΕΜ και πάλιν αποτάθηκε για μια από τις τρεις θέσεις Ανώτερου Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος και πέτυχε να προαχθεί.  Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (Σ.Υ. 7/2004) το οποίο ήταν κάπως διαφορετικό μόνο ως προς το πλεονέκτημα, προέβλεπε ότι οι υποψήφιοι που κατείχαν «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης» θα αποτελούσε πλεονέκτημα.  Η ΕΔΥ για να επιλέξει το ΕΜ για προαγωγή, προφανώς ικανοποιήθηκε ότι πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα.  Ιδιαίτερα για να θεωρήσει ότι κατείχε το πλεονέκτημα, θα πρέπει να είχε ικανοποιηθεί ότι το μεταπτυχιακό του ΕΜ ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Διαφορετικά δεν θα ανέφερε ότι το ΕΜ και ο δεύτερος υποψήφιος «κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, περιλαμβανομένων και των πλεονεκτημάτων».  Το ότι οι υποψήφιοι ήταν δύο και επιλέγηκαν και οι δύο, δεν αλλοιώνει την κατάσταση αφού για να διοριστούν τεκμαίρεται ότι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα.

 

Επομένως η ΕΔΥ στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειαζόταν να διεξάγει νέα έρευνα.  Νόμιμα, κατά την άποψή μου, έκρινε το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα του ΕΜ από το Πανεπιστήμιο του Aberystwyth ότι ικανοποιούσε την πρόνοια της παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Συμφωνώ με τον κ. Κωνσταντίνου ότι εφόσον σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις το συγκεκριμένο προσόν θεωρήθηκε ως μεταπτυχιακός τίτλος, δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο, εκτός βέβαια και αν διαπιστωθεί δόλος, κάτι που δεν υπάρχει εδώ.  Αν γινόταν αποδεχτή η εισήγηση της κας Καλλιγέρου, θα σήμαινε ότι θα επιτρεπόταν παρεμπίπτων έλεγχος ή αναψηλάφηση άλλης διοικητικής πράξης, κάτι ανεπίτρεπτο.  Σχετικές είναι οι δύο αποφάσεις της Ολομέλειας στις οποίες παρέπεμψε ο δικηγόρος του ΕΜ.  Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή, πιο πάνω, στις σελίδες 428-429 η Ολομέλεια ανέφερε τα εξής:-

«Είναι πραγματικό γεγονός ότι τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης ειδικού ιατρού (παθολογία), που κατέχει ο προαχθείς από 1.3.84, προνοούσαν ακριβώς το ίδιο προσόν, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, όπως δηλαδή απαιτείται και στα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης, του ανώτερου ειδικού ιατρού.

 

Ως εκ τούτου η κοινή λογική αναντίρρητα επιβάλλει, και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παραπέρα "έρευνα" από την ΕΔΥ, να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για τη θέση, στην οποία διορίστηκε από 1.3.84. Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη. Οποιαδήποτε "έρευνα" από την ΕΔΥ για το επίμαχο προσόν, όπως την έχει εισηγηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, που έγινε την 1.3.84 στη θέση ειδικού ιατρού, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.»

 

Επίσης στη Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347, στη σελίδα 359 η Ολομέλεια επανέλαβε την ίδια θέση, «ότι διορισμός σε θέση στο δημόσιο αποτελεί αφεαυτού τεκμήριο για την κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων για διορισμό. (Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (Α.Ε. 1490, αποφασίστηκε στις 17/9/92 - Απόφαση πλειοψηφίας), και Μάρκου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213.  Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Δημοκρατίας ν. Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468, σελ. 472-473, στην οποία η Ολομέλεια επιβεβαιώνει την προηγούμενη νομολογία για ύπαρξη αμάχητου τεκμηρίου.

 

Κατά πόσον το ΕΜ κατέχει την απαιτούμενη πείρα - Κοινός λόγος ακυρότητας

Η παράγραφος 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας προέβλεπε ότι απαιτείτο «10ετής τουλάχιστον διοικητική πείρα από την οποία 5ετής τουλάχιστον υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση».

 

Ο Αιτητής 1 διά του λόγου ακυρότητας 2 και ο Αιτητής 2 διά των λόγων ακυρότητας 1, 7 και 8 ισχυρίζονται ότι το ΕΜ δεν πληρούσε το προσόν της παραγράφου 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας και επομένως δεν ήταν προσοντούχο.  Κατά τους Αιτητές, η αντίθετη άποψη της ΕΔΥ είναι πεπλανημένη και το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας.  Περαιτέρω ο Αιτητής 2 διά του λόγου ακυρότητας 8 ισχυρίζεται ότι υπερτερούσε σε αρχαιότητα του ΕΜ.  Συγκεκριμένα οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι το ΕΜ δεν είχε την απαιτούμενη 10ετή διοικητική πείρα, καθότι από την 1.10.2000 που προάχθηκε σε Λειτουργό Φυσικού Περιβάλλοντος Α΄, μέχρι τις 14.6.2010 που ήταν η τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων, δεν συμπλήρωνε 10 χρόνια, αλλά μόνο 9½ χρόνια περίπου.  Πέραν τούτου, από τα 9½ χρόνια που υπηρέτησε σε θέση με διοικητικά καθήκοντα, για 2 χρόνια και 10 μήνες ήταν αποσπασμένος στις Βρυξέλλες όπου αντιπροσώπευε το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος στις διάφορες Επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως να εκτελεί οποιαδήποτε διοικητικά καθήκοντα.  Από την άλλη, ο δικηγόρος του ΕΜ λαμβάνονται υπόψη και την περίοδο που το ΕΜ κατείχε την προηγούμενη θέση Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος, θεωρεί ότι η πείρα του πελάτη του σε διοικητική θέση ανερχόταν στα 18 χρόνια και 6 μήνες.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.  Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μερών είναι κατά πόσον η θέση Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος (Συνδυασμένες Κλίμακες Α8 και Α10) που το ΕΜ κατείχε για 8 χρόνια και 10½ μήνες, από 15.11.1991 μέχρι 1.10.2000 περιείχε διοικητικά καθήκοντα.  Από το πρώτο από τα δύο Σχέδια Υπηρεσίας που επισύναψε ο δικηγόρος του ΕΜ, το οποίο ίσχυε τουλάχιστον από το 1990, προκύπτει ότι μέσα στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης συμπεριλαμβανόταν και η ερευνητική εργασία, η μελέτη μέτρων για την πρόληψη και τον έλεγχο δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων, η επισήμανση δυσμενών καταστάσεων για το περιβάλλον, η παροχή συμβουλών για βελτίωση του περιβάλλοντος και η υποβολή εισηγήσεων για τη διαμόρφωση και εισαγωγή περιβαλλοντικών προτύπων.  Στο δεύτερο Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο επίσης ίσχυε κατά την περίοδο που το ΕΜ κατείχε τη θέση, τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης περιγράφονται ως εξής:-

«(α) Εκτελεί συντονιστική, διαχειριστική ή ερευνητική εργασία, σε σχέση με προγράμματα για τα οικοσυστήματα, τη χλωρίδα, την πανίδα, τα απόβλητα, τη ρύπανση και γενικότερα το περιβάλλον και την προστασία του.

(β) Εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις διάφορων έργων ή αναπτύξεων, διεξάγει μελέτες, ετοιμάζει σχέδια και υποβάλλει εκθέσεις, αναφορικά με προβλήματα και καταστάσεις που επηρεάζουν ή μπορούν να επηρεάσουν το περιβάλλον, και εισηγείται ή/και λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για την πρόληψη, την επίλυση και τον έλεγχό τους.

(γ) Παρέχει πληροφορίες και συμβουλές σε θέματα περιβάλλοντος και συντονίζει, αναλαμβάνει ή/και συμμετέχει σε δραστηριότητες που αποβλέπουν στην προαγωγή περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης.

(δ) Υποβάλλει εισηγήσεις για τη διαμόρφωση και την εισαγωγή πολιτικής και προτύπων για την προστασία του περιβάλλοντος.

(ε) Εφαρμόζει ή/και παρακολουθεί την εφαρμογή της σχετικής με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος.

(στ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.»

 

Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τα όσα καταγράφονται ως καθήκοντα στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 2004-2006, κατά την άποψή μου φανερώνουν την άσκηση διοικητικών καθηκόντων σύμφωνα με την ερμηνεία που η νομολογία δίδει στον όρο.  Εύστοχα ο κ. Κωνσταντίνου παρέπεμψε στην υπόθεση Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387 στην οποία τονίστηκε από την Ολομέλεια ότι η διοικητική πείρα δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται με εποπτεία και έλεγχο κατώτερου προσωπικού, όπως φαίνεται να υπονοούν οι Αιτητές.  Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στη σελίδα 393:-

«Η έννοια της διοικητικής πείρας ορθά συνδέθηκε προς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων.  Θεωρούμε όμως πως η άσκηση διοικητικών καθηκόντων δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού.  Τα δύο δεν είναι ταυτόσημα.  Τα διοικητικά καθήκοντα και η διοικητική πείρα που κτάται με την άσκηση τους είναι έννοια ευρύτερη. Περιλαμβάνει την εμπλοκή, στο πλαίσιο της υπηρεσίας ενός λειτουργού, στο καθόλου διοικητικό έργο.  Το σχέδιο υπηρεσίας του διοικητικού λειτουργού είναι σχετικό όχι ως κατευθείαν ερμηνευτικό της συζητούμενης πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας εδώ, αλλά ως ενδεικτικό της δυνατότητας της ΕΔΥ να αποσυνδέσει τα διοικητικά καθήκοντα από την κατ' ανάγκη άσκηση εποπτείας, οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού.»

 

Κατά την άποψή μου, η ΕΔΥ εύλογα θεώρησε στην προκειμένη περίπτωση ότι το ΕΜ κατείχε δεκαετή διοικητική πείρα.  Για να παρέμβει το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι η θεώρηση των πραγμάτων από την ΕΔΥ συνιστά αυθαιρεσία, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ (βλ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 102).  Εντελώς αβάσιμο θεωρώ τον ισχυρισμό ότι η απόσπαση του ΕΜ στις Βρυξέλλες δεν συνιστούσε διοικητική πείρα.  Κατά την άποψη μου, δεν είναι δυνατό το ΕΜ να αντιπροσωπεύει ένα Υπουργείο σε διάφορες Επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ιδιόμορφο υπηρεσιακό περιβάλλον των Βρυξελλών και να μην θεωρείται ότι εκτελεί διοικητικά καθήκοντα.

 

Κατά πόσον πάσχει η σύσταση της Διευθύντριας - Κοινός λόγος ακυρότητας 3

Αποτελεί ισχυρισμό των Αιτητών 1 και 2 ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας συγκρούεται με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων.  Όπως ισχυρίζεται, ο Αιτητής 1 υπερέχει του ΕΜ σε αρχαιότητα κατά 4 χρόνια και 7 μήνες στην αμέσως προηγούμενη θέση και κατά 9 χρόνια και 5 μήνες στην προηγούμενη αυτής θέση και κατ' επέκταση και σε πείρα, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία επαυξάνει την αξία.  Επιπλέον, ο Αιτητής 1 κατέχει εικοσαετή και όχι δεκαετή πείρα σε διοικητική θέση, σε αντίθεση με το ΕΜ η πείρα του οποίου είναι αμφιβόλου υποστάσεως, ενώ στις προφορικές συνεντεύξεις η υπεροχή του ΕΜ ήταν οριακή.  Από πλευράς Αιτητή 2 προβάλλεται ότι αυτός όχι μόνο είναι αρχαιότερος του ΕΜ λόγω μισθοδοτικής κλίμακας, αλλά βρίσκεται και σε ανώτερη θέση, υπερέχει του ΕΜ σε προσόντα, πάντοτε είχε εξαίρετη βαθμολογία στις ετήσιες εκθέσεις και υπερείχε σημαντικά σε πείρα.

 

Από την άλλη, το ΕΜ και οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι μπορεί ο Αιτητής 1 να υπερέχει σε αρχαιότητα, αλλά το ΕΜ υπερέχει έναντι του σε πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα.  Όπως εισηγείται ο δικηγόρος του ΕΜ σε σχέση με τον Αιτητή 1, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί τόσο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, όσο και μεταπτυχιακή ή ειδική εκπαίδευση.  Οι δύο τίτλοι που κατείχε ο Αιτητής 1 προσμέτρησαν για ικανοποίηση του βασικού προσόντος [παρ. 3(1)] και της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης [παρ. 3(2)] και επομένως δεν παρέμεινε οτιδήποτε για να προσμετρήσει ως πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν.

 

Ως προς τον Αιτητή 2, το ΕΜ και οι Καθ' ων η αίτηση αναγνωρίζουν την ελαφρά υπεροχή του σε αρχαιότητα, όμως δεν θεωρούν ότι αυτή είναι καθοριστικής σημασίας, αλλά αντίθετα θεωρούν ότι έχει περιορισμένη σημασία.  Δεν συμφωνούν ότι ο Αιτητής 2 υπερτερεί σε προσόντα, θεωρώντας ότι το Πτυχίο Ζωϊκής Παραγωγής του ΚΑΤΕΕ Θεσσαλονίκης δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι αναγνωρισμένος τίτλος Πανεπιστημιακού επιπέδου.  Πέραν τούτου, το ΕΜ υπέδειξε συγγραφικό έργο σε θέματα άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.  Ως προς το αναιτιολόγητο της σύστασης οι Καθ' ων η αίτηση και το ΕΜ υποστηρίζουν ότι όχι μόνο δεν απαιτείτο η σύσταση να είναι αιτιολογημένη, αλλά ούτε και η σύσταση ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Είναι γεγονός ότι οι δύο Αιτητές υπερέχουν σε αρχαιότητα, ο μεν Αιτητής 1 στην προηγούμενη θέση, ο δε Αιτητής 2 λόγω κατοχής θέσης με ανώτερη μισθοδοτική κλίμακα, αλλά το στοιχείο αυτό δεν θα μπορούσε από μόνο του να δώσει καθολική υπεροχή στους Αιτητές 1 και 2 σε διαδικασία πλήρωσης θέσης ψηλά στην ιεραρχία.  Η αρχαιότητα για να αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα, θα πρέπει να είναι σημαντική και κατά τα άλλα οι υποψήφιοι να είναι ίσοι (βλ. Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 116).  Στην προκειμένη περίπτωση, το ΕΜ, όπως ορθά έχει επισημάνει ο δικηγόρος του, σε σχέση με τον Αιτητή 1, έχει ένα πρόσθετο προσόν, το οποίο όσο και να μην ήταν απαιτούμενο, ήταν σχετικό με τη θέση.  Ως προς το Διδακτορικό του Αιτητή 1, είναι ορθή η θέση και εξάλλου καλύπτεται και από το δεδικασμένο στην υπόθεση Παπασταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2005) 4(Β) ΑΑΔ 532, στην οποία ο Αιτητής 1 ήταν και πάλιν διάδικος.  Κρίθηκε εκεί ότι το Διδακτορικό του δεν θα μπορούσε να μετρήσει δύο φορές.  Από τη στιγμή που προσμέτρησε ως μεταπτυχιακή εκπαίδευση, δεν θα μπορούσε να προσμετρήσει και ως πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν. 

 

Ούτε το παράπονο του Αιτητή 2 ευσταθεί.  Ο Αιτητής 2 υπερέχει ελαφρώς στην αρχαιότητα (λόγω ψηλότερης κλίμακας), αλλά αυτό δεν του προσδίδει έκδηλη υπεροχή.  Συμφωνώ με την εισήγηση ότι σε προσόντα ο Αιτητής 2 δεν υπερτερεί στο βαθμό που εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος του.  Μπορεί ο Αιτητής 2 αριθμητικώς να υπερέχει σε προσόντα, αλλά η σημασία τους δεν μπορεί να υπερτονιστεί, εφόσον αυτά όχι μόνο δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά επικεντρώνονται περισσότερο στη γεωπονία και στη γεωργία παρά στον τομέα που αφορά η επίδικη θέση, δηλαδή το περιβάλλον, με το οποίο σχετίζονται οι δύο από τους τρεις τίτλους που κατέχει το ΕΜ.  Σύμφωνα με τη νομολογία, πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, έχουν οριακή σημασία μόνο.  Επομένως μπορεί ο Αιτητής 2 να υπερέχει ελαφρώς σε πρόσθετα μη σχετικά προσόντα, αλλά δεν θα έλεγα ότι υπερέχει έκδηλα του ΕΜ.  Εναπόκειτο στην αρμόδια αρχή να τον αξιολογήσει και να τους αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα στο κάθε προσόν, πράγμα που η ΕΔΥ έπραξε.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας κατά την άποψή μου δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, ούτε βέβαια είναι σε αντίθεση με τα νομολογηθέντα στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695.  Η σύσταση της Διευθύντριας, που στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένη, διατυπώνει μόνο τη σύσταση της ως προς τον καταλληλότερο για προαγωγή υποψήφιο, με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων.  Αν η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη, μπορεί αιτιολογώντας ειδικά τη θέση της, να διαφοροποιηθεί από το συμβουλευτικό χαρακτήρα της σύστασης.

 

Κατά πόσον δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση - Κοινός λόγος ακυρότητας 4

Το παράπονο του Αιτητή 1 είναι ότι η ΕΔΥ δεν συνεκτίμησε όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια, αλλά βασίστηκε στην απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της συνέντευξη και σε τίποτε άλλο.  Κατά την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του, η προφορική συνέντευξη δεν είναι θεσμοθετημένο κριτήριο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο επιλογής.

Παρόμοιο και το παράπονο του Αιτητή 2, ο οποίος δίδει περισσότερη έμφαση στην έλλειψη έρευνας, επαρκούς αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας, για να καταδείξει το εσφαλμένο της κρίσης της ΕΔΥ ως προς την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων.  Όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής 2, η πλάστιγγα τελικά έκλινε υπέρ της επιλογής του ΕΜ κυρίως λόγω της κρίσης της ΕΔΥ για την προφορική εξέταση.

 

Δεν συμφωνώ ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της μόνο την ενώπιον της προφορική εξέταση και τίποτε άλλο.  Εξετάζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, εύκολα διαπιστώνεται ότι η ΕΔΥ πέραν της προφορικής εξέτασης, έλαβε υπόψη τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, το μη απαιτούμενο πρόσθετο προσόν που κατείχε το ΕΜ σε σύγκριση με τον Αιτητή 1, ως και ότι το ΕΜ δεν υστερούσε των δύο Αιτητών σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις.  Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, αναγνώρισε την υπεροχή των δύο Αιτητών, αλλά έκρινε ότι επειδή η θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία, αυτή δεν μπορούσε να ήταν καθοριστικής σημασίας (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3(Α) ΑΑΔ 19, 27).  Ο τρόπος με τον οποίο η ΕΔΥ αξιολόγησε τα ενώπιον της στοιχεία, συνάδει με την πάγια θέση της νομολογίας, ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου και μάλιστα με αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία (βλ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) ΑΑΔ 105, 115-116 και στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.α. (1995) 3 ΑΑΔ 69, 73, Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 756, 763 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 643, 646 στις οποίες παρέπεμψε και η ΕΔΥ). 

 

Δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που η ΕΔΥ συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία ενώπιον της.  Στην προσπάθεια της να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο και μέσα στα πλαίσια που καθορίζει η νομολογία, είχε την ευχέρεια να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σε ένα από τα κριτήρια, χωρίς να ξεφεύγει των ακραίων ορίων της εξουσίας της (βλ. Ευαγγέλου κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Ε) ΑΑΔ 3051).  Μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η ΕΔΥ ξεφεύγει των ακραίων ορίων της εξουσίας της, μπορεί να παρέμβει το δικαστήριο, το οποίο όπως είναι γνωστό δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την κρίση της ΕΔΥ, έστω και αν το ίδιο θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α., ανωτέρω).  Μόνο όταν ο Αιτητής, ο οποίος έχει και το βάρος απόδειξης, καταφέρει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, μπορεί το δικαστήριο να παρέμβει (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 329).  Στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπερέχουν έκδηλα του ΕΜ.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι που αφορούν μόνο στον Αιτητή 2

Οι λόγοι ακυρότητας 5, 6, 11 και 12 οι οποίοι αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στο ενδεχόμενο πλάνης της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα και πρόσθετα προσόντα του Αιτητή 2, έχουν ήδη εξεταστεί στα πλαίσια του λόγου ακυρότητας 3 και ελάχιστα χρειάζεται να προστεθούν.  Το ότι υπήρξε δέουσα έρευνα, φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα από την απόφαση της ΕΔΥ στην οποία γίνεται λακωνική μεν αλλά επαρκής αναφορά και σύγκριση των προσόντων των δύο Αιτητών με αυτά του ΕΜ.  Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη ως προς τα προσόντα του Αιτητή 2 τα οποία εν πάση περιπτώσει λήφθηκαν υπόψη, χωρίς όμως να είναι αρκετά για να κλείνουν την πλάστιγγα υπέρ του.  Λόγω του ότι η θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, η ΕΔΥ είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια και ασκώντας την δεν ξέφυγε, όπως έχω ήδη αναφέρει, των ακραίων ορίων της ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Δικαστηρίου. 

 

Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους 7, 8, 9 και 10, οι οποίοι αφορούν στην πείρα, αρχαιότητα, στη βαθμολογική αξία του Αιτητή 2 στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, καθώς και στα θέματα που εγείρει για τις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις.  Και αυτοί οι λόγοι έχουν καλυφθεί κατά την εξέταση των κοινών λόγων ακυρότητας.

 

Ο μόνος λόγος που παραμένει για εξέταση αναφορικά με τον Αιτητή 2, είναι ο δεύτερος, ο οποίος αφορά στην επαναδημοσίευση της θέσης.  Όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής 2, ο χρόνος συνδρομής των προσόντων ήταν η πρώτη δημοσίευση των θέσεων ημερ. 11.12.2009 και η θέση δεν έπρεπε να είχε επαναπροκηρυχθεί, αφού κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται από το άρθρο 29(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).  Όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του, αν η θέση δεν ανακαλείτο, η όλη διαδικασία θα είχε διαφορετική πορεία.  Όπως ισχυρίζεται, η απόσυρση και επαναδημοσίευση της θέσης έγινε ώστε να δοθεί χρόνος στο ΕΜ, το οποίο δεν πληρούσε την απαιτούμενη πείρα, να συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο, ώστε να ικανοποιήσει τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Δεν ευσταθεί ο λόγος ακυρότητας.  Έχω ήδη εξηγήσει στα πλαίσια του λόγου ακυρότητας 1 (αναφορικά με τον Αιτητή 1), ότι ούτως ή άλλως το ΕΜ μέχρι την ημερομηνία που έληγε η προθεσμία υποβολής αίτησης με βάση την πρώτη δημοσίευση, πληρούσε και με το παραπάνω την απαιτούμενη πείρα.

 

Ανεξάρτητα τούτου δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία που να δείχνουν ότι επιδιώκεται σκοπός ξένος προς τους σκοπούς του Νόμου ή οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας.  Η διοίκηση ενήργησε με καλή πίστη και συμμορφώθηκε πλήρως με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι ενόψει των αλλαγών που επήλθαν στην κλίμακα της θέσης με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2010, είχε δημιουργηθεί νέα θέση και ως εκ τούτου ενδείκνυτο, σύμφωνα με το άρθρο 21(2) του Νόμου 1/90, η επαναδημοσίευση της θέσης της οποίας η μισθοδοτική κλίμακα καθίστατο συστατικό στοιχείο της θέσης.  Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι αν είναι ορθή ή εσφαλμένη η πιο πάνω θέση, αλλά αν η ΕΔΥ επιδίωξε σκοπό ξένο, με αποτέλεσμα να καταχραστεί την εξουσία που είχε.  Όμως δεν έχει αποδειχθεί κάτι τέτοιο.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με €2.000, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, τα οποία θα καταβάλουν εξ ημισείας οι Αιτητές 1 και 2.  Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α).

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο